Μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα που απεικόνιζε τα Χαυτεία, Χριστούγεννα του 1962 και με το νοσταλγικό σχόλιο «Πενήντα χρόνια πίσω, φώτα, κίνηση, χρώματα», έκανε το γύρο του διαδικτύου τούτες τις τόσο γκρίζες και αγχωτικές γιορτινές μέρες του τέλους του 2012.

Μια φωτογραφία που υποσυνείδητα έφερνε ακαριαία σε αντιδιαστολή το σημερινό μίζερο κέντρο, την απαξίωσή του, τα κλειστά μαγαζιά, τους άστεγους που κουρνιάζουν στις εσοχές και τα κατεβασμένα ρολά.

Πράγματι ο φακός του καλού φωτογράφου, είχε απαθανατίσει μια φωτεινή στιγμή του κέντρου της Αθήνας, όπου εντυπωσιάζουν τα λαμπερά χρώματα των διερχομένων ΙΧ αυτοκινήτων και τα γεμάτα πεζοδρόμια από καλοντυμένους Αθηναίους που είχαν βγει για να ψωνίσουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους.

Συγκίνησε η φωτογραφία γιατί είχε κάτι από τις παλιές ελληνικές ταινίες του ’60, όταν η τεχνολογία του τεχνοκολόρ έριχνε χρώμα στην ασπρόμαυρη αισθητική, μετατρέποντας την φτωχή, αγροτική και εργατική μεταπολεμική Ελλάδα που μόλις είχε αρχίσει να κλείνει τις πληγές του εμφυλίου, σε μια μικροαστική κοινωνία, που μπορούσε κι αυτή να μιμείται έστω και φαντασιακά τη ζωή των μεσοαστών, ή των λαϊκών σταρ που τους υποδύονταν, να καταναλώνει, να ζει σε διαμέρισμα, να πίνει βερμούτ, τζιν και ουίσκυ σε ημισκότεινα μπαράκια, να δραπετεύει στη Βάρκιζα με δανεικό αμάξι.

Οντως ήταν μια εποχή που η χώρα είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και χαμηλούς μισθούς και συντάξεις, κακά νοσοκομεία, μεγάλη μετανάστευση αλλά και εμβάσματα από την αλλοδαπή καθώς επίσης και εισοδήματα από την αντιπαροχή που είχε αρχίσει να γιγαντώνεται. Ξένοι ανταποκριτές έγραφαν ότι η  Αθήνα τη δεκαετία του ’60 μύριζε φρέσκια μπογιά. Ηταν η πιο καινούργια πρωτεύουσα της Ευρώπης.  Επίσης είχε εμφανιστεί μια φουρνιά νέων ανθρώπων, με μαζικότερη πρόσβαση στην εκπαίδευση, που χαρακτηριζόταν από ιστορική αισιοδοξία και μια πεποίθηση δύναμης πολύ μεγαλύτερη από κείνη των ηττημένων αριστερών γονιών τους και που θα έβαζε τη σφραγίδα της με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα πολιτικά τεκταινόμενα των ερχόμενων δεκαετιών.

Μια φωτογραφία λένε, ίσον 1000 λέξεις και διερωτάται κανείς: Είναι αληθινή η φωτογραφία του Μπαλάφα ή ακριβέστερα πόσο αληθινή είναι.

  Δεν είναι στις προθέσεις τούτου του αφηγήματος η κοινωνικοπολιτική ανάλυση μιας πλούσιας δεκαετίας όπως αυτή που προαναφέραμε. Όμως επειδή η νοσταλγία (το άλγος του νόστου) είναι κακός σύμβουλος, γιατί εξωραϊζει το παρελθόν προβάλλοντας μια αυθαίρετη εκδοχή του στο παρόν αλλά ακόμα και στο μέλλον, με ισχυρό το χαρακτήρα του φαντασιακού, εμείς τα παιδιά του ’60 γνωρίζουμε καλά τη μαυρόασπρη εκδοχή των παιδικής μας ηλικίας και του πρωτοχρονιάτικου μπουναμά που τόσο περιμέναμε όλο το χρόνο.

Ένα από τα θετικά βέβαια της εποχής μας ήταν η έλλειψη του… Αη Βασίλη.

Ποτέ δεν μας είπε κανείς ότι υφίσταται. Ούτε περιμέναμε δώρα από αυτόν. Η χολιγουντιανή εκδοχή του ήταν ανύπαρκτη, κυρίως ελλείψει τηλεόρασης. Ασε που δε θα χώραγε από τα χοντρά μπουριά της ξυλόσομπας. Μόνο σε κάτι χριστουγεννιάτικες χαλκομανίες που κολλάγαμε σε σπιράλ μπλοκ ζωγραφικής, εμφανιζόταν ο ροδομάγουλος παππούς, ντυμένος στα κόκκινα, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη του γεμάτο δώρα και χρυσόσκονη κολλημένη στα γένια του.

Αλλά κανέναν παιδί δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά.

Για μας ο Αγιος Βασίλειος από την Καισαρεία, ήταν ένα φιλόπτωχος χριστιανός ιερωμένος, που τοποθέτησε σε μικρές πίτες τα κοσμήματα της πόλης που είχε συλλέξει από το φόβο κάποιας επιδρομής εχθρών και  η οποία εν τέλει αποφεύχθηκε, με αποτέλεσμα να βρει αυτόν τον τρόπο για να κάνει μια τίμια αναδιανομή του πλούτου, εφόσον ήταν αδύνατο να ξαναμοιραστούν τα χρυσαφικά  ακριβώς σ’ αυτούς που τα είχαν παραδώσει. Μια θρησκευτική εκδοχή που μαθαίναμε από τη γιαγιά, η οποία φυσικά μας επέβαλε τουλάχιστον μία καλή πράξη φιλανθρωπίας (έτσι την έλεγαν τότε,  χωρίς να χρειάζεται για politicalcorrectλόγους, να την μετονοματίσουν σε …αλληλεγγύη).

Αυτό σήμαινε μια τουλάχιστον επίσκεψη σε κάποιο ορφανοτροφείο, όπου  οχτάχρονα παιδιά, βοηθούσαμε υποχρεωτικά, να μανταριστούν κάτι βουναλάκια από τρύπιες κάλτσες. Για να χαρίσουμε ρούχα ούτε λόγος, εφόσον δεν περίσσευε τίποτε από τις δικές μας πολύτεκνες οικογένειες.

Παρ’ όλα αυτά για μας τους κάπως τυχερούς, που  ερχόταν δηλαδή στο σπίτι ένας μηνιάτικος μισθός, οι μπουναμάδες αγοράζονταν κυρίως από τα χριστουγεννιάτικα ανοιχτά παζάρια και αποτελούνταν από ευτελή παιγνίδια που μας φάνταζαν μαγικά.

Η μεγαλύτερη όμως επιχείρηση των γιορταστικών ημερών ήταν ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δένδρου.

Επιχείρηση χαράς κυρίως για τον πατέρα, που αγόραζε κάθε χρόνο κανά- δυό στολίδια εμπλουτίζοντας τη συλλογή του. Εύθραυστα, κατά κανόνα χειροποίητα στολίδια, όχι σαν τα σημερινά που το υλικό τους είναι από πλαστικό, έσπαζαν εύκολα ή «καιγόντουσαν» από το χρόνο κι έτσι κάθε φορά μετρούσαμε απώλειες που έκαναν τον πατέρα έξω φρενών. Είχε κάτι το τρομακτικό αυτό το επετειακό στόλισμα. Τώρα πια νομίζω ότι αφορούσε τον πατέρα μας περισσότερο απ’ ό,τι εμάς.

Ακούγεται περίεργο αλλά δεν ήταν. Οι πατεράδες του ’60 ήταν τα παιδιά της κατοχής. Τα παιγνίδια μας, όπως και τα στολίδια του δένδρου, αποτελούσαν γι αυτούς μια επιστροφή στη χαμένη στον πόλεμο παιδικότητά τους.

Ενας πατέρας - παιδί που θύμωνε αν του χάλαγαν το παιγνίδι του. Που υποτίθεται το είχε αγοράσει για το δικό του παιδί.

Ποια νοσταλγία λοιπόν και για ποιο λόγο. Πέρα από τη συνείδηση του ίδιου του χρόνου που αδυσώπητα ορίζει τη φθαρτότητά μας, η επιστροφή στην «έντιμη πενία» του 1960 για τις λαϊκές μάζες, που κακώς  θεώρησαν ότι τους ανήκει ένα μερίδιο κάπως ευρύτερης ευτυχίας, είναι βαθειά αντιδραστική προτροπή.

Αλλωστε το στολισμένο ΜΙΝΙΟΝ και οι βιτρίνες του ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ, ήταν απλά για τους περισσότερους από εμάς, μια βόλτα για να θαυμάσουμε τις περίτεχνες φάτνες και να ανεβοκατέβουμε τις κυλιόμενες σκάλες του Σταθμού της Ομόνοιας.

Το μόνο που άξιζε  τότε, ήταν η αίσθηση ενός φωτεινότερου μέλλοντος που ξανοιγόταν μπροστά μας. Αυτή η αίσθηση φώτιζε τους χωματόδρομους των συνοικιών, τα χωρίς θέρμανση σχολεία με τους 40 μαθητές ανά τάξη, γέμιζε τα σινεάκ τις Κυριακές κι αργότερα στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, μας έστειλε να συναντήσουμε τους εξεγερμένους φοιτητές του Πολυτεχνείου.

Αυτήν την αίσθηση αξίζει να ξαναβρούμε, παλεύοντας με τα φαντάσματα του καιρού μας.

Σιγά μην επιτρέψουμε την επιστροφή στις φιλανθρωπίες των κυριών του Ερυθρού Σταυρού του ’60 και την προικοδότηση των αγάμων ορφανών κορασίδων της Φρειδερίκης, μεταμφιεσμένες σήμερα σε σιτεμένα μεγαλοαστικά ζόμπυ.

Τα Δίκτυα Αλληλεγγύης που στήνουμε, τότε μόνο θα αξίζουν το όνομά τους, όταν μετατραπούν σε δημοκρατικό πολιτικό κίνημα ενάντια στη φτώχεια, το ρατσισμό και το φασισμό.

Προσπάθησα να γράψω χίλιες λέξεις, όσο αξίζει μια φωτογραφία.

Ετικέτες