«Ο Τσίπρας είναι ΠΑΣΟΚτζής, δεν θέλει την οικουμενική όπως και ο Ανδρέας δεν την ήθελε». Τάδε έφα Βασίλης Λεβέντης, αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων, όψιμα κοινοβουλευτικός άνδρας και σταθερά τηλεοπτικός αστέρας άλλοτε της μεταμεσονύχτιας προβολής «σκουπιδιών» και σήμερα, της πρωινής, της μεσημεριανής, της απογευματινής και της βραδινής ζώνης των ιδιωτικών και όχι μόνο καναλιών.

Ας δώσουμε καταρχάς δίκιο στον διόλου συμπαθή Λεβέντη. Ο Τσίπρας όντως αντιγράφει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι ένας πρωθυπουργός (σε πολλά) αντίγραφο. Βέβαια, και ποιος δεν αντιγράφει, σε αυτή τη Βουλή των μνημονιακών τεράτων και σημείων, τον εκλιπόντα ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ!; Ακόμη και η ναζιστική Χρυσή Αυγή καπηλεύεται και διαστρεβλώνει ένα βασικό σύνθημα του πάλαι ποτέ πατριωτικού ΠΑΣΟΚ «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», αναζητώντας τη φραστική νομιμοποίηση των διόλου φραστικών εγκλημάτων της κατά των ξένων προσφύγων και οικονομικών μεταναστών. Ακόμη και το ΚΚΕ σε μια επίδειξη καιροσκοπισμού και πριν από τις εκλογές έκανε στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα της Ευρωζώνης -και έμμεσα της Συνθήκης του Μάαστριχτ - με μοναδικό σκοπό να κόψει τις γέφυρες επικοινωνίας και διαρροών πιθανών ψηφοφόρων του προς τη Λαϊκή Ενότητα – εντυπωσιακή στροφή που θα τη ζήλευε σίγουρα ο μακαρίτης. Ακόμη και ο ίδιος ο Λεβέντης αντιγράφει ασθμαίνοντας την κληρονομιά του ονόματος Παπανδρέου – κατά προτεραιότητα και προτίμηση του Γέρου, του Γεωργίου. Ο τίτλος του κόμματος (Ένωση Κεντρώων) παραπέμπει ευθέως στην Ένωση Κέντρου ενώ ελάχιστοι πια θυμούνται ότι τα χρόνια της μεταμεσονύχτιας «λεβέντικης» τηλεοπτικής παρουσίας, ο πρόεδρος των Κεντρώων συνήθιζε να φιλοξενεί – και να συμπεριλαμβάνει στα ψηφοδέλτια του, με προφανείς στόχους απήχησης και ψηφοθηρίας – τον ετεροθαλή αδερφό του Ανδρέα, τον Γιώργο.

Βαριά όμως πέφτει και η σκιά του Ανδρέα, και στην εσωκομματική μάχη της ΝΔ. Φαινομενικά παράδοξο, αλλά απολύτως υπαρκτό το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να κάνει μια πολιτική και ταυτόχρονα προσωποκεντρική εκστρατεία, με έμφαση στην καθημερινότητα, την εξοικείωση του πιθανού υποστηρικτή του με τον αυριανό, πιθανό πρόεδρο του και την «από τα πάνω» και με το στανιό σφυρηλάτηση μιας αμφίδρομης οικειότητας πρωτόγνωρης για πρόεδρο της ΝΔ – γιατί κατά τη γνώμη μου, ο Μητσοτάκης θα είναι τελικά ο πρόεδρος της ΝΔ.  Ο πρώην υπουργός Διοικητικής Μετα(απο)ρρύθμισης έχει καθιερώσει τη χρήση του μικρού του ονόματος (Ο «Κυριάκος»…μόνο ο «Κυριάκος»…ακούμε τον «Κυριάκο») σε συγκεντρώσεις, σε κανάλια και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταφέρνοντας να φανεί σαν το παιδί της διπλανής πόρτας και αποπειρώμενος να διαγράψει μονοκοντυλιά τις αρνητικές συνδηλώσεις του πολιτικού και γενεαλογικού επιθέτου το οποίο κουβαλάει. Με άλλα λόγια και τηρουμένων των αναλογιών  ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαπράττει πολιτική «πατροκτονία» παραπλήσια με εκείνη που διέπραξε ο Ανδρέας το 1974, αποποιούμενος την αρχηγία και τη συνέχιση της Ένωσης Κέντρου εις το όνομα του Γέρου. Εξάλλου ο Κυριάκος Μητσοτάκης βλέπει και τη ΝΔ ως ευκαιριακό όχημα, καθώς δεν διστάζει να δηλώσει ότι στόχος του είναι να εκφραστεί «ο κόσμος που ψήφισε ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου» - κόσμος που σίγουρα και σε υψηλό ποσοστό δεν ψήφισε ΝΔ τον Σεπτέμβρη και μάλλον αλληθωρίζει διαρκώς ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ- Ποτάμι. Επομένως η «παράταξη Κυριάκου Μητσοτάκη» είναι ευρύτερη από το «κόμμα ΝΔ», όπως «το ΠΑΣΟΚ – παράταξη του Ανδρέα» ήταν ευρύτερο από το «κόμμα του Κέντρου».  

Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί το «εγκόλπιο της πολιτικής Ανδρέα Γ. Παπανδρέου», ως προς τους αντιπάλους του. Ο «Κυριάκος» καλοδέχεται την υποστήριξη της σκληρής, απενοχοποιημένης Δεξιάς του Σπύρου – Άδωνη Γεωργιάδη, γιατί μόνο έτσι σχηματίζεται το αντι-αριστερό, αντι-τσιπρικό μέτωπο, όπως κάποτε σχηματιζόταν με διάφορα «δάνεια» από το Κέντρο, την Αριστερά ή και τη Δεξιά, το αντι-δεξιό, αντι-καραμανλικό μέτωπο του Ανδρέα. Ο ίδιος το λέει και ευθαρσώς: «Μόνο εγώ νικάω τον Τσίπρα», θυμίζοντας έμμεσα το πρόσφατο στραπάτσο του Μεϊμαράκη. Και επιτρέποντας μια μικρή παρασπονδία στην κατά τα άλλα πολιτική «πατροκτονία», καθώς και ο πατέρας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στη δική του εσωκομματική μάχη του 1984, πολιτεύτηκε-και κέρδισε - απέναντι στον Κωστή Στεφανόπουλο με κριτήριο το ερώτημα «ποιος απαλλάσσει ταχύτερα την Ελλάδα από τον Ανδρέα και αποκαθιστά τη ΝΔ στην εξουσία». Αν πάντως το φημολογούμενο ρήγμα στο Ποτάμι πάρει σάρκα και οστά με μαζικές μεταπηδήσεις στελεχών του κόμματος στην αυριανή ΝΔ του «Κυριάκου», ο Μητσοτάκης τζούνιορ θα έχει πρωταγωνιστήσει και σε μια μοντέρνα λεηλασία όμορου πολιτικού χώρου, όπως το συνήθιζε και ο ιδρυτής του «πράσινου», πολιτικού σχηματισμού.

Ο πρωθυπουργός, όμως, (σε πολλά) αντίγραφο του Ανδρέα είναι ο Τσίπρας, όχι βέβαια στο πολιτικό εκτόπισμα, τη μόρφωση, την προσωπικότητα ή και τις συγκυρίες. Ο Τσίπρας έχει διαβάσει το «εγκόλπιο της πολιτικής Ανδρέα Γ. Παπανδρέου» και το αντιγράφει σε τρία βασικά σημεία, τα οποία συνθέτουν τη δημοσιότητα της πρωθυπουργικής – και όχι απαραίτητα πολιτικής – επικοινωνίας:

α)Ο Τσίπρας μέχρι στιγμής παίζει αποτελεσματικά το ανδρεοπαπανδρεϊκό παιχνίδι του «έκανα τα πάντα, έφερα το αποτέλεσμα που έφερα, κανείς άλλος δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα από εμένα». Το είδαμε στην περιβόητη «σκληρή, διαρκή και αξιοπρεπή διαπραγμάτευση», στις «17 ώρες», το διαπιστώνουμε εκ νέου στην υποτιθέμενη μάχη στα μαρμαρένια αλώνια, η οποία ξεκινά για το ασφαλιστικό και τις συντάξεις ή για τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς – και ας είναι μάχη που χάθηκε το καλοκαίρι.

β)Ο Τσίπρας επιλέγει να συνδιαλέγεται αδιαμεσολάβητα με το κοινό του και τους οπαδούς του, ενίοτε και ερήμην των επίσημων κυβερνητικών και κομματικών οδών, είτε αυτή η συνδιαλλαγή προκύπτει, πχ σε επίπεδο συνθημάτων, στο προεκλογικό «μπαλκόνι» είτε στο παρασκήνιο του Μεγάρου Μαξίμου όπως άφησαν πρόσφατα να εννοηθεί άνθρωποι όπως ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Πανούσης, ο οποίος δήλωνε σε όλους τους τόνους «τσιπρικός» και ζητούσε «ραντεβού μόνο με τον πρωθυπουργό», τις μέρες της δικής του παράστασης. Ο Πανούσης δεν θα ζητούσε ένα τέτοιο ραντεβού, αν δεν ήξερε ότι ο πρωθυπουργός καλεί και δέχεται κατά καιρούς τέτοιους «τσιπρικούς»…

γ) Ο Τσίπρας διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα ερμηνείας των κυβερνητικών και κομματικών αποφάσεων, ειδικά όταν αυτές δοκιμάζονται σκληρά όχι στην κυβερνητική συνοχή αλλά στην ίδια την πραγματικότητα. Αν για παράδειγμα ο Τσίπρας λέει ότι οι κύριες συντάξεις δεν θίγονται τότε τόσο το χειρότερο για τις κύριες συντάξεις που έχουν θιγεί -ξανά και ήδη από - τον περασμένο Σεπτέμβριο…

Το τέταρτο σημείο που ενδεχομένως θα φανεί η αντιγραφή Τσίπρα στο εγκόλπιο Ανδρέα, είναι αυτό που ο διόλου συμπαθής Λεβέντης μοστράρει την υποψηφιότητα του, αγνοώντας τους κινδύνους. Γιατί ο Λεβέντης μπορεί να θέλει «οικουμενική» και «κυβέρνηση τεχνοκρατών», διαθέτοντας και την κοινοβουλευτική του ομάδα και ποντάροντας και στα καλά λόγια Φλαμπουράρη, Παππά και Μάρδα και προσδοκώντας και άδηλα στο ευρύ κοινό προσωπικά οφέλη, αλλά μάλλον αγνοεί σκανδαλωδώς το κεφάλαιο στο «εγκόλπιο πολιτικής Ανδρέα Γ. Παπανδρέου», με τον εύγλωττο τίτλο «Λεωνίδας Κύρκος και σχέσεις επιλεκτικής «λεηλασίας της Αριστεράς και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων», κεφάλαιο που μάλλον έχουν διαβάσει τόσο ο Τσίπρας όσο και οι παλιοί συνοδοιπόροι και μαθητές του Λεωνίδα που τότε αντιμετώπιζαν όχι με πολλή επιτυχία τις επιθέσεις «αγάπης» του Ανδρέα. Ο Λεβέντης – αν δεν το έχει καταλάβει – κινδυνεύει να γίνει ο «Κύρκος» του Τσίπρα, καταντώντας και περίγελος όσων σήμερα του δίνουν πολλά στασίδια στα τηλεοπτικά «παράθυρα».

Κλείνοντας, υπενθυμίζεται ότι το πολιτικό φάντασμα του Ανδρέα Παπανδρέου πλανάται πάνω από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και τη μνημονιακή Βουλή της Ελλάδας του 2016, είκοσι ακριβώς χρόνια από τις ημέρες εκείνες του Γενάρη του 1996, όταν ο τότε άρρωστος και κατάκοιτος πρωθυπουργός επέλεγε να βαδίσει στη δύση του πολιτικού του βίου με τυπικό, ανδρεοπαπανδρεϊκό τρόπο: Απαλλάσσοντας τον εαυτό του από τα καθήκοντα του πρωθυπουργού και ουδέποτε παραιτούμενος, ξεχωριστό φυσικά κεφάλαιο στο εγκόλπιο των μικρών και μεγάλων πολιτικών πραγμάτων.

Ετικέτες