Σχολιασμός στοιχείων από την Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2019 (*)

1. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις

Παρά την ανοδική τάση, που έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, εντούτοις δεν εντοπίζονται ακόμη ισχυρές ενδείξεις που να τεκμηριώνουν ότι αυτή η πορεία συνιστά μια διατηρήσιμη επεκτατική δυναμική. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει η Ετήσια Έκθεση 2019, για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Ο ελληνικός καπιταλισμός μέσα στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να αναπαράγεται με βασικό άξονα τα ματωμένα πλεονάσματα και την βαθειά υποτιμημένη θέση της μισθωτής εργασίας, τροφοδοτώντας έτσι την κερδοφορία του επιχειρηματικού τομέα που παραμένει από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη, μαζί με την Ισπανία, ο οποίος όμως δεν επιδεικνύει και την ανάλογη επενδυτική δραστηριότητα.

Το 2018 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανήλθε στα 334,6 δισ. ευρώ, εμφανίζοντας αύξηση 17,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2017. Συγκριτικά με το 2009, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης έχει καταγράψει άνοδο 33,5 δισ. ευρώ, γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, αλλά και το προβληματικό πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης χρέους.

Σύμφωνα με την Έκθεση, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτινάχτηκε στο 4,4% του ΑΕΠ και είναι η υψηλότερη επίδοση από το 1995, καθώς επίσης και στην ΕΕ. Η εμβρυακής μορφή κοινωνικές παροχές από το υπερπλεόνασμα μπορεί μεν να αξιοποιούνται στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την κυβέρνηση, αλλά δεν μπορεί να αποκρύψει το τεράστιο βάρος που έχει για τα λαϊκά στρώματα και την μισθωτή εργασία το συγκεκριμένο μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την συμπίεση των κοινωνικών παροχών, την υπερφορολόγηση και τις συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η διαπίστωση της Έκθεσης περί αναιμικής ανάπτυξης στηρίζεται στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που τροφοδοτείται από την επενδυτική ανεπάρκεια του ιδιωτικού τομέα. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι από την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας ή από μια νέα ύφεση, σε συνδυασμό με την γεωπολιτική αστάθεια εντείνουν τις πιέσεις που ασκούνται στην αναιμικού τύπου ανάκαμψη, επειδή συνυπάρχουν παράγοντες που δυσκολεύουν την σταθερότητα της ανοδικής πορείας, οι οποίοι είναι:

α) Η σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων,

β) Η περιστολή των δαπανών για κοινωνικές παροχές, όπου μεταξύ 2009-2018 υποχώρησαν αθροιστικά κατά 21,7%, με τη χώρα μας να αποτελεί τη μοναδική περίπτωση κράτους-μέλους της ευρωζώνης, που η συγκεκριμένη κατηγορία δημόσιας δαπάνης σημείωσε πτώση.

γ) Η εξασθένηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Έτσι, παρά την τεράστια αναδιανομή εισοδήματος που έγινε σε βάρος της εργασίας, παρά την τάση ανάκαμψης του μεριδίου των κερδών και παρά την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας με την διόγκωση της ανεργίας και των κάθε είδους ευελιξιών, εντούτοις όλα αυτά δεν είχαν κάποιο αντίκρισμα στην αύξηση των επενδύσεων, όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας.

 

2. Η εργασία με την πλάτη στον τοίχο

Τα προαναφερθέντα πιστοποιούν την σταθεροποίηση του κοινωνικού συσχετισμού σε βάρος της μισθωτής εργασίας, με την ευελιξία της απασχόλησης να τείνει να πάρει γενικευμένο χαρακτήρα. Όπως θα δούμε, ενώ έχουμε σημαντική άνοδο των προσλήψεων, αυτή έγινε σε θέσεις μη πλήρους απασχόλησης. Δηλαδή, η πλειονότητα των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορά εργαζόμενους με σύμβαση μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, του Υπουργείου Εργασίας, δείχνουν ότι μεταξύ 2009 και 2018 οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζονται. Για την ακρίβεια, ενώ το γενικό σύνολο των προσλήψεων το 2018 ήταν 2.668.923 άτομα, από αυτούς οι 1.218.566 ήταν πλήρους απασχόλησης (2009: 746.911 άτομα), ενώ 1.110.239 ήταν μερικής απασχόλησης (2009: 157.738 άτομα), και 340.118 ήταν εκ περιτροπής εργασία (2009: 40.489 άτομα). Δηλαδή, το σύνολο των νέων προσλήψεων ανά μορφή απασχόλησης, το 2018, ήταν μερικής και εκ περιτροπής εργασία (ήτοι 1.450.357 άτομα και 54% έναντι 198.227 το 2009 και 21%), ενώ το σύνολο όσων προσλήφθηκαν με πλήρη εργασία ήταν 1.218.566 (2009: 746.911).

Όσον αφορά την ανεργία, ενώ τα στοιχεία δείχνουν μια τάση μείωσης και αποκλιμάκωσής της, από 21,5% το 2017 σε 19,3% το 2018, ήτοι σε 881.100 άτομα από 1.000.800 το 2017, αν χρησιμοποιήσουμε κάποιους εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της ανεργίας, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης (υποαπασχόληση), που είναι 234.000 άτομα, καθώς επίσης τους αποθαρρημένους ανέργους, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, όπως και το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (αυτούς που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι), που είναι 122.000 άτομα, τότε, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες από το επίσημο ποσοστό ανεργίας ήτοι 25% και 1.237.100 άνεργοι. Και είναι ακριβώς εξαιτίας της αύξησης της μερικής απασχόλησης που φαίνεται ότι μειώνεται η ανεργία, για την οποία επιχαίρει η κυβέρνηση. Φυσικά, μέσα σε αυτούς, δεν προσμετρούνται και όσοι Έλληνες/-ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 400.000 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι αποσυμπιέζεται η ανεργία.

Σε ότι αφορά τους μισθούς, η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και 650 ευρώ μικτά και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζει κατά το ήμισυ την αρχική μισθολογική μείωση των εργαζομένων που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ μικτά, ο οποίος μειώθηκε το 2012 σε 586 ευρώ μικτά. Σύμφωνα με την Έκθεση, η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση και άρα στην οικονομική δραστηριότητα. Εντούτοις, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι από το 2015 έως το 2018 καταγράφεται σημαντική αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με μισθό κάτω των 700 ευρώ, κυρίως λόγω επικράτησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως δείξαμε παραπάνω. Συγκεκριμένα, το 2018 ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα (25,3%) αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ ήτοι 571.000 άτομα (το 2010 ήταν 205.000 ή 11,3%), ενώ 251.000 άτομα (11%) αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ (το 2010 ήταν 64.000 άτομα ή 3,5%).

3. «Κόστος απώλειας εργασίας» και διαπραγματευτική ισχύς

Με βάση τα παραπάνω εξηγείται και αύξηση του δείκτη υλικής υστέρησης για τους μισθωτούς, ενώ το καινούργιο ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάζει η ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι η καταγραφή, για πρώτη φορά, του «κόστους απώλειας εργασίας». Ο εν λόγω δείκτης υπολογίζει την απώλεια εισοδήματος από τη μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο, δηλαδή το πώς η απόλυση οδηγεί σε σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ανέργου. Για να γίνει ο υπολογισμός του «κόστους απώλειας εργασίας» λαμβάνονται υπόψη διάφορες μεταβλητές, όπως η μακροχρόνια ανεργία, η απώλεια εισοδήματος, ο υπολογισμός των επιδομάτων (ανεργίας, ενοικίου, οικογενειακά επιδόματα) και ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης. Έτσι, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε, κατά το 2018, σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία για ένα απολυμένο 40 ετών και με δύο ανήλικα παιδιά.

Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, η οποία αποτυπώνει τις αδυναμίες της κοινωνικής πολιτικής και περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας και των συνδικάτων στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στη χαμηλή συνδικαλιστική τους πυκνότητα. Με αυτό, βέβαια, δεν θέλουμε να υποβαθμίσουμε τα εσωτερικά προβλήματα των συνδικάτων και τις παθογένειές τους, που μαζί με το «κόστος απώλειας εργασίας» συνδυάζουν ένα προβληματικό μίγμα για τον κόσμο της εργασίας. Αντίθετα, ένα χαμηλό κόστος απώλειας της εργασίας, που σημαίνει φιλική προς τους εργαζόμενους κρατική κοινωνική πολιτική, που θα διασφαλίζει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο στους ανέργους και τους φτωχούς (δείκτης ασφάλειας) και θα προωθεί προγράμματα εγγυημένης και σταθερούς απασχόλησης και ένα ισχυρό εργατικό δίκαιο, είναι βασικά μέτρα, ώστε να αντιστραφεί ο εν λόγω δείκτης, ο οποίος θα συμβάλλει ταυτόχρονα στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων και των συνδικάτων.

 

4. Κάποια πολιτικά συμπεράσματα

Από τα προαναφερθέντα στοιχεία φαίνεται ότι έχει επέλθει μια ριζική αναδιάρθρωση στο εσωτερικό των δυνάμεων της εργασίας, όπου τα στρώματα που πλήττονται από την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την άποψη του μεγέθους στο σύνολο της εργατικής τάξης. Έχουμε, δηλαδή, μια «προλεταριακή αντικειμενική πόλωση».

Έτσι, ενώ υπάρχουν ορισμένες θετικές εξελίξεις στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) με την επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ, της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, εντούτοις παραμένουν ατελείς, επειδή δεν επαναφέρουν πλήρως το προ μνημονίων καθεστώς καθορισμού των μισθών μέσω της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, αλλά έχει παραμείνει στη νομοθετική δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης για την εργασία και τα συνδικάτα εξακολουθεί να υπάρχει και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα από την εξέλιξη στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που παρά τις όποιες θετικές εξελίξεις, δεν έχει ακόμη αντιστραφεί το κλίμα.

Έτσι, ενώ οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών μπορεί να δημιουργούν αισιοδοξία, «ωστόσο η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική», όπως σημειώνει η Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι η αδυναμία του εργατικού κινήματος να ανακόψει είτε κινηματικά είτε και πολιτικά την εργοδοτική επίθεση έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση παγίωσης ενός  ταξικού συσχετισμού, με την εργατική τάξη αποδιαρθρωμένη και τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις αδύναμες να οργανώσουν ένα συνολικό σχέδιο αντιστροφής της κατάστασης.

(*) Μια προγενέστερη μορφή του παρόντος άρθρου θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εργατική Αριστερά, 22-5-2019.

Ετικέτες