Σ’ ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του τελευταίου ενάμιση αιώνα η Αριστερά καταγράφηκε ως το αντίπαλο δέος απέναντι στην παραγωγική και ταξική κυριαρχία του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Προσδιορίστηκε δηλαδή ως η αντικαπιταλιστική εκείνη, πολιτική και κοινωνική, δύναμη που αντιπαλεύει αυτή την κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Το κόκκινο νήμα που διαπερνά ολόκληρο το φάσμα της Αριστεράς, η πρωταρχική της επιδίωξη είναι η ανατροπή του αστικού τρόπου παραγωγής και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Αυτό παίρνει σάρκα και οστά τόσο με τις τακτικές της παρεμβάσεις (υπεράσπιση των μισθών, κατοχύρωση εργατικών δικαιωμάτων, επιδίωξη αναδιανομής του εισοδήματος, αντιμετώπιση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα κλπ.), όσο και με ένα μεσοπρόθεσμο μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα (επιβολή εργατικού ελέγχου, μορφές απόσπασης της παραγόμενης υπεραξίας, κοινωνικοποίηση παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων κ.ά.), για να καταλήξει στην σοσιαλιστική κοινωνική αναδιοργάνωση στη βάση της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας, της δημοκρατικής οργάνωσης και διαχείρισης των οικονομικών δραστηριοτήτων, του ριζικού μετασχηματισμού του αστικού κράτους, την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, την καθολική πανεπιστημιακή μόρφωση του συνόλου του εργατικού πληθυσμού κλπ.
Αριστερά αντίπαλο δέος στην αστική ταξική κυριαρχία
Οι αυθεντικές μορφές μιας τέτοιας ιστορικής διαδικασίας κοινωνικής απελευθέρωσης της μισθωτής εργασίας, αποτυπώθηκαν σε εγχειρήματα όπως η Παρισινή Κομμούνα του 1871, η ρωσική επανάσταση του 1917, το σοσιαλιστικό εγχείρημα της Χιλής του 1970 – 73 κ.ά. Βέβαια, αυτές οι επιδιώξεις διαπλέκονται σε ορισμένες περιπτώσεις και με άλλα χαρακτηριστικά γεγονότα που αφορούν ευρύτερα τις λαϊκές τάξεις, όπως είναι η αντιπαλότητα στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία, περιπτώσεις εθνικού απελευθερωτικού αγώνα, καταστάσεις ανάγκης ανατροπής απολυταρχικών καθεστώτων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η Αριστερά συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπισή τους, διατηρώντας όμως πάντοτε τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής επαναστατικής κοινωνικής χειραφέτησης. Π.χ. ένας εθνικός απελευθερωτικός αγώνας, μια αντιδικτατορική εξέγερση, μια ιμπεριαλιστική απειλή, δεν μπορούν να υπάρχουν για την Αριστερά ως ενδιάμεσα βήματα, ως αυτοτελή πεδία, αλλά χρειάζεται σ’ όλη τους τη διάρκεια να χρωματίζονται από τις σοσιαλιστικές στρατηγικές επιδιώξεις. Διαφορετικά, όπως έχει συμβεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις, οι απελευθερωτικές ή αντιμπεριαλιστικές διαδικασίες ηγεμονεύονται από τις αστικές ή άλλες απολυταρχικές δυνάμεις, που το πρώτο που κάνουν είναι η εξόντωση και εξουδετέρωση των αριστερών τους αντιπάλων.
Παράλληλα οι σοσιαλιστικές στοχεύσεις της Αριστεράς δεν μπορούν παρά να διαπερνούν ολόκληρο το σώμα της και δεν μπορούν να διαχωρίζονται σε διαφορετικές φάσεις και στάδια, με κυρίαρχη σ’ αυτή την περίπτωση την επικράτηση του οικονομισμού. Σε πάμπολλες ιστορικές συγκυρίες δυνάμεις της Αριστεράς θέτουν ως κυρίαρχο πολιτικό τους στόχο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, και παραπέμπουν τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής στο βάθος του ιστορικού μέλλοντος, έτσι που αυτός να χάνεται από τον ορατό ιστορικό ορίζοντα. Πρόκειται για μια διαδικασία όπου η Αριστερά λειτουργεί πρωτίστως ως αστική δύναμη, που οδηγεί είτε στην πλήρη της ενσωμάτωση είτε στον πολιτικό της εκφυλισμό. Οι αριστερές δυνάμεις, για να παραμένουν αντίπαλο δέος στην κυρίαρχη καπιταλιστική εξουσία, δεν μπορούν παρά να παίρνουν διαζύγιο από τέτοιους προσανατολισμούς και πρακτικές είτε υιοθέτησης αυτού του οικονομισμού, είτε ευρύτερων λαϊκών επιδιώξεων (εθνική απελευθέρωση, αντιμπεριαλιστικός αγώνας ) πάντοτε υπό την ηγεμονία της σοσιαλιστικής πολιτικής (απελευθέρωση + λαοκρατία επικαλείται ο Δ. Γληνός στο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ»).
Με βάση αυτές τις αφετηριακές διαπιστώσεις, και αν αναγνωρίζει κανείς την ισχύ τους, πώς αντιμετωπίζει η ελληνική Αριστερά, στις κύριες τουλάχιστον εκφράσεις της, τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, την κρίση υπερσυσσώρευσης που τον χαρακτηρίζει, τις προοπτικές ριζοσπαστικών αλλαγών στην αστική οικονομική δομή και λειτουργία ; Ήδη το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού κινήματος, που εκφράστηκε εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγήθηκε στην υπόκλιση στην εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη και έγινε μάλιστα δύναμη προώθησής της, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε αντιμνημονιακή πολιτική και εφαρμόζοντας μάλιστα ένα τρίτο μνημόνιο. Κι’ αυτό προφανώς σε παραλληλία με την αποδοχή των υπαγορεύσεων των αστικών ευρωπαϊκών κέντρων και την στήριξη της τοκογλυφικής απομύζησης των λαϊκών τάξεων μέσα από τους μηχανισμούς αποπληρωμής και εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Κρίση και ανάταξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας
Ο ελληνικός καπιταλισμός περιήλθε στη δίνη της κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 2000, μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες, και μάλιστα κατά έναν τρόπο εντονότερο από ό,τι οι υπόλοιπες. Αυτή η κρίση συνδυάστηκε με την έκρηξη της κρίσης χρέους, που κατέστη η δεύτερη παράμετρος των εξελίξεων των πραγμάτων στη χώρα. Η κερδοφορία της μεγάλης πλειονότητας του εταιρικού τομέα της οικονομίας μειώθηκε κατακόρυφα και τη θέση της πήρε μια άνευ προηγουμένου ζημιογόνα δραστηριότητα των περισσοτέρων ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας εντός της ευρωζώνης (στην πρώτη δεκαετία μετά την ένταξη στην ευρωζώνη η ελληνική καπιταλιστική οικονομία διατηρούσε υψηλή κερδοφορία, τζίρο και επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, με υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης του 3%), αλλά προϊόν της ανάδειξης της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (επικράτηση των ζημιογόνων έναντι των κερδοφόρων επιχειρήσεων, αρνητικοί δείκτες αποδοτικότητας του κεφαλαίου κλπ). Το θεσμικό νομισματικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτέλεσε το κατάλληλο εκείνο πεδίο αστικής διαχείρισης και μνημονιακών ρυθμίσεων της καπιταλιστικής κρίσης και του δημόσιου δανεισμού, και όχι την γενεσιουργό της αιτία.
Ο σοβαρότατος αυτός κλονισμός της καπιταλιστικής οικονομίας έβαλε σε κίνηση την ψήφιση και υλοποίηση των τριών διαδοχικών μνημονίων, προκειμένου να διαμορφωθούν ευνοϊκοί για το κεφάλαιο όροι για την ανάκαμψή του. Και παράλληλα μ’ αυτό οι μνημονιακές πολιτικές επέβαλαν μια σκληρότατη δημοσιονομική περιστολή και πειθαρχία, προκειμένου να διασφαλίσουν την συνεχόμενη αποπληρωμή των τόκων και χρεολυσίων του υπερδιογκωμένου δημόσιου χρέους. Η εφαρμογή των μνημονίων επέφερε κατακόρυφη μείωση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, παράλυση των ενεργών εργαζομένων από τον εφεδρικό στρατό των ανέργων και κατ’ αυτό τον τρόπο συνέβαλαν ευθέως στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου μετά από μια πενταετή περίοδο συνολικά ζημιογόνων αποτελεσμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε στην οικονομική χρήση του 2015 όπου στο σύνολο του εταιρικού τομέα της οικονομίας επικράτησε μια καθαρή κερδοφορία, και σοβαρή υποχώρηση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων τους.
Έτσι, όπως καταδεικνύεται στην τελευταία μελέτη της ICAP, σε ένα μεγάλο δείγμα 10.530 επιχειρήσεων (από το σύνολο των 23.500 εταιριών που δημοσιεύουν ισολογισμούς), παρόλο το γεγονός ότι ο τζίρος (πωλήσεις) των επιχειρήσεων βιομηχανίας, εμπορίου, υπηρεσιών, εμφανίστηκε μειωμένος στο διάστημα 2015 /2014, από τα 118 δισεκατ. ευρώ στα 114 δισεκατ. ευρώ, και παρόλη την στασιμότητα στο ενεργητικό τους, εντούτοις πέρασαν από ζημίες - 213 εκατομ. ευρώ σε κέρδη προ φόρων 1.888 εκατομ. ευρώ και σε κέρδη EBITDA από τα 8,4 δισεκατ. ευρώ στα 10,2 δισεκατ. ευρώ. Μάλιστα, οι 6.380 κερδοφόρες επιχειρήσεις (61% του συνόλου) παρουσίασαν κερδοφορία 6,1 δισεκατ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει για το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα κερδοφορία της τάξης των 13 δισεκατ. ευρώ. Μια πενταετία μνημονίων, λιτότητας και απορρύθμισης κατόρθωσε να επιφέρει τα αποτελέσματά της, με μια γιγαντιαίων διαστάσεων μεταφορά εισοδήματος από την εργατική τάξη στην επιχειρηματική εργοδοσία.
Πίνακας οικονομικών μεγεθών 10.530 επιχειρήσεων
που δημοσίευσαν ισολογισμούς για τις χρήσεις 2015 / 2014
Οικονομικά μεγέθη 2015 2014
Ενεργητικό 199.255.450.290 198.635.481.570
Παθητικό 78.737.415.580 79.244.724.287
Κύκλος εργασιών 114.392.051.930 117.979.068.137
Μικτό κέρδος 23.904.672.956 21.754.663.644
Λειτουργικό περιθώριο 3.377.061.319 1.689.848.966
Κέρδη προ φόρων 1.888.635.816 -213.374.596
Κέρδη EBITDA 10.159.651.111 8.420.511.327
Αυτό είναι κυριολεκτικά το φαντασμαγορικό επίτευγμα της κυβερνητικής διαχείρισης των μνημονιακών κομμάτων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, προς όφελος κυριολεκτικά των αστικών οικονομικών συμφερόντων. Πώς αντιμετωπίζονται τώρα αυτές οι οικονομικές εξελίξεις του ελληνικού καπιταλισμού από τις κύριες δυνάμεις της Αριστεράς; Θέτουν σε κίνηση μια ριζοσπαστική λαϊκή αντιμετώπιση αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, με επίκεντρο την θεραπεία των τεράστιων πληγών που έφερε η πολιτική των μνημονίων στο εργαζόμενο κοινωνικό σώμα; Ή απεναντίας εκτρέπονται από αυτή την κύρια κατεύθυνση και οδηγούνται σε άγονους δρόμους ανακύκλωσης των μορφών της ήττας του κινήματος;
ΟΙ δύο αριστερές αντιλήψεις για τον ελληνικό καπιταλισμό
Η μία αντίληψη στο ελληνικό αριστερό κίνημα θέτει ευθέως και απροσχημάτιστα τον ελληνικό καπιταλισμό στο απυρόβλητο από όλες τις απόψεις: Θεωρεί ότι η κρίση και τα σημερινά κοινωνικά δεινά είναι προϊόν της λειτουργίας ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος, ότι το δημόσιο χρέος έχει επιβληθεί από τους «ξένους δυνάστες», τη στιγμή που είναι η αστική τάξη της χώρας που έχει συνάψει τις δανειακές συμβάσεις και μάλιστα, δυστυχώς, με κοινοβουλευτική νομιμοποίηση και όχι με δικτατορική επιβολή, ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι «πραγματικός» και έχει «πήλινα πόδια», ότι το συνολικό φάσμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (που αποτελούν την οικονομική βάση της αστικής επιχειρηματικής πυραμίδας) βρίσκονται εκτός της τροχιάς της καπιταλιστικής οικονομίας και χρήζουν της αμέριστης στήριξης ενός δημόσιου τραπεζικού συστήματος, και τέλος ότι στόχος ενός εναλλακτικού αριστερού σχεδίου δεν είναι παρά μια «αναπτυξιακή άνοιξη» της ελληνικής (ωστόσο καπιταλιστικής) οικονομίας, και όχι ο σοσιαλιστικός της μετασχηματισμός (η αναφορά στον «παραγωγικό μετασχηματισμό» δεν είναι παρά μια βελτιωμένη έκφραση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», κύριας πολιτικής κατεύθυνσης του κυβερνητικού μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ).
Πάντοτε στην ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ενυπήρχε και αυτή η θεώρηση των πραγμάτων που αναζητούσε την αιτία των όποιων λαϊκών δεινών στους «ξένους καταπιεστές», που αρνούνταν να αντικρύσει την ταξική πόλωση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία, που αναζητούσε τις ευρείες «πατριωτικές» συμμαχίες (φτάνοντας ακόμη και μέχρι σχήματα του τύπου «Πυρίκαυστος Ελλάδα», ΕΠΑΜ κλπ.), «αντιμονοπωλιακού» και ουδόλως αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, που διατρέχονταν από έναν καταφανή οικονομισμό ο οποίος έθετε σε προτεραιότητα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, παραπέμποντας τον μετασχηματισμό των αστικών σχέσεων παραγωγής στο απροσδιόριστο μέλλον, κάπου εκεί «στο βάθος» του 21ου αιώνα. Με τέτοιου είδους τοποθετήσεις ουδέ καν τα μνημόνια δεν πρόκειται να θιχτούν, εφόσον η κατάργησή τους απαιτεί ριζικές αλλαγές σε βάρος του κεφαλαίου, και εφόσον η επιχειρηματική εργοδοσία είναι επιφορτισμένη με το θεάρεστο έργο της «αναπτυξιακής άνοιξης». Είναι τυχαίο άλλωστε που η προοπτική αποχώρησης από την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση συζητείται πλέον ανοιχτά σήμερα από τα αστικά, επιχειρηματικά και ιδεολογικά κέντρα (ΣΕΒ, Καθημερινή κλπ.), προφανέστατα με ένα εθνικό αστικό ταξικό και αντιλαϊκό πρόσημο;
Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις αναφορές αυτής της αντίληψης απουσιάζει εξολοκλήρου η καπιταλιστική επιχειρηματική πραγματικότητα, η κρίση και ανάκαμψή της, η τροφοδότησή της από την άτεγκτη αντιλαϊκή λιτότητα κλπ. Και εξίσου απουσιάζει οποιαδήποτε τομή, αλλαγή, παρέμβαση στη λειτουργία αυτής της καπιταλιστικής εταιρικής οικονομίας, αν δεν πρόκειται για την «παραγωγική της ανασυγκρότηση» και την προώθηση της «αναπτυξιακής της άνοιξης» και όχι του σοσιαλιστικού της μετασχηματισμού : Αυτός μπορεί να περιμένει μετά την επίτευξη της «εθνικής ανόρθωσης», θαρρείς και μπορεί να υπάρξει στις σημερινές συνθήκες κοινωνική ανάταξη χωρίς προοιμιακό κοινωνικό μετασχηματισμό. Πώς είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί η σημερινή εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων μόνον με οικονομικά μέτρα «ρυθμιστικού – εξωγενούς» χαρακτήρα (έξοδος από ευρωζώνη, δημόσιο τραπεζικό σύστημα, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παραγωγική ανασυγκρότηση κ.ά.), όταν ταυτόχρονα και παράλληλα δεν θίγεται το περιεχόμενο της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας, και απεναντίας αυτή τίθεται στο απυρόβλητο; Όσοι πιστεύουν ότι είναι δυνατή στην τρέχουσα περίοδο η ικανοποίηση των ζωτικών λαϊκών αναγκών χωρίς να θιγούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (ιδιοκτησίας, απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, δεσποτισμού, ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας κλπ.), με μόνα μέτρα γενικού δημοσιονομικού χαρακτήρα, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αναπαράγουν την πολιτική της ήττας και χρεοκοπίας του ΣΥΝ και του μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ.
Μια δεύτερη ισχυρή αντίληψη στην Αριστερά, θέτει απεναντίας στο αποκλειστικό της επίκεντρο τις εξελίξεις στον ελληνικό καπιταλισμό, εντούτοις όμως παρόλη την συστηματική αναφορά στην κεφαλαιοκρατική οικονομία, μεταθέτει οποιαδήποτε αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, οποιαδήποτε προώθηση ενός μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος, στο «ιστορικό υπερπέραν», σε μια προοπτική που χάνεται στο βάθος του χρονικού ορίζοντα. Μ’ αυτή την έννοια αυτή η λογική οδηγεί σε μια «περιχαράκωση» των υποκειμενικών, πολιτικών και κοινωνικών, δυνάμεων, χωρίς οργανικές σχέσεις με τα ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Επιφέρει μια αδιάλειπτη αυτοαναφορικότητα που δεν παίρνει υπ’ όψιν της την πραγματική κίνηση της πάλης των τάξεων και την κοινωνική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων και δεν συνδέεται μ’ αυτήν. Άλλωστε ιστορικά, όταν τεράστιες εργατικές δυνάμεις της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας στρέφονταν προς τα αριστερά (Μάιος – Ιούνιος 2012), η αντίληψη αυτή κρύφτηκε στο «καβούκι» της, αδυνατώντας να εκφράσει έστω ένα μέρος από αυτές τις πολιτικές μετατοπίσεις, και επιπρόσθετα έχασε και τις μισές της εκλογικές δυνάμεις.
Τελικά η συνεχής επίκληση της καπιταλιστικής πραγματικότητας και της ανάγκης μετασχηματισμού της, στο μέτρο που δεν συνοδεύεται από τακτικές πρακτικές και μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις, που να αντιπαλεύουν βήμα το βήμα την αστική κοινωνική κυριαρχία, μετατρέπεται σε μια «προσχηματική» αντικαπιταλιστική επίκληση, με σχεδόν θεολογικά χαρακτηριστικά. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή και η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν μπορούν να υπάρχουν ως «ιδανικά» του μέλλοντος, ως μεταφυσική πίστη, αλλά ως πρακτικές του ιστορικού παρόντος, παίρνοντας τις μορφές που ορίζει η κάθε φορά συγκυρία (π.χ. ακύρωση των μνημονίων, αποκατάσταση των μισθών, αναδιανομή εισοδήματος κλπ.), όχι με όρους απλά «συνδικαλιστικού ευχολογίου», αλλά ως πολιτικές πρακτικές καθολικής κοινωνικής εμβέλειας. Το να μετατοπίζεις έτσι την αντικαπιταλιστική ανατροπή στο απόμακρο μέλλον, και μέχρις ότου αυτή επέλθει (πώς άλλωστε ;) να καλλιεργείς μια στάση μακροχρόνιας αναμονής και «ατσαλώματος» του υποκειμενικού παράγοντα, μ’ αυτόν τον τρόπο η αναφορά και η κριτική στον σύγχρονο καπιταλισμό γίνεται επικάλυψη της αδράνειας και στασιμότητας.