Το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς, όπως και εκείνο του Μαρξ, είναι εξαιρετικά ευρύ και πολύπλευρο, ώστε να μην μπορεί να αξιολογηθεί και συσχετιστεί με το σήμερα σε ένα σύντομο άρθρο.

Από το 1844, όταν εγκαινιάστηκε η βαθιά φιλία του με τον Μαρξ, ο Ένγκελς συνεισέφερε καθοριστικά στη θεμελίωση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι πολεμικές του ενάντια στον Σέλινγκ στη φάση του χεγκελιανού ριζοσπαστισμού του· η γνωριμία του με τη ζωή της αγγλικής εργατικής τάξης, καρπός της οποίας ήταν η εδραίωση των κομμουνιστικών πεποιθήσεών του και το πρώτο μεγάλο του έργο, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία· οι κοινές φιλοσοφικές εργασίες με τον Μαρξ στα 1844-46 (Αγία Οικογένεια και Γερμανική Ιδεολογία)· οι πρώτες σημαντικές ιστορικές μελέτες του μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848 (Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία, Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία)· η καθοριστική συμβολή του στη μαρξιστική φιλοσοφία με το Αντί-Ντίρινγκ και τις μελέτες του για τη διαλεκτική της φύσης· η επιμελής εργασία του για την έκδοση των ανολοκλήρωτων τόμων ΙΙ και ΙΙΙ του Κεφαλαίου· η καθοριστική συμβολή του στην οργάνωση και τον ιδεολογικό εξοπλισμό των μαζικών εργατικών κομμάτων στα πρώτα χρόνια της Β΄ Διεθνούς· τέλος, οι μελέτες του για την πρωτόγονη κοινωνία, τον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον Φόιερμπαχ – είναι τα πιο κύρια ορόσημα της διανοητικής του πορείας.

Η βαρύνουσα σημασία αυτής της κληρονομιάς είναι προφανής για κάθε μαρξιστή και κομμουνιστή ακτιβιστή. Το τι όμως έχει να μας πει σε σχέση με τα τωρινά καθήκοντα του κινήματος δεν είναι πάντα άμεσα αντιληπτό. Σε αυτό το τελευταίο ερώτημα θα επιχειρήσουμε να συμβάλουμε με κάποιες σκέψεις, στο πλαίσιο της συζήτησης για τα 200 χρόνια του Ένγκελς, με μια αναφορά σε μια από τις πιο πρωτοπόρες και γόνιμες επεξεργασίες του: τις ιδέες του για το μεταβατικό πρόγραμμα.

Ο Ένγκελς ήταν πράγματι εκείνος που συνέλαβε πρώτος και ανέλυσε τη σημασία των μεταβατικών αιτημάτων και του μεταβατικού προγράμματος ως μοχλού στον επαναστατικό αγώνα του προλεταριάτου, ειδικά δε στο πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Έθεσε και ανέλυσε αρκετά αυτό το ζήτημα στα 1847, στο πλαίσιο της πολεμικής του στον Καρλ Χάιντσεν και στην μπροσούρα του Οι Αρχές του Κομμουνισμού, αλλά και πολύ αργότερα, στα 1891, σε επιστολή του στον Μαξ Οπενχάιμ. Αυτές οι ιδέες ενσωματώθηκαν από τον Μαρξ στο προγραμματικό, πολιτικό μέρος του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, του πιο διάσημου κοινού κειμένου των κλασικών, ενώ είναι ορατός ο αντίκτυπός τους και στη μετέπειτα κοινή τους Προσφώνηση στην Ένωση των Κομμουνιστών. Αργότερα, οι Λένιν και Τρότσκι επαναβεβαίωσαν και προώθησαν παραπέρα τη μεταβατική προβληματική στις συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού και της φασιστικής ανόδου.

Το μεταβατικό πρόγραμμα, όπως διατυπώθηκε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, περιλάμβανε μια σειρά ριζοσπαστικά αιτήματα που, παρμένα χωριστά το καθένα, ήταν αστικά αιτήματα: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη, επιβολή βαριάς φορολογίας στον ιδιωτικό πλούτο, κατάργηση του δικαιώματος της κληρονομιάς, εθνικοποίηση των μεταφορών και των επικοινωνιών, ελεύθερη δημόσια εκπαίδευση, κοκ. Οι κλασικοί αναγνώριζαν ότι αυτά τα μέτρα ήταν αντιφατικά και δεν θα μπορούσαν να σταθούν μόνιμα ως τέτοια. Η αξία και το νόημά τους βρισκόταν στην προοπτική που άνοιγαν για το βάθεμα της επανάστασης: «στην πορεία της ανάπτυξης», τόνιζαν, «απαιτούν παραπέρα εισροές στην παλιά κοινωνική τάξη και είναι αναπόφευκτα ως ένα μέσο για την πλήρη επαναστατικοποίηση του τρόπου της παραγωγής»[1].

Στην πολεμική του στον Χάιντσεν ο Ένγκελς είχε δώσει ήδη μια πρώτη θεμελίωση των μεταβατικών αιτημάτων. Ο Χάιντσεν, ένας μικροαστός δημοσιολόγος, θεωρούσε ότι η εκπλήρωση αυτών των αιτημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ειρηνικό καπιταλισμό τύπου Ελβετίας, επιλύοντας τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ένγκελς αντίθετα τόνισε ότι τα μεταβατικά αιτήματα δεν έχουν νόημα για μια ειρηνική, αλλά μόνο για μια επαναστατική κατάσταση. Η εκπλήρωσή τους θα γινόταν δυνατή στο πλαίσιο του μεταβατικού αγώνα των τάξεων, που θα έθετε επί τάπητος αυτές τις αλλαγές, μέσα από τις οικονομικές, πολιτικές και άλλες αναστατώσεις που θα προέκυπταν[2]. Είναι έτσι σαφές ότι ήδη στα 1847 τα μεταβατικά αιτήματα είχαν στον Ένγκελς όχι μόνο μια διάσταση στραμμένη στο παρελθόν, δηλαδή της απόκρισης στην αδυναμία άμεσου περάσματος στο σοσιαλισμό λόγω των ανώριμων γερμανικών συνθηκών, αλλά και μια που κοιτούσε στο μέλλον, στα μελλοντικά αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Αυτή η τελευταία όψη έρχεται στο προσκήνιο στην επιστολή του στον Μαξ Οπενχάιμ το 1891. Εκεί ο Ένγκελς αναφέρεται σε μια μελλοντική μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, που θα κρατούσε 5-6 χρόνια, οδηγώντας σε μια κατάσταση που θα απαιτούσε  κατεπείγοντα μέτρα για να βγει η κοινωνία από τα αδιέξοδα και τις πληγές της. Σε αυτή τη σύνδεση αναπτύσσει ένα επιχείρημα για το πώς η παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού θα μπορούσε, με τις σύμφυτες καταστροφικές τάσεις της, να επιφέρει μια τέτοια κατάσταση, και για την πολιτική τακτική των κομμουνιστών, εστιάζοντας πάλι στα μεταβατικά μέτρα, τα «μέτρα σωτηρίας του λαού», όπως τα αποκαλούσε και στην πολεμική του στον Χάιντσεν, ως «μέτρα τα οποία, φαινομενικά έχοντας την πρόθεση να θεραπεύσουν κακά που ξαφνικά ανέλαβαν τεράστιες και ανυπόφορες αναλογίες, τελικά θα οδηγήσουν σε υπονόμευση των θεμελίων του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής»[3].

Η μεταβατική λογική είναι επίσης περίοπτα ευδιάκριτη σε ένα άλλο σημαντικό κοινό κείμενο των κλασικών, την Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση των Κομμουνιστών (1850). Οι Μαρξ και Ένγκελς, προσβλέποντας εκεί σε μια νέα άνοδο της επανάστασης στη Γερμανία, συζητούν την αναγκαία κομμουνιστική στρατηγική και τακτική, ώστε να εμποδιστούν οι μικροαστοί δημοκράτες, που θα ηγεμόνευαν αρχικά την επανάσταση, να την περιορίσουν στα αστικά πλαίσια. Αναφερόμενοι στο πρόγραμμα, σημειώνουν ότι αρχικά οι εργάτες δεν θα έπρεπε να προτείνουν καθαρά κομμουνιστικά μέτρα, αλλά καθήκον τους θα ήταν μάλλον να οδηγούν στην ακραία τους κατάληξη τα μεσοβέζικα αιτήματα των αστών δημοκρατών: απαλλοτρίωση εργοστασίων και σιδηροδρόμων αντί της εξαγοράς τους, αποκήρυξη του δημόσιου χρέους αντί για ρύθμισή του (ένα αίτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο στην κρίση των μνημονίων), βαριά φορολογία του πλούτου, κοκ[4]. Έτσι και εδώ προκρίνουν τη μεταβατικότητα, τόσο έναντι της αστικής μεταρρύθμισης, όσο και μιας άκαιρης κομμουνιστικής πολιτικής όταν δεν είναι ακόμη ώριμη οι αντικειμενικοί όροι ή/και η συνείδηση των μαζών.

Επιγραμματικά θα προσθέσουμε ότι η ίδια λογική ακολουθήθηκε από τους Λένιν και Τρότσκι στις παραμονές του Οκτώβρη. Ένα δείγμα της παρέχει η μπροσούρα «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», όπου ο Λένιν παρουσίασε μια σειρά μεταβατικών αιτημάτων σωτηρίας του λαού από την ερήμωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου: εθνικοποίηση των τραπεζών και των τραστ, κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, καταγραφή και εργατικός έλεγχος της παραγωγής, ρύθμιση της κατανάλωσης, κοκ. Αργότερα, στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1922) ο Λένιν υπογράμμισε την ανάγκη της ενσωμάτωσης των μεταβατικών αιτημάτων στο πρόγραμμα των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλες τις χώρες, προηγμένες και καθυστερημένες, αναφέροντας χαρακτηριστικά την Αγγλία και την Ινδία. Η μπροσούρα του Τρότσκι Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού (1938) έδωσε μια επικαιροποίηση του μεταβατικού προγράμματος στις συνθήκες του Μεσοπολέμου.

Η μελέτη των θέσεων του Ένγκελς, αλλά και του Μαρξ και των άλλων κλασικών, δείχνει ότι στην περίπτωση του μεταβατικού προγράμματος δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι επεισοδιακό, αλλά με μια θεμελιώδη προβληματική του επαναστατικού μαρξισμού. Ταυτόχρονα, φέρνει σε φως τη σύνδεση με τη διαλεκτική μέθοδο και κοσμοθεώρηση του μαρξισμού· την αντίληψη ιδιαίτερα ότι η εξέλιξη ποτέ δεν παίρνει τη μορφή μιας καθαρής αντιπαράθεσης μεταξύ έτοιμων αντιθέτων, αλλά είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει ενδιάμεσες στιγμές και καταστάσεις, μέσω του περάσματος από τις οποίες επέρχεται η αποσαφήνιση και το ξεπέρασμα των αντιθέσεων.

Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι στον Ένγκελς, ο οποίος έδωσε την πρώτη διατύπωση της μεταβατικής λογικής, βρίσκουμε και μια ισχυρή έμφαση σε εκείνα τα στοιχεία της διαλεκτικής που βρίσκονται στη βάση της. Ο Ένγκελς έδωσε μια κεντρική θέση στην αντίληψή του για τη διαλεκτική στη μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, η οποία σε αυτόν περιλαμβάνει την αναγνώριση ότι το πέρασμα στη νέα ποιότητα είναι μια διαδικασία και όχι μια μοναδική στιγμή. «Ο κόσμος», τονίζει, «δεν πρέπει να κατανοηθεί ως ένα σύμπλεγμα έτοιμων πραγμάτων, αλλά ως ένα σύμπλεγμα διαδικασιών»[5].

Και σε μια άλλη περίσταση υπογραμμίζει την πλαστικότητα της διαλεκτικής διαδικασίας, που συχνά συνενώνει αντιφατικά γνωρίσματα, απαιτώντας μια αντίστοιχη αντιμετώπιση:

«Οι σκληρές και γρήγορες γραμμές δεν είναι συμβατές με τη θεωρία της εξέλιξης. Ακόμα και το όριο μεταξύ των σπονδυλωτών και των ασπόνδυλων δεν είναι πλέον άκαμπτο, και το ίδιο λίγο είναι εκείνο μεταξύ των ψαριών και των αμφιβίων, ενώ εκείνο μεταξύ των πτηνών και των ερπετών συγχέεται όλο και περισσότερο κάθε μέρα… Για ένα στάδιο στη θεώρηση της φύσης όπου όλες οι διαφορές συγχωνεύονται σε ενδιάμεσα βήματα, και όλα τα αντίθετα περνούν το ένα στο άλλο μέσω ενδιάμεσων συνδέσεων, η παλιά μεταφυσική μέθοδος σκέψης δεν αρκεί πλέον. Η διαλεκτική, η οποία επίσης δεν γνωρίζει σκληρές και γρήγορες γραμμές, κανένα άνευ όρων, καθολικά έγκυρο “είτε – είτε” και που γεφυρώνει τις παγιωμένες μεταφυσικές διαφορές, και εκτός από το “είτε – είτε” αναγνωρίζει επίσης στο σωστό μέρος το “τόσο αυτό – όσο και εκείνο” και συμφιλιώνει τα αντίθετα, είναι η μόνη μέθοδος σκέψης κατάλληλη στον υψηλότερο βαθμό σε αυτό το στάδιο»[6].

Χωρίς να είναι δυνατό να επεκταθούμε πολύ, θα επισημάνουμε ακόμη τις πολύ στενές συνδέσεις ανάμεσα στη σύλληψη της διαλεκτικής από τον Ένγκελς και τον Τρότσκι. Ο Τρότσκι επίσης, στις πυκνές φιλοσοφικές του σημειώσεις, δίνει έμφαση στη μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα. Ταυτόχρονα δε προβαίνει σε μια παρόμοια αποτίμηση της μεταβατικότητας:

«Μερικά αντικείμενα (φαινόμενα) περικλείονται εύκολα μέσα σε όρια σύμφωνα με τη λογική ταξινόμηση, άλλα παρουσιάζουν (σε μας) δυσκολίες: μπορεί να τοποθετηθούν εδώ ή εκεί, αλλά με μια αυστηρότερη έννοια – πουθενά. Ενώ προκαλούν την αγανάκτηση των συστηματοποιών, τέτοιες μεταβατικές μορφές είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες στους διαλεκτικούς, γιατί σπάνε τα περιορισμένα όρια της ταξινόμησης, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές διασυνδέσεις και τη διαδοχικότητα μιας ζωντανής διαδικασίας»[7].

Οι προηγούμενες παρατηρήσεις, μέσα από το συγκεκριμένο ζήτημα του μεταβατικού προγράμματος, θα έδωσαν ίσως μια αμυδρή εικόνα της συνέχειας της μαρξιστικής παράδοσης καθώς και του θεμελιώδους ρόλου του Ένγκελς μέσα σε αυτή. Μιας συνέχειας που στη μεγάλη ποικιλία των όψεών της, περιλαμβάνει πάντα ένα κοινό παρανομαστή: τη δέσμευση στον αγώνα για τον επαναστατικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Σήμερα, στην αστική ιδιαίτερα φιλολογία, είναι πολύ της μόδας να απορρίπτονται τα έργα και οι απόψεις του Ένγκελς ως δογματικά, μονόπλευρα ή απλοϊκά, στο όνομα μιας αποκατάστασης δήθεν της «αυθεντικής άποψης» του Μαρξ. Οι προσπάθειες απαξίωσης του Ένγκελς αποσκοπούν τελικά στο να διαβληθεί και να μετακινηθεί αυτή η δέσμευση, από τον ίδιο τον Μαρξ και γενικά από το μαρξισμό.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

 

[1] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στα Selected Works, Progress Publishers, Μόσχα 1977, τόμ. 1, σελ. 126.

[2] Βλέπε σχετικά Φρ. Ένγκελς, «Οι κομμουνιστές και ο Καρλ Χάιντσεν», στη συλλογή Φρίντριχ Ένγκελς. Διαλεκτά Κείμενα, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2020,σελ. 256-257.

[3] Βλέπε «Επιστολή στον Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση των Κομμουνιστών», ό.π., σελ. 276-277.

[5] Marx Engels Collected Works, Progress Publishers, τόμ. 26, σελ. 384.

[6] Φρ. Ένγκελς, Dialectics of Nature, Progress Publishers, Μόσχα 1976, σελ. 212-213.

[7] Κ. Σκορδούλης, Φιλοσοφία και Επιστήμη στα Κείμενα του Λ. Τρότσκι, εκδ. Ίαμος, Αθήνα 1995, σελ. 66.

Ετικέτες