[ Η εκπαιδευτική χειραφέτηση στην Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας ]
Και στην σημερινή περίοδο έρχεται στην επικαιρότητα το ζήτημα των θέσεων, πρακτικών και προσανατολισμών της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στη λειτουργία, τις δομές, τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος. Και απ’ αυτή την άποψη νευραλγικής σημασίας συνεχίζει να είναι ο τρόπος, το σύστημα πρόσβασης στην πανεπιστημιακή παιδεία, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή του ιεραρχικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Από τη μια πλευρά η μνημονιακά μεταλλαγμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να προχωρήσει τον «εθνικό διάλογο» για την παιδεία, ενώ απέναντι σ’ αυτόν το ΚΚΕ αντιπαραθέτει τις προτάσεις του για την δωδεκάχρονη εκπαίδευση γενικού χαρακτήρα. Και αντίστοιχα οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που συσπειρώνονται στις τάξεις της Λαϊκής Ενότητας, περιλαμβάνουν στις διακηρύξεις τους βασικές αρχές μιας εκπαιδευτικής πολιτικής «χωρίς ταξικούς διαχωρισμούς», με κριτική σκέψη, ενισχυτική διδασκαλία κλπ.
Ο ταξικός (επιλεκτικός – κατανεμητικός) ρόλος του σχολείου
Σ’ αυτά τα πλαίσια εκφράζεται μια αμηχανία, και τελικά η απουσία πολιτικής τοποθέτησης απέναντι στο κομβικό πρόβλημα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση : «Θεωρούμε αναγκαίο έναν διαφορετικό τρόπο (ποιόν ;) πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που δεν θα καταστρέφει την εφηβεία και δεν θα αποστειρώνει το σχολείο» [ «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας» ]. Είναι προφανές ότι συζητώντας για το «εκπαιδευτικό ζήτημα» δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να διερευνούμε τις λειτουργίες, τις θέσεις και τους ρόλους του αστικού καταμερισμού της εργασίας, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, εφόσον το σχολείο είναι αυτό που με τον επιλεκτικό και κατανεμητικό του ρόλο, αναπαράγει την ταξική διαστρωμάτωση του «συλλογικού εργάτη». Έτσι η απουσία τοποθέτησης που αναδεικνύεται στις διακηρυκτικές αυτές επεξεργασίες εγείρει μείζον ζήτημα το οποίο και χρειάζεται να απαντηθεί με στρατηγικούς μαρξιστικούς και κομμουνιστικούς όρους.
Από μια γενική άποψη το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς, και τουλάχιστον ο σημερινός νεοφιλελεύθερος ΣΥΡΙΖΑ[ « Κυβερνητικό Πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ», Σεπτέμβριος 2015 ] , το ΚΚΕ [ «Πρόταση για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο σύγχρονης γενικής παιδείας», Φεβρουάριος 2016 ], και το συνολικό παραδοσιακό αριστερό κίνημα, εξαντλούνταν στην επιδίωξη κατοχύρωσης και υλοποίησης του στόχου για την υποχρεωτική ενιαία δωδεκάχρονη εκπαίδευση, με όρους υλικό-τεχνικής αρτιότητας, κριτικής αντίληψης, ενισχυτικής υποβοήθησης ορισμένων κατηγοριών μαθητών, ανθρωπιστικού χαρακτήρα κλπ. Ωστόσο μια τέτοια στόχευση σε πολύ σημαντικό βαθμό είναι σήμερα μια πραγματικότητα για την μεγάλη πλειονότητα του νεολαιίστικου πληθυσμού, όπως συμβαίνει άλλωστε και στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές κοινωνίες, και όπως συνέβαινε στις ανατολικές χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εντούτοις οι επιδιώξεις της Αριστεράς σταματούν σ’ αυτό το επίπεδο, και από εκεί και πέρα υιοθετούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη λογική της οχύρωσης των νευραλγικών πανεπιστημιακών σχολών με ένα ισχυρό Numerus Clausus, άρα στην διατήρηση μιας ανταγωνιστικής – διαγωνιστικής (και ουδόλως εξεταστικής) διαδικασίας για την εισαγωγή σ’ αυτές τις σχολές. Εκείνο βέβαια που ευνοείται είναι η διοχέτευση της νεολαιίστικής πλειονότητας σε σχολές «μορφωτικής εκτόνωσης» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στα αντικειμενικά υποβαθμισμένα ΤΕΙ.
Έτσι λειτουργώντας η ελληνική Αριστερά ουσιαστικά αναπαράγει τον ιεραρχικό καταμερισμό της γνώσης και της εξουσίας στο επίπεδο των κοινωνικών δομών και στην δομή της παραγωγής και των επιχειρήσεων. Ο αστικός καταμερισμός της εργασίας, παρά τις κορώνες για την «ταξικότητα» του σχολείου, παραμένει στο απυρόβλητο, όπως ακριβώς συνέβη και στις εμπειρίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οδηγώντας στην αναπαραγωγή του διαχωρισμού διανοητικής / διευθυντικής και χειρωνακτικής / εκτελεστικής εργασίας, που είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το εργοστάσιο και η κοινωνική παραγωγή ευρύτερα θα συνεχίσει να βασίζεται στη λειτουργία του διευθυντικού στρώματος των «μηχανικών», που καθοδηγούν ως «αξιωματικοί του κεφαλαίου» τους «υπαξιωματικούς» του, δηλαδή τους τεχνολόγους και εργοδηγούς. Κι’ αυτοί με τη σειρά τους όλα τα επόμενα στρώματα της εκτελεστικής εργασίας, με εξίσου ιεραρχική δομή : τεχνίτες, χειριστές, εργάτες κλπ.
Ο ιεραρχικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αποτελεί δομικό συστατικό των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, και αναπαράγεται συστηματικά από τον επιλεκτικό και κατανεμητικό ρόλο των αστικών εκπαιδευτικών μηχανισμών. Δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής που να μην βασίζεται στην λειτουργία του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, ούτε μπορεί να υπάρξει ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας χωρίς την αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται για δομικό χαρακτηριστικό της ίδιας σπουδαιότητας με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την συγκρότηση του κράτους ως μηχανισμού ταξικής κυριαρχίας, την λειτουργία της οικονομίας στη βάση της διαδικασίας παραγωγής υπεραξίας. «Αφετηριακά κάθε πολιτική εξουσία εδράζεται σε μια οικονομική και κοινωνική λειτουργία. Είναι συνεπώς ο νόμος του καταμερισμού της εργασίας που βρίσκεται στη βάση του διαχωρισμού σε τάξεις» [Φ. Ένγκελς «ΑντιΝτύρινγκ»]. «Ο καταμερισμός της εργασίας καθιστά εφικτό και είναι η αιτία που η διανοητική και χειρωνακτική εργασία, η ευχαρίστηση και η εργασία, η παραγωγή και η κατανάλωση, αντιστοιχούν σε διαφορετικά άτομα, και που η πιθανότητα να μην έλθουν σε αντιπαράθεση δεν μπορεί να προέλθει παρά από την κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας» [Κ.Μαρξ – Φ. Ένγκελς «Η γερμανική ιδεολογία»].
Εκπαιδευτικοί μηχανισμοί και καταμερισμός της εργασίας
Όπως έχει δείξει η ίδια η ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος, ακόμη και η κατάργηση της τάξης των καπιταλιστών, χωρίς την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, θέτοντας στην θέση των καπιταλισμών μια διαφορετική διευθυντική εξουσία, που παράγεται από την αστική δομή και λειτουργία των εκπαιδευτικών μηχανισμών. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της οκτωβριανής επανάστασης στην εξέλιξή της, που μετά τα πρώτα χρόνια των ριζοσπαστικών μετασχηματισμών αναφορικά με την ιδιοκτησία, το οικογενειακό δίκαιο, τις αλλαγές στην παιδεία, τη λειτουργία των εργατικών συμβουλίων κλπ., οδηγήθηκε στην υιοθέτηση της δομής και λειτουργίας του καπιταλιστικού εκπαιδευτικού συστήματος, που ακριβώς επέφερε την διαφοροποίηση ανάμεσα στο στρώμα των διευθυνόντων (του κράτους, του κόμματος, της παραγωγής) της διανοητικής εργασίας και στα στρώματα της εργατικής τάξης της εκτελεστικής εργασίας [Πρόκειται για μια εξέλιξη που έχει αναλυθεί διεξοδικά από τον ανατολικογερμανό μαρξιστή διανοητή Ρούντολφ Μπάρο στο έργο του «Η εναλλακτική Λύση : Για μια κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού», εκδόσεις Lutter / Stock, Παρίσι 1979].
Το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα, στον σύγχρονο καπιταλισμό, κι’ ακόμη περισσότερο στην ελληνική περίπτωση λειτουργεί αφενός ως μηχανισμός εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας στους εκπαιδευόμενους, και αφετέρου ως διαδικασίας επιλογής και κατανομής των υποκειμένων στις θέσεις και τους ρόλους του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας [Αναλυτικά Γ. Μηλιός «Εκπαίδευση και εξουσία», Αγώνας 1981]. Πρόκειται για μια λειτουργία που το ελληνικό αριστερό κίνημα, και στις δύο κυρίαρχες εκδοχές του (παραδοσιακή κομμουνιστική και ανανεωτική εκσυγχρονιστική) ποτέ δεν έθεσε σε αμφισβήτηση, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος της επιλεκτικής και κατανεμητικής λειτουργίας του αστικού σχολείου. Αυτή η λειτουργία επιτελείται πρωταρχικά στο επίπεδο της μέσης εκπαίδευσης, όπου ένα μεγάλο μέρος των γόνων των κατώτερων λαϊκών τάξεων είτε απωθείται εκτός σχολικού μηχανισμού, είτε κατευθύνεται σε «υποδεέστερες» μορφές παιδείας, όπως τα επαγγελματικά και τεχνικά σχολεία. Παράλληλα ο κύριος ταξικός διαχωρισμός επιτελείται στο επίπεδο μεταξύ μέσης και πανεπιστημιακής παιδείας, με το σύστημα του πανελλαδικού «διαγωνισμού» (που προφανώς δεν έχει καμία σχέση με «εξετάσεις»), με την οχύρωση των «νευραλγικών» πανεπιστημιακών σχολών (πολυτεχνικών, ιατρικών, νομικών, οικονομικών κλπ.) με ένα ισχυρό Numerus Clausus, που κάνει αποδεκτή στην πανεπιστημιακή γνώση μόνον μία μικρή νεολαιίστικη μειονότητα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία είτε παραμένει «εκτός των πυλών», είτε διοχετεύεται σε σχολές (ανώτατες και ΤΕΙ) «μορφωτικής εκτόνωσης».
Κεντρικός στρατηγικός στόχος της Αριστεράς, που κλιμακώνεται σε μια ολόκληρη ιστορική τακτική, είναι η αποδόμηση – κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής : Δεν είναι ούτε η όλο και περισσότερο ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όπως ήθελε ο παραδοσιακός κομμουνιστικός οικονομισμός, ούτε κατά μείζονα λόγο ο εκσυγχρονισμός του αστικού οικονομικού συστήματος που επεδίωκε η μικροαστική ανανεωτική Αριστερά. Μια τέτοια στόχευση περιλαμβάνει τον μετασχηματισμό όλων των δομικών στοιχείων που συνθέτουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής : Την κοινωνικοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, την κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας, την κοινωνική νομή, χρήση, ιδιοποίηση του παραγόμενου υπερπροϊόντος, την συντριβή των αστικών κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών, με την παράλληλη πλήρη ανάπτυξη των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών. Η καθαίρεση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας και η εγκαθίδρυση του οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας είναι μια θεμελιώδης διάσταση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, που δίχως αυτήν τίθεται σε αμφισβήτηση και η όλη διαδικασία των επαναστατικών αλλαγών.
Οριζόντιος καταμερισμός της γνώσης και εξουσίας
Η μόνη κατάργηση της κυρίαρχης τάξης των καπιταλιστών, που δεν συνοδεύεται από τις άλλες δομικές αλλαγές, όχι μόνον δεν οδηγεί στην εργατική και λαϊκή χειραφέτηση, αλλά επιφέρει σε τελική ανάλυση την αντικατάσταση του κυρίαρχου στρώματος της αστικής τάξης με μια διευθυντική ταξική κυριαρχία της επιστημονικής τεχνοκρατίας (μηχανικών, οικονομολόγων, γιατρών, νομικών κλπ.), που βρίσκονται στην κορυφή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, και που με την κατάργηση των καπιταλιστών έρχονται να καταλάβουν την θέση τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, και σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους (π.χ. εξαγωγή υπεραξίας από την εκτελεστική εργασία προς όφελος των μανδαρίνων τεχνοκρατών), επέρχεται η επαναθεμελίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με χαρακτηριστικά κρατικού καπιταλισμού, που δεν άργησαν, όπως συνέβη με τις δύο μεγάλες επαναστάσεις στην Ρωσία και στην Κίνα, να δρομολογήσουν την μετάβαση στον ανοιχτό ιδιωτικό καπιταλισμό. Κι’ αυτό γιατί αυτές οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα δόμησαν την παραγωγή και την διεύθυνση της κοινωνίας στη βάση του παλιού καταμερισμού της εργασίας.
Ο οριζόντιος λοιπόν κοινωνικός καταμερισμός καταμερισμός της εργασίας (κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής / χειρωνακτικής εργασίας) περιλαμβάνει την δυνατότητα για το σύνολο των εργαζομένων του «συλλογικού εργάτη» να συμμετέχουν ισότιμα και εξίσου τόσο στις διαδικασίες της επιστημονικής τεχνοκρατικής διεύθυνσης, όσο και στις εργασίες υλικής εκτέλεσης της παραγωγής, καθώς και στις λειτουργίες οικονομικής διαχείρισης, και τέλος του στρατηγικού σχεδιασμού στην επιχειρηματική μικροκλίμακα όσο και στο μακροοικονομικό εθνικό επίπεδο [ σχετικά Α. Ταρπάγκος «Εργοστασιακά συνδικάτα και σοσιαλιστική αλλαγή», Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική, 1980 ]. Για να συμβεί αυτό, δηλαδή ο ισοδιαμοιρασμός της γνώσης και της εξουσίας για το σύνολο του «συλλογικού εργαζόμενου», απαιτείται η κατάκτηση μιας πολύπλευρης πανεπιστημιακής γνώσης από το σύνολο της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Είναι αυτό ακριβώς που επιτάσσει κατηγορηματικά την καθολική πρόσβαση των εργαζομένων και της νεολαίας στις βασικές «νευραλγικές» πανεπιστημιακές σχολές, με τον παράλληλο ριζικό μετασχηματισμό των ίδιων τους των επιστημονικών και τεχνολογικών δομών. Από αυτή την άποψη η εμπειρία των εργατικών πανεπιστημίων στην διαδικασία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος της Χιλής είναι ένα ελάχιστο δείγμα μιας τέτοιας απελευθερωτικής πολιτικής γενικευμένης χειραφέτησης.
Η καθολική αυτή πρόσβαση στην πανεπιστημιακή γνώση (εξυπακούεται η πλήρης κατάργηση ΤΕΙ, ΙΕΚ κλπ. και η ενσωμάτωσή τους στην ανώτατη εκπαίδευση), θεμελιώδης παράγοντας για την κατάργηση του διαχωρισμού διευθυντικής / εκτελεστικής εργασίας, απαιτεί την εκ βάθρων ανασυγκρότηση των πανεπιστημιακών σχολών, ή μ’ άλλες λέξεις παράλληλα με την κατάκτηση ενός επιστημονικού πεδίου (π.χ. μηχανολογίας, ιατρικής κλπ.), την συμπλήρωση του γνωστικού αντικειμένου με βασικές γνώσεις οικονομίας, κοινωνιολογίας κλπ. Και ταυτόχρονα την συγκρότηση του κάθε επιμέρους επιστημονικού πεδίου τόσο από τον αναγκαίο θεωρητικό εξοπλισμό, όσο και από τις απαραίτητες τεχνολογικές εφαρμογές, καθώς και με τον υλικό χειρισμό των αντίστοιχων μηχανημάτων παραγωγής. [ Α. Ταρπάγκος «Η λαϊκή μορφωτική χειραφέτηση στην κομμουνιστική κοινωνική προοπτική», Εφημερίδα Πριν, 1992 ].
Βέβαια η αστική πολιτική, της οποίας ο ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας αντιπροσωπεύει ένα δομικό χαρακτηριστικό, επιχειρεί συστηματικά να οχυρώσει τη λειτουργία του καπιταλιστικού σχολείου με το σύστημα της «αξιοκρατικής επιλογής», προκειμένου ακριβώς να αποκρύψει τον κατανεμητικό ρόλο της εκπαίδευσης και την αναπαραγωγή των κοινωνικών διαστρωματώσεων. Κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά ταυτόχρονα ο αστικός εκπαιδευτικός μηχανισμός, προκειμένου να νομιμοποιήσει την επιλεκτική του λειτουργία, χρειάζεται να πείσει τους εκπαιδευόμενους που αποκλείονται στην μεγάλη τους πλειοψηφία από τις «νευραλγικές» πανεπιστημιακές σχολές, ότι αυτό συμβαίνει γιατί οι ίδιοι ήταν «ανεπαρκείς» να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ισχυρού αξιοκρατικού ανταγωνισμού.
Μάλιστα επιστρατεύει ακόμη και θεωρίες ψυχο-βιολογικού χαρακτήρα με βάση τις οποίες οι διανοητικές ανισότητες, που υποτίθεται ότι προκαλούν τον διαχωρισμό διευθυντικής / εκτελεστικής εργασίας, είναι εγγεγραμμένες στους ίδιους τους γενετικούς κώδικες των εκπαιδευομένων. «Η μετάθεση της ευθύνης για την σχολική αποτυχία από το σχολείο στα άτομα, ισχυροποιεί τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους το σχολείο πείθει όσους αποκλείει ότι σωστά και δίκαια αποκλείονται». «Ο σχολικός μηχανισμός συμβάλλει στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων συμβάλλοντας στην υλική αναπαραγωγή της ταξικής διαίρεσης και συμβάλλοντας στην επιβολή των ιδεολογικών προϋποθέσεων για την διατήρηση των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής ανάμεσα στις δύο ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις» [ Α. Φραγκουδάκη «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης», Παπαζήσης 1985 ].
Ακριβώς η αμφισβήτηση όλων αυτών των μυθολογιών της αστικής παιδείας, που ωστόσο ασκούν ηγεμονική επιρροή σε μεγάλο μέρος των λαϊκών συνειδήσεων, είναι σε θέση να οδηγήσει σε πρακτικές επαναστατικού μετασχηματισμού και εγκαθίδρυσης του οριζόντιου καταμερισμού της γνώσης και άρα της εξουσίας, με δεδομένο μάλιστα ότι ένας τέτοιος μετασχηματισμός είναι ακόμη δυσχερέστερος από την ίδια την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, προκειμένου να επιτευχθεί η γενικευμένη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας.