«Ο κύριος Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» του Μπ. Μπρεχτ, σε Σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου και Μουσική Διονύση Τσακνή
Το έργο πρωτοανέβασε ο Κ. Καζάκος στο ΚΘΒΕ το 2010 με μεγάλη επιτυχία και το επαναλαμβάνει φέτος στη σκηνή του θεάτρου «Τζένη Καρέζη» με τους ίδιους συντελεστές. Φυσικά δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτήν ακριβώς την χρονική στιγμή της μεγάλης κρίσης, ενός έργου που αναφέρεται στην κοινωνική αλλοτρίωση από καθαρά ταξική σκοπιά. Εργο σκληρό, που απαλύνεται από αυτήν την ιδιαίτερη φιλότητα του μεγάλου δραματουργού, το χιούμορ και τα απαραίτητα τραγούδια και τον αφηγητή – τραγουδιστή, που συντελούν στην περιβόητη «αποστασιοποίηση» ή το κοίταγμα από διαφορετική, νέα σκοπιά, κοινωνικών φαινομένων που θεωρούνται συνήθη, αυτονόητα η «χωρίς εναλλακτική λύση».
Όπως έλεγε και ο ίδιος ο συγγραφέας, δεν μπορεί να κάνει κανείς παντού επικό θέατρο. Από στιλιστική άποψη δεν είναι κάτι καινούργιο. Όμως το επικό θέατρο για να λειτουργήσει προϋποθέτει εκτός από ένα συγκεκριμένο επίπεδο τεχνικής, μία ισχυρή κίνηση στην κοινωνική ζωή, η οποία να δημιουργεί ένα ενδιαφέρον για την ελεύθερη συζήτηση των ερωτημάτων της ζωής με σκοπό την επίλυσή τους .
Από τα χρόνια ανάπτυξης και εδραίωσης του φασισμού έως και το τέλος της δεκαετίας του 1940 όμως, που τα όσα διακήρυττε ο Μπρεχτ είχαν τον χαρακτήρα του ρηξικέλευθου , πέρασε τόσος χρόνος, όσο ιστορικά αρκούσε ώστε αφενός να θεωρηθεί ότι τα «όνειρα πήραν τελικά την εκδίκησή τους», αφετέρου να «γυρίσει τούμπα ο κόσμος», ώστε να είναι και πάλι επίκαιρη μία συζήτηση για την «πάλη των τάξεων».
Ετσι η ιστορία του γαιοκτήμονα Πούντιλα που χρησιμοποιώντας την πονηριά και το μεθύσι, κινείται με άνεση ανάμεσα την αθωότητα και την ωμή χυδαιότητα, ώστε να χειραγωγεί και να εξουσιάζει τους εργάτες του, δεν είναι πια ένα γοητευτικό παραμύθι του παρελθόντος που μας αφηγείται ο συγγραφέας, όντας πρόσφυγας στην Φιλανδία του 1940.
Αφορά και πάλι τις ίδιες τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.
Ο Κ. Καζάκος σκηνοθέτησε με φυσική ευγένεια το έργο και τον εαυτόν του. Ο ίδιος με τη βαρύτητα της παρουσίας του και τη σοφία του χρόνου, ήταν η αναπαράσταση εκείνου του «προϊστορικού θηρίου» που τα θέλει όλα. Ο Θοδωρής Γράμψας μας παρουσίασε έναν μετρημένο «Μάττι», τον δούλο με επίγνωση της θέσης του, αυτόν που θα τολμήσει την έξοδο. Η Ντορέττα Παπαδημητρίου έπαιξε την «Εύα» με μια υφέρπουσα λαϊκότητα. Όμως από απόλυτα συνδετικός και συνεκτικός κρίκος αποτέλεσαν η μουσική, τα τραγούδια και η ίδια παρουσία του Διονύση Τσακνή επί σκηνής. Παρουσία που φαινόταν να απολαυμβάνει τόσο ο ίδιος ο συνθέτης όσο και το κοινό.