H 4η Ιούνη είναι η 30η επέτειος της σφαγής στην Πλατεία Τιενανμέν, την οποία οι περισσότεροι θυμούνται. Ωστόσο αξίζει να θυμόμαστε και το κίνημα που ξέσπασε τον Μάη πριν πνιγεί στο αίμα. Γι' αυτό γράφει ο Τσάρλι Χορ (αρθρογράφος που ασχολείται συστηματικά με την Κίνα) σε άρθρο του για την 25η επέτειο στο RS21.org.uk που αναδημοσιεύτηκε από το ίδιο σάιτ και στη φετινή επέτειο, με τα συμπεράσματά του στο τέλος να διατηρούν ακέραια την αξία τους και σήμερα.

Πριν 25 χρόνια, ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας ξέσπασε σε όλες τις πόλεις της Κίνας, αποτελώντας την μεγαλύτερη πρόκληση απέναντι στους κυβερνήτες της χώρας από το 1949 και μετά. Το κίνημα της Πλατειάς Τιενανμέν, όπως έγινε γνωστό, συνήθως το θυμόμαστε εξαιτίας της τρομακτικής σφαγής που έβαλε τέλος σε αυτό.

Στις 4 Ιούνη του 1989, στρατιωτικά συντάγματα και τανκς επέλασαν βίαια μέσα στην καρδιά του Πεκίνου, σκοτώνοντας εκατοντάδες –ή και  χιλιάδες– διαδηλωτές. Ακόμα περισσότερες χιλιάδες σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν στο κύμα καταστολής που ακολούθησε.

Είναι δίκαιο να τους θυμόμαστε και να τιμούμε αυτήν τη μέρα, για να υπενθυμίζουμε στους ηγέτες της Κίνας το έγκλημά τους. Αλλά είναι εξίσου σημαντικό να θυμόμαστε για τι αγωνίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι και την έμπνευση που είχε προκαλέσει το κίνημα όταν βρισκόταν στην κορύφωσή του.

Η Κίνα το 1989 ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη Κίνα. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε προωθήσει ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν οδηγήσει σε μια σημαντική άνοδο του επιπέδου ζωής, κυρίως στην ύπαιθρο όπου ζούσε ακόμα τότε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της Κίνας. Αυτό συνοδευόταν από περιορισμένες κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έβαλαν τέλος σε αρκετούς από τους μικροελέγχους πάνω στην καθημερινή ζωή, που αποτελέσουν τον κανόνα στην Πολιτιστική Επανάσταση.

Αυτές οι νέες ελευθερίες οδηγήσαν κάποιους –ιδιαίτερα νέους εργάτες και φοιτητές- να απαιτήσουν περισσότερα, και η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από ένα πλήθος φοιτητικών διαδηλώσεων. Η άνοδος του Ντενγκ στην εξουσία είχε συνοδευτεί επίσης από την εμφάνιση ενός βραχύβιου κινήματος «Τείχους Δημοκρατίας», στο οποίο νεαροί εργάτες που είχαν εξοριστεί στην ύπαιθρο στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, δημοσίευσαν εκκλήσεις για μεγαλύτερες ελευθερίες. Αυτά τα δύο στοιχεία επηρρέασαν αρκετά τα γεγονότα του 1989.

Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η αλλαγή του κλίματος στην οικονομία. Οι βελτιώσεις των αρχών της δεκαετίας του ’80 απειλούνταν από τον πληθωρισμό και την εργασιακή ανασφάλεια. Η επιστροφή της ελεύθερης αγοράς σήμαινε ότι όταν υπήρχαν δυσκολίες στη προμήθεια τροφίμων, οι τιμές αυξάνονταν ταχύτατα. Στις αρχές του 1989 ο πληθωρισμός στις πόλεις ήταν ο υψηλότερος από το 1949 και μετά. 

Η υπερθέρμανση της οικονομίας και μια επακόλουθη επέλαση λιτότητας σήμαινε επίσης ότι πάρα πολλά εργοστάσια έκλεισαν ή απέλυσαν εργάτες. Οι οικονομικές δυσκολίες προκάλεσαν ημι-δημόσιες διαφωνίες μέσα στην άρχουσα τάξη της Κίνας.

Ήταν μια κρίση οικονομικής πολιτικής, που προκαλούνταν από μια ανισόρροπη ανάπτυξη κι όχι από ύφεση, αλλά παρόλα αυτά παρέμενε η χειρότερη κρίση μετά το 1949. Οι εργάτες που είχαν δει τις ζωές τους να βελτιώνονται, τώρα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να χάσουν ό,τι είχαν κατακτήσει κι είχαν απέναντί τους μια αδύναμη και διαιρεμένη άρχουσα τάξη. Το σκηνικό ήταν έτοιμο για μια κοινωνική έκρηξη, αλλά κανείς δεν περίμενε το μέγεθος και την έκταση όσων συνέβησαν.  

Πώς ξεκίνησε

Το κίνημα του 1989 ξεκίνησε με τον θάνατο του κορυφαίου πολιτικού στελέχους Χου Γιαομπάνγκ, ο οποίος ήταν ένας από τους υπαρχηγούς του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ και θεωρούταν ο υπεύθυνος για πολλές από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αν και ξεκίνησε ως κίνημα τιμής της μνήμης του, γρήγορα εξελίχθηκε γρήγορα σε κίνημα επίθεσης σε άλλους πολιτικούς και στην κυβερνητική διαφθορά γενικότερα, το οποίο καλούσε σε μεγαλύτερες πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες.

Εξερράγη σε μεγέθη πολύ μεγαλύτερα από κάθε προηγούμενη διαμαρτυρία. Τη μέρα της κηδείας του Χου, 150.000 φοιτητές και υποστηρικτές τους κατέλαβαν την Πλατεία Τιενανμέν, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να το απαγορεύσει. Το επόμενο σαββατοκύριακο υπήραξν διαδηλώσεις αλληλεγγύης στους φοιτητές σε τουλάχιστον 8 πόλεις. Σε δύο από αυτές υπήρξαν σοβαρά επεισόδια και συγκρούσεις.

Το ΚΚΚ επιτέθηκε στους φοιτητές, χαρακτηρίζοντάς τους «αντεπαναστάτες» και αυτό βάθυνε ακόμα περισσότερο τη λαϊκή οργή. Τα ηγετικά στελέχη του κινήματος έστειλαν φοιτητές στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς για να καλέσουν τους εργάτες και τους πολίτες να ενωθούν μαζί τους. 

Η ανταπόκριση ήταν συγκλονιστική. Την Πέμπτη 28 Απρίλη, περιπου 150.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στους δρόμους του Πεκίνου, με τους μισούς να είναι εργάτες. Η πορεία κατέληξε με μια έκκληση για πανεθνικές διαδηλώσεις στις 4 Μάη, στην 70ή επέτειο του αντιιμπεριαλιστικού φοιτητικού κινήματος που είχε βάλει σε κίνηση το εθνικό κίνημα της δεκαετίας του ’20, μέσα από το οποίο γεννήθηκε και το ΚΚΚ.

Η 4η Μάη αποτέλεσε ένα ακόμα βήμα μπροστά για το κίνημα, με διαδηλώσεις να γίνονται και σε πόλεις όπου νωρίτερα δεν είχε κινηθεί τίποτα, παρότι σε κάποιες άλλες πόλεις το μέγεθος των διαδηλώσεων ήταν μικρότερο από ότι στην αρχή. Το πιο σημαντικό ήταν ότι μετά τις 4 Μάη, η πρωτοβουλία κινήσεων επέστρεψε στην πλευρά της κυβέρνησης, καθώς η ηγεσία του κινήματος δεν είχε κάποια σοβαρή ιδέα για τα επόμενα βήματα. 

Αυτή η κατάσταση άλλαξε αποφασιστικά στις 13 Μάη, όταν ξεκίνησε μια φοιτητική απεργία πείνας στην Πλατεία Τιενανμέν. Αρχικά ξεκίνησαν μόνο 200 φοιτητές, αλλά σε λίγες μέρες ήταν πάνω από 1.000, ενώ πολλές επιπλέον χιλιάδες υποστηρικτών ενώθηκαν μαζί τους στην κατασκήνωση.

Η χρονική συγκυρία ήταν εξαιρετική –ο Ρώσος πρόεδρος Γκορμπατσόφ ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη επίσκεψη Ρώσου ηγέτη στην Κίνα από την εποχή της σινοσοβιετικής ρήξης του 1962. Επρόκειτο να είναι μια τεράστια διπλωματική επιτυχία για τον Ντενγκ, με τους δύο ηγέτες να εμφανίζονται μαζί στην Πλατεία Τιενανμέν μπροστά σε πλήθη που θα επευφημούν. Οι φοιτητές κατέστρεψαν αυτό το σχεδιασμό.

Τη μέρα που έφτασε ο Γκορμπατσόφ, υπήρχαν 500.000 άνθρωποι στην πλατεία. Την επομένη ήταν ένα εκατομμύριο, με τους εργάτες να πορεύονται προς την πλατεία σε οργανωμένα αποσπάσματα από κάθε χώρο δουλειάς. Την επόμενη μέρα ήταν δύο εκατομμύρια. Σε τουλάχιστον 4 πόλεις, φοιτητές οργάνωσαν απεργίες πείνας αλληλεγγύης. Μόνο στο κέντρο της Σαγκάης είχαν κατασκηνώσει 30.000 άνθρωποι. Υπήρξαν πορείες αλληλεγγύης σε δεκάδες άλλες πόλεις σε όλη την Κίνα.

Τη στιγμή που το κίνημα έφτανε σε νέα ύψη, ξέσπασε κι ένα παν-μουσουλμανικό κίνημα στη δυτική Κίνα, στη διάρκεια του οποίου έγιναν οι μεγαλύτερες θρησκευτικές διαδηλώσεις στην ιστορία της Κίνας. Οι διαδηλώσεις αφορούσαν την κυκλοφορία ενός ισλαμοφοβικού βιβλίου, και κατάφεραν να ενώσουν μουσουλμάνους από διαφορετικές εθνότητες σε τουλάχιστον 5 επαρχίες αλλά και στο Πεκίνο και τη Σανγκάη.

Η κυβέρνηση αντέδρασε πολύ γρήγορα, απαγορεύοντας το βιβλίο και οργανώνοντας μαζικές πυρπολήσεις του. Τα δύο κινήματα ήταν διακριτά, αλλά η άμεση απάντηση της κυβέρνησης σε αυτό το ζήτημα έδειχνε πόσο φοβόταν την δυνατότητα να εξαπλωθούν κι άλλο οι κινητοποιήσεις.

Στις 18 Μάη υπήρξε μια τελική απόπειρα να εκτονωθούν οι διαδηλώσεις, με μια συνάντηση μεταξύ υπουργών και φοιτητών ηγετών που μεταδόθηκε τηλεοπτικά. Οι υπουργοί επιχείρησαν να «νουθετήσουν» τους φοιτητές οι οποίοι με τη σειρά τους γελοιοποίησαν τους υπουργούς. Την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε στρατιωτικός νόμος, στρατεύματα άρχισαν να μετακινούνται προς το Πεκίνο και η πόλη εξερράγη.

Στρατιωτικός νόμος

Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός είχε μπει στο Πεκίνο στις αρχές του 1949 ως απελευθερωτής. Σαράντα χρόνια μετά, η ιδέα ότι θα κατέστειλε διαδηλώσεις ήταν αδιανόητη. Η δυσπιστία μετατράπηκε σε οργή. Εργάτες σε όλη την πόλη έστησαν οδοφράγματα σε όλους τους μεγάλους δρόμους, πολλοί χώροι δουλειάς «ερήμωσαν» και οι γραμμές του μετρό έκλεισαν από εργάτες.

Μέσα σε δυο μέρες το σκηνικό επέτρεπε σε ένα Βρετανό αυτόπτη μάρτυρα να γράψει:

«Η νύχτα του Σαββάτου ήταν το πιο συγκλονιστικό ανθρώπινο θέαμα που έχω δει ποτέ. Ήταν εξωπραγματικό, το πλήθος των ανθρώπων που κατέβηκε στους δρόμους. Ήταν όλοι εκεί: οι γηραιότεροι, οικογένειες με μικρά παιδιά, μωρά στις αγκαλιές των μανάδων τους. Όλοι τους ήταν εκεί για να σταματήσουν τους στρατιώτες. Πίστευαν ότι η κρίσιμη στιγμή θα ερχόταν εκείνη τη νύχτα και ήταν απολύτως έτοιμοι να προσπαθήσουν να τους σταματήσουν. Ένας ηλικιωμένος είπε δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του τόσους ανθρώπους να κατεβαίνουν στους  δρόμους –ήταν σίγουρα περισσότεροι κι από το 1949».   

Και την επόμενη μέρα, δύο άλλοι αυτόπτες μάρτυρες έγραψαν στην εφημερίδα Socialist Worker:

«Τις τελευταίες 48 ώρες η πόλη βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του λαού. Αν και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, δεν υπάρχουν μεθύσια, ούτε λεηλασίες ούτε βία… Είμαστε στον κεντρικό δρόμο στα ανατολικά της πόλης. Η λεωφόρος είναι πλατιά. Την διαπερνούν τρία λεωφορεία, τοποθετημένα κολλητά το ένα με το άλλο. Πίσω από αυτό το μπλόκο και στα επόμενα 1.000 μέτρα πρέπει να έχουν τοποθετηθεί πάνω από 100 λεωφορεία, σε διάφορα σημεία και διατάξεις για να αποκλείουν το δρόμο».

«Το οδόφραγμα δεν μπορεί να σταματήσει τα τανκς, ούτε στήθηκε για αυτό το λόγο. Η βασική ιδέα του οδοφράγματος είναι να ανακόψει και να  επιβραδύνει τους στρατιώτες, δίνοντας χρόνο στο λαό να τους μιλήσει και να τους πείσει να γυρίσουν πίσω, όπως συνέβη πράγματι αρκετές φορές τις τελευταίες δυο μέρες. Τα οδοφράγματα δεν είναι για να στέκεσαι πίσω τους, αλλά μπροστά τους…»

«Όλο το κέντρο της πόλης, σε ακτίνα 6 μιλίων ή και παραπάνω είναι πλέον υπό τον έλεγχο των εργατών και των φοιτητών. Οι άνθρωποι μιλάνε για 5 εκατομμύρια διαδηλωτές –πάνω από τον μισό πληθυσμό- στους δρόμους χθες. Οι περισσότεροι είναι εργάτες. Παντού βλέπεις να περνάνε ανοιχτά φορτηγά με καρότσες γεμάτα εργάτες και φοιτητές… Και όλοι τραγουδούν τη Διεθνή, ξανά και ξανά και ξανά».

Έμοιαζε με επανάσταση και πολλοί άνθρωποι την αντιλαμβάνονταν ως επανάσταση. Στα οδοφράγματα και στην ίδια την πλατεία, οι γυναίκες ήρθαν στη πρώτη γραμμή ως οργανώτριες και ως ηγετικά στελέχη, σε πλήρη αντίθεση με την καθημερινή ζωή. Μία αυτόπτης μάρτυρας εκτιμούσε ότι το 40% του πλήθους ήταν γυναίκες και πρόσθετε ότι ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τόσο ασφαλής ως γυναίκα σε όλη της τη ζωή. Υπήρχε μια τεράστια αίσθηση απελευθέρωσης και συντροφικότητας, με την αστυνομία και το κράτος να μοιάζουν απολύτως απόντα.

Αλλά ενώ υπήρχε ένα γενικευμένο αίσθημα εξέγερσης, δεν υπήρχε κάποια αντίληψη εναλλακτικής λύσης. Τα επίσημα αιτήματα των φοιτητών δεν πήγαν ποτέ πιο πέρα από την αντικατάσταση κάποιων υπουργών, την αντιστροφή της «αντεπαναστατικής» απόφασης του Απρίλη και τον τερματισμό της διαφθοράς στην κορυφή του κράτους. Και η φοιτητική ηγεσία, ενώ ήταν πολύ ικανή να οργανώνει με εξαιρετικό τρόπο τη δράση, είχε μια πολύ «κάθετη» δομή που δεν επιχειρούσε να οργανώσει ευρύτερα δημοκρατικά σώματα.      

Τα Εργατικά Αυτόνομα Συνδικάτα που οργανώθηκαν στο Πεκίνο και κάποιες άλλες πόλεις στα τέλη του Μάη ήταν μια απάντηση σε αυτή την έλλειψη και μια προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας διακριτός εργατικός πόλος έλξης μέσα στο κίνημα. Στο Πεκίνο εντάχθηκαν σε αυτά μερικές δεκάδες χιλιάδες, αν και η οργάνωση στους χώρους δουλειάς εμποδιζόταν από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι απλά δεν πήγαιναν στην εργασία τους. Στις περισσότερες άλλες πόλεις ωστόσο δεν είχαν το χρόνο να αναπτυχθούν σε κάτι μεγαλύτερο από μικρές ομάδες αγωνιστών.

Εν τη απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για προχώρημα, και καθώς οι στρατιώτες υποχωρούσαν και δεν επιτίθονταν, οι αριθμοί των ανθρώπων στα οδοφράγματα και στην πλατεία σταδιακά συρρικνώθηκαν. Σε άλλες πόλεις συνέχισαν να υπάρχουν τεράστιες διαδηλώσεις, αλλά κοιτούσαν προς το Πεκίνο για ηγεσία και αυτή δεν ήρθε ποτέ.  

Η σφαγή και ο αντίκτυπος

Υπήρξε μια δειλή απόπειρα να σταλούν στρατιώτες στο Πεκίνο στη διάρκεια της ημέρας στις 3 Ιούνη, η οποία κατέρρευσε γρήγορα και κατέβασε μεγάλο αριθμό ανθρώπων πίσω στους δρόμους. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήταν αρκετοί για να αντιμετωπίσουν την μεγάλης κλίμακας εισβολή στη διάρκεια της νύχτας.

Κατά τις 10 το βράδυ της 3ης Ιούνη, τεθωρακισμένα και μεταγωγικά οχήματα έσπασαν τα οδοφράγματα στο δυτικό Πεκίνο, ανοίγοντας πυρ κατά του πλήθους που βγήκε στο δρόμο να τα σταματήσει. Διέσχισαν αργά την πόλη κατευθυνόμενα προς την Πλατεία Τιενανμέν, στην οποία έφτασαν τις πρώτες ώρες της 4ης Ιούνη. Τα ξημερώματα υπήρχαν ακόμα τεράστια πλήθη στους δρόμους που συνέχιζαν να δηλώνουν, ενώ τα πολλά καμένα τανκ και μεταγωγικά οχήματα αποκάλυπταν την έκταση της αντίστασης στη διάρκεια της νύχτας.

Υπήρξαν αξιόπιστες αναφορές για μεγάλο αριθμό στρατιωτών που λιποτάκτησαν και αρκετές αναφορές για στρατιωτικές μονάδες που επιτέθηκαν σε άλλες μονάδες οι οποίες ήταν ύποπτες λιποταξίας. Μακριά από τους κεντρικούς δρόμους, υπήρξαν αναρίθμητες περιπτώσεις στρατιωτών που απομονώθηκαν και δέχτηκαν επιθέσεις από εργάτες. Αλλά η άμυνα ήταν ανοργάνωτη και δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω πέρα από το να αυξήσει το κόστος της εισβολής για το στρατό.    

Σε όλη την Κίνα ξέσπασαν διαδηλώσεις αλληλεγγύης. Ήταν μάλλον η μαζικότερη κινητοποίηση που είχε συμβεί ως τότε. Τεράστια πλήθη κατέλαβαν τα κέντρα των πόλων, καλούσαν σε γενικευμένες απεργίες και συγκρούστηκαν με την αστυνομία και το στρατό. Δύο νύχτες οδομαχιών στη νοτιοδυτική πόλη Τσενγκντού άφησαν πίσω σχεδόν 300 νεκρούς. Σε πάνω από 180 μεγάλες και μικρές πόλεις υπήρξαν αναταραχές αρκετά σοβαρές ώστε να σταλούν σχετικές αναφορές στο Πεκίνο. Και στο Χονγκ Κονγκ διαδήλωσαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, το 1/6 του πληθυσμού.

Η καταστολή που ακολούθησε ήταν τρομακτική. Ως το τέλος του χρόνου συνελήφθησαν 30.000 άνθρωποι και αρκετές χιλιάδες δολοφονήθηκαν, συχνά σε δημόσιες εκτελέσεις. Η καταστολή ήταν πιο σκληρή απέναντι στους εργάτες και άλλους κατοίκους των πόλεων οι οποίοι ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στην εισβολή. Αλλά δεν ήταν απόλυτη. Η κυβέρνηση εξέδωσε μια λίστα με 21 φοιτητές ηγέτες ως τους πλέον καταζητούμενους και 7 από αυτούς κατόρθωσαν να φυγαδευτούν εκτός Κίνας. Οι ηγέτες του Αυτόνομου Εργατικού Συνδικάτου του Πεκίνου κατάφεραν να διαφύγουν για αρκετές εβδομάδες πριν συλληφθούν.  

Ο οικονομικός αντίκτυπος ήταν επίσης σοβαρός, επιδεινώνοντας την κρίση που είχε αρχίσει στην αρχή του χρόνου. Από τα μέσα του 1989 ως τα μέσα του 1990 η κινεζική οικονομία πέρασε σε ελαφρά ύφεση, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοσή της από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. 

Αλλά για τους κυβερνήτες της Κίνας, ήταν ένα τίμημα που άξιζε να πληρώσουν. Η πιο σοβαρή αμφισβήτηση της εξουσίας τους από το 1949 και μετά έπρεπε να συντριβεί με κάθε κόστος. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, η ανάμνηση παραμένει ζωντανή. Όταν στα τέλη του 2011, οι χωρικοί του Γουοκάν, στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, κατέλαβαν το χωριό τους αντιδρώντας στη δολοφονία ενός αγωνιστή, μιλούσαν σε δυτικούς δημοσιογράφους για το 1989 και πώς αυτό έδειχνε ότι η κεντρική κυβέρνηση δεν γίνεται να ηττηθεί.

Αλλά αυτή η ανάμνηση δεν έχει αποτρέψει κάθε κινητοποίηση. Τα τελευταία 25 χρόνια η οικονομία της Κίνας επεκτάθηκε γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία και το ίδιο συνέβη με τις κοινωνικές διαμαρτυρίες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 υπήρξαν μαζικά αγροτικά κινήματα σε όλη την κεντρική Κίνα ενάντια στην επιβολή παράνομων φόρων από τις τοπικές Αρχές. Σε ένα βαθμό παραβίαζαν ανοιχτές θύρες, καθώς και η κεντρική κυβέρνηση επεδίωκε να σταματήσουν οι συγκεκριμένοι φόροι, αλλά το μέγεθος του κινήματος την υποχρέωσε να κινηθεί πολύ πιο αποφασιστικά από ό,τι ήθελε. Λίγα χρόνια μετά, υπήρξαν σχεδόν εξεγερσιακές απεργίες από εργάτες σε κρατικές επιχειρήσεις, στους οποίους δεν καταβάλλονταν τα επιδόματα που τους είχαν υποσχεθεί όταν αυτές οι επιχειρήσεις έκλεισαν. Και αυτοί κέρδισαν –η κεντρική κυβέρνηση ανέλαβε τα σχετικά χρέη και αποζημίωσε τους εργάτες.  

Οι μετανάστες εργάτες, που συνέρρευσαν από την ύπαιθρο προς τις εξαγωγικές βιομηχανίες καθώς η κινεζική οικονομία αναπτυσσόταν, επίσης έχουν διεξάγει παρατεταμένους αγώνες ενάντια στις συνθήκες ζωής και εργασίας. Οι αγώνες τους είναι ακόμα πιο διάχυτοι και κατακερματισμένοι, αλλά 20 χρόνια άρνησης να αποδεχτούν σιωπηλά την κατάσταση έχουν κατακτήσει κάποια δικαιώματα κατοίκου στις πόλεις στις οποίες μετανάστευσαν και το ίδιο το δικαίωμα στην απεργία.

Η κυβέρνηση έχει υποχρεωθεί να επιτρέπει χώρο στη μαζική δυσαρέσκεια και να μετατοπίζει διαρκώς τα όρια του τι επιτρέπεται. Αυτό σε ένα βαθμό λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας: Επειδή οι άνθρωποι μπορούν να «διαπραγματεύονται δια της εξέγερσης» και να κερδίζουν κατακτήσεις με αυτόν τον τρόπο, στοχοποιούν τοπικούς αξιωματούχους και διευθυντές αντί για την κεντρική κυβέρνηση. Αλλά πρόκειται για μια εγγενώς ασταθή κατάσταση για δύο λόγους: Πρώτον, το σύστημα αυτό λειτουργεί επειδή όποιος κινητοποιείται κερδίζει νίκες, αλλά την ίδια ώρα αυτή η λειτουργία πυροδοτεί περισσότερες κινητοποιήσεις. Δεύτερον, δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι οι επί μέρους αγώνες δεν θα γενικευθούν.      

Το 1989 ήταν μια τρομακτική ήττα, η οποία με διάφορους τρόπους διαμόρφωσε έκτοτε την κινεζική κοινωνία και τα κοινωνικά της κινήματα. Τα πανεπιστήμια σιώπησαν και παραμένουν σιωπηλά έκτοτε. Αλλά κάθε χρόνο, καθώς πλησιάζει η επέτειος, η κυβέρνηση κλιμακώνει τα μέτρα ασφαλείας γύρω από την Πλατεία Τιενανμέν, συλλαμβάνει δημοσιογράφους και διανοούμενους και αυξάνει τον αριθμό αστυνομικών στους δρόμους. Ξέρουν πολύ καλά ότι μπορεί να έπνιξαν το κίνημα στο αίμα, αλλά δεν κέρδισαν λαϊκή νομιμοποίηση από αυτό. Η οικονομική έκρηξη των τελευταίων 25 χρόνων έχει αυξήσει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών και έχει οδηγήσει σε θηριώδη διαφθορά σε όλα τα επίπεδα του ΚΚΚ και του κράτους, μια διαφθορά που σήμερα είναι πολύ πιο ορατή από ό,τι 25 χρόνια πριν. Η δυνατότητα για άλλο ένα κίνημα του μεγέθους και της κλίμακας του 1989 δεν έχει εξαφανιστεί και αυτό είναι που τους φοβίζει. 

Αν η 4η Ιούνη του 1989 έδειξε πόσο θηριώδης μπορεί να γίνει μια άρχουσα τάξη για να κρατήσει την εξουσία της, ο «Μάης των μαζών» έδειξε την δυνητική δύναμη των εργατών της Κίνας να την αμφισβητήσουν. Αυτή είναι η ιστορία την οποία οφείλουμε να επανοικειοποιηθούμε και να την γιορτάζουμε –παρά την ήττα, αυτή η δυνητική δύναμη συνεχίζει να υπάρχει. 

Ετικέτες