Ο Ντιέγκο ήταν η άβολη για τους ισχυρούς γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν της μπάλας της αλάνας και στο μέλλον του ποδοσφαίρου της εμπορευματικής εταιριοκρατίας.
Ο θάνατος του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα γέμισε θλίψη τον ποδοσφαιρικό κόσμο και τα πλήθη των πιστών οπαδών του μεγάλου ποδοσφαιριστή. Ήταν αναμφίβολα ο κορυφαίος του 20ου αιώνα στην αθλητική θρησκεία χωρίς απίστους. Η εξήγηση είναι απλή – ο Ντιέγκο ήταν το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο είδωλο του ποδοσφαίρου που μπήκε στις ψυχές και το μυαλό των φιλάθλων μέσα από την τηλεοπτική οθόνη.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα απτά και τακτικά δείγματα της αξίας ποδοσφαιριστών όπως ο Πελέ, ο Κρόιφ, νωρίτερα ο Πούσκας ή ο Εουσέμπιο και ο Ντι Στέφανο, ήταν σποραδικά, λίγα και αποσπασματικά, χαμένα σε μερικά πρωτόλεια φιλμάκια της τηλεόρασης που στη Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική έκανε τα δειλά της βήματα – και στις ΗΠΑ που είχε σημαντικό προβάδισμα στις τηλεπικοινωνίες και την οικιακή διασκέδαση, το ποδόσφαιρο ή soccer ουδέποτε ήταν στις πρώτες προτιμήσεις των φιλάθλων. Μόνο όσοι τους είχαν δει διά ζώσης και από κοντά, στο γήπεδο και από τις κερκίδες μπορούσαν να μιλήσουν μετά λόγου γνώσεως για την πραγματική ποδοσφαιρική αξία και το κολοσσιαίο ταλέντο αυτών των μύθων της μπάλας.
Ο Ντιέγκο στάθηκε τυχερός και άτυχος μαζί. Από το 1982 και το Μουντιάλ της Ισπανίας, η FIFA συνειδητοποίησε τι χρυσάφι κρατούσε στα χέρια της και πούλησε στην κυριολεξία το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και κατ’ επέκταση το ίδιο το ποδόσφαιρο στις εταιρείες και την εμπορική εκμετάλλευση. Η πρώτη που επωφελήθηκε ήταν η Coca-Cola που άρπαξε το ίδιο το τρόπαιο της διοργάνωσης το οποίο έκτοτε περιφέρει ως εταιρική της περιουσία ανά τον κόσμο, παραμονές του κάθε Μουντιάλ αποκομίζοντας μυθώδη κέρδη από τις πωλήσεις, τις φωτογραφίσεις, τα πνευματικά δικαιώματα και τα τενεκεδάκια πόσιμης και ζαχαρένιας ευωχίας που προσφέρει.
Το 1978, ο Ντιέγκο έκλαιγε στην αγκαλιά του προπονητή της εθνικής ομάδας της Αργεντινής, Σέζαρ Λουίς Μενότι επειδή τον είχε «κόψει» από την αποστολή του Μουντιάλ. Καλύτερα, λέμε εμείς. Ο Ντιέγκο δεν συνέδεσε το όνομα του με το πιο μαύρο και διεφθαρμένο τρόπαιο που πήρε ποτέ διοργανώτρια χώρα. Ο Ντιέγκο δεν σήκωσε την κούπα της χούντας του Βιντέλα. Πήρε την κούπα τη δικιά του, πραγματικά δικιά του, το 1986, με εκείνη την μέτρια έως κακή ομάδα της Αργεντινής, όπου αν δεν υπήρχε ο Μαραντόνα, ζήτημα θα ήταν αν θα έφτανε και στους «16» της διοργάνωσης, όχι σε τελικό και σε μια επεισοδιακή επικράτηση απέναντι στη Δυτική Γερμανία που πάλι από το γεωμετρικά αψεγάδιαστο αριστερό πόδι του Ντιέγκο κρίθηκε.
Και όλα αυτά τα κατορθώματα, ειδικά στον αξέχαστο προημιτελικό με την Αγγλία, έγιναν σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση σε προσαρμοσμένες ώρες κυρίως Ευρώπης, κάτω από τον εξοντωτικό καλοκαιρινό ήλιο του Μεξικού και σε θερμοκρασίες και υγρασίες απαγορευτικές για τον ανθρώπινο οργανισμό – οι ποδοσφαιριστές ψήνονταν για την τηλεθέαση και τους νέους κανόνες στην εμπορική εκμετάλλευση του Μουντιάλ που είχαν επιβάλει η FIFA και προσωπικά ο εργολάβος πρόεδρος της, Βραζιλιάνος Ζοάο Χαβελάνζε.
Το ίδιο άρχισε να γίνεται από την επόμενη χρονιά και στην Ιταλία. Η ιταλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία δεν θα το παραδεχτεί ποτέ, αλλά οι ζωντανές τηλεοπτικές μεταδόσεις της Serie A ξεκίνησαν για χάρη και εξαιτίας του Μαραντόνα. Ο διαβολεμένος αυτός Αργεντινός πρόσφερε χαρά στα πλήθη, όπου κι αν αυτά βρίσκονταν, στις κερκίδες και στα σαλόνια, στα πεζοδρόμια και στα πάρκα, στα μπιλιαρδάδικα και στα προπατζήδικα της χώρας, όπου τέλος πάντων μπορούσε να τοποθετηθεί τηλεόραση. Και έφερνε κέρδη, φυσικά, στην ομοσπονδία, που αργότερα τον κυνήγησε απηνώς για όσα απίθανα είχαν γίνει στον αξέχαστο ημιτελικό του Σαν Πάολο, στο Μουντιάλ του 1990, όταν η ιταλική εθνική ομάδα αναμετρήθηκε με την Αργεντινή και οι Ναπολιτάνοι και όλοι οι Νότιοι Ιταλοί στήριξαν αναφανδόν και φανατικά τον δικό τους Θεό και όχι τη σημαία και τη φανέλα της πατρίδας που τους είχε κατατάξει σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και αποσυνάγωγους της οικονομικής ευμάρειας του Βορρά.
Ο Ντιέγκο γεφύρωσε δυο εποχές – την «αγνή» και την εμπορική του ποδοσφαίρου. Υπήρξε γέννημα – θρέμμα της πρώτης και θεμελιωτής της δεύτερης, όντας ταυτόχρονα ο πιο άβολος και ταραχοποιός πρεσβευτής της.
Ο ανοιχτός και διαρκής πόλεμος με τη FIFA και με τον απολύτως σάπιο και διεφθαρμένο πρόεδρο της, Ελβετό δικηγόρο, Ζεπ Μπλάτερ είναι μυθικός και ενδεικτικός του κλίματος. Οι ισχυροί του αθλήματος ποτέ δεν τον γούσταραν για όλους τους προφανείς λόγους. Ο Ντιέγκο δεν βολεύτηκε μόνο με τα λεφτά κι ας ήταν παραδόπιστος μέχρι αυτοκτονικής σπατάλης και παρανοϊκής ενίοτε φιλοχρηματίας. Έκανε κάτι περισσότερο. Με το φοβερό, το πηγαίο, το αστείρευτο και ακαταμάχητο ταλέντο του που υποβοηθήθηκε ακριβώς από την καταπληκτική για ποδοσφαιριστή σωματοδομή του, έβαλε στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης και του κόσμου, δευτεροκλασάτους ουραγούς σε θέση μαχητικού πρωταγωνιστή. Η Αργεντινή του 1986 και του 1990 καθώς και η Νάπολι από το 1987 έως το 1990 ήταν ακριβώς οι παρίες που έγιναν πρωταθλητές. Ό,τι ακριβώς ήταν και ο Μαραντόνα με όλα τα παλαβά λάθη και τις αυτοκαταστροφικές ανακολουθίες του.
Ο Ντιέγκο ήταν ο επαναστάτης που έζησε, πολέμησε και συνάμα άθελα του προετοίμασε μία αντεπανάσταση. Εκείνη της εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου. Όλοι οι σημερινοί πρωταγωνιστές του ποδοσφαίρου καθώς και οι καπιταλιστές εκμεταλλευτές του χρωστούν στον Μαραντόνα περισσότερα από όσα μπορούν και θέλουν οι ίδιοι να παραδεχτούν.
Αν δεν υπήρχε ο Ντιέγκο, δεν θα έβαζαν τηλεοράσεις Ινδοί παρίες και Αφρικανοί αγρότες στις σχεδόν χωρίς ρεύμα περιοχές που ζούσαν απομονωμένοι και ξεχασμένοι από κυβερνήσεις και γραφειοκρατίες. Κανονικά, όλοι οι σημερινοί αστέρες του σπορ, από τον Μέσι έως τον Κριστιάνο Ρονάλντο και από τον Σαλάχ έως τον Πογκμπά, θα έπρεπε να πληρώνουν «ντιεγκόσημο» εφ΄όρου ζωής. Στον Ντιέγκο χρωστάνε τις αμοιβές και τα παχυλά τους συμβόλαια. Ο Ντιέγκο τους έκανε νοματαίους.
Ο Μαραντόνα έπεσε σε φοβερά λάθη ενδεικτικά και της εκρηκτικής και διφορούμενης προσωπικότητας του – στην προσωπική του ζωή, στην πολιτική και κοινωνική του παρουσία, στο ποδόσφαιρο. Τον πολέμησαν και άγρια όλοι οι φαύλοι και οι γελοίοι καταπιεστές στο άθλημα και τη Λατινική Αμερική. Το 1990, του στέρησαν το δεύτερο Μουντιάλ με ένα πέναλτι – φάντασμα που εκτέλεσε ο Μπρέμε και οικειοποιήθηκε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ (ίσως ο πιο «μουλωχτός» Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής, προπονητής και παράγοντας) . Το 1994, κανένας δεν θέλει να περιγράψει πώς και πότε «θυμήθηκαν» οι Αμερικανοί, η επιτροπή αντιντόπινγκ κοντρόλ και η FIFA το «ξεχασμένο» δείγμα ούρων από τον αγώνα με τη Νιγηρία και τις εφεδρίνες που όντως ο Ντιέγκο είχε καταπιεί με τη χούφτα (λες και ήταν ή είναι ο μόνος ντοπαρισμένος στον «αγγελικά» πλασμένο χώρο της μπάλας). Σε αντίθετη περίπτωση, εκείνη η πραγματικά ταλαντούχα Αργεντινή (με Μπατιστούτα και Ρεδόντο, θυμίζω επίσης και μεταξύ άλλων) μπορούσε να έχει πάρει ξανά το τρόπαιο.
Το ίδιο συμβαίνει και με την επαναστατική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά ανά τον κόσμο και ειδικά στην πολύπαθη από τις ΗΠΑ, Λατινική Αμερική. Όλοι θέλουμε να θυμόμαστε τον Ντιέγκο όταν μιλούσε (όχι και τόσο πολύ, είναι η αλήθεια) με πάθος για τις κοινωνικές αδικίες και την εκμετάλλευση και τον πόνο των φτωχών και των κατατρεγμένων ή όταν φωτογραφιζόταν με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Ούγκο Τσάβες, μοστράροντας και το τατουάζ με τον Τσε Γκεβάρα.
Κανένας δεν θέλει να θυμάται τον Μαραντόνα να τρώει πίτσες με τον πρόεδρο της Αργεντινής, Κάρλος Μένεμ στο απόγειο της νεοφιλελεύθερης εμπλοκής της χώρας που προετοίμασε τη χρεοκοπία του 2001. Ούτε τον Μαραντόνα το 2018, όταν εμφανίστηκε στη Λευκορωσία για να μαζέψει από τον Λουκασένκο και δυο-τρεις απίθανους και σκιώδεις τύπους μερικά φραγκοδίφραγκα ώστε να υποδυθεί τον πρόεδρο σε μία παντελώς άγνωστη ομάδα της χώρας. Φυσικά, κανένας δεν θέλει να τον θυμάται ως αποτυχημένο προπονητή της Αργεντινής, το 2010, ούτε ως αιμοδιψή οπαδό της χώρας του, το 2014, όταν απειλούσε θεούς, δαίμονες και προσωπικά την πρόεδρο της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρούσεφ, μόλις η κούπα πήγε στη Γερμανία και όχι στην μπιανκοσελέστε αγαπημένη του.
Αλλά, ο Ντιέγκο ήταν και είναι στις καρδιές των φτωχών της μπάλας σε όλον τον κόσμο. Δίκαια. Με όλα τα λάθη του. Έδωσε πρόσωπο και φωνή, υπόσταση και περηφάνεια στα παιδιά από τις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και τις σκουπιδογειτονιές της Νάπολης. Στην Μπόκα Τζούνιορς και στη Νάπολι. Στη μπιανκοσελέστε που ταυτόχρονα και την απογείωσε και την στοίχειωσε η καταλυτική παρουσία του.
Και μαζί με πολύ λίγους ποδοσφαιριστές στη Λατινική Αμερική, όπως ήταν στη Βραζιλία ο Ρομάριο ή ο Σόκρατες, σήκωσαν έναν πολύ βαρύ σταυρό του μαρτυρίου απέναντι στους επιχειρηματίες και τους παράγοντες του εταιρικού ποδοσφαίρου, στρεφόμενοι ενάντια στη διαφθορά, την εκμετάλλευση, την υποκρισία και τη λεηλασία του κόπου και του ιδρώτα των ποδοσφαιριστών. Όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο χωρίς εξαρτήσεις και διαφθορά, χωρίς εκμετάλλευση και παραγοντισμούς, χωρίς καπιταλιστές και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας για τους ποδοσφαιριστές και άγονης και εκχυδαϊσμένης τηλεθέασης για τους καταναλωτές, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ο Ντιέγκο ήταν ένας επαναστάτης με αιτία μέσα σε μία αντεπανάσταση με συγκεκριμένους αίτιους.