Όταν πριν από επτά-οκτώ χρόνια ξεσπούσε η κρίση, της οποίας η μοίρα θέλησε να είμαστε τα χειρότερα θύματα, υπήρχε σε κύκλους της Αριστεράς διεθνώς η προσδοκία πως άνοιγε μια περίοδος αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού.

Η προσ­δο­κία δεν ήταν εντε­λώς αβά­σι­μη.

Η βα­σι­κή ιδέα τής πιο πρό­σφα­της –και, ταυ­τό­χρο­να, δια­χρο­νι­κής- βουλ­γκά­τας του κα­πι­τα­λι­σμού, η ιδέα των αυ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νων αγο­ρών, είχε απο­δει­χτεί πιο φού­σκα από τις φού­σκες που έσκα­γαν, η μία μετά την άλλη, τις μέρες εκεί­νες.

Ο «μάγος» Γκρίν­σπαν είχε ανα­λυ­θεί σε κλά­μα­τα. Η βα­σί­λισ­σα Ελι­σά­βετ ανα­ρω­τιό­ταν φω­να­χτά, μπρο­στά στους κα­θη­γη­τές του Λό­ντον Σκουλ οφ Εκο­νό­μικς, πώς κι απο­δεί­χτη­καν τόσο βλά­κες.

Οι κα­θη­γη­τές, αντί­στοι­χα, την κοί­τα­ζαν σαν χάν­νοι. Και τα γκόλ­ντεν μπόι της πα­γκό­σμιας «επι­χει­ρη­μα­τι­κής κοι­νό­τη­τας», που τόσο είχαν επαι­νε­θεί για τις αρε­τές, με πρώτη την ευ­φυ­ΐα, απο­δει­κνύ­ο­νταν κοι­νοί γε­λω­το­ποιοί.

Οι δε διά­ση­μοι μα­θη­μα­τι­κοί τύποι των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων νο­μπε­λι­στών συ­νέ­χι­ζαν να προ­βλέ­πουν με­γά­λες απο­δό­σεις, ενώ η κα­τάρ­ρευ­ση της Λίμαν Μπρά­δερς βρι­σκό­ταν σε εξέ­λι­ξη.

Ο «Εκό­νο­μιστ» κυ­κλο­φο­ρού­σε με εξώ­φυλ­λο τον Μαρξ. Κί­νη­ση αντα­να­κλα­στι­κή στο μέτρο που η κυ­ρί­αρ­χη θε­ω­ρία, αν είχε μια βε­βαιό­τη­τα, αυτή ήταν πως οι κρί­σεις μας τε­λεί­ω­σαν. Πώς να μι­λή­σεις, λοι­πόν, για κάτι που απο­κλεί­ε­ται να συμ­βεί, παρ’ όλο που συμ­βαί­νει; Αν όχι ο Μαρξ, του­λά­χι­στον ο Κέινς ήταν ανα­γκαί­ος.

Η με­γα­λύ­τε­ρη, ωστό­σο, γε­λοιο­ποί­η­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης «αφή­γη­σης» προ­ήλ­θε από τις ίδιες τις πα­ρεμ­βά­σεις για την ανά­σχε­ση της κρί­σης.

Πράγ­μα­τι, η ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κυ­βέρ­νη­ση Μπους έρι­χνε με τη μία 700 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια του επά­ρα­του, ανί­κα­νου και αντιοι­κο­νο­μι­κού κρά­τους για τη διά­σω­ση των ιδιω­τι­κών τρα­πε­ζών – η με­γα­λύ­τε­ρη κρα­τι­κή οι­κο­νο­μι­κή πα­ρέμ­βα­ση στην Ιστο­ρία.

Ταυ­τό­χρο­να, διέ­σω­ζε την Τζέ­νε­ραλ Μό­τορς –δια­χρο­νι­κό κα­μά­ρι του αμε­ρι­κα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού- με πολλά δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια φρέ­σκου κρα­τι­κού χρή­μα­τος.

Οι σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ροι μπλε­ρι­στές στη Βρε­τα­νία δεν μπο­ρού­σαν να σκε­φτούν τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρο για την απο­τρο­πή της από­λυ­της κα­τάρ­ρευ­σης από την κρα­τι­κο­ποί­η­ση (!) τρα­πε­ζών, ενώ ο Σαρ­κο­ζί δή­λω­νε πως, στο μέτρο που απαι­τεί­ται, θα πα­ρέμ­βει, με όλα τα (κρα­τι­κά) μέσα, για να προ­στα­τεύ­σει τη γαλ­λι­κή αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νία.

Ετσι, εμπρά­κτως, οι κυ­ρί­αρ­χοι του κό­σμου, που είχαν τάξει τη ζωή τους στην προ­πα­γάν­δι­ση των από­λυ­των και αναμ­φι­σβή­τη­των πλε­ο­νε­κτη­μά­των του «ιδιω­τι­κού τομέα» και της «ελεύ­θε­ρης αγο­ράς», έπε­φταν με παρ­ρη­σία στην προ­στα­τευ­τι­κή αγκα­λιά του «κρα­τι­σμού».

Η γε­λοιο­ποί­η­ση, δε, έπαιρ­νε ακραί­ες δια­στά­σεις στο μέτρο που η επα­πει­λού­με­νη κα­τάρ­ρευ­ση ξε­κί­νη­σε από την πιο «απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη» αγορά, αυτήν των ΗΠΑ, και από τον πιο «απε­λευ­θε­ρω­μέ­νο» κλάδο, αυτόν των τρα­πε­ζών. Για να απο­δει­χτεί πως, όσο «κα­θα­ρό­τε­ρος» γί­νε­ται ο κα­πι­τα­λι­σμός, τόσο επαυ­ξά­νο­νται τα αδιέ­ξο­δα και οι δια­κιν­δυ­νεύ­σεις.

Παρ’ όλα αυτά, η κα­τα­γέ­λα­στη αυτή ιδε­ο­λο­γία, στα επό­με­να χρό­νια, όχι μόνο δεν εγκα­τα­λεί­φτη­κε, αλλά ενι­σχύ­θη­κε ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Ενώ οι ιερές αγε­λά­δες του κα­πι­τα­λι­σμού απο­δεί­χτη­καν νού­με­ρα ολκής, η πρό­τα­ση «μα­κράς πνοής» για την υπέρ­βα­ση της κρί­σης –αυτής, να το ξα­να­πώ, που η θε­ω­ρία είχε απο­δεί­ξει πως απο­κλειό­ταν- ήταν η λι­τό­τη­τα των ερ­γα­τι­κών ει­σο­δη­μά­των (και δι­καιω­μά­των) και η συρ­ρί­κνω­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους.

Οχι μόνο δεν επήλ­θε ο θά­να­τος του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, αλλά η κα­τί­σχυ­σή του έγινε ολο­κλη­ρω­τι­κή.

Γιατί το παι­χνί­δι δεν παί­ζε­ται στο πεδίο των «αλη­θών ιδεών». Αν ήταν έτσι, ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός –ύστε­ρα από τόση γε­λοιο­ποί­η­ση- θα είχε ήδη τε­λειώ­σει. Το παι­χνί­δι, αντί­θε­τα, παί­ζε­ται στο πεδίο της ισχύ­ος. Οπως το έθετε από την αρχή της κρί­σης ένας πα­σί­γνω­στος Αμε­ρι­κα­νός με­γα­λο­καρ­χα­ρί­ας, αυτό που συμ­βαί­νει «είναι τα­ξι­κή πάλη, και είναι, ευ­τυ­χώς, η δική μου τάξη που νι­κά­ει».

Η κρίση έγινε ευ­και­ρία οιο­νεί εξό­ντω­σης ενός με­γά­λου τμή­μα­τος του πλη­θυ­σμού -και στις ανα­πτυγ­μέ­νες χώ­ρες- και πει­ρα­μα­τι­σμού σχε­τι­κά με την αντο­χή του σε εκτε­τα­μέ­να κοι­νω­νι­κά βα­σα­νι­στή­ρια.

Και, νο­μί­ζω, τεί­νει να δι­καιω­θεί ο Ιμά­νου­ελ Βα­λερ­στάιν, ο οποί­ος εδώ και καιρό προ­βλέ­πει πως το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα βρί­σκε­ται σε μια πο­ρεία με­τά­βα­σης –σε σύ­ντο­μο ιστο­ρι­κά χρό­νο- προς όλο και με­γα­λύ­τε­ρη επι­δεί­νω­ση των συν­θη­κών ζωής της με­γά­λης κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας και προς την ανα­γκαία γι’ αυτό έκλει­ψη της δη­μο­κρα­τί­ας.

Αν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα, υπάρ­χει αλη­θι­νή δυ­να­τό­τη­τα διορ­θω­τι­κών πα­ρεμ­βά­σε­ων, που να ωθούν το σύ­στη­μα να απο­κτή­σει αν­θρω­πι­νό­τε­ρο πρό­σω­πο; Είναι ορθό να γί­νε­ται απο­δε­κτή ως ρε­α­λι­στι­κή μια δια­χει­ρι­στι­κή στάση από τις δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς - μια στάση, δη­λα­δή, του «παρ’ όλα αυτά»; Πόσο αλη­θο­φα­νής είναι μια πο­λι­τι­κή τού «μη χεί­ρον βέλ­τι­στον»;

Αν τα πράγ­μα­τα τί­θε­νται με τόσο ρι­ζι­κό τρόπο, υπάρ­χει πο­λι­τι­κή αντί­δρα­ση που μπο­ρεί να απο­φύ­γει τη ρήξη; Υπάρ­χουν, πλέον, πε­ρι­θώ­ρια κοι­νω­νι­κών βελ­τιώ­σε­ων που δεν συν­δέ­ο­νται άμεσα με ένα πρό­γραμ­μα ρι­ζι­κού κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού;

Νο­μί­ζω, σε όλα τα πα­ρα­πά­νω η απά­ντη­ση είναι αρ­νη­τι­κή.

Και η Αρι­στε­ρά, στο μέτρο που δεν το συ­νει­δη­το­ποιεί και δεν δια­μορ­φώ­νει ανά­λο­γα την πο­λι­τι­κή της, δεν μπο­ρεί παρά να με­τα­τρέ­πε­ται σε θε­ρα­παι­νί­δα του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού.

Οπως κι αν το εκλο­γι­κεύ­ει, όσο κι αν το «δια­χει­ρί­ζε­ται πο­λι­τι­κά», όσο κι αν φα­ντα­σιώ­νε­ται «προ­ω­θη­τι­κούς συμ­βι­βα­σμούς», μια πα­ραλ­λα­γή του θα κα­τα­ντή­σει. Ισως, μά­λι­στα, η πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή.

(1) Τί­τλος βι­βλί­ου του Κόλιν Κρά­ουτς (Εκ­κρε­μές, 2014)

Ετικέτες