Η κρίση στην ανατολική Μεσόγειο έχει μπει σε καθοριστική φάση.
Το σχέδιο των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τον υποθαλάσσιο αγωγό που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο των επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων από τα νερά του Ισραήλ και της Αιγύπτου στην ΕΕ, σύμφωνα με τη σημερινή πολιτική των ΗΠΑ και των ισχυρών στην ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) προϋποθέτει την αδιατάρακτη γεωγραφική συνέχεια μεταξύ των ΑΟΖ του Ισραήλ – της Κύπρου – της Ελλάδας. Μια τέτοια «συνέχεια» μπορεί να προκύψει μόνο εάν στο Καστελόριζο αναγνωριστεί «πλήρης επήρεια» ως προς τον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ κι έτσι αυτή επεκταθεί προς τα νοτιοανατολικά ώστε να εφάπτεται με την ΑΟΖ της Κύπρου.
Αυτό είναι το νόημα της δήλωσης πολλών κυβερνήσεων της περιοχής ότι ως προς τους ενεργειακούς σχεδιασμούς «η Τουρκία έχει σήμερα απομονωθεί στη νοτιοανατολική Μεσόγειο».
Ασφαλώς οι ενεργειακοί σχεδιασμοί σχετίζονται με ευρύτερες ανακατατάξεις γεωπολιτικής ισχύος στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το νόημα της δήλωσης από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων ότι «η Ελλάδα έχει στρατηγικά αναβαπτιστεί, ως δύναμη της ανατολικής Μεσογείου». Η δήλωση αυτή «υποστηρίζεται» από διπλωματικά/στρατιωτικά μέτρα, όπως η σύσφιξη του «άξονα» Ελλάδα-Ισραήλ-Αίγυπτος και η στροφή στην πολιτική των εξοπλισμών προς την κατεύθυνση της «ανοιχτής θαλάσσης» (Blue Waters Navy) που δείχνει η ζήτηση για γαλλικές φρεγάτες τύπου FREMM (που ακόμα και για τους εμπειρογνώμονες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού θεωρούνται ακατάλληλες για κλειστές και ρηχές θάλασσες όπως το Αιγαίο).
Όμως αυτοί οι υπερφίαλοι σχεδιασμοί έχουν όρια. Οι χάρτες κατανομής των ΑΟΖ (που αρχικά κυκλοφόρησε το κράτος του Ισραήλ, ενώ σήμερα θεωρούνται ως «αυτονόητη» αποκρυστάλλωση ενός κάποιου Διεθνούς Δικαίου), πέρα από μια λεόντεια συμφωνία μοιρασιάς των υδρογονανθράκων, οδηγούν σε αποκλειστικό ναυτικό έλεγχο στο Αιγαίο. Το λεγόμενο «δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης» είναι φύλλο συκής: μια διέλευση μπορεί να καθοριστεί ως αβλαβής ή όχι, με τις αποφάσεις της χώρας που ελέγχει τη θάλασσα και που διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου των πλόων, των πλοίων, των φορτίων τους κ.ο.κ. Αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο να γίνει δεκτό από τη Ρωσία και άλλες ευξείνιες χώρες, ακόμα και από την Ιταλία (που διατηρεί έναν τεράστιο αλιευτικό στόλο που ψαρεύει κυρίως στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου…). Όμως σίγουρα δεν γίνεται δεκτό από την Τουρκία, που αντιμετωπίζει ως casus belli (αιτία πολέμου) την προοπτική ναυτικού αποκλεισμού της ακτογραμμής της.
Αυτές οι περιπλοκές είναι πίσω από την απόφαση να παρακαμφθεί κάθε «λογική» διαδικασία (όπως η καταφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο) και την απόφαση να επιλεγεί η μέθοδος της επιβολής τετελεσμένων. Η μέθοδος που προϋποθέτει την ενεργοποίηση εκ μέρους των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Και αυτή σήμερα εκδηλώνεται πέρα από κάθε αμφιβολία:
-Ο άξονας Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου διαθέτει την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ.
-Οι δυτικές μεγάλες δυνάμεις ενισχύουν ασύστολα τη στρατιωτική παρουσία τους στο κέντρο της περιοχής. Τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα περιπολούν πέριξ της Κύπρου. Το γαλλικό πολεμικό ναυτικό εγκατέστησε μόνιμο ναύσταθμο στην Κύπρο (όπου μπορεί να λιμενίζεται το πυρηνικό αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ…). Η Βρετανία μετέφερε τη δύναμή της σε υπερσύγχρονα F-35, από τη βάση του Νόρφολκ στις βάσεις της στην Κύπρο. Είναι κυριολεκτικά αστείο να ψάχνουμε τις ιμπεριαλιστικές προθέσεις πίσω από «φρασούλες» στα διπλωματικά κείμενα, όταν οι μεγάλες δυνάμεις προχωρούν σε τέτοια στρατιωτικά μέτρα που δηλώνουν ετοιμότητα για «πόλεμο κινήσεων» και όχι για ελιγμούς κι εκβιασμούς «χαρακωμάτων».
-Οι εταιρείες που αναλαμβάνουν τις εξορύξεις είναι οι διεθνείς δυτικοί κολοσσοί. Όποιος υποτιμά την «τοποθέτηση» της Exxon Mobil, της Total, της Eni κ.ο.κ. δεν έχει καταλάβει τίποτα από τη σύγχρονη διεθνή ιστορία.
-Το ρήγμα στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Η ψήφιση από τους Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς γερουσιαστές Νομοσχεδίου (!) για την πολιτική των ΗΠΑ στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Το τελεσίγραφο στον Ερντογάν σχετικά με τους ρωσικούς S400 λήγει σε λίγες βδομάδες.
Μέσα στην ελληνική Αριστερά υπάρχει μια ισχυρή (και υγιής!) αντιιμπεριαλιστική πολιτική παράδοση. Δυστυχώς, στα χρόνια της πασοκικής κυριαρχίας, αυτός ο υγιής αντιιμπεριαλισμός συνδυάστηκε με μια πολιτική πάγιου «αντιτουρκισμού», με μια «ανάλυση» που παρουσίαζε την πτωχή, πλην τίμια, Ελλάδα να πολιορκείται από τον ιμπεριαλισμό μέσω… Τουρκίας.
Αυτή η πολιτική ήταν εξαιρετικά χρήσιμη στον Αντρέα Παπανδρέου γιατί του επέτρεπε να διατηρεί μια κάποια αντιιμπεριαλιστική ρητορική με την πλήρη αναδίπλωσή του στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Δηλητηρίασε όμως την πολιτικοποίηση 2-3 γενιών αριστερών με την υποχώρηση προς τους πιο πάγιους ισχυρισμούς του ελληνικού εθνικισμού.
Σήμερα, αυτές οι δύο «βάρκες» απομακρύνονται: η επιμονή στην «ανάλυση» του πάγιου αντιτουρκισμού οδηγεί, αναπόφευκτα, στη συμφιλίωση με την άμεση πολιτική των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Το «όραμα» των υδρογονανθράκων και των εξορύξεων είναι απατηλό. Τα κοιτάσματα παραμένουν στη σφαίρα του πιθανολογούμενου. Το κόστος εξόρυξης και εμπορίας τους είναι τόσο υψηλό, που κάνει αυτήν την υπόθεση «παιχνίδι» μόνο για διεθνείς παίκτες τύπου Exxon Mobil. Και είναι γνωστό ότι αυτοί οι παίκτες αφήνουν πίσω τους μόνο ψίχουλα για τους ιθαγενείς.
Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής η «οικολογική» αντίρρηση στις εξορύξεις δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Το βάθος των κοιτασμάτων είναι τέτοιο (ειδικά στο «τόξο» μεταξύ Κρήτης και Ιονίου) που δείχνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι πιο επικίνδυνες μέθοδοι εξόρυξης. Ένας μεγάλος υποθαλάσσιος αγωγός σε περιοχές μεγάλες σεισμικότητας εγκυμονεί κινδύνους για ανυπολόγιστες καταστροφές. Ο χρόνος που απαιτείται για τις εξορύξεις είναι τέτοιος που κάνει πιθανό το σενάριο να γίνει εφικτή η αξιοποίηση των κοιτασμάτων όταν ο πλανήτης θα έχει υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την ενεργειακή στήριξη σε ορυκτά καύσιμα.
Όμως αυτή η αντίρρηση οφείλει να συνδυαστεί με την πολιτική και γεωπολιτική απόρριψη αυτού του σχεδίου.
Ο κίνδυνος για την ειρήνη είναι προφανής. Οι λαϊκές μάζες κινδυνεύουν να βρεθούν μέσα σε μια πολεμική καταστροφή με μοναδικό «κίνητρο» να διασφαλιστούν τα πιθανά κέρδη των κολοσσιαίων υπερεθνικών εταιρειών και –κυρίως- να επιβληθεί το νέο σχέδιο ιμπεριαλιστικής επιτροπείας πάνω σε μια κρίσιμης σημασίας περιοχή.
Η τεράστια ισχύς του διεθνούς στρατοπέδου που συσπειρώνεται σήμερα γύρω από το τρέχον σχέδιο ΑΟΖ/εξορύξεων στην ανατολική Μεσόγειο τρέφει υπερφίαλους λεονταρισμούς στην ελλαδική πλευρά («μιλώ τη γλώσσα του Διεθνούς Δικαίου και δεν μιλώ μόνος» δήλωσε πρόσφατα ο Τσίπρας από τη Λευκωσία). Δεν πρέπει όμως να θρέψει αυταπάτες στο εσωτερικό των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων. Η ιστορία της περιοχής είναι διδακτική: το 1919-22 οι Μεγάλες Δυνάμεις, επιδιώκοντας για τους δικούς του λόγους μια βίαια λύση του «ανατολικού ζητήματος», έσπρωξαν τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο προς τον Σαγγάριο. Όταν όμως κατοχύρωσαν τα δικά τους συμφέροντα, «διακριτικά» αποχώρησαν από την πολεμική σύγκρουση, αφήνοντας τους ντόπιους να αλληλοσφαγούν.
Είναι η ώρα να μιλήσει η Αριστερά. Βάζοντας την ειρήνη πάνω από τους ανταγωνισμούς για τα λεγόμενα «κυριαρχικά δικαιώματα». Είναι η ώρα, σε ρήξη με τη γραμμή των ΗΠΑ και της ΕΕ, σε ρήξη με τα συμφέροντα της Exxon Mobil και της Total, να φωνάξουμε: Όχι πόλεμο για τις ΑΟΖ και τις εξορύξεις! Να παλέψουμε πραγματικά ενάντια στο ΝΑΤΟ, αρχίζοντας από την ίδια μας τη χώρα, και απαιτώντας να σταματήσει η τρέλα των εξοπλισμών, απαιτώντας να κλείσουν οι βάσεις και να απομακρυνθεί η Frontex από το Αιγαίο. Δεν είναι λίγοι οι διεθνείς αναλυτές που προειδοποιούν ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βαδίζει με ταχύτητα προς μια νέα επιδείνωση της κρίσης, ανάλογη και ίσως πιο επικίνδυνη από εκείνη του 2007-08.
Σε αυτές τις συνθήκες, μια ειλικρινής πολιτική ειρήνης, συνεργασίας και φιλίας μεταξύ των λαών της περιοχής, σε ρήξη με τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και σχέδια, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφύγουμε όλοι μαζί ανείπωτους κινδύνους.