Μετά τις διαπραγματεύσεις με Ιταλία και Αίγυπτο
Οι δηλώσεις του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνου Φλώρου, θεωρήθηκαν ως ένα «αποτρεπτικό» αλλά και σκληρό-ετοιμοπόλεμο μήνυμα προς την Άγκυρα, που επί της ουσίας διεύρυνε τη μέχρι σήμερα ελληνική «αποτρεπτική» πολιτική (φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τη στρατιωτική/πολεμική απάντηση), ενώ επί της φόρμας, δηλαδή του φραστικού τόνου, φάνηκε να ξεπερνά κάθε σύγχρονο όριο που θέλει, τάχα, ακόμα και τους στρατιωτικούς «να κάνουν πόλεμο με πολιτισμένο τρόπο». Η φράση του Κ. Φλώρο «πρώτα θα τους κάψουμε και μετά θα πάμε να δούμε ποιοι ήταν» έκανε, φυσιολογικά, τον γύρο των ΜΜΕ σε διεθνές επίπεδο.
Αξίζει να σημειωθεί η κάλυψη που είχε στη συνέχεια ο Κ. Φλώρος από την ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας –δηλαδή την κυβέρνηση Μητσοτάκη– όπως και το γεγονός ότι οι «ειδικοί» δημοσιογράφοι ανέλαβαν να θυμίσουν ότι η φιλοπόλεμη θέση του Κ. Φλώρου είναι συνέχεια των ανάλογων θέσεων του προκατόχου του, ναυάρχου Αποστολάκη, δηλαδή του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ που εμπιστεύθηκε ο Αλ. Τσίπρας. Η σιωπή άλλωστε του ΣΥΡΙΖΑ επί του θέματος είναι ενδεικτική: οι καραβανάδες στο Πεντάγωνο αντιμετωπίζουν σήμερα περισσότερα προβλήματα «τριβής» στις σχέσεις τους με το υπ. Εξωτερικών, παρά στις σχέσεις τους με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Ανάλογοι «ειδικοί-εθνικοί» δημοσιογράφοι και διανοούμενοι ανέλαβαν να πολιτικοποιήσουν και να ερμηνεύσουν το χοντροκομμένο μήνυμα: Το ΓΕΕΘΑ επεξεργάζεται «αποφασιστική στάση με κλιμακωτά σενάρια σε περίπτωση που η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας δεν θα αφορούσε το έδαφος, αλλά τη θάλασσα, όπως το ζήτημα της διενέργειας τουρκικών ερευνών και γεωτρήσεων εντός της ελληνικής ΑΟΖ», διαβάσαμε στο SLPRESS, ενώ ο γνωστός Κωνσταντίνος Γρίβας εκτίμησε ότι πλέον «προετοιμαζόμαστε όχι μόνο για κάποια εμπλοκή ή για θερμό επεισόδιο, αλλά για πολεμική αναμέτρηση μεγάλης κλίμακας, αν το κρίνουμε σκόπιμο…».
Βεβαίως, η επίσημη κρατική πολιτική οφείλει να κρατά μια κάποια επαφή με το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο, όχι λόγω μιας κάποιας νομιμολαγνείας αλλά στη βάση της πεποίθησης ότι σε κάθε ενδεχόμενο «αναμέτρησης» με την Τουρκία η στήριξη στις διεθνείς συμμαχίες με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το Κράτος του Ισραήλ είναι παράγοντας αποφασιστικής σημασίας.
Η πρόσφατη συμφωνία με την Ιταλία για τις ΑΟΖ στο Ιόνιο και οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο –κατά το ταξίδι του Δένδια στο Κάιρο– απέδειξαν ότι υπάρχουν πολλά «αγκάθια» στην προσπάθεια να εμφανιστούν οι απόψεις του ελλαδικού κράτους ως περίπου μια «αυτόματη μετάφραση» του Διεθνούς Δικαίου.
Ο Τσαβούσογλου σχολιάζοντας τη συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για τις ΑΟΖ στο Ιόνιο δήλωσε ότι αυτή δικαιώνει τις τουρκικές θέσεις για το Διεθνές Δίκαιο στο Αιγαίο και ότι η Τουρκία σκοπεύει να την έχει ως σημείο αναφοράς στις μελλοντικές διπλωματικές και νομικές αντιπαραθέσεις.
Ιταλία
Το ίδιο το γεγονός της υπογραφής της συμφωνίας για τις ΑΟΖ στο Ιόνιο, μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας, γκρεμίζει έναν παραπειστικό μύθο του ελληνικού εθνικισμού: οι ΑΟΖ δεν είναι αυθύπαρκτες, δεν ανακηρύσσονται μονομερώς, ορίζονται και δίνουν δικαιώματα κυριαρχίας επί θαλασσίων ζωνών μόνο κατόπιν διαπραγματεύσεων και συμφωνίας μεταξύ των αντιπαραβαλλόμενων «γειτόνων». Μέχρι τότε, η μόνη διεθνώς αναγνωρισμένη μορφή νόμιμης κυριαρχίας στις θάλασσες είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη, δηλαδή τα 6 ή 12 ναυτικά μίλια από τις ακτές κάθε κράτους.
Εδώ κατέρρευσε ένας δεύτερος παραπειστικός μύθος: ότι η διακήρυξη της κυριαρχίας στα 12 ν. μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης, είναι μονομερές δικαίωμα που προκύπτει αβίαστα από το Διεθνές Δίκαιο. Στην «εύκολη» θάλασσα του Ιονίου, η Ιταλία μόλις τώρα αναγνώρισε το δικαίωμα στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν. μίλια και μάλιστα κατοχυρώνοντας το δικαίωμα στον ιταλικό αλιευτικό στόλο να ψαρεύει ανεμπόδιστα στη ζώνη μεταξύ των 6 και των 12 ν. μιλίων. Είναι γνωστό ότι στο Ιόνιο το μόνο πρόβλημα αντιπαράθεσης ήταν τα αλιευτικά δικαιώματα. Αν αυτό ρυθμίστηκε κατ’ αυτόν τον «ευέλικτο» τρόπο (που εγκαθιστά μια «διαβαθμισμένη» κυριαρχία μεταξύ 6 και 12 ν. μιλίων) μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τις δυσκολίες που παραμένουν στο εξαιρετικά πιο πολύπλοκο Αιγαίο, όπου τα ζητήματα της ανεμπόδιστης ναυσιπλοΐας δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και τις διεθνείς Μεγάλες Δυνάμεις…
Ένα τρίτο «καυτό» ζήτημα είναι το πού θα αναγνωριστεί η «γραμμή βάσης» για να υπολογισθεί η «μέση γραμμή αποστάσεως» που είναι καθοριστική για την αναγνώριση των ΑΟΖ. Η συμφωνία με την Ιταλία αναγνώρισε ως «γραμμή βάσης» το ηπειρωτικό έδαφος των 2 χωρών, ενώ έδωσε στα νησιά (στα Στροφάδια 26 ν.μ. δυτικά της Πελοποννήσου και στους Οθωνιούς στα βορειοδυτικά της Κέρκυρας) μερική «επήρεια» στον καθορισμό των ΑΟΖ. Το μοντέλο αυτό, αν θεωρηθεί ως «προηγούμενο» για τις διαπραγματεύσεις στο Αιγαίο, θα προκαλέσει σοβαρούς πονοκεφάλους στην Αθήνα.
Έχει σημασία το γεγονός ότι η Ιταλία (μια χώρα με παραδοσιακά μεγάλη εμπλοκή στη γεωπολιτική της Μεσογείου) υπογράμμισε ότι η ισχύς της συμφωνίας με την Ελλάδα απέχει αισθητά από τα «καυτά» σημεία των αντιπαραθέσεων στην περιοχή: οι συντεταγμένες που κατατέθηκαν αρχίζουν νότια του βόρειου «καυτού σημείου» (τριμερές Ιταλίας-Ελλάδας-Αλβανίας) και –κυρίως!– φτάνουν βόρεια του νότιου «καυτού σημείου» (τριμερές Ιταλίας-Λιβύης-Ελλάδας). Έτσι η συμφωνία δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως μέσο πίεσης ούτε προς την Αλβανία ούτε, πολύ περισσότερο, προς τη Λιβύη.
Γι’ αυτούς τους πραγματικούς λόγους οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν κράτησαν λίγο και ήταν φανερά συγκρατημένοι, ενώ δεν έλειψαν φωνές που έκαναν λόγο για «εθνικό αυτογκόλ».
Αυτή η πολυπλοκότητα του λεγόμενου Διεθνούς Δικαίου επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά στις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο.
Αίγυπτος
Παρότι το καθεστώς του Σίσι έχει εντάξει την Αίγυπτο στη συμμαχία με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Κράτος του Ισραήλ, το ταξίδι του Δένδια στο Κάιρο υπήρξε αδιέξοδο.
Το σχέδιο του αγωγού East Med, υπό την αιγίδα των δυτικών κολοσσών πετρελαίου και τη στήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, προϋποθέτει αδιατάρακτη γεωγραφική συνέχεια των ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας. Αυτό γίνεται εφικτό μόνο αν οι ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου οριστούν παίρνοντας ως «γραμμή βάσης» για τον υπολογισμό της «μέσης απόστασης» το νοτιότερο ελληνικό σημείο (δηλαδή την Κρήτη) που έτσι αποκτά καθοριστικό ρόλο και όχι απλή «επήρεια». Με αυτόν τον τρόπο κλείνει ο «διάδρομος» επικοινωνίας των ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης και καθίσταται εφικτό το σχέδιο East Med. Μόνο που έτσι η Αίγυπτος χάνει ένα σημαντικό τμήμα της ΑΟΖ της που θα προέκυπτε αν στην Κρήτη αναγνωριζόταν απλή «επήρεια».
Παρά την όξυνση των σχέσεών της με την Τουρκία –που επιδεινώνονται λόγω των πολεμικών εξελίξεων στη Λιβύη– η δικτατορική κυβέρνηση Σίσι αρνήθηκε να προχωρήσει σε έναν τέτοιο «συμβιβασμό», που θα είχε ως ωφελημένο κυρίως την ελλαδική πλευρά.
Κατά τα διεθνή πρακτορεία, ο Δένδιας –με την υποστήριξη της κυπριακής κυβέρνησης– επιδίωξε μια έστω επί μέρους κι όχι συνολική διευθέτηση των ΑΟΖ, με στόχο να παρεμποδιστεί το ενδεχόμενο μιας διεθνούς αναγνώρισης του «μνημονίου» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης που έχει ήδη κατατεθεί στον ΟΗΕ. Όμως ούτε αυτό έγινε εφικτό. Οι συμμαχικές σχέσεις και οι κοινοί «άξονες» δεν είναι παράγοντες αρκετά ισχυροί για να κάνουν οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση να υποχωρήσει οικειοθελώς από τα αυτόνομα συμφέροντά της.
Σε αυτό το γεωπολιτικό και διπλωματικό αδιέξοδο σηκώνονται σήμερα οι φιλοπόλεμες κραυγές όπως αυτή του Κωνσταντίνου Φλώρου.
Προετοιμασίες
Είμαστε στη φάση της ιδιαίτερης έντασης των ανταγωνισμών στην περιοχή.
Η πορεία μέσα σε αυτή τη φάση δεν είναι μονοσήμαντη: τουλάχιστον δύο φορές μέσα στην πρόσφατη συγκυρία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπαινίχθηκε το ενδεχόμενο της καταφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Σε αυτή τη διαδικασία, καθοριστικό ρόλο είχαν και θα έχουν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αυτός δεν είναι λόγος εφησυχασμού. Η ιστορία της περιοχής δείχνει ότι οι ιμπεριαλιστές συχνά οδήγησαν στο πολεμικό σφαγείο. Επίσης δείχνει ότι μικρότεροι, «εθνικοί», παράγοντες συχνά προσπάθησαν να εκβιάσουν τις εξελίξεις παίζοντας στα ζάρια την ειρήνη, τη ζωή και το μέλλον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας από όλες τις πλευρές των συνόρων.
Σήμερα όλα μας τα αιτήματα, κάθε πτυχή του κοινωνικού αγώνα, θα πρέπει να συνδυαστεί με το σύνθημα: Όχι πόλεμο για τις ΑΟΖ. Όχι αίμα για το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που, έτσι κι αλλιώς, θα καρπωθούν κυρίως οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες εξόρυξης που σήμερα καταστρέφουν τον πλανήτη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά