Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.

Η αδια­φο­ρία είναι το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Η αδια­φο­ρία δρα δυ­να­τά πάνω στην ιστο­ρία. Δρα πα­θη­τι­κά, αλλά δρα. Είναι η μοι­ρο­λα­τρία. Είναι αυτό που δεν μπο­ρείς να υπο­λο­γί­σεις. Είναι αυτό που δια­τα­ράσ­σει τα προ­γράμ­μα­τα, που ανα­τρέ­πει τα  σχέ­δια που έχουν κα­τα­σκευα­στεί με τον κα­λύ­τε­ρο τρόπο. Είναι η κτη­νώ­δης ύλη που πνί­γει την ευ­φυ­ΐα. Αυτό που συμ­βαί­νει, το κακό που πέ­φτει πάνω σε όλους, συμ­βαί­νει γιατί η μάζα των αν­θρώ­πων απαρ­νεί­ται τη βού­λη­σή της, αφή­νει να εκ­δί­δο­νται νόμοι που μόνο η εξέ­γερ­ση θα μπο­ρέ­σει να κα­ταρ­γή­σει, αφή­νει να ανέ­βουν στην εξου­σία άν­θρω­ποι που μόνο μια ανταρ­σία θα μπο­ρέ­σει να ανα­τρέ­ψει.

 
  Μέσα στη σκό­πι­μη απου­σία και στην αδια­φο­ρία λίγα χέρια, που δεν επι­τη­ρού­νται από κα­νέ­ναν έλεγ­χο, υφαί­νουν τον ιστό της συλ­λο­γι­κής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανη­συ­χεί. Φαί­νε­ται λοι­πόν σαν η μοίρα να συ­μπα­ρα­σύ­ρει τους πά­ντες και τα πάντα, φαί­νε­ται σαν η ιστο­ρία να μην είναι τί­πο­τε άλλο από ένα τε­ρά­στιο φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο, μια έκρη­ξη ηφαι­στεί­ου, ένας σει­σμός όπου όλοι είναι θύ­μα­τα, αυτοί που τον θέ­λη­σαν κι αυτοί που δεν τον θέ­λη­σαν, αυτοί που γνώ­ρι­ζαν κι αυτοί που δεν γνώ­ρι­ζαν, αυτοί που ήταν δρα­στή­ριοι κι αυτοί που αδια­φο­ρού­σαν. Κά­ποιοι κλα­ψου­ρί­ζουν αξιο­θρή­νη­τα, άλλοι βλα­στη­μά­νε χυ­δαία, αλλά κα­νείς ή λίγοι ανα­ρω­τιού­νται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προ­σπα­θή­σει να επι­βάλ­λω τη βού­λη­σή μου, θα συ­νέ­βαι­νε αυτό που συ­νέ­βη;
 Μισώ τους αδιά­φο­ρους και γι’ αυτό: γιατί με ενο­χλεί το κλα­ψού­ρι­σμά τους, κλα­ψού­ρι­σμα αιω­νί­ων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λο­γα­ρια­σμό ο κα­θέ­νας απ’ αυ­τούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το κα­θή­κον που του έθεσε και του θέτει κα­θη­με­ρι­νά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ει­δι­κά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυ­σώ­πη­τος, ότι δεν μπορώ να χα­λα­λί­σω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοι­ρα­στώ μαζί τους τα δά­κρυά μου.
Είμαι ενταγ­μέ­νος, ζω, νιώθω ότι στις συ­νει­δή­σεις του χώρου μου ήδη πάλ­λε­ται η δρα­στη­ριό­τη­τα της μελ­λο­ντι­κής πόλης, που ο χώρος μου χτί­ζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοι­νω­νι­κή αλυ­σί­δα δεν βα­ραί­νει τους λί­γους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμ­βάν δεν οφεί­λε­ται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευ­φυ­ές έργο των πο­λι­τών. Δεν υπάρ­χει μέσα σ’ αυτήν κα­νείς που να στέ­κε­ται να κοι­τά­ζει από το πα­ρά­θυ­ρο ενώ οι λίγοι θυ­σιά­ζο­νται, κό­βουν τις φλέ­βες τους.  
Ζω, είμαι ενταγ­μέ­νος. Γι’ αυτό μισώ αυ­τούς που δεν συμ­με­τέ­χουν, μισώ τους αδιά­φο­ρους.

________

         Το κεί­με­νο αυτό ο Αντό­νιο Γκράμ­σι το έγρα­ψε πριν από έναν αιώνα και συ­γκε­κρι­μέ­να τον Φε­βρουά­ριο του 1917. Παρά την με­γά­λη χρο­νι­κή από­στα­ση είναι απο­λύ­τως επί­και­ρο στην εποχή μας, λες και ο συγ­γρα­φέ­ας του κι­νεί­ται ανά­με­σά μας… Βρί­σκε­ται στις ουρές των συσ­σι­τί­ων ή σ΄ εκεί­νες των ανέρ­γων που πε­ρι­μέ­νουν το επί­δο­μα της εξα­θλί­ω­σης… Και κυ­ρί­ως εξορ­γί­ζε­ται πα­ρα­τη­ρώ­ντας τη στάση των αδιά­φο­ρων που απλώς γκρι­νιά­ζουν ακί­νη­τοι… Αυτό το αν­θρώ­πι­νο υλικό ευ­φυώς το χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Ένα νεκρό βάρος, φο­βε­ρά υπο­λο­γί­σι­μο­ερ­γα­λείο που τε­λι­κά αυτό κα­θο­ρί­ζει την αρ­νη­τι­κή πο­ρεία της κοι­νω­νί­ας σή­με­ρα στην πα­τρί­δα μας… Ένα νεκρό βάρος  που αφή­νει την  εξου­σία σ΄ αν­θρώ­πους που οδη­γούν το Λαό με με­θο­δι­κό­τη­τα, στην από­λυ­τη οι­κο­νο­μι­κή και ηθική χρε­ο­κο­πία, τυ­λί­γο­ντας τον θά­να­το του με επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες ιλου­στρα­σιόν υπο­σχέ­σεις…

Για την αντι­γρα­φή Νίκος Μη­τσιά­λης

Ετικέτες