Η σφαγιαστική επίθεση του Κράτους του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, ανάμεσα στα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και τα σοβαρά καθήκοντα που θέτει μπροστά στις δυνάμεις της Αριστεράς διεθνώς, στον ελλαδικό χώρο βάζει ένα πρόσθετο ζήτημα.

Το ελληνικό κράτος, εδώ και χρόνια, δεν βρίσκεται απλώς σε συμμαχικές σχέσεις με το Κράτος του Ισραήλ, αλλά σε σχέσεις στρατιωτικού-διπλωματικού-οικονομικού «άξονα» μαζί του. Οι χασάπηδες που σήμερα κατακρεουργούν τη Γάζα, έχουν πυκνότατη στρατιωτική παρουσία στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας, 365 μέρες το χρόνο: έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των πιλότων της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας (αναλαμβάνοντας επισήμως το Κέντρο στην Καλαμάτα), συμμετέχουν με ειδικές δυνάμεις, αεροπλάνα και ναυτικό σε όλες τις μεγάλες «ασκήσεις» του ελληνικού στρατού, τροφοδοτούν με πυραύλους και «έξυπνα» βλήματα το πυροβολικό που έχει αναπτυχθεί στα νησιά κ.ο.κ.

Για όποιον καταλαβαίνει, η στρατηγική του Κράτους του Ισραήλ δεν περιορίζεται στην εξόντωση των Παλαιστινίων. Αποσκοπεί στην ευρύτερη πειθάρχηση της Μέσης Ανατολής, που –αν χρειαστεί– περιλαμβάνει και την πολεμική αντιμετώπιση του Ιράν.

Κατά συνέπεια, η εμπλοκή της χώρας σε μια τόσο στενή και τόσο προωθημένη «συμμαχία» με το Ισραήλ –υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ– ενέχει εγκληματικές ευθύνες και πολύ επικίνδυνες προοπτικές.

Η εμπλοκή αυτή έγινε εφικτή πολιτικά, κάμπτοντας το εύρος και την ένταση των αντιπολεμικών-αντιιμπεριαλιστικών-φιλοπαλαιστινιακών αισθημάτων που κυριαρχούσαν στην κοινή γνώμη τις προηγούμενες δεκαετίες, με την ένταξη των «τριαδικών αξόνων» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) στο «οπλοστάσιο» του ελληνικού κράτους για την αντιμετώπιση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Τουρκία.

Η στρατηγική των «αξόνων» (που κάποτε χαρακτήριζε μόνο την ακροδεξιά, τη σαμαρική πτέρυγα της Δεξιάς και το Δίκτυο 21) επεκτάθηκε σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, στο σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων –με την εξαίρεση του ΚΚΕ– συμπεριλαμβανομένου του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015. Οι ευθύνες του Αλ. Τσίπρα και του Ν. Κοτζιά που όχι μόνο αποδέχθηκαν αλλά επιτάχυναν αυτή τη στρατηγική, είναι παραπάνω από βαριές.

Η πολιτική αυτή έγινε κυρίαρχη επιλογή για τις δυτικές δυνάμεις στην πολιτική τους στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω δύο παραγόντων που ξεδιπλώθηκαν σταδιακά στα τελευταία χρόνια:

α) Το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, ακόμα και ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στην Ελλάδα, έχει μάθει να αντιδρά και να σκέφτεται θεωρώντας ως δεδομένο ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός (κυρίως οι ΗΠΑ και η ΕΕ) «υποστηρίζουν την Τουρκία» και κρύβονται πίσω από αυτήν, πιέζοντας διαρκώς την «πτωχή πλην τίμια» Ελλάδα, για να υποχωρεί στο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Είναι τμήμα της μεταπολιτευτικής ιδεολογικής «τακτοποίησης», ένα τμήμα των ιδεολογημάτων δια των οποίων οι καθεστωτικές δυνάμεις «εσωτερίκευσαν δημιουργικά» στον πληθυσμό την ήττα του 1974 στην Κύπρο.

Σήμερα, όλα αυτά τα ανακλαστικά, όλος αυτός ο τρόπος σκέψης, βρίσκεται εκτός πραγματικότητας.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται επισήμως σε δυναμική σύγκρουσης. Οι ΗΠΑ, ακόμα επί Τραμπ, επέβαλαν κυρώσεις στην Τουρκία απαιτώντας να σταματήσει το πρόγραμμα ανάπτυξης των ρωσικών πυραύλων S400 που έχει προμηθευτεί ο Ερντογάν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν επέκτεινε τις κυρώσεις, αναγνώρισε τις σφαγές των Αρμενίων του 1915 ως «γενοκτονία», αποκάλεσε την Ισταμπούλ σε επίσημη-καταγεγραμμένη δήλωση «Κωνσταντινούπολη» και απέκλεισε την Τουρκία από τη Νατοϊκή άσκηση Defender, που ξεκίνησε από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγα χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα.

Οι ευρωτουρκικές σχέσεις βρίσκονται και αυτές σε δυναμική σύγκρουσης. Η ΕΕ έχει αποφασίσει επίσης την επιβολή κυρώσεων, εξαρτώντας το χρόνο πυροδότησής τους από τη συμμόρφωση της Τουρκίας στο λεπτομερές πρόγραμμα «προϋποθέσεων» που έχει υποβάλει η Έκθεση Μπορέλ. Οι συνέπειες αυτής της στάσης της ΕΕ είναι ήδη ορατές στην επιδείνωση της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας και ειδικότερα του τομέα των τραπεζών.

Η πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι σαφής. Διαμηνύουν στην κυρίαρχη τάξη και τις κρατικές γραφειοκρατίες της γειτονικής χώρας ότι οι «ευελιξίες» στην πολιτική του Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, δεν είναι πλέον ανεκτές. Ζητούν είτε την έμπρακτη αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν (αρχίζοντας πχ με την ακύρωση του προγράμματος S400), είτε την ανατροπή του Ερντογάν. Δεν διστάζουν να υπογραμμίζουν αυτή την απαίτηση με «κινήσεις» σημαντικής πίεσης στο διπλωματικό, το στρατιωτικό και τον οικονομικό τομέα.

Αυτή η πολιτική βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε φάση διαρκούς όξυνσης.

Η πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων στα τελευταία χρόνια ήταν συγκεντρωμένη στην προσπάθεια να μετατρέψουν το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, σε «ελληνικό πλεονέκτημα» στον εν εξελίξει ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μόνο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η βαθύτερη εμπλοκή του ελληνικού κράτους στους μηχανισμούς της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Το απεικονίζουν χαρακτηριστικά ο «άξονας» με το Ισραήλ, αλλά και η «μετακόμιση» της ισχύος ως βάσης του Ιντσιρλίκ στη Σούδα της Κρήτης.

Μια (πιθανή πλέον) ανατροπή του Ερντογάν θα αφήσει αυτή την πολιτική πραγματικά μετέωρη. Κανείς δε δικαιούται να ξεχνά ότι η «κεμαλική» πτέρυγα του τουρκικού καθεστώτος εκπροσωπεί μια κάθε άλλο παρά φιλειρηνική πολιτική στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις προηγούμενες απόπειρες πραξικοπημάτων στην Τουρκία (2016, Εργκένεκον, «Βαριοπούλα»), η πτέρυγα αυτή είχε «παίξει» με την ιδέα ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, για να νομιμοποιήσει τις πραξικοπηματικές παρεμβάσεις της.

β) Η στρατηγική των υδρογονανθράκων.

Ο παράγοντας που απογείωσε τον ελληνοτουρκικού ανταγωνισμό και τον οδήγησε στο παρά πέντε μιας θερμής αντιπαράθεσης, ήταν η διαβόητη στρατηγική των υδρογονανθράκων. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο για την εξόρυξη μεγάλων ποσοτήτων φυσικού αερίου από τα υπαρκτά (ή υποθετικά) κοιτάσματα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και της μεταφοράς τους στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού East Med.

Το σχέδιο αυτό συγκεκριμενοποιούσε μια νέα κατανομή ισχύος που υποστήριζαν οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Όλα τα δικαιώματα ερευνών-εξόρυξης-εμπορίας επί των κοιτασμάτων παραχωρήθηκαν με αποφάσεις των κυβερνήσεων των τριαδικών «αξόνων» στο πανίσχυρο κονσόρτιουμ των εξορυκτικών πολυεθνικών με «συντονιστή» τη Noble Energy (εταιρεία που έπαιξε «μαύρο» ρόλο στην εισβολή στο Ιράκ και είχε ως διευθύνοντα σύμβουλο τον Ντικ Τσένι, τον πανίσχυρο αντιπρόεδρο του Μπους). Σήμερα η Noble Energy έχει εξαγοραστεί από τον αμερικανικό κολοσσό Chevron, ενώ στο κονσόρτιουμ συμμετέχουν η επίσης αμερικανική Exxon Mobile, η γαλλική Total, η ιταλική Eni κ.ά.

Τα κράτη-πατρίδες αυτών των πολυεθνικών έσπευσαν να πάρουν θέση στο «τραπέζι», υπενθυμίζοντας τη στρατιωτική δύναμή τους: Ο αμερικανικός 6ος Στόλος αύξησε την παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο, με κέντρο τη Σούδα. Η Γαλλία απέκτησε μόνιμο πολεμικό ναύσταθμο στην Κύπρο. Η Βρετανία αναβάθμισε σημαντικά την καταστρεπτική ισχύ των αεροπορικών βάσεων που διαθέτει στην Κύπρο.

Η γεωπολιτική του East Med ουσιαστικά απέκλειε την Τουρκία από σημαντική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, έθετε ως προαπαιτούμενο τη διασφάλιση της γεωγραφικής συνέχειας των ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας, οδηγώντας έτσι σε μια μεγάλη αναβάθμιση του ελληνικού ρόλου. Οι χάρτες για τις ΑΟΖ που πλημμύρισαν τον Τύπο τα τελευταία 10-15 χρόνια –που περιορίζουν την Τουρκία σε μια μικρή λωρίδα κυριαρχίας στη θάλασσα, γύρω από τα παράλιά της– εκπονήθηκαν από τα κονσόρτιουμ των πολυεθνικών εξόρυξης και δόθηκαν στη δημοσιότητα μονομερώς από την κυβέρνηση του Ισραήλ.

Το σχέδιο αυτό λειτούργησε ως «καρότο» για την ελληνοκυπριακή και την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη, ελπίζοντας σε «βέλτιστη λύση» μέσω της στρατηγικής των υδρογονανθράκων, απέρριψε στο Κραν Μοντανά τη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που συνδυαζόταν με χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί και την κατάργηση των εξουσιών των «εγγυητριών δυνάμεων» που εγκατέστησε η Συμφωνία της Ζυρίχης.

Το ελληνικό κράτος (επί Σαμαρά, Τσίπρα και Μητσοτάκη) προσάρμοσε το εξοπλιστικό πρόγραμμά του –στην πράξη και το πολεμικό δόγμα του– στη στρατηγική των υδρογονανθράκων. Η αναβάθμιση των F-16, οι φρεγάτες, τα Ραφάλ και η προοπτική των F-35, δείχνουν τη μετάβαση από την αποτρεπτική πολιτική στο Αιγαίο, στη διεκδίκηση «στρατηγικής παρουσίας» στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μια πολιτική εξαιρετικά τυχοδιωκτική κι επικίνδυνη.

Πολύ περισσότερο σήμερα που εν πολλοίς η στρατηγική των υδρογονανθράκων αποδεικνύεται χίμαιρα. Στις ανέμελες ημέρες που ο «σερ» Μαρκεζίνης ο νεότερος μοίραζε «χάρτες» που υπόσχονταν κυριαρχία στο 95% των θαλάσσιων εκτάσεων του Αιγαίου και νοτιότερα, ουδείς έδινε σημασία στις προειδοποιήσεις των εμπειρογνωμόνων (όπως πχ οι υπεύθυνοι ανάπτυξης επενδύσεων των Ελληνικών Πετρελαίων) επί ορισμένων ενοχλητικών σημείων. Όπως ότι τα κοιτάσματα –με εξαίρεση το Λεβιάθαν στην ΑΟΖ του Ισραήλ και το Ζορ στην αντίστοιχη αιγυπτιακή) είναι αβέβαιου μεγέθους και ακόμα πιο αβέβαιης εμπορευσιμότητας. Όπως το ότι η γραμμή Κύπρος-Κρήτη-Πελοπόννησος διασχίζει μερικά από τα πιο βαθιά και σεισμογενή σημεία της Μεσογείου, με συνέπεια το κόστος και η τεχνική δυσκολία του East Med να εκτοξεύονται σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Την αφύπνιση από τη μέθη, ανέλαβε ο πολύπειρος Τζέφρι Πάιατ. Σε συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα δήλωσε ότι «οι διεθνείς αγορές» είναι ο μόνος αρμόδιος για να απαντήσει στο αν θα πραγματοποιηθεί τελικά ο East Med. Είχε προηγηθεί η συνάντηση Μητσοτάκη-Σίσι στην Αθήνα και ακολούθησαν οι συντονισμένες «διαρροές» των κυβερνήσεων Ελλάδας-Αιγύπτου-Ισραήλ που έλεγαν ότι αναζητούνται νέες, πιο ρεαλιστικές, πιο φτηνές και γεωπολιτικά πιο ελέγξιμες διαδρομές για το διαβόητο αγωγό (με προτάσεις για χερσαίο τμήμα από το Ισραήλ ως τα δυτικά σύνορα της Αιγύπτου, υποθαλάσσιο τμήμα ως την Κρήτη, σταθμό υγροποίησης/μεταφόρτωσης εκεί και ναυτιλιακή γραμμή μεταφοράς στην Αλεξανδρούπολη). Η διαφορά με το αρχικό σχέδιο είναι σημαντική στο οικονομικό/τεχνικό πεδίο, αλλά κεφαλαιώδης στο γεωπολιτικό, αφού παρακάμπτονται πλέον τα «καυτά σημεία» μεταξύ Κύπρο-Καστελόριζου, όπου η Τουρκία διεκδικεί βάσιμα δικαιώματα «εκβολής».

Η εξέλιξη είναι πιθανότατα ευρύτερη. Ο Ν. Δένδιας, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία, προειδοποίησε για μια πιο ριζική «απόσυρση ενδιαφέροντος» απέναντι στη στρατηγική των υδρογονανθράκων. Η εξόρυξη από τα θαλάσσια οικόπεδα, είπε, θα μπορούσε να φτάσει σε εμπορεύσιμο προϊόν σε 20-25 (!) χρόνια, οπότε είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τότε θα υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση. Ακόμα κι έτσι, συμπλήρωσε, η τιμή του θα ήταν κατά 5 ως 6 φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη του σαουδαραβικού (σσ: ή και ρωσικού) ανταγωνισμού.

Σχεδόν ταυτόχρονα, η γαλλική Total και η ιταλική Eni ανακοίνωσαν ότι «αποσύρονται» από τα δικαιώματα που προηγουμένως απέσπασαν, σε χερσαία και θαλάσσια «οικόπεδα» της Δυτικής Ελλάδας, καλώντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη να τα… επανακρατικοποιήσει.

Αν η τάση αυτή επιβεβαιωθεί, αν ο οικονομικός ρεαλισμός των «αγορών» επικρατήσει της γεωπολιτικής μωροφιλοδοξίας στο έτσι κι αλλιώς πανάκριβο σπορ των εξορύξεων, θα είμαστε μπροστά σε μια μείζονα εξέλιξη.

Που «συντονίζεται» με διπλωματικές εξελίξεις που έχουν προηγηθεί και συνεχίζουν με αμείωτο ρυθμό.

Προς τη Χάγη;

Απέναντι στη συγκρότηση των τριαδικών «αξόνων», το σχέδιο East Med, τη συνακόλουθη κατανομή ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο και την προφανή υποστήριξή του από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, η τουρκική κυβέρνηση δεν έμεινε αδρανής.

Η τακτική των μονομερών διεκδικητικών ενεργειών στη θάλασσα, αποδείχθηκε περιορισμένης σημασίας, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Η παρουσία των αμερικανικών και γαλλικών αεροπλανοφόρων δεν άφηνε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτών των «προκλήσεων». Συνειδητοποιώντας αυτόν το συσχετισμό, το καθεστώς Ερντογάν στράφηκε προς τις διαδικασίες του… Διεθνούς Δικαίου, δηλώνοντας ότι επιδιώκει και αποδέχεται «διάλογο» υπό διεθνή εποπτεία.

Η γεωγραφία και τα πληθυσμιακά δεδομένα δίνουν, άλλωστε, στην τουρκική κυβέρνηση σημαντικά περιθώρια ελιγμών.

Η πρώτη μεγάλη «κίνηση» προς την κατεύθυνση αυτή ήταν το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο για τις ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Η μόνη σημασία του είναι ότι κατατέθηκε στον ΟΗΕ, πρωτοκολλήθηκε και λειτουργεί ως οιονεί πρόσκληση προς όποια πλευρά έχει αντιρρήσεις, να προσέλθει σε διαπραγμάτευση, κατά τη διεθνή πρακτική, που οδηγεί τις διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο.

Την ώρα της σφαγής στη Γάζα, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό ΑΟΖ με την Παλαιστίνη και με τη Συρία, εγείροντας γενικότερο θέμα κατανομής των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ όλων των χωρών που διαθέτουν παράλια σε αυτήν.

Παράλληλα η κυβέρνηση Ερντογάν έσπευσε (για να εκτονώσει κυρίως την ευρωπαϊκή πίεση) να δηλώσει πρόθυμη να εισέλθει σε διμερή ελληνοτουρκικό διάλογο για αποκλιμάκωση της έντασης, υπό διεθνή εποπτεία. Αξιοποίησε μάλιστα τις καθυστερήσεις της Αθήνας στις σχετικές αποφάσεις, για να κατηγορήσει την ελληνική πλευρά για πολιτική «μονομερών ενεργειών» και προσπάθεια «επιβολής τετελεσμένων». Μετά το αργοπορημένο ξεκίνημα των διερευνητικών επαφών, παρέμεινε ψύχραιμα σε αυτή τη γραμμή, παρά τις «μαγκιές» του Δένδια στη συνάντηση με τον Τσαβούσογλου.

Η στροφή του Ερντογάν προς την πολιτική διαπραγμάτευσης υπό διεθνή (δυτική) εποπτεία, μια στροφή υποχρεωτική λόγω της δυσμενούς θέσης του, θέτει την κυβέρνηση Μητσοτάκη μπροστά σε στρατηγικές και διχαστικές αποφάσεις.

Ένα τμήμα του πολιτικού δυναμικού (Σημίτης, Ευαγγ. Βενιζέλος, Ντ. Μπακογιάννη κ.ά.) υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις προς τη Χάγη πρέπει να παρθούν τώρα, γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ο χρόνος θα λειτουργήσει θετικά (κρίση στρατηγικής υδρογονανθράκων, ευμετάβλητο της θέσης ΗΠΑ-ΕΕ κλπ). Ένα μεγάλο τμήμα των στρατιωτικών και διπλωματικών γραφειοκρατιών (μεταξύ τους σχεδόν όλοι οι διαπραγματευτές του ελληνικού κράτους στους διεθνείς οργανισμούς) προειδοποιεί ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για λύσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έξω από τις διαδικασίες διεθνούς διαπραγμάτευσης. Ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διμερείς διερευνητικές επαφές, πρέσβης (και πρώην διοικητής της ΕΥΠ…) Π. Αποστολίδης, έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι κάθε πρακτική λύση προϋποθέτει «συνεννόηση με την Τουρκία». Αυτή είναι η τάση που πιέζει και εδώ για πρωτοβουλίες που έχουν ως ορίζοντα τη Χάγη.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ο αρχιτέκτονας της πολιτικής που έχει προετοιμάσει το ελληνικό κράτος για το ενδεχόμενο καταφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Το 2014, λίγο πριν την ήττα της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσε (εκ μέρους και του Σαμαρά…) μια δήλωση του ελληνικού κράτους προς τους διεθνείς θεσμούς, όπου προειδοποιούσε ότι δεν αναγνωρίζει καμία εξουσία και αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου σε: α) Θέματα κυριαρχίας επί χερσαίου εδάφους (βραχονησίδες κ.ο.κ.) β) Θέματα εύρους χωρικών υδάτων (δικαίωμα επέκτασης ως τα 12 ν.μ.) και συσχετισμού των χωρικών υδάτων με τον εθνικό εναέριο χώρο και γ) Θέματα που άπτονται του σχεδιασμού της Εθνικής Άμυνας (στρατιωτικοποίηση των νησιών).

Αυτή είναι η βάση της πολιτικής που, προς ώρας, υλοποιούν ο Μητσοτάκης και ο Δένδιας: Αν χρειαστεί να καταφύγουμε στη Χάγη, τότε εκεί συζητάμε ένα και μόνο θέμα: τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Όμως όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η βάση είναι ασθενική και προσχηματική. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ στο Ιόνιο με τη «φιλική» Ιταλία, ενεπλάκη το ζήτημα των χωρικών υδάτων και λύθηκε με μακρά διμερή διαπραγμάτευση (και όχι μονομερώς όπως διατυμπανίζεται) που περιλάμβανε συγκεκριμένες παραχωρήσεις και θεσμοθέτηση «διευκολύνσεων». Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τη «συμμαχική» Αίγυπτο, στο θέμα του καθορισμού των ΑΟΖ ενεπλάκη το ζήτημα του βαθμού επήρειας των νησιών, ο σύνθετος τεχνικά καθορισμός των «γραμμών βάσης» υπολογισμού του εύρους, το γενικό κριτήριο «αναλογικότητας» κ.ά που πολύ απέχουν από τις αυθαιρεσίες που προβάλλονται ως τάχα άμεσες συνέπειες του Διεθνούς Δικαίου σχετικά με την εξαιρετικά πιο περίπλοκη γεωγραφία του Αιγαίου.

Η καταφυγή στη Χάγη είναι, λοιπόν, δίκοπο μαχαίρι για τον Μητσοτάκη. Παίρνοντας υπόψη κανείς τη γραμμή των ΗΠΑ και της ΕΕ μπορεί εύκολα να προβλέψει ότι ένας «συμβιβασμός» που μπορεί να προκύψει εκεί, θα είναι θετικός για την ελληνική πλευρά. Όμως θα είναι ένας συμβιβασμός που θα απέχει αισθητά από τις μαξιμαλιστικές προσδοκίες που η εθνικιστική ρητορική έχει καλλιεργήσει στην κοινή γνώμη. Γιατί το Διεθνές Δικαστήριο δεν πρόκειται να θεσμοθετήσει «λύσεις» που οι ιμπεριαλιστές θα βρουν μπροστά τους ως εμπόδιο, είτε στους δικούς τους ανταγωνισμούς, είτε ενάντια σε συμφέροντά τους σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Αυτές τις προβλέψεις αντανακλούν οι πρόσφατες δηλώσεις του Σαμαρά και του Καραμανλή που κινήθηκαν στην κατεύθυνση ενός «απορριπτισμού» που, τάχα, «δεν δέχεται συμβιβασμούς στα εθνικά θέματα». Αν και πρέπει να συνδεθούν με ένα γενικότερο κλονισμό της εμπιστοσύνης απέναντι στις ηγετικές προοπτικές του Μητσοτάκη, αυτές οι δηλώσεις των δύο προηγούμενων προέδρων της ΝΔ είναι παράδειγμα για το πόσο εύκολο είναι να μετατραπούν οι δυσκολίες στρατηγικού προσανατολισμού σε αμεσότερη πολιτική κρίση.

Κυριαρχικά δικαιώματα;

Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη ελίτ στο ελληνικό κράτος βρίσκεται μπροστά στην ενδεχόμενη υποχρέωση να αναγνωρίσει στο εσωτερικό της χώρας ότι πολλοί από τους στόχους επέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας που κατά την προηγούμενη περίοδο προβλήθηκαν ως, τάχα, αυτονόητες συνέπειες του Διεθνούς Δικαίου ήταν μαξιμαλιστικές επιδιώξεις.

Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν. μίλια δεν αποτελεί «δικαίωμα» που μπορεί να ασκηθεί μονομερώς. Το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι του ορίου των 12 ν.μ., αλλά καθώς πρόκειται για επέκταση της εθνικής/κρατικής κυριαρχίας που ισοδυναμεί με αλλαγή συνόρων, υπό την προϋπόθεση διεθνούς συμφωνίας. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. μετατρέπει το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική θάλασσα, αλλάζοντας ριζικά το καθεστώς «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» που εγκατέστησε η Συνθήκη της Λοζάνης το 1923 σχετικά με τα στενά αλλά και το Αιγαίο. Όλοι, λοιπόν, γνωρίζουν ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Τουρκία, αλλά τις διεθνείς ναυτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας και τη Ρωσία. Το «αγκάθι» αυτό είναι ιδιαίτερα ευμεγέθες…

Η στρατιωτικοποίηση των νησιών, παρότι αποτελεί παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, είναι κάτι που είχε αποδεχθεί σιωπηλά η Τουρκία για 3-4 δεκαετίες. Τι άλλαξε; Ο προσεκτικός αναγνώστης των «εθνικών» και φιλομιλιταριστικών sites θα διαπιστώσει έναν «υπερήφανο» νεωτερισμό: η εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας δίνει στο πυροβολικό ξηράς καταστρεπτική ισχύ μεγάλων αποστάσεων. Ο «πυραυλοκεντρικός πόλεμος» μετατρέπει τα νησιά από αμυντικό πρόβλημα σε επιθετικό πλεονέκτημα, που μπορεί να απειλήσει τις παραγωγικές βάσεις και τις πόλεις του αντιπάλου. Αυτά τα ζητήματα θα βρουν μπροστά τους οι ελληνικές αντιπροσωπείες, αν και όταν φτάσουν σε σοβαρές διεθνείς διαπραγματεύσεις. Το ζήτημα δεν θα είναι μόνο αν εξοπλίζονται τα νησιά, αλλά και το τι είδους εξοπλισμοί αναπτύσσονται σε αυτά…

Το ζήτημα του εθνικού εναέριου χώρου, διεθνώς ταυτίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Η ελληνική «πατέντα» με χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ. και εναέριο χώρο (εντός του οποίου γίνονται οι «αναχαιτίσεις») στα 10 ν.μ., δεν είναι δυνατόν να εγκριθεί σε καμιά διεθνή διαδικασία.

Τέλος, η υφαλοκρηπίδα και οι ΑΟΖ, σε περιοχές με αντιτιθέμενα συμφέροντα εντός της μάξιμουμ ζώνης των 200 ν.μ., καθορίζονται μόνο εάν υπάρξει διεθνής συμφωνία οριοθέτησης και έγκρισής τους. Η εξέλιξη στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ενεργοποίηση όλων των χωρών, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, περίπλοκη και πιθανότατα επώδυνη.

Η εκτίμηση των ελληνικών ελίτ ότι σε όλα αυτά τα θέματα θα μπορούσε να επιβληθεί, δια των τετελεσμένων, η δική τους «ανάγνωση» του Διεθνούς Δικαίου, έβαζε όλα τα αυγά στο καλάθι της υποστήριξης από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Που θεωρήθηκε και θεωρείται ως δεδομένη και διαρκής. Όμως η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μεταστροφής των Μεγάλων Δυνάμεων. Πριν από 100 χρόνια, έσπρωξαν το ελληνικό κράτος στο τυχοδιωκτισμό της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Όταν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί απέσπασαν, τότε, τα «λάφυρα» που επιδίωκαν, βρήκαν ένα συμβιβασμό με τη νέα Τουρκία του Κεμάλ. Και άφησαν τους ντόπιους να αλληλοσφαγούν ανενόχλητοι.

Η Τουρκία, γεωγραφικά και πληθυσμιακά, παραμένει μια σημαντική χώρα για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Είναι πιθανό ο Ερντογάν να βρει τρόπους νέου συμβιβασμού μαζί τους, ενώ είναι εξίσου πιθανό να ανατραπεί και να αναδυθεί μια νέα φιλοδυτική πολιτική ηγεσία. Και τότε η διαπραγμάτευση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα τεθεί σε τελείως διαφορετική βάση απ’ ό,τι γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια.

Συμπερασματικά

α) Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, είναι ο ανταγωνισμός των δύο αστικών τάξεων για ισχύ και κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή. Καμιά από τις δύο δεν έχει εκ προοιμίου «δίκιο», ο ρόλος του αμυνόμενου και του επιτιθέμενου εναλλάσσεται συγκυριακά μεταξύ τους.

β) Το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης θα κριθεί, σε σημαντικό βαθμό, από τη στάση των μεγάλων δυνάμεων, ειδικότερα των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού όχι μόνο δεν υποβαθμίζει αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη αυθεντικής αντιιμπεριαλιστικής γραμμής. Η ρήξη με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τους τριαδικούς «άξονες» είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και για όποιες φιλολαϊκές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.

γ) Η αντίθεση στον πόλεμο, η αδιαπραγμάτευτη υποστήριξη της ειρήνης, πέρα από τα απατηλά πολεμοκάπηλα ιδεολογήματα των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» πρέπει να αποτελεί πρωτεύουν πολιτικό κριτήριο για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες. Οι διαρκείς εξοπλισμοί είναι μια επιλογή οικονομικοκοινωνικά παράλογη και πολιτικά αντιδραστική και επικίνδυνη. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι χώρες σε οικονομική και κοινωνική κρίση. Η απόρριψη των εξοπλισμών είναι προϋπόθεση για να επικρατήσουν προτεραιότητες που θα λογοδοτούν στις κοινωνικές ανάγκες.

δ) Η στρατηγική των υδρογονανθράκων είναι απατηλή και επικίνδυνη. Ο εξορυκτισμός δένει χώρες και λαούς στην ουρά των μεγάλων πολυεθνικών, των μόνων δυνάμεων που μπορούν να τον υλοποιήσουν. Συμβάλει καθοριστικά στην απειλή κατά του περιβάλλοντος και η εγκατάλειψή του αναγνωρίζεται πλέον ως προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κλιματολογικής καταστροφής.

ε) Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες και στις δυο πλευρές των συνόρων, έχουν ανάγκη από μια αριστερή πολιτική που θα χαρακτηρίζεται από πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στην κυρίαρχη τάξη της «δικής της» χώρας. Κάθε υποχώρηση από αυτήν τη κατεύθυνση, κάθε υπόκλιση στην εθνική ενότητα υπό το πρόσχημα είτε του Διεθνούς Δικαίου είτε των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» είναι μετατόπιση προς τις σύγχρονες εκδοχές της παλιάς αμαρτίας του «σοσιαλιμπεριαλισμού». Δηλαδή, όπως υπογράμμιζε ο Λένιν, της προδοσίας της προτεραιότητας του κοινωνικού στοιχείου με άλλοθι την αναφορά στην προτεραιότητα του εθνικού.

Ετικέτες