Μόνο η εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και η έμπρακτη, δηλαδή ενσώματη, απόρριψη της λογικής της ανάθεσης φτιάχνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου μια κυβέρνηση της Αριστεράς να γίνει πραγματικότητα, καταρχήν, και πετυχημένη πραγματικότητα, στη συνέχεια.

Την αφορ­μή για τις σκέ­ψεις που ακο­λου­θούν μου έδωσε η συ­νέ­ντευ­ξη της Βίκης Σκού­μπη στη Ζωή Γε­ωρ­γού­λα, που δη­μο­σιεύ­θη­κε στην Εποχή της Κυ­ρια­κής που μας πέ­ρα­σε - και κυ­ρί­ως η συ­γκε­κρι­μέ­νη δια­τύ­πω­ση: «Δεν γί­νε­ται να προ­τάσ­σου­με συ­νε­χώς τις εκλο­γές σαν πα­νά­κεια. Δεν εννοώ, βε­βαί­ως, ότι δεν πρέ­πει να τί­θε­ται το ζή­τη­μα των εκλο­γών, αλλά ότι είναι ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό να το ανα­κι­νού­με σε κάθε πε­ρί­στα­ση. Εκλο­γές έχει νόημα να απαι­τού­νται επί­ση­μα όταν η εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση έχει ήδη επι­βλη­θεί από το συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων, όπως εξάλ­λου έγινε με τις εκλο­γές του 2012. Μόνο αν η κυ­βέρ­νη­ση κα­ταρ­ρεύ­σει από μια παλ­λαϊ­κή κι­νη­το­ποί­η­ση, οι εκλο­γές θα βιω­θούν ως νίκη και θα ανα­βαθ­μι­στούν σε κρί­σι­μο δια­κύ­βευ­μα που αφορά όλους μας. Επεί­γει να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με σε ποιο βαθμό έχουν απο­νο­μι­μο­ποι­η­θεί στα μάτια ενός πολύ με­γά­λου μέ­ρους της κοι­νής γνώ­μης, όχι μόνο η κυ­βέρ­νη­ση και το πα­ρα­δο­σια­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, αλλά και η ίδια η εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία. Είναι σαφές ότι η προ­κή­ρυ­ξη εκλο­γών δεν θα μπο­ρού­σε από μόνη της να επα­να­φέ­ρει στις κάλ­πες το 40% που απεί­χε την τε­λευ­ταία φορά. Μά­λι­στα δεν απο­κλεί­ε­ται αυτήν τη φορά η αποχή να ξε­πε­ρά­σει ακόμα και αυτό το υψηλό πο­σο­στό αγ­γί­ζο­ντας το 50%. Η αποχή και η άνο­δος της ΧΑ απο­τε­λούν φαι­νό­με­να ομο­τά­ξια και από­λυ­τα αλ­λη­λέν­δε­τα και σαν τέ­τοια πρέ­πει να αντι­με­τω­πι­στούν». Νο­μί­ζω πραγ­μα­τι­κά πως εδώ ση­μειώ­νο­νται πράγ­μα­τα εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κά σε ό,τι αφορά τη δυ­να­τό­τη­τα (και τις δυ­να­τό­τη­τες) μιας κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς. Γιατί το γε­γο­νός πως η τε­λευ­ταία απο­τε­λεί ανα­γκαία συν­θή­κη για την απε­λευ­θέ­ρω­σή μας από την κα­τά­στα­ση του βα­σα­νι­ζό­με­νου -έως θνή­σκο­ντος- πει­ρα­μα­τό­ζω­ου, δεν την κάνει και ικανή συν­θή­κη. Το δια­κη­ρύσ­σου­με, άλ­λω­στε, συ­νε­χώς. Μόνο η εμπλο­κή με­γά­λου αριθ­μού αν­θρώ­πων και η έμπρα­κτη, δη­λα­δή εν­σώ­μα­τη, απόρ­ρι­ψη της λο­γι­κής της ανά­θε­σης φτιά­χνει τις ανα­γκαί­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις προ­κει­μέ­νου μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κα­ταρ­χήν, και πε­τυ­χη­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στη συ­νέ­χεια. Το δια­κη­ρύσ­σου­με μεν, αλλά πέραν τού­του; Η Σκού­μπη, λοι­πόν, μας επι­ση­μαί­νει κάτι σπου­δαίο όταν λέει πως δεν υπάρ­χει το πα­ρα­μι­κρό εν­δε­χό­με­νο να υλο­ποι­η­θεί το σχέ­διο της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, αν απλώς πο­ντά­ρου­με σε ευ­νοϊ­κές ροές όσων ήδη απο­δέ­χο­νται το εκλο­γι­κό παί­γνιο – αν πο­ντά­ρου­με δη­λα­δή στο ότι θα μας ψη­φί­σουν, όταν έρθει η ώρα, με­γά­λα τμή­μα­τα όσων τον Ιού­νιο του 2012 ψή­φι­σαν άλλα κόμ­μα­τα. Αντί­θε­τα, το λο­γι­κό είναι να επεν­δύ­σου­με σε όσους αντι­με­τω­πί­ζουν ως ολο­κλη­ρω­τι­κά απο­νο­μι­μο­ποι­η­μέ­να «όχι μόνο την κυ­βέρ­νη­ση και το πα­ρα­δο­σια­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, αλλά και την ίδια την εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία». Πρώτα απ’ όλα, να αντι­λη­φθού­με τμή­μα­τα ποιών κοι­νω­νι­κών ομά­δων είναι αυτοί οι άν­θρω­ποι. Στη συ­νέ­χεια, με συ­στη­μα­τι­κό τρόπο, να επι­διώ­ξου­με να τους βρού­με, και έτσι, να επι­χει­ρή­σου­με να τους εμπλέ­ξου­με σε αυτή τη με­γά­λη σύ­γκρου­ση, που βρί­σκε­ται ήδη σε εξέ­λι­ξη και έχει πραγ­μα­τι­κό ιστο­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Αν το κα­τα­φέ­ρου­με, τότε και εκλο­γές θα προ­κα­λέ­σου­με, και την αποχή των πιο πλη­βεια­κών στρω­μά­των θα μειώ­σου­με, και στα με­τέ­πει­τα κρί­σι­μα θα έχου­με σο­βα­ρή πι­θα­νό­τη­τα να πε­τύ­χου­με. Για να το πω αλ­λιώς: αν το κα­τα­φέ­ρου­με, ση­μαί­νει πως κα­τα­λά­βα­με πως η απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος και της ίδιας της εκλο­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας, ως βα­σι­κού μη­χα­νι­σμού ανα­πα­ρα­γω­γής επί δε­κα­ε­τί­ες των κα­θε­στω­τι­κών βλέ­ψε­ων και συμ­φε­ρό­ντων, εμπε­ριέ­χει ένα πολύ ισχυ­ρό δυ­να­μι­κό για ρι­ζι­κό κοι­νω­νι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό, χωρίς το οποίο δου­λειά δεν γί­νε­ται. Για να το κα­τα­φέ­ρου­με, με άλλα λόγια, θα πρέ­πει να το αντι­λη­φθού­με ως μεί­ζον πρό­βλη­μα. Πράγ­μα που ση­μαί­νει πως θα πρέ­πει να αλ­λά­ξου­με πολλά στο δη­μό­σιο λόγο μας και, ιδίως, στις ιε­ραρ­χή­σεις που υπη­ρε­τεί συ­νή­θως. Επα­να­λαμ­βά­νω κάτι που έγρα­ψα τον πε­ρα­σμέ­νο Απρί­λιο [1]: «Αν ο στό­χος είναι το 30% να γίνει 50 ή 60% για τις δυ­νά­μεις της αρι­στε­ράς και, ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, αν ο στό­χος είναι η δη­μιουρ­γία της ανα­γκαί­ας μα­χη­τι­κής κοι­νω­νι­κής συ­σπεί­ρω­σης μπρο­στά στην επερ­χό­με­νη με­γά­λη σύ­γκρου­ση, η μέ­θο­δος ανα­φο­ρι­κά με τις προ­τε­ραιό­τη­τες στις γε­νι­κές της γραμ­μές είναι αρ­κε­τά προ­φα­νής. Αν παίρ­νεις 30%, ενώ σε ψη­φί­ζει το 40% των ανέρ­γων ή των νέων και το 35% των ερ­γα­τών και ιδιω­τι­κών υπαλ­λή­λων, ο πρώ­τος και κυ­ριό­τε­ρος στό­χος είναι να συ­στρα­τευ­θεί μαζί σου το 80% των ανέρ­γων και των νέων και το 70% των ερ­γα­τών και των ιδιω­τι­κών υπαλ­λή­λων. Ο πρώ­τος στό­χος, δη­λα­δή, είναι να επε­κτεί­νεις την τα­ξι­κή σου επιρ­ροή ακρι­βώς σε εκεί­νες τις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις και ομά­δες, για τις οποί­ες η αρι­στε­ρά ιδρύ­θη­κε και υπάρ­χει. Αυτοί είναι που θα φέ­ρουν και τους υπό­λοι­πους. Πρώτη προ­ϋ­πό­θε­ση, λοι­πόν, για μια ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή με έρει­σμα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι η δια­τύ­πω­ση μιας πρό­τα­σης προς αυτές τις κοι­νω­νι­κές κα­τη­γο­ρί­ες και τά­ξεις, που θα διευ­κρι­νί­ζει τι έχουν να προσ­δο­κούν βά­σι­μα και γρή­γο­ρα από μια κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς οι άνερ­γοι, οι ερ­γά­τες, οι ιδιω­τι­κοί υπάλ­λη­λοι, οι ερ­γα­ζό­με­νοι στην υγεία και στην παι­δεία, οι γυ­ναί­κες και οι νέοι, μαζί με όσους υπο­φέ­ρουν και πλήτ­το­νται συ­νε­χώς». Τι ση­μαί­νει αυτό για το δη­μό­σιο λόγο; Να ξε­κι­νά­ει και να τε­λειώ­νει με τους ανέρ­γους και τη δέ­σμευ­ση πως, με κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς, κα­νέ­νας τους δεν θα είναι χωρίς ει­σό­δη­μα – και να εξη­γεί τον οι­κο­νο­μι­κό ρε­α­λι­σμό αυτής της «υπό­σχε­σης». Να ξε­κι­νά­ει και να τε­λειώ­νει με τη βε­βαιό­τη­τα πως, με κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς, κα­νείς δεν θα μένει χωρίς πρό­σβα­ση στα βα­σι­κά αγαθά και στις θε­με­λιώ­δεις προ­ϋ­πο­θέ­σεις της αν­θρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας. Αυτά είναι πιο ση­μα­ντι­κά από τα άλλα, τα «με­γά­λα». Στο μέτρο που επι­κοι­νω­νούν και κι­νη­το­ποιούν και τους αν­θρώ­πους που «αδια­φο­ρούν», αδρα­νούν και απέ­χουν, δια­μορ­φώ­νουν το πλειο­ψη­φι­κό κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο που θα πάρει επάνω του τον πα­ρα­γω­γι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό (δεν είναι πολύ κα­λύ­τε­ρη δια­τύ­πω­ση από το «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση»;), την αλ­λη­λέγ­γυα οι­κο­νο­μία, τη δη­μο­κρα­τι­κή ανά­τα­ξη, τις με­γά­λες το­πι­κές και διε­θνείς πρω­το­βου­λί­ες που ανοί­γουν το δρόμο του κομ­μου­νι­σμού της επο­χής μας.

Ετικέτες