Μία εβδομάδα μετά την ιστορική πολιτική νίκη της Αριστεράς στις εκλογές, οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής επιχείρησαν να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους με πανελλαδική κινητοποίηση για την επέτειο των Ιμίων, το Σάββατο 31 Γενάρη στην Αθήνα.
Οι 2000 οργανωμένοι φασίστες, που κατέφθασαν με πούλμαν από πολλές περιοχές της Ελλάδας, δεν είναι ευκαταφρόνητος αριθμός, όμως αποτελούν σκιά του εαυτού τους αν συγκριθούν με τις πολύ ογκωδέστερες παρελάσεις μίσους που είχαν οργανωθεί πέρυσι και πρόπερσι. Την ίδια ώρα, η παρουσία 5000 ανθρώπων στην αντιφασιστική πορεία από την Ομόνοια στο Σύνταγμα ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση που έχει γίνει ποτέ ως απάντηση στις φασιστικές φιέστες για τα Ίμια. Παρά την εκλογική αντοχή της επιρροής των νεοναζί (6,2%) -που οφείλεται κυρίως στη μεγιστοποίηση της φθοράς της Δεξιάς και την προδικασμένη εκλογική ήττα της ΝΔ- οι οργανωτικές δυνατότητες των νεοναζί βαίνουν μειούμενες.
Τα ευχάριστα νέα κάθε άλλο παρά σημαίνουν πως ξεμπερδέψαμε με τους φασίστες. Η διατήρηση της εκλογικής δύναμής τους επιβεβαιώνει την εκτίμηση του αντιφασιστικού κινήματος πως οι διώξεις της ηγεσίας τους δεν αρκούν για να περιθωριοποιηθεί η Χρυσή Αυγή. Πόσο μάλλον που η εκλογική της δύναμη στα σώματα ασφαλείας άντεξε πολλαπλάσια στα ειδικά τμήματα όπου ψηφίζουν ένστολοι, ενώ αμέσως μετά τις εκλογές, περιστατικά αγαστής συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών και χρυσαυγιτών εναντίον αντιφασιστών στην Καβάλα και στο Χαλάνδρι επαναβεβαίωσαν τους στενούς δεσμούς μεταξύ τους. Είναι ηλίου φαεινότερο πως η απόπειρα επανασυσπείρωσης των χρυσαυγιτών θα ενταθεί τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Ποντάρουν στην επερχόμενη αποφυλάκιση του Μιχαλολιάκου και άλλων αρχιφασιστών με τη λήξη του 18/μήνου προφυλάκισής τους στα τέλη Φεβρουαρίου, σε συνδυασμό με την απελπιστική καθυστέρηση έναρξης της δίκης της Χρυσής Αυγής. Επενδύουν στην ανάγκη που τους έχει το σύστημα, ως ανάχωμα και φόβητρο του κινήματος και της Αριστεράς, την ώρα που η μάχη για την ανατροπή της λιτότητας θα δίνεται απέναντι σε ΕΕ, τραπεζίτες και δανειστές. Ελπίζουν σε πιθανό στραβοπάτημα του ΣΥΡΙΖΑ, σε αποτυχία της Αριστεράς στην υπόθεση ανατροπής της λιτότητας, ώστε να εμφανιστούν ως σωτήρες του έθνους και τιμωροί του σάπιου πολιτικού συστήματος και κυρίως της Αριστεράς. Επιδιώκουν να καρπωθούν τμήμα της πανευρωπαϊκής ανόδου της ακροδεξιάς και ποντάρουν στην ισλαμοφοβική υστερία που πρόθυμα καλλιεργούν οι δεξιές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της ΕΕ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, από το αντιφασιστικό κίνημα και την Αριστερά χρειάζεται να αναβαθμιστεί η κινηματική, πολιτική και ιδεολογική απάντηση στη φασιστική απειλή. Η επερχόμενη δίκη της Χρυσής Αυγής δεν μπορεί να αποτελεί –όπως διάφοροι ισχυρίζονται και εντός της Αριστεράς– αποκλειστική υπόθεση της δικαστικής εξουσίας. Η απόπειρα των χρυσαυγιτών να εμφανιστούν ως διωκόμενα θύματα του πολιτικού κατεστημένου χρειάζεται να απαντηθεί εντός και εκτός των δικαστικών αιθουσών με την έναρξη της περιβόητης δίκης.
Παράλληλα θα χρειαστεί να απαιτήσουμε από τη νέα κυβέρνηση να κόψει τον ομφάλιο λώρο των φασιστών με την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις, επανεκκινώντας την έρευνα περί διείσδυσης της Χρυσής Αυγής στο στρατό και στην αστυνομία και πετώντας έξω από τα σώματα τους ένστολους που εμπλέκονται σε εκατοντάδες περιπτώσεις συνεργασίας με τα τάγματα εφόδου και ανοχής στα εγκλήματά τους. Να απαγορευτούν οι παρελάσεις μίσους των φασιστών που καταλήγουν σε μαχαιρώματα και ανοιγμένα κεφάλια ντόπιων αγωνιστών, προσφύγων και μεταναστών. Αλλά κυρίως η κυβέρνηση χρειάζεται να προχωρήσει σε σύγκρουση με το θεσμικό ρατσιστικό πλαίσιο των τελευταίων χρόνων που τροφοδότησε τους νεοναζί, προχωρώντας σε μια σειρά από μέτρα όπως η κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο τερματισμός των επιχειρήσεων-σκούπα και η αποστρατιωτικοποίηση των συνόρων, η απόδοση ιθαγένειας σε όλα τα παιδιά των μεταναστών, η νομιμοποίηση των μεταναστών εργατών που ζουν στη χώρα, καθώς και η άμεση αναγνώριση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων πολέμου.
Δηλώσεις όπως του αναπληρωτή υπουργού Δημόσιας Τάξης πως το τείχος του Έβρου έχει ευεργετικές συνέπειες για την περιοχή της Ανατολικής Θράκης κάθε άλλο παρά βοηθούν στην αντιμετώπιση των ρατσιστικών μύθων που τρέφουν το φασισμό. Επιπλέον, εθνικιστικές δυνάμεις που έχουν εγκατασταθεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης (κυρίως στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών) όχι μόνο δεν συνδράμουν στην αποδυνάμωση του εθνικιστικού λαϊκισμού, αλλά μπορεί να οδηγήσουν -αν δεν συμμαζευτούν- σε ανεπιθύμητες θερμές αντιπαραθέσεις με την Τουρκία. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο αγώνας για την περιθωριοποίηση του φασισμού θα περάσει αναπόφευκτα τους επόμενους μήνες και από μια εσωτερική ιδεολογική και πολιτική συζήτηση μέσα στους κόλπους της Αριστεράς και ιδίως της κυβερνώσας εκδοχής της. Η απάντηση στην ισλαμοφοβία και την ομοφοβία, η ενεργητική συμμετοχή της Αριστεράς στον αντιφασιστικό αγώνα, η καθαρή υπεράσπιση των μεταναστών και των προσφύγων ως τμήματος της εργατικής τάξης και η διεθνιστική αντιιμπεριαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων της χώρας απέναντι στον επεκτατικό εθνικισμό στη βάση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» θα είναι ορισμένα από τα πεδία αυτής της κρίσιμης αντιπαράθεσης ιδεών.