Αν ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ καταφέρει να επιβάλει τη βούλησή του, η αμερικανική κοινωνία θα μπει σε μια διαδικασία ακροδεξιάς μετατόπισης που στη διαδρομή θα ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο τις ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις.

Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει επαναφέρει την απερισκεψία και το χάος της πρώτης του θητείας, αλλά αυτή τη φορά με μια πιο σκόπιμη στροφή προς τον αυταρχισμό. Ο Τραμπ είναι μεγάλος οπαδός των προεδρικών «εκτελεστικών διαταγμάτων», τα οποία πιστεύει ότι του δίνουν απεριόριστη εξουσία να διαμορφώσει την αμερικανική κοινωνία μέσω μιας κατακλυσμιαίας έκδοσης προσωπικών διαταγμάτων, αντί να υποβληθεί ακόμα και τον παραμικρό έλεγχο από το Κογκρέσο.  Ωστόσο, με τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία να ελέγχονται έστω και με οριακή πλειοψηφία από τα τσιράκια του Τραμπ, το ίδιο το Κογκρέσο δεν δείχνει ιδιαίτερη διάθεση να τον υποβάλει σε έλεγχο.

Θα ήταν αδύνατο να καταγράψουμε όλα τα δρακόντεια εκτελεστικά διατάγματα που εξέδωσε ο Τραμπ την τελευταία ταραχώδη εβδομάδα, αλλά παραθέτουμε κάποια από τα πιο εξωφρενικά, ξεκινώντας από την Ημέρα της Ορκωμοσίας του, στις 20 Ιανουαρίου:

-Η απονομή χάρης σε όσους συμμετείχαν στα βίαια επεισόδια της 6ης Γενάρη [του 2021] στο Καπιτώλιο. Στις 20 Ιανουαρίου, ο Τραμπ εξέδωσε «πλήρη, ολοκληρωτική και άνευ όρων χάρη σε όλους… όσους καταδικάστηκαν για αδικήματα που σχετίζονται με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός ή κοντά στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 6 Ιανουαρίου 2021», συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επιτέθηκαν σε αστυνομικούς. Η χάρη που έδωσε αφορούσε περίπου 1.500 άτομα συμμετείχαν στα βίαια επεισόδια που έγιναν στο Καπιτώλιο εκείνη την ημέρα κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης απόπειρας  (κατόπιν παρότρυνσης του Τραμπ), να ανατρέψουν την εκλογική νίκη του Μπάιντεν. Στη χάρη συμπεριέλαβε ηγετικά στελέχη των ακροδεξιών οργανώσεων Oath Keepers και Proud Boys και τροποποίησε τις ποινές 14 τέτοιων στελεχών που εξέτιαν ποινές φυλάκισης.

Ο ηγέτης των Oath Keepers, Στιούαρτ Ρόντς, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 18 χρόνια φυλάκιση και αφέθηκε ελεύθερος, δήλωσε ότι ήταν «πολύ ευγνώμων» στον Τραμπ για τη μετατροπή της ποινής του. Ο Χένρι «Ενρίκε» Τάριο, πρώην επικεφαλής των Proud Boys, ο οποίος είχε καταδικαστεί για 22 χρόνια, εμφανίστηκε με προκλητική αυτοπεποίθηση.

Όπως ανέφερε το BBC, δήλωσε ότι «τα μέλη της επιτροπής του Κογκρέσου που ερεύνησαν τα βίαια επεισόδια πρέπει να κλειστούν στη φυλακή». Πρόσθεσε: «Χαίρομαι που ο πρόεδρος δεν εστιάζει στην εκδίκηση αλλά στην επιτυχία, όμως θα σας πω ότι εγώ δεν σκοπεύω να παίξω με αυτούς τους κανόνες. Πρέπει να πληρώσουν για αυτό που έκαναν».

-Κατάργηση του δικαιώματος ιθαγένειας εκ γενετής [δίκαιο του εδάφους]. Την ίδια την ημέρα της ορκωμοσίας του, ο Τραμπ εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα το οποίο ρητά όριζε ότι:

«Κανένα τμήμα ή υπηρεσία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα εκδίδει έγγραφα αναγνώρισης της αμερικανικής ιθαγένειας… σε άτομα όταν: (1) η μητέρα του ατόμου βρισκόταν παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο πατέρας του δεν ήταν Αμερικανός πολίτης ή νόμιμος μόνιμος κάτοικος της χώρας κατά τη γέννησή του ή (2) όταν η παρουσία της μητέρας του ατόμου  στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν νόμιμη αλλά προσωρινή και ο πατέρας του δεν ήταν Αμερικανός πολίτης ή νόμιμος μόνιμος κάτοικος της χώρας κατά τη γέννησή του ατόμου».

Ένα τόσο σαρωτικό διάταγμα, όπως δήλωσε λίγες μέρες αργότερα ένας δικαστής που μπλόκαρε αυτή την εντολή, είναι «κατάφωρα αντισυνταγματικό». Όμως η ακύρωση του δικαιώματος υπηκοότητας   για όλα τα βρέφη τα οποία γεννιούνται σε αμερικανικό έδαφος έχει προκαλέσει εκτεταμένο φόβο στις κοινότητες των μεταναστών. Η Washington Post ισχυρίστηκε πως «Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι περισσότερα από 150.000 παιδιά που γεννιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο δεν θα πληρούσαν πλέον τις προϋποθέσεις για την απόκτηση ιθαγένειας».

Ακόμα κι αν αυτό το εκτελεστικό διάταγμα τελικά καταπέσει στα δικαστήρια (που με δεδομένη τη δεξιά πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα απορριφθεί πλήρως), έχει ήδη χύσει ακόμα περισσότερο αντιμεταναστευτικό βιτριόλι στον δημόσιο διάλογο, ενισχύοντας για μια ακόμη φορά τις δυνάμεις της αντίδρασης.

-Μαζικές απελάσεις. Ο Τραμπ πάντα απολάμβανε τις θεαματικές κινήσεις, και εφαρμόζει την πολιτική απελάσεων με «επιδρομές τύπου Γκεστάπο», όπως τις περιέγραψε πρόσφατα ο Ρόμπερτ Κούτνερ στο American Prospect. Στην ομιλία της ορκωμοσίας του, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να απελάσει «εκατομμύρια και εκατομμύρια εγκληματίες αλλοδαπούς πίσω στα μέρη από τα οποία ήλθαν».

Αλλά αυτοί οι «εγκληματίες» που θα μπουν «στο στόχαστρο», μπορεί να έχουν μόνο κατηγορηθεί, και όχι καταδικαστεί, ακόμα και για αδικήματα τόσο ασήμαντα όπως η μικροκλοπή από κατάστημα.

Τις μέρες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ, η ICE (Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων) έκανε επιδρομές στη Βοστώνη και το Σικάγο –δύο πόλεις που είχαν προηγουμένως ανακηρυχθεί ως «πόλεις-άσυλα» από τους Δημοκρατικούς δημάρχους τους– και κάλεσε δημοσιογράφους του [ακροδεξιού] Fox News να είναι παρόντες υπό την προστασία της [embedded] για να τις κινηματογραφήσουν.

Ο Κούτνερ έκανε την εξής εκτίμηση για τον Τραμπ:

 «Προσβλέπει στη μέγιστη δημοσιότητα επιδεικνύοντας τους αξιωματικούς της ICE να συγκεντρώνουν μετανάστες και να τους ξαποστέλνουν με στρατιωτικά αεροπλάνα. Οι πράκτορες φορούσαν στρατιωτικό εξοπλισμό και γιλέκα με μεγάλα γράμματα που έγραφαν “Αστυνομία ICE” και “Εθνική Ασφάλεια”. Σύμφωνα με το CNN, τουλάχιστον δύο τμήματα έδωσαν εντολή στο προσωπικό τους να φοράει στολές «καλές για την τηλεόραση», σε περίπτωση που παρουσιάζονταν  ευκαιρίες για καταγραφή της δράσης τους σε βίντεο.

Αυτό το σόου υποδηλώνει και μια επιτελεστική πτυχή σε αυτές τις επιδρομές τύπου Γκεστάπο, ως “τροφή” για την εκλογική βάση του Τραμπ. Ο Τραμπ έδωσε εντολή στην ICE να αυξήσει τις επιδρομές και τις συνοπτικές απελάσεις της, από μερικές εκατοντάδες την ημέρα σε τουλάχιστον 1.200 με 1.500 την ημέρα

Αυτό θα είχε ως σύνολο πάνω από 400.000 απελάσεις ετησίως. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση του Μπάιντεν απέλασε σχεδόν 400.000 μετανάστες το 2024, αλλά χωρίς ναζιστικού τύπου θεάματα».

Ωστόσο, ο Τραμπ έχει κάνει μερικές αλλαγές στην πολιτική απελάσεων του Μπάιντεν, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν επίπτωση και στον αριθμό των ανθρώπων που απελαύνονται. Πλέον, η ICE και άλλες αστυνομικές υπηρεσίες θα μπορούν να συλλαμβάνουν και άτομα τα οποία απλώς δεν διαθέτουν έγγραφα, εάν οι πράκτορες της ICE τα εντοπίσουν τυχαία κατά τη διάρκεια ερευνών για τους λεγόμενους «εγκληματικούς στόχους». Αντίθετα, ο Μπάιντεν δεν είχε επιτρέψει αυτές τις «παράπλευρες συλλήψεις».

Επίσης, ο Τραμπ κατάργησε τις οδηγίες που απαγόρευαν στην ICE να επιχειρεί σε «ευαίσθητες τοποθεσίες», όπως σχολεία, εκκλησίες και νοσοκομεία. Ήδη υπάρχουν αναφορές ότι μετανάστες αποφεύγουν να πηγαίνουν στις εκκλησίες και τα σχολεία τους ή ακόμη και να επισκέπτονται το νοσοκομείο όταν χρειάζονται περίθαλψη, από το φόβο της σύλληψης και της απέλασης.

Μέχρι στιγμής, αν και η ICE ισχυρίζεται ότι «οι χειρότεροι διώχνονται πρώτοι» -δηλαδή ότι μαζεύει βίαια μέλη συμμοριών μέσα από  στοχευμένες επιχειρήσεις- η υπηρεσία έχει δώσει από ελάχιστες ως καθόλου πληροφορίες για όσους πραγματικά απελαύνει.

Ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν ότι τα δίχτυα των επιδρομών πιάνουν και πολλούς άλλους. Για παράδειγμα, στις 27 Ιανουαρίου στο Μέριλαντ, η ICE συνέλαβε 13 ανθρώπους: εννιά ήταν στόχοι της έρευνας, αλλά οι άλλοι τέσσερις ήταν άνθρωποι τους οποίους οι πράκτορες της ICE συνέλαβαν, επειδή τους μάζεψαν κατά τη διάρκεια των επιδρομών.

-Επιθέσεις στα δικαιώματα των τρανς και στα προγράμματα «διαφορετικότητας, ισότητας και συμπερίληψης» (DEI). Στην ομιλία της ορκωμοσίας του, ο Τραμπ συνέδεσε τις προσπάθειές του να καταργήσει τις προστασίες των τρανς ατόμων και τα προγράμματα DEI με το στόχο να σταματήσει τις προσπάθειες «μηχανισμών κοινωνικής χειραγώγησης που επιβάλουν τη φυλή και το φύλο σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής».

Η κατάργηση των προγραμμάτων DEI, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής προσλήψεων στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είναι μια ακόμα επίθεση στη φυλετική δικαιοσύνη. Η επίθεση αυτή στηρίζεται στους αβάσιμους ισχυρισμούς περί «αντίστροφου ρατσισμού κατά των λευκών» οι οποίοι  αποτελούν εδώ και δεκαετίες τον πυρήνα των επιθέσεων που δέχεται η πολιτική των θετικών διακρίσεων [affirmative action, μεροληπτικές δράσεις υποστήριξης των μαύρων και γενικότερα των μελών καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων]. 

Από την ημέρα της Ορκωμοσίας του, ο Τραμπ έχει εκδώσει πολυάριθμα  εκτελεστικά διατάγματα. Ένα από αυτά δηλώνει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αναγνωρίζει μόνο δύο φύλα, που θα ορίζονται από το αν οι άνθρωποι γεννιούνται διαθέτοντας ωάρια ή σπέρμα –όχι με βάση τα χρωμοσώματά τους. Αυτό το διάταγμα έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις τόσο της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης όσο και της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης, που αναγνωρίζουν το φύλο ως φάσμα και όχι ως μια απλή δυαδική κατηγοριοποίηση μόνο αρσενικού και θηλυκού.

Το 2017, ο Τζέσι M. Έρενφελντ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης, είχε υποστηρίξει: «Η προκατάληψη και οι διακρίσεις επηρεάζουν τα τρανς άτομα με πολλούς τρόπους στην καθημερινή τους ζωή, συχνά με τη μορφή σωματικής ή λεκτικής κακοποίησης ή εκφοβισμού».

Η Δεξιά αρέσκεται να γελοιοποιεί το “wokeness”, όμως η καταπολέμηση της κακοποίησης και του εκφοβισμού δεν είναι κοινωνικές υπερβολές αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου. Μια μελέτη από το Williams Institute στη Νομική Σχολή του UCLA βρήκε ότι το 81% των τρανς ενηλίκων στις ΗΠΑ έχει σκεφτεί την αυτοκτονία, το 42% έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και το 56% έχει επιδοθεί σε αυτοτραυματισμούς στη διάρκεια της ζωής του. Αυτά τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τα τρανς άτομα που έχουν δολοφονηθεί ή τραυματιστεί από επιθέσεις μίσους.

Στις 27 Ιανουαρίου, ο Τραμπ έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, απαγορεύοντας την ύπαρξη τρανς άτομων στο στρατό, επικαλούμενος την ύπαρξη μιας «ριζοσπαστικής ιδεολογίας φύλου» και ισχυριζόμενος ότι «μια ψεύτικη “ταυτότητα φύλου” που αποκλίνει από το βιολογικό φύλο ενός ατόμου δεν μπορεί να καλύψει τα αυστηρά πρότυπα που απαιτούνται για τη στρατιωτική υπηρεσία».

-Ενώ στην πρώτη εβδομάδα του Τραμπ στην εξουσία παρακολουθούσαμε  ένα πραγματικό παλιρροϊκό κύμα αντιδραστικών πολιτικών, οι περισσότεροι από τους δεξιούς υποψηφίους του για το υπουργικό συμβούλιο πέρασαν δια περιπάτου τις ακροάσεις στη Γερουσία για την έγκρισή τους.  

Ακόμη και ο Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος παραδέχτηκε ότι πλήρωσε 50.000 δολάρια για να κλείσει το στόμα μιας γυναίκας που τον κατηγόρησε για βιασμό υπό την επήρεια αλκοόλ το 2017 -και ο οποίος επίσης είναι ενάντια στο να επιτρέπεται σε γυναίκες να υπηρετούν σε μάχιμους ρόλους- διορίστηκε υπουργός Άμυνας στις 25 Ιανουαρίου. Η ψήφος του μισογύνη αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς έκρινε την ισοψηφία υπέρ του πρώην τηλεπαρουσιαστή του Fox News.

(καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, έμενε να φανεί αν ο αντι-εμβολιαστής και βασανιστής ζώων Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ θα διοριζόταν Υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών)

Ο «νέος ιμπεριαλισμός» του Τραμπ;

Πολύς κόσμος αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν ο Ντόναλντ Τραμπ όταν, σε μια συνέντευξη Τύπου πριν από την ορκωμοσία του, μίλησε για το ενδεχόμενο αρπαγής της Γροιλανδίας, «ανάκτησης» της Διώρυγας του Παναμά και μετατροπής του Καναδά σε 51η πολιτεία των ΗΠΑ.

Ίσως είναι χαζό να εκλαμβάνουμε οτιδήποτε λέει ο Τραμπ ως διατύπωση κάποιων βασικών αρχών ή πεποιθήσεών. Στην ομιλία της Ορκωμοσίας του, υποσχέθηκε να «πάρει πίσω» τη Διώρυγα του Παναμά, και να κάνει τις ΗΠΑ μια «χώρα που ολοένα και μεγαλώνει… που αυξάνει τον πλούτο μας, επεκτείνει την επικράτειά μας, χτίζει τις πόλεις μας, υψώνει  τις προσδοκίες μας και μεταφέρει τη σημαία μας σε νέους και όμορφους ορίζοντες». Και λίγες μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας, πραγματοποίησε αυτό που ο Economist περιέγραψε ως «άγρια συνομιλία» με την πρωθυπουργό της Δανίας, η οποία επέμεινε ότι η Γροιλανδία (αυτόνομη περιοχή της Δανίας) δεν ήταν προς πώληση.

Δεν υποτίθεται όμως ότι ο Τραμπ είναι υποστηρικτής του «Πρώτα η Αμερική»; Ότι θα αποφύγει παρεμβάσεις και εμπλοκές στο εξωτερικό προκειμένου να ασφαλίσει την αμερικανική «πατρίδα»; Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται σε μια επιφανειακή κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ ή τουλάχιστον του τμήματός της που επέλεξε ο ίδιος να αναδείξει στην προεκλογική του εκστρατεία.

Υπάρχουν πολλά ιστορικά σημεία αναφοράς για αυτά που λέει ο Τραμπ. Κατ’ αρχήν, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ, η οποία είχε πρώτα μια ηπειρωτική εστίαση [«Manifest Destiny», η θεωρία περί  πεπρωμένου των εποίκων να επεκταθούν από τις ανατολικές ακτές ως τις δυτικές] και έπειτα μια περιφερειακή εστίαση στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Πριν αναδειχθούν σε δύναμη στην Ευρασία μέσα από  την παρέμβασή τους στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ είχαν πρώτα εγκαθιδρύσει την ηγεμονία τους στο δυτικό ημισφαίριο, νικώντας την Ισπανία και αρπάζοντας το Πουέρτο Ρίκο, την Κούβα, το Γκουάμ και τις Φιλιππίνες.

Αλλά υπάρχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό προηγούμενο για το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», το οποίο αποτελούσε ένα σημαντικό ιδεολογικό ρεύμα τόσο μέσα στην πολιτική ελίτ των ΗΠΑ όσο και στον πληθυσμό τους στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης τον Δεκέμβριο του 1941, αναπτυσσόταν ένα ισχυρό αίσθημα κατά της επέμβασης των ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό πόλεμο (σε μεγάλο βαθμό αυτό διαποτιζόταν από απόψεις φιλικότητας προς τους Ναζί). Το ρεύμα «Πρώτα η Αμερική» ζητούσε επίσης την ενίσχυση του αμερικανικού στρατού για την υπεράσπιση των ηπειρωτικών ΗΠΑ -μια πολιτική που έγινε γνωστή ως «Αμερική-Φρούριο».

Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ο ακροδεξιός, αντισημίτης  υποψήφιος για την προεδρία Πάτρικ Μπιουκάναν κουβάλησε για λίγο τη δάδα του «Πρώτα η Αμερική». Εκείνα τα χρόνια ο Μπιουκάναν κέρδισε μόνο περιορισμένη μειοψηφική υποστήριξη μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αλλά πολλές από τις θέσεις του κυριαρχούν σήμερα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Τραμπ. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μπιουκάναν το 1990 είχε διατυπώσει συλλογισμούς για μια διευρυμένη Αμερική, η οποία θα ενσωμάτωνε επαρχίες που θα αποσχίζονταν από τον Καναδά και θα αγόραζε τη Γροιλανδία από τη Δανία. Κατέληξε: «Τότε, ο 21ος αιώνας δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο δεύτερος αμερικανικός αιώνας».

Είναι αμφίβολο το αν ο Τραμπ ξέρει το παραμικρό από αυτήν την προϊστορία, όμως σίγουρα τη γνωρίζουν κάποια στελέχη του Σχεδίου 2025. Το Σχέδιο 2025, το πρόγραμμα που κατάρτισε και πρότεινε το  Ίδρυμα Heritage Foundation για τη διακυβέρνηση Τραμπ, σημειώνει ότι οι ΗΠΑ έχουν «ιδιαίτερο συμφέρον» σε ένα «ενωμένο και οικονομικά ευημερούν» δυτικό ημισφαίριο. Επικαλείται τον «συντριπτικό αριθμό σοσιαλιστικών και προοδευτικών καθεστώτων» της περιοχής τα οποία  θεωρεί «απειλές για την ασφάλεια του ημισφαιρίου». Ανακαλώντας το «Δόγμα Μονρόε» [όπου κάθε εξωτερική παρέμβαση στο δυτικό ημισφαίριο θεωρείται επίθεση στις ίδιες τις ΗΠΑ] της δεκαετίας του  1820, προειδοποιεί επανειλημμένα ότι χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής «μετακινούνται ραγδαία στη σφαίρα επιρροής αντι-Αμερικανικών, εξωτερικών κρατικών παραγόντων», όπως η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία. 

Έτσι, η «ανάκτηση» της Διώρυγας του Παναμά και η εκδίωξη της πολυεθνικής εταιρείας με έδρα στο Χονγκ-Κονγκ που εκτελεί μέρος των εργασιών της διώρυγας βάσει σύμβασης με την κυβέρνηση του Παναμά, είναι ασφαλώς σύμφωνη με τον αντικινεζικό προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ (και του Μπάιντεν πριν από αυτόν). Το ψέμα του Τραμπ ότι ο κινεζικός στρατός ελέγχει τη διώρυγα παρέχει το ιδεολογικό προκάλυμμα, με τον ίδιο τρόπο που η παλιά «θεωρία του ντόμινο» χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τις επεμβάσεις των  ΗΠΑ για να αποτρέψουν χώρες από το να πέσουν από την «Κόκκινη Απειλή».

Η εμμονή του Τραμπ με τη Γροιλανδία μπορεί να γίνει κατανοητή με παρόμοιο τρόπο. Το Σχέδιο 2025 προσδιορίζει επίσης τις ΗΠΑ, λόγω της Αλάσκας, ως «Αρκτικό έθνος», το οποίο πρέπει να επιβληθεί επί των «παγκόσμιων ανταγωνιστών, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την εκμετάλλευση της στρατηγικής σημασίας της περιοχής και την απόκτηση πρόσβασης στην αφθονία των φυσικών πόρων της».

Το Σχέδιο 2025 σημειώνει ότι οι βασικοί παγκόσμιοι ανταγωνιστές είναι η Ρωσία και η Κίνα και καλεί σε ενίσχυση των οικονομικών και διπλωματικών δεσμών με τη Γροιλανδία. Αλλά ο Τραμπ, ο οποίος είναι γνωστό ότι διατύπωνε δημόσια τις σκέψεις του να χρησιμοποιήσει τον αμερικανικό στρατό για να αρπάξει πετρελαϊκά κοιτάσματα στη Μέση Ανατολή, σίγουρα δεν θα δίσταζε αν αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει βία για να απλώσει τα χέρια των ΗΠΑ στα ορυκτά του νησιού.

Όπως έγραψε ο αριστερός μελετητής της Λατινικής Αμερικής, Στηβ Έλνερ:

 «Ο Τραμπ υπερασπίστηκε την προσάρτηση της Διώρυγας του Παναμά, του Καναδά και της Γροιλανδίας (η οποία αποτελεί πύλη προς την Αρκτική) επικαλούμενος την ανάγκη να μπλοκάρει την αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στο ημισφαίριο. Η απειλή του Τραμπ να προσαρτήσει επικράτεια μιας κυρίαρχης χώρας λέει πολλά για την πολεμοχαρή νοοτροπία του νέου προέδρου. Αποτελεί επίσης μια αντανάκλαση της απόγνωσης τμημάτων της άρχουσας τάξης και της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ μπροστά στη φθίνουσα οικονομική ισχύ της χώρας. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ο Τραμπ στοχοποιεί την Κίνα, τη στιγμή που παίζει τον ειρηνοποιό μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, είναι οικονομικός».

Η Κίνα έχει εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την θέση του κορυφαίου εμπορικού εταίρου της Λατινικής Αμερικής. Και οι ΗΠΑ επιθυμούν να αντιστρέψουν αυτήν τη πτώση. Το αν οι πολεμοχαρείς κινήσεις του Τραμπ θα το πετύχουν αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η Γροιλανδία και ο Παναμάς, όπως και οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, Καναδάς και Δανία, δεν πρόκειται να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια καθώς οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να τους μετατρέψουν σε αμερικανικές αποικίες. Το τελικό αποτέλεσμα της μεγαλοστομίας του Τραμπ μπορεί να είναι μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων υπαρκτών σχέσεων, όπως συνέβη με τις διακοσμητικές αλλαγές στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής [που μετονομάστηκε Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά] την οποία ο Τραμπ συνήθιζε να καταγγέλλει τακτικά ως καταστροφική κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2016.

Αλλά το γεγονός ότι ένας πρόεδρος των ΗΠΑ υιοθετεί ανοιχτά μια  ρητορική και προτείνει πολιτικές που αποτελούν επιστροφή στο 1898 [έτος έναρξης του πολέμου με την Ισπανία που εγκαθίδρυσε την αμερικανική ηγεμονία στο δυτικό ημισφαίριο], θα πρέπει να λειτουργήσει ως κάλεσμα αφύπνισης για τους αντιιμπεριαλιστές παντού.

Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση του Δημοκρατικού Κόμματος είναι σιωπηλή και η ανάγκη για μια επαναστατική αριστερά δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη

Στις 27 Ιανουαρίου, ανακοινώνοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ  αναστέλλει κρατικές επιδοτήσεις και δάνεια ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι να ολοκληρωθεί μια ιδεολογική επανεξέταση των ομοσπονδιακών δαπανών, ο Μάθιου Βέιθ, αναπληρωτής διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού, ισχυρίστηκε ότι η «woke κουλτούρα» είναι μείζον πρόβλημα: «Η χρήση ομοσπονδιακών πόρων για την προώθηση πολιτικών κοινωνικής χειραγώγησης στην κατεύθυνση της μαρξιστικής ισότητας, της  διεμφυλικότητας και του Πράσινου New Deal, είναι μια σπατάλη χρημάτων των φορολογούμενων που δεν βελτιώνει τις ζωές αυτών που υπηρετούμε». 

Όσο παράλογος κι αν είναι αυτός ο ισχυρισμός, οι φωνές που στρέφονται εναντίον του στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι αναμφισβήτητα υποτονικές.

Η αντιπολίτευση του Δημοκρατικού Κόμματος στις επιθέσεις του Τραμπ υπήρξε -στην καλύτερη περίπτωση- συγκρατημένη: όχι μόνο στο Κογκρέσο, αλλά και στις Πολιτείες και τους Δήμους που ελέγχουν οι Δημοκρατικοί. Όπως σημείωσε ο Κούτνερ για την απάντησή τους στις επιθετικές επιδρομές του ICE ενάντια στους μετανάστες: «Παρά τις γενναίες κουβέντες για πόλεις-άσυλα, οι πολιτειακοί και τοπικοί αξιωματούχοι δεν συνεργάζονται [με την ICE] αλλά ούτε και αντιστέκονται. Οι πολίτες που προσπαθούν να προσφέρουν καταφύγιο  στους στόχους αυτών των επιδρομών, κινδυνεύουν οι ίδιοι με σύλληψη».

Οι Δημοκρατικοί διέψευσαν μόνοι τους τον ισχυρισμό ότι εναντιώνονται πραγματικά στις επιθέσεις του Τραμπ –ακριβώς επειδή τις τελευταίες δεκαετίες άνοιξαν το δρόμο για τις δρακόντειες πολιτικές του. Η επείγουσα κοινωνική κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν μπορεί να επιλυθεί από τους πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος.

Ούτε θα επιλυθεί στις αίθουσες των δικαστηρίων -εκτός αν υπάρξει τεράστια εξωτερική πίεση με τη μορφή μαζικών διαδηλώσεων.

Η αυτοπεποίθηση των ακροδεξιών ανεβαίνει και η αντίσταση απέναντί τους ποτέ δεν υπήρξε πιο επείγουσα. Αυτή τη στιγμή, η αριστερά στις ΗΠΑ βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση, λειτουργώντας κυρίως μέσα από το Δημοκρατικό Κόμμα με την μάταιη ελπίδα ότι «μπορεί να το αλλάξει από τα μέσα».

Ταυτόχρονα, μια νέα γενιά ριζοσπαστικοποιείται από τις αντιφάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω. Η ελπίδα για το μέλλον βρίσκεται σε αυτήν τη γενιά -και στη δημιουργία μιας νέας επαναστατικής αριστεράς.

Ετικέτες