Για μια καινούρια φορά, με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργικός λόγος προς τις «παραγωγικές τάξεις», προγραμματίζεται να είναι επικεντρωμένος κυρίαρχα στην προαγωγή της οικονομικής «ανάπτυξης», μετά την πολυετή ύφεση, στο ξεδίπλωμα της «υγιούς» επιχειρηματικότητας.

Άλλωστε στην σημερινή περίοδο οι κοινωνικές εξαγγελίες βελτίωσης της εργασίας και ζωής των λαϊκών τάξεων έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί από το προσκήνιο: Στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα αστικά μνημονιακά κόμματα, αποφεύγοντας οποιανδήποτε φιλολαϊκή εξαγγελία, καταφεύγουν στην μυθοποίηση της «ανάπτυξης», η οποία εφόσον υλοποιηθεί, θα διαμορφώσει και ορισμένους όρους για την πραγματοποίηση στοιχειωδών κοινωνικών δαπανών. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει μια κατίσχυση της αστικής οικονομικής πολιτικής, που απαλλάσσεται πλέον από την ανάγκη να συνδυαστεί με μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, και εναποθέτει κάθε προσδοκία στην «ανάπτυξη» της οικονομίας. Πρόκειται για αντιλήψεις τόσο ισχυρές και «αυτονόητες» που φτάνουν να διαπεράσουν και τους προσανατολισμούς ακόμη και πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς.

«Ανάπτυξη» για την ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού ;

Αυτό γίνεται γιατί εκτιμάται από όλες τις πλευρές ότι η ελληνική παραγωγική δραστηριότητα έχει υποστεί σαφή υποχώρηση στην τελευταία οκταετία της καπιταλιστικής κρίσης, και άρα οποιαδήποτε οδός διαφυγής από αυτήν χρειάζεται να εστιάζεται πρωταρχικά στην «ανάπτυξη». Το ζήτημα είναι που αποδίδεται αυτή η αδιαμφισβήτητη παραγωγική καταστροφή (μείωση του ΑΕΠ αθροιστικά κατά 25%, υπερμεγέθης ανάπτυξη της ανεργίας κλπ.). Όλες οι πολιτικές αντιλήψεις επιχειρούν να εντοπίσουν τα αίτια αυτής της «από – ανάπτυξης» είτε στα παραδοσιακά χρόνια «διαρθρωτικά προβλήματα» της ελληνικής οικονομίας, είτε στα φαινόμενα «διαφθοράς και διαπλοκής» που συνέδεαν την επιχειρηματική δραστηριότητα με το κράτος και τα ΜΜΕ, είτε γενικά και αόριστα στις συνέπειες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008, είτε στις «άφρονες» πολιτικές πάντοτε των προηγούμενων κυβερνήσεων κλπ. Σε καμία περίπτωση η αστική οικονομική επιχειρηματολογία δεν αναζητά τους παράγοντες της ύφεσης στα ίδια τα δικά της παραγωγικά και ταξικά δεδομένα.

          Απεναντίας οι αφετηρίες της παραγωγικής ύφεσης δεν μπορούν παρά να αναζητηθούν στην ίδια τη δομή και λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στην άσκηση των μνημονιακών πολιτικών (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ). Ήταν καθαρά η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, η μείωση της επιχειρηματικής κερδοφορίας, τα ζημιογόνα αποτελέσματα που προέκυψαν, που έθεσαν σε κίνηση τη λειτουργία των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης, δηλαδή στην καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, στο κλείσιμο εκατοντάδων μεγάλων εργοστασίων και επιχειρήσεων. Και είναι παράλληλα η αστική μνημονιακή πολιτική των δημοσιονομικών περικοπών και της εισοδηματικής αποψίλωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, που επέτεινε αυτή τη διαδικασία, κυρίως μέσα από την κατακόρυφη μείωση της λαϊκής κατανάλωσης.

          Κατά συνέπεια η επίκληση της προσέλκυσης επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, που επαναλαμβάνει σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας στην ίδια τροχιά των προηγούμενων μνημονιακών  κυβερνήσεων, εφόσον επιχειρείται να ασκηθεί με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανενός είδους «ανάπτυξη», ακόμη και καθαρά αστικού τύπου. Γιατί αφενός η οποιαδήποτε καινούρια επένδυση, προκειμένου να αναπτυχθεί και να έχει αποτελέσματα στην παραγωγή προϊόντων και στην προσφορά υπηρεσιών, χρειάζεται να διαθέτει ένα επαρκές πεδίο καταναλωτικής ζήτησης. Πώς όμως μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο πλαίσιο αυξημένης ζήτησης, όταν εξ ορισμού η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει την εφαρμογή και των τριών μνημονίων αθροιστικά, που συρρικνώνουν τα μέγιστα τη ζήτηση, με την επιβολή της εισοδηματικής λιτότητας ;

          Αφετέρου, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων έχει πλήξει όλους σχεδόν ανεξαίρετα τους κλάδους της οικονομίας, με το κλείσιμο εργοστασίων στη χαλυβουργεία, στη βιομηχανία τροφίμων, στην κλωστοϋφαντουργία, στην παραγωγή επίπλων, στα δομικά υλικά κλπ. Σ’ αυτά τα πλαίσια έχουν εκκαθαριστεί πάγια κεφάλαια και ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις, λόγω ανεπαρκούς αποδοτικότητας του κεφαλαίου και συρρίκνωσης της ζήτησης : Συνεπώς η εκ νέου πραγματοποίηση επενδύσεων στους παραγωγικούς αυτούς κλάδους, είναι άνευ αντικειμένου, εφόσον πολλές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν έχουν κλείσει ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους. Η «ανάπτυξη» έτσι για την οποία γίνεται λόγος εν μπορεί να διεκπεραιωθεί από τους ίδιους τους καπιταλιστικούς επιχειρηματικούς φορείς που έχουν προκαλέσει την καταστροφή.

          Έτσι η μυθολογία του πολιτικού λόγου της κυβέρνησης για την «ανάπτυξη» δεν έχει να κάνει με μεγέθυνση του ΑΕΠ, με την αύξηση της απασχόλησης,  με την ικανοποίηση στοιχειωδών λαϊκών αναγκών, με τη διεύρυνση των δημοσιονομικών φορολογικών εσόδων. Η πραγματική επιδίωξη της αστικής τάξης είναι η σταθεροποίηση και διεύρυνση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, μέσα από την συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών εισοδηματικής λιτότητας και απορρύθμισης και σταθερού επιπέδου υψηλής ανεργίας, ως κοινωνικού εργαλείου καθυπόταξης της ενεργού εργατικής τάξης, όσο και αποδιάρθρωσης των ίδιων των ανέργων. Αυτού του είδους την «ανάπτυξη» επιδιώκει να προωθήσει η κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, και σ’ αυτή την κατεύθυνση παρέχει «γη και ύδωρ» στην επιχειρηματική εργοδοσία μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο : Πυκνές φορολογικές απαλλαγές, κάλυψη του μισθολογικού κόστους προσωπικού, ισχυρά φορολογικά κίνητρα και απαλλαγές κλπ. Αυτή η «ανάπτυξη» με ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, συνοδευόμενη από μαζική ανεργία, επενδυτική στασιμότητα, και ευρύτερη κοινωνική «υπανάπτυξη» είναι που ευαγγελίζεται η σημερινή τρίτη κατά σειρά μνημονιακή κυβέρνηση.

Προτεραιότητα των σχέσεων παραγωγής έναντι των παραγωγικών δυνάμεων

          Πέρα από αυτά, στα ίδια τα πλαίσια του ελληνικού αριστερού κινήματος, προβάλλεται μια διαφορετική οπτική για την «ανάπτυξη», που ωστόσο όμως δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από τον οικονομισμό, δηλαδή την με κάθε τρόπο ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως προϋπόθεσης μιας απομακρυσμένης στο μέλλον αλλαγής των αστικών σχέσεων παραγωγής. Η αντίληψη αυτή ξεκινά από τονισχυρισμό ότι η σημερινή κρίση έχει στην αφετηρία της τη λειτουργία της ευρωζώνης, και ως εκ τούτου επιδιώκει πρωτίστως και κυρίαρχα το Grexit, όπως ακριβώς στην Βρετανία κυριάρχησε το Brexit. Η πρωταρχική επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα δώσει τη δυνατότητα παροχής ρευστότητας στην οικονομία, θα προμηθεύσει κατάλληλα κεφάλαια για την πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων επενδύσεων, θα εξασφαλίσει πόρους για την στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, θα δώσει τη δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος πράγμα που θα ενισχύσει τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής παραγωγής κλπ. Έτσι θα επέλθει η δρομολόγηση μιας ανάταξης της «εθνικής» οικονομίας, που θα αυξήσει την εισοδηματική πίτα και έτσι θα καταστήσει δυνατή και την εφαρμογή μιας ορισμένης αναδιανεμητικής πολιτικής.

          Εντούτοις τέτοιου είδους μέτρα, ακόμη και αν έχουν επιτυχία από την άποψη της υλοποίησής τους, δεν καταλήγουν σε καμιά κοινωνική αλλαγή, όπως π.χ. η πλήρης αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, η δραστική φορολόγηση της επιχειρηματικής κερδοφορίας, ο εργατικός έλεγχος στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις κλπ. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η ελληνική αστική τάξη είναι απόλυτα ενσωματωμένη στη λειτουργία της ευρωζώνης, και είναι προφανώς το λιγότερο απρόθυμη να προάγει την «εθνικά ανεξάρτητη» οικονομική «ανάπτυξη» της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η αποχώρηση από την ευρωζώνη γίνει χωρίς ιδιαίτερες οπισθοδρομήσεις, ακόμη και αν παραχθούν τέτοιου είδους αναπτυξιακά αποτελέσματα, δεν θα πρόκειται  παρά για την προαγωγή της εθνικής καπιταλιστικής «ανάπτυξης», που καταλήγει στην ισχυροποίηση της θέσης και της εξουσίας του κεφαλαίου, ωστόσο με ένα αυτοδύναμο εθνικό νόμισμα και μια αυτοτελή δημοσιονομική πολιτική, όπως συνέβη ακριβώς σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.

          Απεναντίας η σημερινή κρίση δεν έχει προέλθει από τη λειτουργία της ζώνης του ευρώ, αλλά από την έκρηξη της παρατεταμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτή οδήγησε στο κλείσιμο επιχειρήσεων και στην εκτίναξη της ανεργίας, αυτή επέβαλε την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής για την μείωση του εργατικού κόστους για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Άλλωστε στην δεκαετία πριν από την έναρξη εφαρμογής των μνημονίων (2000 – 10), όπου η ελληνική οικονομία είχε ενταχθεί στην ΟΝΕ, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε μια περίοδο ισχυρής κερδοφορίας, σταδιακής μεγέθυνσης των παγίων και του κύκλου εργασιών του, της συσσώρευσης του κεφαλαίου, υψηλών ρυθμών «ανάπτυξης». Η παρέμβαση των οργάνων της ευρωζώνης έγινε με αφετηρία τον υπερδανεισμό του αστικού κράτους, για λογαριασμό της καπιταλιστικής κυριαρχίας, και με μετακύλιση του κόστους αποπληρωμής στους ώμους των λαϊκών τάξεων (μνημόνια). Κατά συνέπεια οι επικαθορισμοί της ζώνης του ευρώ στην ελληνική οικονομία ήταν παράγωγοι αφενός της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και αφετέρου του υπέρμετρου δανεισμού των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Εξού και η επιβολή των τριών συνεχών μνημονίων αποσκοπούσε παράλληλα και στην διασφάλιση των κερδοσκοπικών όρων αποπληρωμής των δανειστών (δημοσιονομική λιτότητα, λαϊκή και μικροαστική υπερφορολόγηση) αλλά και στην επιβολή μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας (μειώσεις μισθών και συντάξεων, κατάργηση κοινωνικού κράτους) για την επίτευξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης από την κρίση.

          Αυτοί είναι οι λόγοι που για τους οποίους η μονοδιάστατη πραγματοποίηση ενός Grexit, ακόμη και στην περίπτωση που θα συνοδεύεται από εθνικοποίηση τραπεζών, στήριξη του μικρομεσαίου καπιταλισμού, διασφάλιση ρευστότητας, κατοχύρωση ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής κλπ., μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια οικονομική ανάκαμψη, αυτή ωστόσο δεν θα είναι παρά μια εθνική καπιταλιστική «ανάπτυξη», δηλαδή μια υλική αποτύπωση του οικονομισμού (πρώτα «ανάπτυξη» και μετά κοινωνική αλλαγή). Άρα η αποχώρηση από την ζώνη του ευρώ αποκτά λαϊκό ριζοσπαστικό περιεχόμενο, στο μέτρο που συνδυάζεται με την άμεση κατάργηση του συνόλου των εφαρμοστικών νόμων των μνημονίων, πράγμα που για να ικανοποιηθεί απαιτεί την άμεση έναρξη της εκ βάθρων σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε η όποια «ανάπτυξη» επιτευχθεί να είναι αποτέλεσμα μιας βαθειάς σοσιαλιστικής κοινωνικής αλλαγής. Δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο «ενδιάμεσο στάδιο» ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική ανατροπή ( = ακύρωση των μνημονίων ), και στην έναρξη της διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όπως είναι η  αυτόνομη καπιταλιστική ανάπτυξη με εθνική ανεξαρτησία και νόμισμα (και μετά σε κάποιο απόμακρο μέλλον η «προοπτική» του σοσιαλισμού).

          Σε κάθε περίπτωση η ανάκαμψη της «ανάπτυξης» στην αστική εκδοχή της κυβερνητικής πολιτικής, δεν είναι εφικτή γιατί η πραγματοποίησή της ανακυκλώνει την εισοδηματική λιτότητα, τις μνημονιακές ρυθμίσεις, τις συνεχιζόμενες συνέπειες της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης. Αλλά και αν είναι εφικτή σε μια ορισμένη προοπτική διαζυγίου από την ευρωζώνη και αυτοτελούς άσκησης νομισματικής πολιτικής, θα συνεχίσει να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια προοπτική ανάπτυξης των (καπιταλιστικών) παραγωγικών δυνάμεων και αναστολής μετασχηματισμού των (αστικών) παραγωγικών σχέσεων. Μόνον η σοσιαλιστική αναδιοργάνωση είναι σε θέση να επιτύχει και την άμεση αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης (πλήρης επαναφορά μισθών και συντάξεων, αξιοπρεπή επιδόματα ανεργίας για το σύνολο των ανέργων, δημόσιες υπηρεσίες παροχής κοινωνικών αγαθών κ.α.), αλλά και την ισχυρή παραγωγική ανάταση, με την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από την κυριαρχία των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων.

          Χρειάζεται επιτέλους ως Αριστερά στην κάθε μας εκδοχή (ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική, εργατική, ταξική κλπ.), να αποτινάξουμε την πολύχρονη κυριαρχία του οικονομισμού που μας βαρύνει από την περίοδο ήδη του μεσοπολέμου, να αντιληφθούμε ότι ο ρόλος μας δεν είναι να ανατάξουμε την οικονομία από τα πλήγματα που έχει επιφέρει η κρίση υπερσυσσώρευσης και τα μνημόνια, η ευρωζώνη και η ελληνική αστική τάξη, παραπέμποντας την κοινωνική αλλαγή στις ελληνικές καλένδες (η «προοπτική» του σοσιαλισμού και όχι η άμεση επικαιρότητά του), αλλά ακριβώς μέσα στις συνθήκες της κρίσης, της εξαθλίωσης, της απονομιμοποίησης, να προβάλουμε τη μόνη λύση που είναι πραγματικά εφικτή και αναγκαία, αυτή της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας μας. Ο οικονομισμός, κύρια ιδεολογική και προγραμματική κατεύθυνση της Αριστεράς του 20ου αιώνα (υπαρκτός σοσιαλισμός, πλειονότητα δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων), βρίσκεται κυριολεκτικά στην αφετηρία της  ιστορικής της κατάρρευσης, και δεν μπορεί να επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για την ριζοσπαστική απάντηση στα ζωτικά κοινωνικά ζητήματα που ορθώνονται μπροστά μας σ’ αυτή την αρχή του 21ου αιώνα.

Ετικέτες