Για μια καινούρια φορά, με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ, ο πρωθυπουργικός λόγος προς τις «παραγωγικές τάξεις», προγραμματίζεται να είναι επικεντρωμένος κυρίαρχα στην προαγωγή της οικονομικής «ανάπτυξης», μετά την πολυετή ύφεση, στο ξεδίπλωμα της «υγιούς» επιχειρηματικότητας.

Άλ­λω­στε στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο οι κοι­νω­νι­κές εξαγ­γε­λί­ες βελ­τί­ω­σης της ερ­γα­σί­ας και ζωής των λαϊ­κών τά­ξε­ων έχουν ου­σια­στι­κά εξα­φα­νι­στεί από το προ­σκή­νιο: Στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων, τα αστι­κά μνη­μο­νια­κά κόμ­μα­τα, απο­φεύ­γο­ντας οποιαν­δή­πο­τε φι­λο­λαϊ­κή εξαγ­γε­λία, κα­τα­φεύ­γουν στην μυ­θο­ποί­η­ση της «ανά­πτυ­ξης», η οποία εφό­σον υλο­ποι­η­θεί, θα δια­μορ­φώ­σει και ορι­σμέ­νους όρους για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση στοι­χειω­δών κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών. Αυτό το γε­γο­νός κα­τα­δει­κνύ­ει μια κα­τί­σχυ­ση της αστι­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής, που απαλ­λάσ­σε­ται πλέον από την ανά­γκη να συν­δυα­στεί με μέτρα κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας, και ενα­πο­θέ­τει κάθε προσ­δο­κία στην «ανά­πτυ­ξη» της οι­κο­νο­μί­ας. Πρό­κει­ται για αντι­λή­ψεις τόσο ισχυ­ρές και «αυ­το­νό­η­τες» που φτά­νουν να δια­πε­ρά­σουν και τους προ­σα­να­το­λι­σμούς ακόμη και πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών της Αρι­στε­ράς.

«Ανά­πτυ­ξη» για την ανά­καμ­ψη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού ;

Αυτό γί­νε­ται γιατί εκτι­μά­ται από όλες τις πλευ­ρές ότι η ελ­λη­νι­κή πα­ρα­γω­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα έχει υπο­στεί σαφή υπο­χώ­ρη­ση στην τε­λευ­ταία οκτα­ε­τία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, και άρα οποια­δή­πο­τε οδός δια­φυ­γής από αυτήν χρειά­ζε­ται να εστιά­ζε­ται πρω­ταρ­χι­κά στην «ανά­πτυ­ξη». Το ζή­τη­μα είναι που απο­δί­δε­ται αυτή η αδιαμ­φι­σβή­τη­τη πα­ρα­γω­γι­κή κα­τα­στρο­φή (μεί­ω­ση του ΑΕΠ αθροι­στι­κά κατά 25%, υπερ­με­γέ­θης ανά­πτυ­ξη της ανερ­γί­ας κλπ.). Όλες οι πο­λι­τι­κές αντι­λή­ψεις επι­χει­ρούν να εντο­πί­σουν τα αίτια αυτής της «από – ανά­πτυ­ξης» είτε στα πα­ρα­δο­σια­κά χρό­νια «διαρ­θρω­τι­κά προ­βλή­μα­τα» της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, είτε στα φαι­νό­με­να «δια­φθο­ράς και δια­πλο­κής» που συ­νέ­δε­αν την επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα με το κρά­τος και τα ΜΜΕ, είτε γε­νι­κά και αό­ρι­στα στις συ­νέ­πειες της διε­θνούς χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής κρί­σης που ξέ­σπα­σε το 2008, είτε στις «άφρο­νες» πο­λι­τι­κές πά­ντο­τε των προη­γού­με­νων κυ­βερ­νή­σε­ων κλπ. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση η αστι­κή οι­κο­νο­μι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία δεν ανα­ζη­τά τους πα­ρά­γο­ντες της ύφε­σης στα ίδια τα δικά της πα­ρα­γω­γι­κά και τα­ξι­κά δε­δο­μέ­να.

          Απε­να­ντί­ας οι αφε­τη­ρί­ες της πα­ρα­γω­γι­κής ύφε­σης δεν μπο­ρούν παρά να ανα­ζη­τη­θούν στην ίδια τη δομή και λει­τουρ­γία των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής και στην άσκη­ση των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ). Ήταν κα­θα­ρά η κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, η μεί­ω­ση της επι­χει­ρη­μα­τι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, τα ζη­μιο­γό­να απο­τε­λέ­σμα­τα που προ­έ­κυ­ψαν, που έθε­σαν σε κί­νη­ση τη λει­τουρ­γία των εκ­κα­θα­ρι­στι­κών μη­χα­νι­σμών της κρί­σης, δη­λα­δή στην κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, στο κλεί­σι­μο εκα­το­ντά­δων με­γά­λων ερ­γο­στα­σί­ων και επι­χει­ρή­σε­ων. Και είναι πα­ράλ­λη­λα η αστι­κή μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή των δη­μο­σιο­νο­μι­κών πε­ρι­κο­πών και της ει­σο­δη­μα­τι­κής απο­ψί­λω­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων και των συ­ντα­ξιού­χων, που επέ­τει­νε αυτή τη δια­δι­κα­σία, κυ­ρί­ως μέσα από την κα­τα­κό­ρυ­φη μεί­ω­ση της λαϊ­κής κα­τα­νά­λω­σης.

          Κατά συ­νέ­πεια η επί­κλη­ση της προ­σέλ­κυ­σης επεν­δύ­σε­ων στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, που επα­να­λαμ­βά­νει σή­με­ρα η κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, συ­νε­χί­ζο­ντας στην ίδια τρο­χιά των προη­γού­με­νων μνη­μο­νια­κών  κυ­βερ­νή­σε­ων, εφό­σον επι­χει­ρεί­ται να ασκη­θεί με τα υπάρ­χο­ντα δε­δο­μέ­να, δεν μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε κα­νε­νός εί­δους «ανά­πτυ­ξη», ακόμη και κα­θα­ρά αστι­κού τύπου. Γιατί αφε­νός η οποια­δή­πο­τε και­νού­ρια επέν­δυ­ση, προ­κει­μέ­νου να ανα­πτυ­χθεί και να έχει απο­τε­λέ­σμα­τα στην πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων και στην προ­σφο­ρά υπη­ρε­σιών, χρειά­ζε­ται να δια­θέ­τει ένα επαρ­κές πεδίο κα­τα­να­λω­τι­κής ζή­τη­σης. Πώς όμως μπο­ρεί να δια­μορ­φω­θεί ένα τέ­τοιο πλαί­σιο αυ­ξη­μέ­νης ζή­τη­σης, όταν εξ ορι­σμού η κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή συ­νε­χί­ζει την εφαρ­μο­γή και των τριών μνη­μο­νί­ων αθροι­στι­κά, που συρ­ρι­κνώ­νουν τα μέ­γι­στα τη ζή­τη­ση, με την επι­βο­λή της ει­σο­δη­μα­τι­κής λι­τό­τη­τας ;

          Αφε­τέ­ρου, η κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων έχει πλή­ξει όλους σχε­δόν ανε­ξαί­ρε­τα τους κλά­δους της οι­κο­νο­μί­ας, με το κλεί­σι­μο ερ­γο­στα­σί­ων στη χα­λυ­βουρ­γεία, στη βιο­μη­χα­νία τρο­φί­μων, στην κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γία, στην πα­ρα­γω­γή επί­πλων, στα δο­μι­κά υλικά κλπ. Σ’ αυτά τα πλαί­σια έχουν εκ­κα­θα­ρι­στεί πάγια κε­φά­λαια και ζω­ντα­νές πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις, λόγω ανε­παρ­κούς απο­δο­τι­κό­τη­τας του κε­φα­λαί­ου και συρ­ρί­κνω­σης της ζή­τη­σης : Συ­νε­πώς η εκ νέου πραγ­μα­το­ποί­η­ση επεν­δύ­σε­ων στους πα­ρα­γω­γι­κούς αυ­τούς κλά­δους, είναι άνευ αντι­κει­μέ­νου, εφό­σον πολ­λές επι­χει­ρή­σεις που λει­τουρ­γού­σαν έχουν κλεί­σει ακρι­βώς γι’ αυ­τούς τους λό­γους. Η «ανά­πτυ­ξη» έτσι για την οποία γί­νε­ται λόγος εν μπο­ρεί να διεκ­πε­ραιω­θεί από τους ίδιους τους κα­πι­τα­λι­στι­κούς επι­χει­ρη­μα­τι­κούς φο­ρείς που έχουν προ­κα­λέ­σει την κα­τα­στρο­φή.

          Έτσι η μυ­θο­λο­γία του πο­λι­τι­κού λόγου της κυ­βέρ­νη­σης για την «ανά­πτυ­ξη» δεν έχει να κάνει με με­γέ­θυν­ση του ΑΕΠ, με την αύ­ξη­ση της απα­σχό­λη­σης,  με την ικα­νο­ποί­η­ση στοι­χειω­δών λαϊ­κών ανα­γκών, με τη διεύ­ρυν­ση των δη­μο­σιο­νο­μι­κών φο­ρο­λο­γι­κών εσό­δων. Η πραγ­μα­τι­κή επι­δί­ω­ξη της αστι­κής τάξης είναι η στα­θε­ρο­ποί­η­ση και διεύ­ρυν­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας των επι­χει­ρή­σε­ων του εται­ρι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, μέσα από την συ­νέ­χι­ση των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών ει­σο­δη­μα­τι­κής λι­τό­τη­τας και απορ­ρύθ­μι­σης και στα­θε­ρού επι­πέ­δου υψη­λής ανερ­γί­ας, ως κοι­νω­νι­κού ερ­γα­λεί­ου κα­θυ­πό­τα­ξης της ενερ­γού ερ­γα­τι­κής τάξης, όσο και απο­διάρ­θρω­σης των ίδιων των ανέρ­γων. Αυτού του εί­δους την «ανά­πτυ­ξη» επι­διώ­κει να προ­ω­θή­σει η κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και σ’ αυτή την κα­τεύ­θυν­ση πα­ρέ­χει «γη και ύδωρ» στην επι­χει­ρη­μα­τι­κή ερ­γο­δο­σία μέσα από τον ανα­πτυ­ξια­κό νόμο : Πυ­κνές φο­ρο­λο­γι­κές απαλ­λα­γές, κά­λυ­ψη του μι­σθο­λο­γι­κού κό­στους προ­σω­πι­κού, ισχυ­ρά φο­ρο­λο­γι­κά κί­νη­τρα και απαλ­λα­γές κλπ. Αυτή η «ανά­πτυ­ξη» με ενί­σχυ­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, συ­νο­δευό­με­νη από μα­ζι­κή ανερ­γία, επεν­δυ­τι­κή στα­σι­μό­τη­τα, και ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή «υπα­νά­πτυ­ξη» είναι που ευαγ­γε­λί­ζε­ται η ση­με­ρι­νή τρίτη κατά σειρά μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση.

Προ­τε­ραιό­τη­τα των σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής ένα­ντι των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων

          Πέρα από αυτά, στα ίδια τα πλαί­σια του ελ­λη­νι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, προ­βάλ­λε­ται μια δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή για την «ανά­πτυ­ξη», που ωστό­σο όμως δύ­σκο­λα μπο­ρεί να ξε­φύ­γει από τον οι­κο­νο­μι­σμό, δη­λα­δή την με κάθε τρόπο ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων ως προ­ϋ­πό­θε­σης μιας απο­μα­κρυ­σμέ­νης στο μέλ­λον αλ­λα­γής των αστι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής. Η αντί­λη­ψη αυτή ξε­κι­νά από το­νι­σχυ­ρι­σμό ότι η ση­με­ρι­νή κρίση έχει στην αφε­τη­ρία της τη λει­τουρ­γία της ευ­ρω­ζώ­νης, και ως εκ τού­του επι­διώ­κει πρω­τί­στως και κυ­ρί­αρ­χα το Grexit, όπως ακρι­βώς στην Βρε­τα­νία κυ­ριάρ­χη­σε το Brexit. Η πρω­ταρ­χι­κή επι­στρο­φή στο εθνι­κό νό­μι­σμα θα δώσει τη δυ­να­τό­τη­τα πα­ρο­χής ρευ­στό­τη­τας στην οι­κο­νο­μία, θα προ­μη­θεύ­σει κα­τάλ­λη­λα κε­φά­λαια για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση με­γά­λων δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων, θα εξα­σφα­λί­σει πό­ρους για την στή­ρι­ξη των μι­κρών και με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, θα δώσει τη δυ­να­τό­τη­τα υπο­τί­μη­σης του εθνι­κού νο­μί­σμα­τος πράγ­μα που θα ενι­σχύ­σει τον εξα­γω­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό της ελ­λη­νι­κής πα­ρα­γω­γής κλπ. Έτσι θα επέλ­θει η δρο­μο­λό­γη­ση μιας ανά­τα­ξης της «εθνι­κής» οι­κο­νο­μί­ας, που θα αυ­ξή­σει την ει­σο­δη­μα­τι­κή πίτα και έτσι θα κα­τα­στή­σει δυ­να­τή και την εφαρ­μο­γή μιας ορι­σμέ­νης ανα­δια­νε­μη­τι­κής πο­λι­τι­κής.

          Εντού­τοις τέ­τοιου εί­δους μέτρα, ακόμη και αν έχουν επι­τυ­χία από την άποψη της υλο­ποί­η­σής τους, δεν κα­τα­λή­γουν σε καμιά κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή, όπως π.χ. η πλή­ρης απο­κα­τά­στα­ση μι­σθών, συ­ντά­ξε­ων, η δρα­στι­κή φο­ρο­λό­γη­ση της επι­χει­ρη­μα­τι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, ο ερ­γα­τι­κός έλεγ­χος στις κα­πι­τα­λι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις κλπ. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μά­λι­στα που η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη είναι από­λυ­τα εν­σω­μα­τω­μέ­νη στη λει­τουρ­γία της ευ­ρω­ζώ­νης, και είναι προ­φα­νώς το λι­γό­τε­ρο απρό­θυ­μη να προ­ά­γει την «εθνι­κά ανε­ξάρ­τη­τη» οι­κο­νο­μι­κή «ανά­πτυ­ξη» της χώρας. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, ακόμη και αν η απο­χώ­ρη­ση από την ευ­ρω­ζώ­νη γίνει χωρίς ιδιαί­τε­ρες οπι­σθο­δρο­μή­σεις, ακόμη και αν πα­ρα­χθούν τέ­τοιου εί­δους ανα­πτυ­ξια­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, δεν θα πρό­κει­ται  παρά για την προ­α­γω­γή της εθνι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής «ανά­πτυ­ξης», που κα­τα­λή­γει στην ισχυ­ρο­ποί­η­ση της θέσης και της εξου­σί­ας του κε­φα­λαί­ου, ωστό­σο με ένα αυ­το­δύ­να­μο εθνι­κό νό­μι­σμα και μια αυ­το­τε­λή δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή, όπως συ­νέ­βη ακρι­βώς σε προη­γού­με­νες ιστο­ρι­κές πε­ριό­δους.

          Απε­να­ντί­ας η ση­με­ρι­νή κρίση δεν έχει προ­έλ­θει από τη λει­τουρ­γία της ζώνης του ευρώ, αλλά από την έκρη­ξη της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου. Αυτή οδή­γη­σε στο κλεί­σι­μο επι­χει­ρή­σε­ων και στην εκτί­να­ξη της ανερ­γί­ας, αυτή επέ­βα­λε την εφαρ­μο­γή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής για την μεί­ω­ση του ερ­γα­τι­κού κό­στους για την ανά­καμ­ψη της κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου. Άλ­λω­στε στην δε­κα­ε­τία πριν από την έναρ­ξη εφαρ­μο­γής των μνη­μο­νί­ων (2000 – 10), όπου η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία είχε εντα­χθεί στην ΟΝΕ, ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός είχε μια πε­ρί­ο­δο ισχυ­ρής κερ­δο­φο­ρί­ας, στα­δια­κής με­γέ­θυν­σης των πα­γί­ων και του κύ­κλου ερ­γα­σιών του, της συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, υψη­λών ρυθ­μών «ανά­πτυ­ξης». Η πα­ρέμ­βα­ση των ορ­γά­νων της ευ­ρω­ζώ­νης έγινε με αφε­τη­ρία τον υπερ­δα­νει­σμό του αστι­κού κρά­τους, για λο­γα­ρια­σμό της κα­πι­τα­λι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, και με με­τα­κύ­λι­ση του κό­στους απο­πλη­ρω­μής στους ώμους των λαϊ­κών τά­ξε­ων (μνη­μό­νια). Κατά συ­νέ­πεια οι επι­κα­θο­ρι­σμοί της ζώνης του ευρώ στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία ήταν πα­ρά­γω­γοι αφε­νός της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, και αφε­τέ­ρου του υπέρ­με­τρου δα­νει­σμού των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων κυ­βερ­νή­σε­ων. Εξού και η επι­βο­λή των τριών συ­νε­χών μνη­μο­νί­ων απο­σκο­πού­σε πα­ράλ­λη­λα και στην δια­σφά­λι­ση των κερ­δο­σκο­πι­κών όρων απο­πλη­ρω­μής των δα­νει­στών (δη­μο­σιο­νο­μι­κή λι­τό­τη­τα, λαϊκή και μι­κρο­α­στι­κή υπερ­φο­ρο­λό­γη­ση) αλλά και στην επι­βο­λή μορ­φών εξα­γω­γής από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας (μειώ­σεις μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, κα­τάρ­γη­ση κοι­νω­νι­κού κρά­τους) για την επί­τευ­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­καμ­ψης από την κρίση.

          Αυτοί είναι οι λόγοι που για τους οποί­ους η μο­νο­διά­στα­τη πραγ­μα­το­ποί­η­ση ενός Grexit, ακόμη και στην πε­ρί­πτω­ση που θα συ­νο­δεύ­ε­ται από εθνι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, στή­ρι­ξη του μι­κρο­με­σαί­ου κα­πι­τα­λι­σμού, δια­σφά­λι­ση ρευ­στό­τη­τας, κα­το­χύ­ρω­ση ανε­ξάρ­τη­της δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής κλπ., μπο­ρεί εν­δε­χο­μέ­νως να οδη­γή­σει σε μια οι­κο­νο­μι­κή ανά­καμ­ψη, αυτή ωστό­σο δεν θα είναι παρά μια εθνι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή «ανά­πτυ­ξη», δη­λα­δή μια υλική απο­τύ­πω­ση του οι­κο­νο­μι­σμού (πρώτα «ανά­πτυ­ξη» και μετά κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή). Άρα η απο­χώ­ρη­ση από την ζώνη του ευρώ απο­κτά λαϊκό ρι­ζο­σπα­στι­κό πε­ριε­χό­με­νο, στο μέτρο που συν­δυά­ζε­ται με την άμεση κα­τάρ­γη­ση του συ­νό­λου των εφαρ­μο­στι­κών νόμων των μνη­μο­νί­ων, πράγ­μα που για να ικα­νο­ποι­η­θεί απαι­τεί την άμεση έναρ­ξη της εκ βά­θρων σο­σια­λι­στι­κής ανα­διορ­γά­νω­σης της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, έτσι ώστε η όποια «ανά­πτυ­ξη» επι­τευ­χθεί να είναι απο­τέ­λε­σμα μιας βα­θειάς σο­σια­λι­στι­κής κοι­νω­νι­κής αλ­λα­γής. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει κά­ποιο «εν­διά­με­σο στά­διο» ανά­με­σα στην αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή ανα­τρο­πή ( = ακύ­ρω­ση των μνη­μο­νί­ων ), και στην έναρ­ξη της δια­δι­κα­σί­ας σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού, όπως είναι η  αυ­τό­νο­μη κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη με εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία και νό­μι­σμα (και μετά σε κά­ποιο από­μα­κρο μέλ­λον η «προ­ο­πτι­κή» του σο­σια­λι­σμού).

          Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση η ανά­καμ­ψη της «ανά­πτυ­ξης» στην αστι­κή εκ­δο­χή της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής, δεν είναι εφι­κτή γιατί η πραγ­μα­το­ποί­η­σή της ανα­κυ­κλώ­νει την ει­σο­δη­μα­τι­κή λι­τό­τη­τα, τις μνη­μο­νια­κές ρυθ­μί­σεις, τις συ­νε­χι­ζό­με­νες συ­νέ­πειες της κρί­σης κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης. Αλλά και αν είναι εφι­κτή σε μια ορι­σμέ­νη προ­ο­πτι­κή δια­ζυ­γί­ου από την ευ­ρω­ζώ­νη και αυ­το­τε­λούς άσκη­σης νο­μι­σμα­τι­κής πο­λι­τι­κής, θα συ­νε­χί­σει να πα­ρα­μέ­νει εγκλω­βι­σμέ­νη σε μια προ­ο­πτι­κή ανά­πτυ­ξης των (κα­πι­τα­λι­στι­κών) πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και ανα­στο­λής με­τα­σχη­μα­τι­σμού των (αστι­κών) πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων. Μόνον η σο­σια­λι­στι­κή ανα­διορ­γά­νω­ση είναι σε θέση να επι­τύ­χει και την άμεση απο­κα­τά­στα­ση της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης (πλή­ρης επα­να­φο­ρά μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, αξιο­πρε­πή επι­δό­μα­τα ανερ­γί­ας για το σύ­νο­λο των ανέρ­γων, δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες πα­ρο­χής κοι­νω­νι­κών αγα­θών κ.α.), αλλά και την ισχυ­ρή πα­ρα­γω­γι­κή ανά­τα­ση, με την απε­λευ­θέ­ρω­ση των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων από την κυ­ριαρ­χία των εκ­με­ταλ­λευ­τι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων.

          Χρειά­ζε­ται επι­τέ­λους ως Αρι­στε­ρά στην κάθε μας εκ­δο­χή (ρι­ζο­σπα­στι­κή, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή, ερ­γα­τι­κή, τα­ξι­κή κλπ.), να απο­τι­νά­ξου­με την πο­λύ­χρο­νη κυ­ριαρ­χία του οι­κο­νο­μι­σμού που μας βα­ρύ­νει από την πε­ρί­ο­δο ήδη του με­σο­πο­λέ­μου, να αντι­λη­φθού­με ότι ο ρόλος μας δεν είναι να ανα­τά­ξου­με την οι­κο­νο­μία από τα πλήγ­μα­τα που έχει επι­φέ­ρει η κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και τα μνη­μό­νια, η ευ­ρω­ζώ­νη και η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, πα­ρα­πέ­μπο­ντας την κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή στις ελ­λη­νι­κές κα­λέν­δες (η «προ­ο­πτι­κή» του σο­σια­λι­σμού και όχι η άμεση επι­και­ρό­τη­τά του), αλλά ακρι­βώς μέσα στις συν­θή­κες της κρί­σης, της εξα­θλί­ω­σης, της απο­νο­μι­μο­ποί­η­σης, να προ­βά­λου­με τη μόνη λύση που είναι πραγ­μα­τι­κά εφι­κτή και ανα­γκαία, αυτή της σο­σια­λι­στι­κής ανα­διορ­γά­νω­σης της κοι­νω­νί­ας μας. Ο οι­κο­νο­μι­σμός, κύρια ιδε­ο­λο­γι­κή και προ­γραμ­μα­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση της Αρι­στε­ράς του 20ου αιώνα (υπαρ­κτός σο­σια­λι­σμός, πλειο­νό­τη­τα δυ­τι­κών κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των), βρί­σκε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά στην αφε­τη­ρία της  ιστο­ρι­κής της κα­τάρ­ρευ­σης, και δεν μπο­ρεί να επι­χει­ρεί­ται να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί εκ νέου για την ρι­ζο­σπα­στι­κή απά­ντη­ση στα ζω­τι­κά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα που ορ­θώ­νο­νται μπρο­στά μας σ’ αυτή την αρχή του 21ου αιώνα.

Ετικέτες