Στο φόντο της επιστροφής των διεθνών κινητοποιήσεων στους δρόμους για το κλίμα (Fridays for Future, Climate Strike) στις 19 Μάρτη, αναδημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον κείμενο του Μικαέλ Λεβί που παρεμβαίνει στο διάλογο για τη στρατηγική και τους στόχους της οικολογικής Αριστεράς. Παρουσιάζοντας τις διαφωνίες αλλά και τα σημεία επαφής του οικοσοσιαλισμού με το κίνημα της "αποανάπτυξης", ανοίγει τη συζήτηση για μια θεματολογία (περί ζητημάτων "καταναλωτικών συνηθειών") που έχει ευρύτερο ενδιαφέρον.

Ο οι­κο­σο­σια­λι­σμός και το κί­νη­μα της απο­α­νά­πτυ­ξης είναι ανά­με­σα στις πιο ση­μα­ντι­κές τά­σεις της οι­κο­λο­γι­κής αρι­στε­ράς. Οι οι­κο­σο­σια­λι­στές  συμ­φω­νούν ότι για να απο­φύ­γου­με μια οι­κο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή θα χρεια­στεί ένας βαθ­μός απο­α­νά­πτυ­ξης στην πα­ρα­γω­γή και στην κα­τα­νά­λω­ση. Αλλά δια­τη­ρούν μία κρι­τι­κή ματιά στις θε­ω­ρί­ες της απο­α­νά­πτυ­ξης λόγω των εξής:

-Η ιδέα της «απο­α­νά­πτυ­ξης» από μόνη της αδυ­να­τεί να ορί­σει ένα εναλ­λα­κτι­κό πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα

-Δεν γί­νε­ται ξε­κά­θα­ρο το αν η απο­α­νά­πτυ­ξη μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί σε κα­πι­τα­λι­στι­κά πλαί­σια ή όχι

-Δεν υπάρ­χει δια­χω­ρι­σμός με­τα­ξύ των δρα­στη­ριο­τή­των που πρέ­πει να μειω­θούν και αυτών που πρέ­πει να ανα­πτυ­χθούν.

Είναι ση­μα­ντι­κό να λά­βου­με υπ’ όψιν ότι το ρεύμα της απο­α­νά­πτυ­ξης, που ασκεί ιδιαί­τε­ρη επιρ­ροή στη Γαλ­λία, δεν είναι ομοιο­γε­νές: εμπνέ­ε­ται από τις κρι­τι­κές στην κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία των Henri Lefebvre, Guy Debord, Jean Baudrillard και από την κρι­τι­κή του Jacques Ellul στο «Τε­χνι­κό Σύ­στη­μα», ενώ πε­ριέ­χει στο εσω­τε­ρι­κό του δια­φο­ρε­τι­κές πο­λι­τι­κές αντι­λή­ψεις. Υπάρ­χουν του­λά­χι­στον δύο πόλοι που είναι εντε­λώς δια­κρι­τοί, αν όχι αντί­θε­τοι: από την μία βρί­σκε­ται η κρι­τι­κή στην δυ­τι­κή κουλ­τού­ρα που επη­ρε­ά­ζε­ται από τον πο­λι­τι­σμι­κό σχε­τι­κι­σμό (βλ. Serge Latouche) και από την άλλη πλευ­ρά οι οι­κου­με­νι­στές αρι­στε­ροί οι­κο­λό­γοι (βλ. Vincent Cheynet, Paul Ariés).

Ο πα­γκό­σμιας φήμης Serge Latouche είναι ένας από τους πιο αμ­φι­λε­γό­με­νους Γάλ­λους θε­ω­ρη­τι­κούς της απο­α­νά­πτυ­ξης. Ασφα­λώς κά­ποια από τα επι­χει­ρή­μα­τά του είναι σωστά: η απο­μυ­θο­ποί­η­ση της «βιώ­σι­μης ανά­πτυ­ξης», η κρι­τι­κή στην θρη­σκεία της οι­κο­νο­μι­κής με­γέ­θυν­σης και της «προ­ό­δου», το κά­λε­σμα για μια πο­λι­τι­σμι­κή επα­νά­στα­ση. Αλλά η ολο­σχε­ρής απόρ­ρι­ψη του δυ­τι­κού ου­μα­νι­σμού, του Δια­φω­τι­σμού και της αντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, μαζί με τον πο­λι­τι­σμι­κό σχε­τι­κι­σμό (δεν υπάρ­χουν οι­κου­με­νι­κές αξίες) και τον υπέρ­με­τρο θαυ­μα­σμό του για την Λί­θι­νη Εποχή μπο­ρούν να δε­χτούν με ευ­κο­λία με­γά­λη κρι­τι­κή. Αλλά υπάρ­χουν και χει­ρό­τε­ρα. Η κρι­τι­κή του στις προ­τά­σεις των οι­κο­σο­σια­λι­στών για τις χώρες του πα­γκό­σμιου Νότου (πιο πολύ κα­θα­ρό νερό, σχο­λεία και νο­σο­κο­μεία), που τις χα­ρα­κτη­ρί­ζει «εθνο­κε­ντρι­κές», «δυ­τι­κο­ποι­η­τι­κές» και «κα­τα­στρο­φι­κές προς τους τρό­πους ζωής των ντό­πιων» είναι αρ­κε­τά απω­θη­τι­κή.

Τε­λευ­ταίο αλλά όχι έλασ­σον, στε­ρεί­ται σο­βα­ρό­τη­τας ο ισχυ­ρι­σμός του ότι δεν χρειά­ζε­ται να μι­λά­με για τον κα­πι­τα­λι­σμό, αφού αυτού του εί­δους η κρι­τι­κή «έχει ήδη γίνει, και πολύ καλά μά­λι­στα, από τον Μαρξ». Θα ήταν το ίδιο με το να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι δεν χρειά­ζε­ται να κα­ταγ­γεί­λου­με την κα­τα­στρο­φή του πλα­νή­τη εξαι­τί­ας της υπερ­πα­ρα­γω­γής γιατί αυτό έχει ήδη γίνει «και πολύ καλά μά­λι­στα» από τον Andre Gorz (ή την Rachel Carson).

Πιο κοντά στην αρι­στε­ρά βρί­σκε­ται η οι­κου­με­νι­στι­κή τάση, που στη Γαλ­λία εκ­φρά­ζε­ται από το πε­ριο­δι­κό La Décroissance (Απο­α­νά­πτυ­ξη), αν και θα μπο­ρού­σε κα­νείς να ασκή­σει κρι­τι­κή στο γαλ­λι­κό «ρε­που­μπλι­κα­νι­σμό» κά­ποιων από τους θε­ω­ρη­τι­κούς της (Vincent Cheynet, Paul Ariès). Σε αντί­θε­ση με τον πρώτο, αυτός ο πόλος του κι­νή­μα­τος της απο­α­νά­πτυ­ξης έχει πολλά ση­μεία σύ­γκλι­σης –παρά τις πε­ρι­στα­σια­κές δια­φω­νί­ες– με τα κι­νή­μα­τα για Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη  (ATTAC), τους οι­κο­σο­σια­λι­στές και τα κόμ­μα­τα της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς: επέ­κτα­ση της δω­ρε­άν προ­σφο­ράς αγα­θών, υπη­ρε­σιών και πα­ρο­χών, κυ­ριαρ­χία της αξίας χρή­σης ένα­ντι της ανταλ­λα­κτι­κής αξίας, μεί­ω­ση του χρό­νου ερ­γα­σί­ας, αγώ­νας ενά­ντια στις κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες, ανά­πτυ­ξη μη εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νων δρα­στη­ριο­τή­των, ανα­διορ­γά­νω­ση της πα­ρα­γω­γής με βάση τις κοι­νω­νι­κές ανά­γκες και την προ­στα­σία του πε­ρι­βάλ­λο­ντος.

Πολ­λοί θε­ω­ρη­τι­κοί της απο­α­νά­πτυ­ξης φαί­νε­ται να πι­στεύ­ουν ότι η μόνη εναλ­λα­κτι­κή στον πα­ρα­γω­γι­σμό είναι να στα­μα­τή­σει η ανά­πτυ­ξη συ­νο­λι­κά ή και να αντι­κα­τα­στα­θεί με συρ­ρί­κνω­ση: Πχ. να μειω­θεί δρα­στι­κά το υπερ­βο­λι­κό επί­πε­δο κα­τα­νά­λω­σης του πλη­θυ­σμού με το να μειω­θούν στο μισό οι ενερ­γεια­κές δα­πά­νες, με την «απο­κή­ρυ­ξη» των ατο­μι­κών κα­τοι­κιών, της κε­ντρι­κής θέρ­μαν­σης, των πλυ­ντη­ρί­ων κλπ. Καθώς αυτά και άλλα αντί­στοι­χα μέτρα δρα­κό­ντειας λι­τό­τη­τας κιν­δυ­νεύ­ουν να μη γί­νουν ευ­ρέ­ως απο­δε­κτά, κά­ποιοι από αυ­τούς τους  θε­ω­ρη­τι­κούς –με­τα­ξύ των οποί­ων και ένας πολύ ση­μα­ντι­κός συγ­γρα­φέ­ας όπως είναι ο Χανς Τζό­νας, στο έργο του Αρχές Υπευ­θυ­νό­τη­τας–  φλερ­τά­ρουν με την ιδέα κά­ποιου εί­δους «οι­κο­λο­γι­κής δι­κτα­το­ρί­ας».

Ενά­ντια σε τέ­τοιες πε­σι­μι­στι­κές οπτι­κές, οι σο­σια­λι­στές οπτι­μι­στές πι­στεύ­ουν ότι η τε­χνι­κή πρό­ο­δος και η χρήση ανα­νε­ώ­σι­μων πηγών ενέρ­γειας θα επι­τρέ­ψουν απε­ριό­ρι­στη ανά­πτυ­ξη [των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων] και αφθο­νία ώστε ο κάθε άν­θρω­πος να μπο­ρεί να λαμ­βά­νει «ανά­λο­γα με τις ανά­γκες του».

Πι­στεύω ότι αυτές οι δύο σχο­λές συμ­με­ρί­ζο­νται μια κα­θα­ρά πο­σο­τι­κή αντί­λη­ψη της –θε­τι­κής ή αρ­νη­τι­κής– «ανά­πτυ­ξης» ή της με­γέ­θυν­σης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Υπάρ­χει μία τρίτη θέση η οποία μου φαί­νε­ται πιο δό­κι­μη: ένας ποιο­τι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Αυτό θα σή­μαι­νε να μπει ένα τέλος στην τε­ρα­τώ­δη κα­τα­σπα­τά­λη­ση των πόρων από τον κα­πι­τα­λι­σμό η οποία βα­σί­ζε­ται στην με­γά­λης κλί­μα­κας πα­ρα­γω­γή άχρη­στων ή/και επι­κίν­δυ­νων προ­ϊ­ό­ντων: η βιο­μη­χα­νία των όπλων είναι ένα πολύ καλό πα­ρά­δειγ­μα, αλλά υπάρ­χει μια ευ­ρεία γκάμα «αγα­θών» που πα­ρά­γε­ται στον κα­πι­τα­λι­σμό, τα οποία με την εγ­γε­νή πα­ρο­δι­κό­τη­τά τους, δεν έχουν καμία άλλη χρη­σι­μό­τη­τα πέρα από το να δη­μιουρ­γούν κέρ­δος για τις με­γά­λες επι­χει­ρή­σεις.

Το ζή­τη­μα δεν είναι η «υπερ­κα­τα­νά­λω­ση» γε­νι­κά και αφη­ρη­μέ­να, αλλά το είδος της κα­τα­νά­λω­σης που επι­κρα­τεί, η οποία βα­σί­ζε­ται στην από­κτη­ση αγα­θών για εντυ­πω­σια­σμό, τη θη­ριώ­δη σπα­τά­λη πόρων, την εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νη απο­ξέ­νω­ση, την εμ­μο­νι­κή συσ­σώ­ρευ­ση αγα­θών, και την ψυ­χα­να­γκα­στι­κή αγορά ψεύ­το-νε­ω­τε­ρι­σμών οι οποί­οι επι­βάλ­λο­νται από την «μόδα». Μια νέα κοι­νω­νία θα κα­τεύ­θυ­νε την πα­ρα­γω­γή προς την ικα­νο­ποί­η­ση των πραγ­μα­τι­κών ανα­γκών, ξε­κι­νώ­ντας από αυτές που θα μπο­ρού­σαν να πε­ρι­γρα­φούν και ως «βι­βλι­κές» [αρ­χέ­γο­νες] –νερό, τροφή, ρου­χι­σμός, στέ­γα­ση– συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας όμως και τις βα­σι­κές υπη­ρε­σί­ες: υγεία, εκ­παί­δευ­ση, με­τα­κί­νη­ση, πο­λι­τι­σμός.

Πώς ξε­χω­ρί­ζου­με της αυ­θε­ντι­κές ανά­γκες από τις τε­χνη­τές, κα­τα­σκευα­σμέ­νες και εφή­με­ρες ανά­γκες; Οι τε­λευ­ταί­ες δια­μορ­φώ­νο­νται μέσα από την νοη­τι­κή χει­ρα­γώ­γη­ση, όπως λόγου χάρη τη δια­φή­μι­ση. Το σύ­στη­μα της δια­φή­μι­σης έχει ει­σβά­λει σε όλους τους το­μείς της αν­θρώ­πι­νης ζωής στις σύγ­χρο­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες: όχι μόνο το φα­γη­τό και ο ρου­χι­σμός, αλλά και ο αθλη­τι­σμός, ο πο­λι­τι­σμός, η θρη­σκεία και η πο­λι­τι­κή κα­θο­ρί­ζο­νται σύμ­φω­να με τους κα­νό­νες της δια­φή­μι­σης. Η δια­φή­μι­ση έχει ει­σβά­λει στους δρό­μους μας, τα γραμ­μα­το­κι­βώ­τια μας, τις οθό­νες των τη­λε­ο­ρά­σε­ων μας, τις εφη­με­ρί­δες, τα τοπία, με έναν συ­νε­χή, επι­θε­τι­κό και ύπου­λο τρόπο και συμ­βά­λει κα­θο­ρι­στι­κά στις συ­νή­θειες μα­ταιό­δο­ξης και ψυ­χα­να­γκα­στι­κής κα­τα­νά­λω­σης. Επι­προ­σθέ­τως, κα­τα­σπα­τα­λά αστρο­νο­μι­κά επί­πε­δα πε­τρε­λαί­ου, ηλε­κτρι­σμού, ερ­γά­σι­μου χρό­νου, χαρ­τιού, χη­μι­κών και άλλων πρώ­των υλών –όλα πλη­ρω­μέ­να από τους κα­τα­να­λω­τές– σε έναν κλάδο της «πα­ρα­γω­γής» που όχι μόνο είναι άχρη­στος από μια αν­θρώ­πι­νη οπτι­κή, αλλά βρί­σκε­ται και σε ευ­θεία αντί­θε­ση με τις πραγ­μα­τι­κές κοι­νω­νι­κές ανά­γκες.

Ενώ η δια­φή­μι­ση είναι ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας της αγο­ράς, δεν θα είχε καμία θέση σε μια κοι­νω­νία με­τά­βα­σης προς το σο­σια­λι­σμό, όπου θα μπο­ρού­σε να αντι­κα­τα­στα­θεί από πλη­ρο­φό­ρη­ση για τα αγαθά και τις υπη­ρε­σί­ες από τις ενώ­σεις κα­τα­να­λω­τών. Τα κρι­τή­ρια για να δια­κρί­νου­με τις πραγ­μα­τι­κές ανά­γκες από τις κα­τα­σκευα­σμέ­νες είναι η αντο­χή τους στο χρόνο μετά την απο­μά­κρυν­ση της δια­φή­μι­σης (βλ. Κόκα Κόλα!). Φυ­σι­κά, για μια πε­ρί­ο­δο οι πα­λιές κα­τα­να­λω­τι­κές συ­νή­θειες θα πα­ρα­μεί­νουν και κα­νέ­νας δεν έχει το δι­καί­ω­μα να πει αυτός στους αν­θρώ­πους ποιες είναι οι ανά­γκες τους. Η αλ­λα­γή των κα­τα­να­λω­τι­κών συ­νη­θειών είναι μια ιστο­ρι­κή δια­δι­κα­σία και ταυ­τό­χρο­να μια πρό­κλη­ση για την εκ­παί­δευ­ση.

Κά­ποια προ­ϊ­ό­ντα όπως το ατο­μι­κό αυ­το­κί­νη­το δη­μιουρ­γούν πιο πε­ρί­πλο­κα προ­βλή­μα­τα. Τα ιδιω­τι­κά αυ­το­κί­νη­τα απο­τε­λούν δη­μό­σια όχλη­ση, σκο­τώ­νο­ντας και τραυ­μα­τί­ζο­ντας εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους τον χρόνο σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα, μο­λύ­νο­ντας τον αέρα των με­γά­λων πό­λε­ων, με άμε­σες επι­πτώ­σεις στην υγεία των παι­διών και των γη­ραιό­τε­ρων, και με ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στην κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή. Παρ’ όλα αυτά, αντα­πο­κρί­νο­νται σε μία πραγ­μα­τι­κή ανά­γκη, με το να με­τα­φέ­ρουν τους αν­θρώ­πους στην ερ­γα­σία, στο σπίτι ή στη ψυ­χα­γω­γία. Το­πι­κές εμπει­ρί­ες από κά­ποιες ευ­ρω­παϊ­κές πό­λεις με οι­κο­λο­γι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες το­πι­κές αυ­το­διοι­κή­σεις δεί­χνουν ότι είναι εφι­κτό και απο­δε­κτό από την πλειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού να πε­ριο­ρι­στεί στα­δια­κά ο ρόλος των ατο­μι­κών αυ­το­κι­νή­των στην κυ­κλο­φο­ρία, ενι­σχύ­ο­ντας τα λε­ω­φο­ρεία και τα τραμ.

Σε μια δια­δι­κα­σία με­τά­βα­σης στον οι­κο­σο­σια­λι­σμό, όπου τα δη­μό­σια μέσα με­τα­φο­ράς υπέρ­γεια ή υπό­γεια θα ήταν ευ­ρέ­ως εκτε­τα­μέ­να και δω­ρε­άν για τους χρή­στες, και όπου οι πεζοί και οι πο­δη­λά­τες θα είχαν προ­στα­τευ­μέ­νες λω­ρί­δες κυ­κλο­φο­ρί­ας, το ατο­μι­κό αυ­το­κί­νη­το θα έπαι­ζε πολύ μι­κρό­τε­ρο ρόλο από ό,τι στην αστι­κή κοι­νω­νία, όπου έχει εξε­λι­χθεί σε ένα φε­τι­χο­ποι­η­μέ­νο αγαθό που προ­ω­θεί­ται από επί­μο­νη και επι­θε­τι­κή δια­φή­μι­ση, ένα σύμ­βο­λο κύ­ρους, ένα κομ­μά­τι του χα­ρα­κτή­ρα.

Στις ΗΠΑ η άδεια οδή­γη­σης είναι το ανα­γνω­ρι­σμέ­νο έγ­γρα­φο ταυ­το­ποί­η­σης ενός αν­θρώ­που –και το αμάξι είναι ένα κέ­ντρο της προ­σω­πι­κής, κοι­νω­νι­κής και ερω­τι­κής ζωής.

Θα είναι πολύ πιο εύ­κο­λο, κατά τη με­τά­βα­ση σε μια νέα κοι­νω­νία, να μειώ­σου­με σε με­γά­λο βαθμό τη με­τα­φο­ρά των αγα­θών με φορ­τη­γά –υπεύ­θυ­να για τρο­με­ρά ατυ­χή­μα­τα και υψηλά επί­πε­δα μό­λυν­σης– και να τα αντι­κα­τα­στή­σου­με με τρένα ή με αυτό που οι Γάλ­λοι ονο­μά­ζουν «φε­ρου­τάζ» (φορ­τη­γά που με­τα­φέ­ρο­νται πάνω σε τρένα από την μία πόλη στην άλλη): μόνο η πα­ρά­λο­γη λο­γι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής «αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας» μπο­ρεί να εξη­γή­σει την επι­κίν­δυ­νη ανά­πτυ­ξη του συ­στή­μα­τος με­τα­φο­ράς με φορ­τη­γά.  

Οι απαι­σιό­δο­ξοι θα πουν: Ναι, αλλά τα άτομα ωθού­νται από άπει­ρες φι­λο­δο­ξί­ες και επι­θυ­μί­ες που πρέ­πει να πε­ριο­ρι­στούν, να ελεγ­χθούν, να συ­γκρα­τη­θούν και αν κρί­νε­ται ανα­γκαίο να κα­τα­πιε­στούν και αυτό μπο­ρεί να απαι­τή­σει κά­ποιους πε­ριο­ρι­σμούς στη δη­μο­κρα­τία. Ως προς αυτό, ο οι­κο­σο­σια­λι­σμός βα­σί­ζε­ται σε ένα ιστο­ρι­κό «στοί­χη­μα», στο οποίο βα­σι­ζό­ταν ήδη και το έργο του Μαρξ: Στην εκτί­μη­ση ότι σε μια κοι­νω­νία χωρίς τά­ξεις και απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη από την κα­πι­τα­λι­στι­κή απο­ξέ­νω­ση, θα κυ­ριαρ­χή­σει το «είναι» ενά­ντια στο «έχειν». Πχ. η κυ­ριαρ­χία του ελεύ­θε­ρου χρό­νου για προ­σω­πι­κή ολο­κλή­ρω­ση μέσω  πο­λι­τι­σμι­κών, αθλη­τι­κών, δια­σκε­δα­στι­κών, επι­στη­μο­νι­κών, ερω­τι­κών, καλ­λι­τε­χνι­κών και πο­λι­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των, αντί της επι­θυ­μί­ας για απε­ριό­ρι­στη από­κτη­ση προ­ϊ­ό­ντων.

Η ψυ­χα­να­γκα­στι­κή πλε­ο­νε­ξία δια­μορ­φώ­νε­ται από τον φε­τι­χι­σμό του εμπο­ρεύ­μα­τος που είναι εγ­γε­νής στον κα­πι­τα­λι­σμό, από την κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία και από την δια­φή­μι­ση: τί­πο­τα δεν απο­δει­κνύ­ει ότι είναι κομ­μά­τι μιας «προ­αιώ­νιας αν­θρώ­πι­νης φύσης» όπως θέλει να μας κάνει να πι­στέ­ψου­με η αφή­γη­ση των αντι­δρα­στι­κών.

Όπως υπο­γράμ­μι­ζε ο Ερ­νέστ Μα­ντέλ: «Η συ­νε­χής συσ­σώ­ρευ­ση όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρων αγα­θών (με διαρ­κώς φθί­νο­ντα χρόνο ζωής/χρή­σης) δεν είναι σε καμία πε­ρί­πτω­ση ένα οι­κου­με­νι­κό ή έστω ένα βα­σι­κό  χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της αν­θρώ­πι­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς. Η ανά­πτυ­ξη των τα­λέ­ντων και των κλί­σε­ων για ιδία ευ­χα­ρί­στη­ση, η προ­στα­σία της υγεί­ας και της ζωής, η φρο­ντί­δα για τα παι­διά, η ανά­πτυ­ξη πλού­σιων  κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων… όλα αυτά γί­νο­νται τα κυ­ρί­αρ­χα κί­νη­τρα των αν­θρώ­πων μετά την ικα­νο­ποί­η­ση των βα­σι­κών υλι­κών ανα­γκών τους».

Αυτό δεν ση­μαί­νει ότι δεν θα προ­κύ­ψουν συ­γκρού­σεις, κυ­ρί­ως κατά την διάρ­κεια της με­τα­βα­τι­κής πε­ριό­δου, ανά­με­σα στις απαι­τή­σεις της προ­στα­σί­ας του πε­ρι­βάλ­λο­ντος και τις κοι­νω­νι­κές ανά­γκες, ανά­με­σα στις ανα­γκαί­ες οι­κο­λο­γι­κές κα­τευ­θύν­σεις και την ανα­γκαιό­τη­τα να ανα­πτυ­χθούν βα­σι­κές υπο­δο­μές -ει­δι­κά στις πιο φτω­χές χώρες, ανά­με­σα σε δη­μο­φι­λείς κα­τα­να­λω­τι­κές συ­νή­θειες και την έλ­λει­ψη πόρων. Τέ­τοιες αντι­φά­σεις είναι ανα­πό­φευ­κτες: Σε μια οι­κο­σο­σια­λι­στι­κή προ­ο­πτι­κή, επα­φί­ε­ται στο δη­μο­κρα­τι­κό σχε­δια­σμό, απε­λευ­θε­ρω­μέ­νο από τις επι­τα­γές του κε­φα­λαί­ου και της πα­ρα­γω­γής κέρ­δους, να τις επι­λύ­σει μέσα από πλου­ρα­λι­στι­κή και ανοι­χτή συ­ζή­τη­ση, που θα κα­τα­λή­γει στη λήψη απο­φά­σε­ων από την ίδια την κοι­νω­νία. Μια τέ­τοια συμ­με­το­χι­κή δη­μο­κρα­τία της βάσης είναι ο μόνος τρό­πος όχι να απο­φευ­χθούν τα λάθη, αλλά να επι­τρα­πεί η αυ­το­διόρ­θω­ση των λαθών της κοι­νω­νί­ας από την ίδια συλ­λο­γι­κά.

Ποιες θα μπο­ρού­σαν να είναι οι σχέ­σεις με­τα­ξύ των οι­κο­σο­σια­λι­στών και του κι­νή­μα­τος της απο­α­νά­πτυ­ξης; Μπο­ρεί να υπάρ­ξει -παρά τις δια­φω­νί­ες- μια ενερ­γη­τι­κή συμ­μα­χία γύρω από κοι­νούς στό­χους; Σε ένα βι­βλίο που εκ­δό­θη­κε πριν κά­ποια χρό­νια, το La décroissance est –elle souhaitable? (Είναι η απο­α­νά­πτυ­ξη επι­θυ­μη­τή;), ο Γάλ­λος οι­κο­λό­γος  Στε­φάν Λα­βι­νό προ­τεί­νει μια τέ­τοια συμ­μα­χία. Ανα­γνω­ρί­ζει ότι υπάρ­χουν πολλά ση­μεία τρι­βής με­τα­ξύ των δύο αυτών προ­σεγ­γί­σε­ων. Θα έπρε­πε να εστιά­σει κα­νείς στις σχέ­σεις με­τα­ξύ των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων και στον αγώνα ενά­ντια στις ανι­σό­τη­τες ή στην κα­ταγ­γε­λία της απε­ριό­ρι­στης ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων; Τι είναι πιο ση­μα­ντι­κό, οι ατο­μι­κές πρω­το­βου­λί­ες, οι το­πι­κές εμπει­ρί­ες, η εθε­λο­ντι­κή απλό­τη­τα, ή να αλ­λά­ξει ο πα­ρα­γω­γι­κός μη­χα­νι­σμός και η κα­πι­τα­λι­στι­κή «με­γα-μη­χα­νή»;

Ο Λα­βι­νό αρ­νεί­ται να δια­λέ­ξει και προ­τεί­νει τη σύ­μπρα­ξη αυτών των δύο συ­μπλη­ρω­μα­τι­κών πρα­κτι­κών. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι η πρό­κλη­ση είναι να συν­δυα­στεί ο αγώ­νας για το οι­κο­λο­γι­κό τα­ξι­κό συμ­φέ­ρον της πλειο­ψη­φί­ας, δη­λα­δή όσων δεν κα­τέ­χουν κε­φά­λαιο, με τις πο­λι­τι­κές των των ενερ­γών μειο­ψη­φιών που επι­διώ­κουν μια ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­σμι­κή αλ­λα­γή. Με άλλα λόγια, να επι­τευ­χθεί, χωρίς να κρυ­φτούν οι ανα­πό­φευ­κτες δια­φω­νί­ες, μια «πο­λι­τι­κή σύν­θε­ση» όλων όσων κα­τα­λα­βαί­νουν ότι η επι­βί­ω­ση της ζωής στον πλα­νή­τη και της αν­θρω­πό­τη­τας συ­γκε­κρι­μέ­να, έρ­χο­νται σε αντί­θε­ση με τον κα­πι­τα­λι­σμό και τον πα­ρα­γω­γι­σμό και συ­νε­πώς ψά­χνουν εξό­δους από αυτό το κα­τα­στρο­φι­κό και απάν­θρω­πο σύ­στη­μα.

Ως οι­κο­σο­σια­λι­στης και ως μέλος της Τε­τάρ­της Διε­θνούς, συμ­με­ρί­ζο­μαι  αυτή την οπτι­κή. Το να συ­νευ­ρε­θούν όλες οι τά­σεις της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­λο­γί­ας είναι ένα πολύ ση­μα­ντι­κό βήμα προς το άμεσο και ανα­γκαίο κα­θή­κον να στα­μα­τή­σου­με την αυ­το­κτο­νι­κή πο­ρεία του σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμού –πριν να είναι πολύ αργά.

Ετικέτες