Στο φόντο της επιστροφής των διεθνών κινητοποιήσεων στους δρόμους για το κλίμα (Fridays for Future, Climate Strike) στις 19 Μάρτη, αναδημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον κείμενο του Μικαέλ Λεβί που παρεμβαίνει στο διάλογο για τη στρατηγική και τους στόχους της οικολογικής Αριστεράς. Παρουσιάζοντας τις διαφωνίες αλλά και τα σημεία επαφής του οικοσοσιαλισμού με το κίνημα της "αποανάπτυξης", ανοίγει τη συζήτηση για μια θεματολογία (περί ζητημάτων "καταναλωτικών συνηθειών") που έχει ευρύτερο ενδιαφέρον.
Ο οικοσοσιαλισμός και το κίνημα της αποανάπτυξης είναι ανάμεσα στις πιο σημαντικές τάσεις της οικολογικής αριστεράς. Οι οικοσοσιαλιστές συμφωνούν ότι για να αποφύγουμε μια οικολογική καταστροφή θα χρειαστεί ένας βαθμός αποανάπτυξης στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Αλλά διατηρούν μία κριτική ματιά στις θεωρίες της αποανάπτυξης λόγω των εξής:
-Η ιδέα της «αποανάπτυξης» από μόνη της αδυνατεί να ορίσει ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα
-Δεν γίνεται ξεκάθαρο το αν η αποανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί σε καπιταλιστικά πλαίσια ή όχι
-Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δραστηριοτήτων που πρέπει να μειωθούν και αυτών που πρέπει να αναπτυχθούν.
Είναι σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψιν ότι το ρεύμα της αποανάπτυξης, που ασκεί ιδιαίτερη επιρροή στη Γαλλία, δεν είναι ομοιογενές: εμπνέεται από τις κριτικές στην καταναλωτική κοινωνία των Henri Lefebvre, Guy Debord, Jean Baudrillard και από την κριτική του Jacques Ellul στο «Τεχνικό Σύστημα», ενώ περιέχει στο εσωτερικό του διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο πόλοι που είναι εντελώς διακριτοί, αν όχι αντίθετοι: από την μία βρίσκεται η κριτική στην δυτική κουλτούρα που επηρεάζεται από τον πολιτισμικό σχετικισμό (βλ. Serge Latouche) και από την άλλη πλευρά οι οικουμενιστές αριστεροί οικολόγοι (βλ. Vincent Cheynet, Paul Ariés).
Ο παγκόσμιας φήμης Serge Latouche είναι ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους Γάλλους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Ασφαλώς κάποια από τα επιχειρήματά του είναι σωστά: η απομυθοποίηση της «βιώσιμης ανάπτυξης», η κριτική στην θρησκεία της οικονομικής μεγέθυνσης και της «προόδου», το κάλεσμα για μια πολιτισμική επανάσταση. Αλλά η ολοσχερής απόρριψη του δυτικού ουμανισμού, του Διαφωτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μαζί με τον πολιτισμικό σχετικισμό (δεν υπάρχουν οικουμενικές αξίες) και τον υπέρμετρο θαυμασμό του για την Λίθινη Εποχή μπορούν να δεχτούν με ευκολία μεγάλη κριτική. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Η κριτική του στις προτάσεις των οικοσοσιαλιστών για τις χώρες του παγκόσμιου Νότου (πιο πολύ καθαρό νερό, σχολεία και νοσοκομεία), που τις χαρακτηρίζει «εθνοκεντρικές», «δυτικοποιητικές» και «καταστροφικές προς τους τρόπους ζωής των ντόπιων» είναι αρκετά απωθητική.
Τελευταίο αλλά όχι έλασσον, στερείται σοβαρότητας ο ισχυρισμός του ότι δεν χρειάζεται να μιλάμε για τον καπιταλισμό, αφού αυτού του είδους η κριτική «έχει ήδη γίνει, και πολύ καλά μάλιστα, από τον Μαρξ». Θα ήταν το ίδιο με το να ισχυριστεί κανείς ότι δεν χρειάζεται να καταγγείλουμε την καταστροφή του πλανήτη εξαιτίας της υπερπαραγωγής γιατί αυτό έχει ήδη γίνει «και πολύ καλά μάλιστα» από τον Andre Gorz (ή την Rachel Carson).
Πιο κοντά στην αριστερά βρίσκεται η οικουμενιστική τάση, που στη Γαλλία εκφράζεται από το περιοδικό La Décroissance (Αποανάπτυξη), αν και θα μπορούσε κανείς να ασκήσει κριτική στο γαλλικό «ρεπουμπλικανισμό» κάποιων από τους θεωρητικούς της (Vincent Cheynet, Paul Ariès). Σε αντίθεση με τον πρώτο, αυτός ο πόλος του κινήματος της αποανάπτυξης έχει πολλά σημεία σύγκλισης –παρά τις περιστασιακές διαφωνίες– με τα κινήματα για Παγκόσμια Δικαιοσύνη (ATTAC), τους οικοσοσιαλιστές και τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς: επέκταση της δωρεάν προσφοράς αγαθών, υπηρεσιών και παροχών, κυριαρχία της αξίας χρήσης έναντι της ανταλλακτικής αξίας, μείωση του χρόνου εργασίας, αγώνας ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες, ανάπτυξη μη εμπορευματοποιημένων δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της παραγωγής με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντος.
Πολλοί θεωρητικοί της αποανάπτυξης φαίνεται να πιστεύουν ότι η μόνη εναλλακτική στον παραγωγισμό είναι να σταματήσει η ανάπτυξη συνολικά ή και να αντικατασταθεί με συρρίκνωση: Πχ. να μειωθεί δραστικά το υπερβολικό επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού με το να μειωθούν στο μισό οι ενεργειακές δαπάνες, με την «αποκήρυξη» των ατομικών κατοικιών, της κεντρικής θέρμανσης, των πλυντηρίων κλπ. Καθώς αυτά και άλλα αντίστοιχα μέτρα δρακόντειας λιτότητας κινδυνεύουν να μη γίνουν ευρέως αποδεκτά, κάποιοι από αυτούς τους θεωρητικούς –μεταξύ των οποίων και ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας όπως είναι ο Χανς Τζόνας, στο έργο του Αρχές Υπευθυνότητας– φλερτάρουν με την ιδέα κάποιου είδους «οικολογικής δικτατορίας».
Ενάντια σε τέτοιες πεσιμιστικές οπτικές, οι σοσιαλιστές οπτιμιστές πιστεύουν ότι η τεχνική πρόοδος και η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επιτρέψουν απεριόριστη ανάπτυξη [των παραγωγικών δυνάμεων] και αφθονία ώστε ο κάθε άνθρωπος να μπορεί να λαμβάνει «ανάλογα με τις ανάγκες του».
Πιστεύω ότι αυτές οι δύο σχολές συμμερίζονται μια καθαρά ποσοτική αντίληψη της –θετικής ή αρνητικής– «ανάπτυξης» ή της μεγέθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων. Υπάρχει μία τρίτη θέση η οποία μου φαίνεται πιο δόκιμη: ένας ποιοτικός μετασχηματισμός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό θα σήμαινε να μπει ένα τέλος στην τερατώδη κατασπατάληση των πόρων από τον καπιταλισμό η οποία βασίζεται στην μεγάλης κλίμακας παραγωγή άχρηστων ή/και επικίνδυνων προϊόντων: η βιομηχανία των όπλων είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα, αλλά υπάρχει μια ευρεία γκάμα «αγαθών» που παράγεται στον καπιταλισμό, τα οποία με την εγγενή παροδικότητά τους, δεν έχουν καμία άλλη χρησιμότητα πέρα από το να δημιουργούν κέρδος για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το ζήτημα δεν είναι η «υπερκατανάλωση» γενικά και αφηρημένα, αλλά το είδος της κατανάλωσης που επικρατεί, η οποία βασίζεται στην απόκτηση αγαθών για εντυπωσιασμό, τη θηριώδη σπατάλη πόρων, την εμπορευματοποιημένη αποξένωση, την εμμονική συσσώρευση αγαθών, και την ψυχαναγκαστική αγορά ψεύτο-νεωτερισμών οι οποίοι επιβάλλονται από την «μόδα». Μια νέα κοινωνία θα κατεύθυνε την παραγωγή προς την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών, ξεκινώντας από αυτές που θα μπορούσαν να περιγραφούν και ως «βιβλικές» [αρχέγονες] –νερό, τροφή, ρουχισμός, στέγαση– συμπεριλαμβάνοντας όμως και τις βασικές υπηρεσίες: υγεία, εκπαίδευση, μετακίνηση, πολιτισμός.
Πώς ξεχωρίζουμε της αυθεντικές ανάγκες από τις τεχνητές, κατασκευασμένες και εφήμερες ανάγκες; Οι τελευταίες διαμορφώνονται μέσα από την νοητική χειραγώγηση, όπως λόγου χάρη τη διαφήμιση. Το σύστημα της διαφήμισης έχει εισβάλει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες: όχι μόνο το φαγητό και ο ρουχισμός, αλλά και ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, η θρησκεία και η πολιτική καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες της διαφήμισης. Η διαφήμιση έχει εισβάλει στους δρόμους μας, τα γραμματοκιβώτια μας, τις οθόνες των τηλεοράσεων μας, τις εφημερίδες, τα τοπία, με έναν συνεχή, επιθετικό και ύπουλο τρόπο και συμβάλει καθοριστικά στις συνήθειες ματαιόδοξης και ψυχαναγκαστικής κατανάλωσης. Επιπροσθέτως, κατασπαταλά αστρονομικά επίπεδα πετρελαίου, ηλεκτρισμού, εργάσιμου χρόνου, χαρτιού, χημικών και άλλων πρώτων υλών –όλα πληρωμένα από τους καταναλωτές– σε έναν κλάδο της «παραγωγής» που όχι μόνο είναι άχρηστος από μια ανθρώπινη οπτική, αλλά βρίσκεται και σε ευθεία αντίθεση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.
Ενώ η διαφήμιση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, δεν θα είχε καμία θέση σε μια κοινωνία μετάβασης προς το σοσιαλισμό, όπου θα μπορούσε να αντικατασταθεί από πληροφόρηση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες από τις ενώσεις καταναλωτών. Τα κριτήρια για να διακρίνουμε τις πραγματικές ανάγκες από τις κατασκευασμένες είναι η αντοχή τους στο χρόνο μετά την απομάκρυνση της διαφήμισης (βλ. Κόκα Κόλα!). Φυσικά, για μια περίοδο οι παλιές καταναλωτικές συνήθειες θα παραμείνουν και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να πει αυτός στους ανθρώπους ποιες είναι οι ανάγκες τους. Η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών είναι μια ιστορική διαδικασία και ταυτόχρονα μια πρόκληση για την εκπαίδευση.
Κάποια προϊόντα όπως το ατομικό αυτοκίνητο δημιουργούν πιο περίπλοκα προβλήματα. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα αποτελούν δημόσια όχληση, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους τον χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα, μολύνοντας τον αέρα των μεγάλων πόλεων, με άμεσες επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών και των γηραιότερων, και με σημαντική συμβολή στην κλιματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, ανταποκρίνονται σε μία πραγματική ανάγκη, με το να μεταφέρουν τους ανθρώπους στην εργασία, στο σπίτι ή στη ψυχαγωγία. Τοπικές εμπειρίες από κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις με οικολογικά προσανατολισμένες τοπικές αυτοδιοικήσεις δείχνουν ότι είναι εφικτό και αποδεκτό από την πλειονότητα του πληθυσμού να περιοριστεί σταδιακά ο ρόλος των ατομικών αυτοκινήτων στην κυκλοφορία, ενισχύοντας τα λεωφορεία και τα τραμ.
Σε μια διαδικασία μετάβασης στον οικοσοσιαλισμό, όπου τα δημόσια μέσα μεταφοράς υπέργεια ή υπόγεια θα ήταν ευρέως εκτεταμένα και δωρεάν για τους χρήστες, και όπου οι πεζοί και οι ποδηλάτες θα είχαν προστατευμένες λωρίδες κυκλοφορίας, το ατομικό αυτοκίνητο θα έπαιζε πολύ μικρότερο ρόλο από ό,τι στην αστική κοινωνία, όπου έχει εξελιχθεί σε ένα φετιχοποιημένο αγαθό που προωθείται από επίμονη και επιθετική διαφήμιση, ένα σύμβολο κύρους, ένα κομμάτι του χαρακτήρα.
Στις ΗΠΑ η άδεια οδήγησης είναι το αναγνωρισμένο έγγραφο ταυτοποίησης ενός ανθρώπου –και το αμάξι είναι ένα κέντρο της προσωπικής, κοινωνικής και ερωτικής ζωής.
Θα είναι πολύ πιο εύκολο, κατά τη μετάβαση σε μια νέα κοινωνία, να μειώσουμε σε μεγάλο βαθμό τη μεταφορά των αγαθών με φορτηγά –υπεύθυνα για τρομερά ατυχήματα και υψηλά επίπεδα μόλυνσης– και να τα αντικαταστήσουμε με τρένα ή με αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν «φερουτάζ» (φορτηγά που μεταφέρονται πάνω σε τρένα από την μία πόλη στην άλλη): μόνο η παράλογη λογική της καπιταλιστικής «ανταγωνιστικότητας» μπορεί να εξηγήσει την επικίνδυνη ανάπτυξη του συστήματος μεταφοράς με φορτηγά.
Οι απαισιόδοξοι θα πουν: Ναι, αλλά τα άτομα ωθούνται από άπειρες φιλοδοξίες και επιθυμίες που πρέπει να περιοριστούν, να ελεγχθούν, να συγκρατηθούν και αν κρίνεται αναγκαίο να καταπιεστούν και αυτό μπορεί να απαιτήσει κάποιους περιορισμούς στη δημοκρατία. Ως προς αυτό, ο οικοσοσιαλισμός βασίζεται σε ένα ιστορικό «στοίχημα», στο οποίο βασιζόταν ήδη και το έργο του Μαρξ: Στην εκτίμηση ότι σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις και απελευθερωμένη από την καπιταλιστική αποξένωση, θα κυριαρχήσει το «είναι» ενάντια στο «έχειν». Πχ. η κυριαρχία του ελεύθερου χρόνου για προσωπική ολοκλήρωση μέσω πολιτισμικών, αθλητικών, διασκεδαστικών, επιστημονικών, ερωτικών, καλλιτεχνικών και πολιτικών δραστηριοτήτων, αντί της επιθυμίας για απεριόριστη απόκτηση προϊόντων.
Η ψυχαναγκαστική πλεονεξία διαμορφώνεται από τον φετιχισμό του εμπορεύματος που είναι εγγενής στον καπιταλισμό, από την κυρίαρχη ιδεολογία και από την διαφήμιση: τίποτα δεν αποδεικνύει ότι είναι κομμάτι μιας «προαιώνιας ανθρώπινης φύσης» όπως θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε η αφήγηση των αντιδραστικών.
Όπως υπογράμμιζε ο Ερνέστ Μαντέλ: «Η συνεχής συσσώρευση όλο και περισσότερων αγαθών (με διαρκώς φθίνοντα χρόνο ζωής/χρήσης) δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα οικουμενικό ή έστω ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ανάπτυξη των ταλέντων και των κλίσεων για ιδία ευχαρίστηση, η προστασία της υγείας και της ζωής, η φροντίδα για τα παιδιά, η ανάπτυξη πλούσιων κοινωνικών σχέσεων… όλα αυτά γίνονται τα κυρίαρχα κίνητρα των ανθρώπων μετά την ικανοποίηση των βασικών υλικών αναγκών τους».
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα προκύψουν συγκρούσεις, κυρίως κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ανάμεσα στις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος και τις κοινωνικές ανάγκες, ανάμεσα στις αναγκαίες οικολογικές κατευθύνσεις και την αναγκαιότητα να αναπτυχθούν βασικές υποδομές -ειδικά στις πιο φτωχές χώρες, ανάμεσα σε δημοφιλείς καταναλωτικές συνήθειες και την έλλειψη πόρων. Τέτοιες αντιφάσεις είναι αναπόφευκτες: Σε μια οικοσοσιαλιστική προοπτική, επαφίεται στο δημοκρατικό σχεδιασμό, απελευθερωμένο από τις επιταγές του κεφαλαίου και της παραγωγής κέρδους, να τις επιλύσει μέσα από πλουραλιστική και ανοιχτή συζήτηση, που θα καταλήγει στη λήψη αποφάσεων από την ίδια την κοινωνία. Μια τέτοια συμμετοχική δημοκρατία της βάσης είναι ο μόνος τρόπος όχι να αποφευχθούν τα λάθη, αλλά να επιτραπεί η αυτοδιόρθωση των λαθών της κοινωνίας από την ίδια συλλογικά.
Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι σχέσεις μεταξύ των οικοσοσιαλιστών και του κινήματος της αποανάπτυξης; Μπορεί να υπάρξει -παρά τις διαφωνίες- μια ενεργητική συμμαχία γύρω από κοινούς στόχους; Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν κάποια χρόνια, το La décroissance est –elle souhaitable? (Είναι η αποανάπτυξη επιθυμητή;), ο Γάλλος οικολόγος Στεφάν Λαβινό προτείνει μια τέτοια συμμαχία. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά σημεία τριβής μεταξύ των δύο αυτών προσεγγίσεων. Θα έπρεπε να εστιάσει κανείς στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στον αγώνα ενάντια στις ανισότητες ή στην καταγγελία της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων; Τι είναι πιο σημαντικό, οι ατομικές πρωτοβουλίες, οι τοπικές εμπειρίες, η εθελοντική απλότητα, ή να αλλάξει ο παραγωγικός μηχανισμός και η καπιταλιστική «μεγα-μηχανή»;
Ο Λαβινό αρνείται να διαλέξει και προτείνει τη σύμπραξη αυτών των δύο συμπληρωματικών πρακτικών. Ισχυρίζεται ότι η πρόκληση είναι να συνδυαστεί ο αγώνας για το οικολογικό ταξικό συμφέρον της πλειοψηφίας, δηλαδή όσων δεν κατέχουν κεφάλαιο, με τις πολιτικές των των ενεργών μειοψηφιών που επιδιώκουν μια ριζοσπαστική πολιτισμική αλλαγή. Με άλλα λόγια, να επιτευχθεί, χωρίς να κρυφτούν οι αναπόφευκτες διαφωνίες, μια «πολιτική σύνθεση» όλων όσων καταλαβαίνουν ότι η επιβίωση της ζωής στον πλανήτη και της ανθρωπότητας συγκεκριμένα, έρχονται σε αντίθεση με τον καπιταλισμό και τον παραγωγισμό και συνεπώς ψάχνουν εξόδους από αυτό το καταστροφικό και απάνθρωπο σύστημα.
Ως οικοσοσιαλιστης και ως μέλος της Τετάρτης Διεθνούς, συμμερίζομαι αυτή την οπτική. Το να συνευρεθούν όλες οι τάσεις της αντικαπιταλιστικής οικολογίας είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το άμεσο και αναγκαίο καθήκον να σταματήσουμε την αυτοκτονική πορεία του σύγχρονου πολιτισμού –πριν να είναι πολύ αργά.