Ο θατσερισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ είχε φέτος μια σχετικά εύκολη δουλειά. Την πραγματικότητα, μετά την υπογραφή του μνημονίου 3 και έπειτα από δύο χρόνια εξουσίας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την χρεώνεται πλέον κυρίως ο Τσίπρας και το κόμμα του. Και η πραγματικότητα είναι καταδικαστική: σ’ αυτά τα δύο χρόνια ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα η πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων που κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, ενώ προσθέτως εγκαταστάθηκε το καθεστώς «επιτήρησης» της ακριβούς εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων έως το… 2060.
Στο έδαφος των μνημονίων δεν υπάρχει χώρος για ελπίδα. Ενσωματωμένος πλέον απόλυτα σε αυτό το «γήπεδο» ο Αλ. Τσίπρας, προηγουμένως στη ΔΕΘ, είχε κάνει δύο σημαντικά «δώρα» στον Κυρ. Μητσοτάκη: αφενός ομολόγησε το τέλος του νεανικού «ριζοσπαστισμού» του, το τέλος των πειραματισμών με την όποιας απόχρωσης αριστερή πολιτική («το κόμμα που αντιπολιτεύεστε, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει πια», είπε αφοπλιστικά). Αφετέρου, επέλεξε ως έδαφος της μελλοντικής αναμέτρησης με τη Δεξιά το έδαφος όπου υπερέχουν εξ ορισμού τα «καθαρόαιμα» αστικά κόμματα: αν οι άνθρωποι κληθούν να επιλέξουν με κριτήριο την προσέλκυση των επενδύσεων και τη συμφιλίωση με την επιχειρηματικότητα (γιατί αυτό θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-GrInvest), τότε είναι πολύ πιθανότερο να επιλέξουν κάτι μεταξύ ΝΔ και παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας.
Σε αυτό το στρωμένο από τον Τσίπρα χαλί, είχε να βαδίσει σχετικά άνετα ο Μητσοτάκης. Σύμφωνα με τους επιτελείς της ΝΔ ήταν «εσκεμμένη επιλογή» να μη γίνουν συγκεκριμένοι σε θέματα όπως το χρέος, το ασφαλιστικό, η υγεία κ.ο.κ. Σε αυτά οι «εκπλήξεις» που περιμένουν τον κόσμο της εργασίας αφήνονται για μετά τις εκλογές. Αυτή η ελλειπτικότητα επιτρέπει στον Μητσοτάκη να συνεχίσει να επιτίθεται στον Τσίπρα (π.χ. με την αναφορά στην αύξηση των έμμεσων φόρων, ως των πιο άδικων και αντικοινωνικών) χωρίς, όμως να λέει τι θα κάνει ο ίδιος με τον ΦΠΑ.
Προσπαθώντας όμως να συγκροτήσει το δικό του στρατόπεδο, έστω και σε επίπεδο γενικών ιδεών, ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε τη στρατηγική του, έναν άκρατο και ιδεολογικά συνεκτικό νεοφιλελευθερισμό: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα». Αν βγάλουμε τα φραστικά φτιασίδια, προκύπτουν ατόφιες δύο βασικές ιδέες της Θάτσερ: α) οι κοινωνικές ανισότητες είναι όχι μόνο φυσιολογικές, αλλά σωτήριες και «απελευθερωτικές» (γιατί, τάχα, μόνο αυτές ταιριάζουν με την ανθρώπινη φύση) και β) η διεκδίκηση της ισότητας συγκρούεται με τη βιωσιμότητα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ο εξισωτισμός τείνει στον ολοκληρωτισμό…
Για να μη μείνει μόνο σε επίπεδο έκθεσης ιδεών ο Κυρ. Μητσοτάκης επανέλαβε τις πάγιες θέσεις του για μια «στροφή» («άλλο δημοσιονομικό μίγμα») προς μια κάποια «αναπτυξιακή πολιτική». Υπογραμμίζοντας ότι κάθε βήμα του θα γίνει σε συμφωνία με τους δανειστές (δηλαδή στα όρια του μνημονίου 3), προτείνει μια «επαναδιαπραγμάτευση» που θα δίνει στην τρόικα «μια ελληνικής ιδιοκτησίας μεταρρυθμιστική ατζέντα» (δηλαδή μια ταχύτερη επιβολή των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, από ανθρώπους που θα πιστεύουν σε αυτές). Και θα διεκδικεί μια συμφωνημένη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% και μια μείωση των φόρων. Προσοχή: ο Κυρ. Μητσοτάκης μιλά για μείωση των φόρων των επιχειρήσεων και όχι των λαϊκών νοικοκυριών και επίσης δηλώνει ότι ο «χώρος» που θα προκύπτει από τη μείωση των πλεονασμάτων, θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση του κόσμου του επιχειρείν.
Πρόκειται για μια πολιτική που λέει: Ναι, να συνεχιστούν τα μνημόνια. Ναι, να ενισχυθεί η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα ενάντια στην εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις. Σε αντάλλαγμα, αφήστε μας να ενισχύσουμε περισσότερο τους ντόπιους βιομήχανους και τους τραπεζίτες για να προσεγγίσουμε ξανά μια (καπιταλιστική) ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Τι απομένει ως υπόσχεση για τους απλούς ανθρώπους; Κυρίως η φιλολογία για τις «ίσες ευκαιρίες» που, τάχα, δημιουργεί ο νεοφιλελευθερισμός και τις οποίες μπορούν να εκμεταλλευτούν «οι πιο αδύναμοι». Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι θα έχουν την «ευκαιρία» να γίνουν εργοστασιάρχες (αν μπορέσουν να ανταγωνιστούν π.χ. τον Μυτιληναίο) ή εφοπλιστές (αν μπορούν να τα βάλουν με τον Μαρινάκη ή τον Μελισσανίδη). Όμως πέρα από αυτήν την «ισότητα στην ευκαιρία» δεν θα έχουν να περιμένουν καμιά άλλη βοήθεια…
Το μόνο συγκεκριμένο παράδειγμα αυτής της «ισότητας στις ευκαιρίες» αφορούσε την εκπαίδευση, όπου ο Μητσοτάκης προειδοποίησε ότι είναι έτοιμος «να φτάσει στα άκρα». Μιλώντας για ιδιωτικά πανεπιστήμια, για δίδακτρα και για «αυτόνομα» σχολεία, κατόρθωσε να εξαγριώσει ακόμα και τους συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ.
Ο Μητσοτάκης φρόντισε να στείλει στους δανειστές ένα μήνυμα «πολιτικής αυτοσυγκράτησης», αποσύροντας το αίτημα για πτώση της κυβέρνησης τώρα (προβλέποντας, πάντως, ως «ορόσημο» τον Ιούλη του 2018) και αφήνοντας τον Τσίπρα «ελεύθερο» να πιει μέχρι τέλους το πικρό μνημονιακό ποτήρι που στρώνει το δρόμο στη ΝΔ.
Δήλωσε στην ίδια κατεύθυνση έτοιμος για κυβερνητικές συνεργασίες, κυρίως με το «χώρο» της κεντροαριστεράς («θα συνομιλήσω θεσμικά με όποιον εκλεγεί»). Η τελευταία είναι μια κρίσιμη παράμετρος. Ανεξάρτητα από το πόσο το γνωρίζει ο Κυρ. Μητσοτάκης, η πολιτική που πρεσβεύει συνήθως προκαλεί θύελλες αντιδράσεων. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η κυβέρνηση του πατέρα του, που έπεσε μετά από μια μεγάλη κλιμάκωση των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Αντίστροφα, η μακροβιότητα σήμερα της Μέρκελ είναι αξιοσημείωτη, αλλά κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι η πολιτική της είναι η συνέχεια της Ατζέντας του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ και ότι στο μεγαλύτερο διάστημα της θητείας της συγκυβέρνησε με το SPD. Το «άνοιγμα» του Μητσοτάκη στους σοσιαλφιλελεύθερους είναι φυσιολογικό και θα συνεχιστεί, σε έντονο ανταγωνισμό με τον Τσίπρα που επιδιώκει πλέον ακριβώς τις ίδιες συμμαχίες.
Έχουμε μπει ανοιχτά στη σύγκρουση για το ποιος θα διαχειριστεί πολιτικά το κοινωνικό τοπίο που διαμορφώνει το μνημόνιο 3 και που από του χρόνου θα παρουσιάζεται από όλες τις πλευρές σαν μια κάποια «επιστροφή στην κανονικότητα».
Είναι μια σύγκρουση κατά την οποία ο Τσίπρας θα αποδέχεται πλέον την «ιδιοκτησία» του μνημονίου και θα υπογραμμίζει τη δυνατότητα της κυβέρνησής του να ελέγξει τις εργατικές αντιδράσεις. Είναι μια σύγκρουση στην οποία ο Μητσοτάκης θα διεκδικεί να ανατεθεί η διαχείριση στους «αυθεντικούς» -με λιγότερες αντιφάσεις και αναστολές- οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού. Ανάμεσα σε αυτήν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη πρέπει να χαραχθεί άλλος δρόμος από τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά. Που απαραίτητα αρχίζει με την κάθετη απόρριψη και των δύο πόλων της μνημονιακής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ανάδειξη ενός μάχιμου και ορατού (δηλαδή με κάποια μαζικότητα και κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα) πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θα παλεύει ενάντια τόσο στον Τσίπρα όσο και στον Μητσοτάκη, είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα των πολιτικών εξελίξεων, από τη σκοπιά του κόσμου της εργασίας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
*Το σκίτσο είναι του Πέτρου Ζερβού από την «Εφ.Συν.».