Η βλακώδης, υποκριτική, ρατσιστική και έμπλεη ψευδών ρητορική ενάντια στους πρόσφυγες πρέπει να βρίσκει διαρκώς, όπως φαίνεται, απάντηση. Πόσο μάλλον όταν αυτή εκφράζεται από επίσημα χείλη, δηλ. υπουργούς της κυβέρνησης και περιφερειάρχες.
Τα νούμερα είναι αμείλικτα: Στη δεκαετία του 1990 ήρθαν στην Ελλάδα πάνω από 1.000.000 μετανάστες. Ναι, ήταν μετανάστες, δεν ήταν πρόσφυγες κυνηγημένοι από πολέμους και καθεστώτα όπως αυτοί που έρχονται σήμερα. Επιπλέον ήταν όλοι «λαθραίοι»: περνούσαν παράνομα τα σύνορα Αλβανίας-Ελλάδας -και μάλιστα πολλαπλές φορές αφού συχνά τους έπιαναν και τους γύριζαν πίσω- κι όσοι έμεναν μέσα στην Ελλάδα, κυκλοφορούσαν χωρίς χαρτιά. Εξαιτίας της κατάστασής τους, ειδικά στις συνοριακές περιοχές όπου έφταναν κυνηγημένοι, πληγωμένοι, πεινασμένοι, παγωμένοι, άρρωστοι, είχαν συχνά παραβατική συμπεριφορά κλέβοντας τρόφιμα κι άλλα αναγκαία για να επιβιώσουν.
Είχαν μια εντελώς διαφορετική από την ελληνική, γλώσσα.
Πάνω από τους μισούς ήταν αλλόθρησκοι –μουσουλμάνοι και καθολικοί– ή άθεοι. Είχαν έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής από το μέσο ελληνικό, έναν τρόπο ζωής όπως διαμορφώθηκε στην απομονωμένη και καθυστερημένη οικονομικά Αλβανία του Χότζα και μάλιστα στην ύπαιθρο αυτής της χώρας. Οι περισσότεροι που έρχονταν στην αρχή είχαν ήδη παραβατική συμπεριφορά στη χώρα τους και πολλοί από αυτούς ήταν πρώην φυλακισμένοι στην Αλβανία.
Τι έγινε μετά;
Σήμερα στην Ελλάδα ζουν πάνω από μισό εκατομμύριο νόμιμοι μετανάστες και πρόσφυγες (577.000 για την ακρίβεια σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο το 2016 – οι 401.400 από αυτούς Αλβανοί). Οι περισσότεροι είχαν έρθει εκείνη την περίοδο (τη δεκαετία του 1990) και στη συνέχεια εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία. Έχτισαν το ελληνικό οικονομικό θαύμα και τις υποδομές των Ολυμπιακών Αγώνων, επιδιόρθωσαν και επιδιορθώνουν τα σπίτια μας, κατοίκησαν τα εγκαταλειμμένα χωριά μας, φρόντισαν και φροντίζουν τους ηλικιωμένους μας, νοίκιασαν τα διαλυμένα σπίτια μας και αγόρασαν τα σαραβαλάκια μας, γέννησαν με ρυθμό μεγαλύτερο από τους Έλληνες και φρέναραν τη δημογραφική συρρίκνωση της Ελλάδας, σχολεία ξαναλειτούργησαν, με τις ασφαλιστικές εισφορές τους ενίσχυσαν μαζικά το ασφαλιστικό σύστημα, καθώς οι περισσότεροι ήταν νέοι και υγιείς: πρακτικά πλήρωναν και πληρώνουν για την υγεία και τη σύνταξη των σημερινών Ελλήνων. Η δεύτερη -και τρίτη- γενιά πλέον είναι απόλυτα ενταγμένη στην ελληνική κοινωνία: δεν ξεχωρίζουν από τους Έλληνες.
Μήπως άραγε όλα αυτά είναι μια μακρινή ιστορία περασμένων δεκαετιών; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με το υπουργείο μόλις το 2018 ήρθαν στην Ελλάδα ΑΛΛΟΙ 17.000 Αλβανοί (και προφανώς και μερικές χιλιάδες ακόμη από την υπόλοιπη Αν. Ευρώπη), περισσότεροι και από όσους πήγαν στη Γερμανία (16.000). Κι όμως, η Ελλάδα της κρίσης μπόρεσε να τους απορροφήσει και αυτούς.
Σήμερα η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η χώρα με τους περισσότερους Αλβανούς «χωρίς χαρτιά». Συγκεκριμένα εδώ ζουν και εργάζονται 11.190 «παράτυποι» μετανάστες από την Αλβανία, δηλαδή το 32% του συνολικού αριθμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Ακολουθούν με μεγάλη διαφορά η Γερμανία (6.570), η Γαλλία (4.355), το Ηνωμένο Βασίλειο (3.580) και η Ιταλία (3.025).
Και μετά από όλα αυτά οι ρατσιστές έρχονται και μας λένε ότι σήμερα είναι «πρόβλημα» 50.000-60.000 πρόσφυγες –και μάλιστα όταν η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα, αλλά θέλει να πάει στη βόρεια Ευρώπη. Μας λένε –ενάντια στη λογική και τα μαθηματικά– ότι δεν «χωράνε» στην Ελλάδα (που όμως χωράει, εκτός από τους υπόλοιπους μετανάστες, και 35 εκατομμύρια τουρίστες!), ότι «θα μας αλλάξουν τη θρησκεία και τον τρόπο ζωής μας» και άλλες ανοησίες. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι ρατσιστές αυτοί είναι οι ίδιοι που ζητούν απαγόρευση των αμβλώσεων επειδή «ανησυχούν» για το δημογραφικό πρόβλημα.
Αν επικρατούσε η λογική, ακόμη και στο αμφίβολης σχετικής ικανότητας μυαλό τους, θα έπρεπε να ζητούν να ΜΕΙΝΟΥΝ αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα, να νομιμοποιηθούν, να ανανεώσουν τον ελληνικό πληθυσμό (καθώς γεννούν περισσότερο και από τους Αλβανούς που πια προσαρμόστηκαν τους ελληνικούς ρυθμούς), να διασώσουν το ασφαλιστικό σύστημα (η Ελλάδα δεν πλήρωσε δεκάρα για να ανατραφούν, να εκπαιδευτούν και να φτάσουν εδώ αυτοί οι νέοι άνθρωποι –αλλά την ίδια στιγμή θα τους εκμεταλλευθεί ως εργαζόμενους, και ως καταβάλλοντες φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
Αντί να ζητάμε να φύγουν έπρεπε να ζητάμε να μείνουν. Αλλά ως νόμιμοι άνθρωποι με αξιοπρεπή διαβίωση. Η ελάχιστη αυτή επένδυση (τη στιγμή μάλιστα που πετιούνται κολοσσιαία ποσά σε πολεμικές δαπάνες ή φορολογικές απαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο) θα σήμαινε καλύτερη ζωή όχι μόνον για αυτούς αλλά και για εμάς…