Το Σάββατο 12/12, μετά από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων ανακοινώθηκε με ενθουσιασμό η συμφωνία, μεταξύ 196 κρατών που έλαβαν μέρος, της 21ης πρώτης Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP 21) που διοργανώθηκε στο Παρίσι. Είκοσι τρία χρόνια μετά τη διάσκεψη του Ρίο το 1992, είκοσι μετά την πρώτη "Διάσκεψη των Μερών" (COP) και έξι χρόνια μετά από το ναυάγιο της Κοπεγχάγης, η συμφωνία του Παρισιού προβάλλεται από τα κυρίαρχα διεθνή ΜΜΕ ως ένας τεράστιος θρίαμβος!
Η πληροφορία που αναπαράγεται αφορά στην ρητορική υιοθέτηση του στόχου περιορισμού της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2o C με κατεύθυνση τον 1,5ο C έως το 2100. Στόχος που αποτελεί το όριο, σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, πέρα από το οποίο οι κοινωνίες θα αντιμετωπίσουν τις ανυπολόγιστες συνέπειες της καλπάζουσας κλιματικής αλλαγής.
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα πίσω από την επικοινωνιακή θριαμβολογία;
Επί της ουσίας η συμφωνία προβλέπει την αύξηση των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030. Στο αντίποδα, η ανάληψη δράσης προκειμένου να μην ξεπεραστεί το κατώφλι των 2o C απαιτεί τη δραστική καθαρή μείωση των παγκόσμιων εκπομπών από το 2020. Σήμερα, η μέση άνοδος της θερμοκρασίας προσεγγίζει τον 1o C, ενώ στην κατεύθυνση που κινούμαστε - business as usual -, σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, θα ξεπεράσει τους 4.3 o C έως το 2100.
Η λέξη "ορυκτά καύσιμα" δεν υπάρχει στο 32 σελίδων κείμενο συμφωνίας, όταν σύμφωνα με την πρόσφατη 5η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), βάσει των σεναρίων του σωρευτικού ισοζυγίου άνθρακα, απαιτείται πάνω από το 66% των γνωστών και οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων να παραμείνουν στο έδαφος .
Ως προς το νομικά "δεσμευτικό" χαρακτήρα της συμφωνίας αποκαλυπτικός είναι ο κεντρικός όρος "Εθνικά Καθορισμένη Πρόθεση Συνεισφοράς" - Intended Nationally Determined Contribution, I.N.D.C. - ο οποίος σε συνδυασμό με τα ποικίλα όρια αναφοράς που χρησιμοποιεί κάθε κράτος για τον προσδιορισμό των στόχων του, με την παντελή έλλειψη προσδιορισμού μέτρων, την έλλειψη πρόβλεψης μηχανισμού ελέγχων και κυρώσεων - και φυσικά εν αναμονή της κύρωσής της-, οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα μιας δήλωσης προθέσεων για στόχους που αφορούν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον μετά τα μέσα του αιώνα. Την ίδια στιγμή, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι σήμερα τραγικά παρούσες πλήττοντας με ιδιαίτερη σφοδρότητα τους φτωχούς/ες του παγκόσμιου Νότου, καθώς επίσης τους/τις εργαζόμενους/ες και την κοινωνική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών λόγω των λιγότερων μέσων που διαθέτουν για να τις αντιμετωπίσουν.
Η συμφωνία διατρέχεται από την προσήλωση στην "παρακαταθήκη" των ευέλικτων μηχανισμών του Κιότο, στο σύστημα εμπορίας ρύπων, στα χρηματιστήρια ρύπων και συνολικά στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής μέσω της επέκτασης των μηχανισμών της αγοράς. Στους μηχανισμούς δηλαδή που, τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνο δεν πέτυχαν κανένα αποτέλεσμα στη μείωση των εκπομπών και της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά: α) ευνόησαν μια διαδικασία κερδοσκοπίας προς όφελος των μεγάλων ρυπαντών, β) αποτέλεσαν ανάχωμα για καθαρές μειώσεις μέσω αμφίβολων επενδύσεων σε τρίτες χώρες, γ) οδηγούν στην μεγιστοποίηση της περιβαλλοντικής πίεσης με την διάχυση και επέκτασή της σε πλανητικό επίπεδο και ταυτόχρονα δ) μετακυλύουν το κόστος στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε την αποφυγή των ευθυνών των "αναπτυγμένων χωρών", που ιστορικά έχουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, για τις απώλειες και ζημιές, όπως επίσης και τη μετάθεση της χρηματοδοτικής στήριξης των 100δις $ ετησίως, προς τις χώρες του παγκόσμιου Νότου και τις πιο ευάλωτες κοινότητες για την προσαρμογή και την αντιμετώπιση των συνεπειών την κλιματικής, στο 2020, αυτό που μένει είναι ο επικοινωνιακός θόρυβος και οι πράσινες "business as usual".
Για τις δυνάμεις του κεφαλαίου η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής αντιμετωπίζεται και ως άλλη μια ευκαιρία για δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας και για επανεκκίνηση της συσσώρευσης. Δηλαδή για business as usual μέσω της "πράσινης ανάπτυξης" και του "πράσινου εκσυγχρονισμού" της αγοράς. Φυσικά ούτε λόγος για το σύμπλεγμα των μεγάλων πολυεθνικών ορυκτών καυσίμων, πετροχημικών, εξοπλισμών και αυτοκινητοβιομηχανιών.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής φαίνεται ότι θα "προωθηθεί" μέσω της εφαρμογής των ακραία νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών που επιτάσσουν την ιδιωτικοποίηση του κλάδου της ενέργειας, την "απελευθέρωση - απορρύθμιση" της αγοράς ενέργειας, την προώθηση των εξορύξεων υδρογονανθράκων και την κατασκευή αγωγών, καθώς επίσης και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (μεταφορές, δημόσια γη, υποδομές κ.λ.π.), την ουσιαστική εκχώρηση του χωρικού σχεδιασμού σε ιδιωτικά συμφέροντα, τη διαρκή αποσάθρωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των αντίστοιχων ελεγκτικών μηχανισμών, προκειμένου να προωθηθεί, το υπεράνω όλων, δίκαιο του επενδυτή.
Η πραγματικότητα όμως που δεν μπορεί να αποτυπωθεί στις αίθουσες των αντίστοιχων διεθνών συνδιασκέψεων είναι ότι η οικολογική κρίση, με προεξάρχουσα παράμετρο την κλιματική αλλαγή, αποτελεί σύγχρονη δομική συνέπεια κυριαρχίας του καπιταλισμού, απειλώντας το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών.
Συνεπώς, το κεντρικό πρόβλημα σε κάθε τέτοια διεθνή συνδιάσκεψη είναι η αφετηριακή βάση σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο καπιταλισμός και όσα αυτός συνεπάγεται (εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης, καπιταλιστική ανάπτυξη / συσσώρευση, πρωτοκαθεδρία του κέρδους, του ανταγωνισμού και της αγοράς) επιχειρείται να εμφανιστεί ως η διέξοδος από την οικολογική κρίση που ο ίδιος δημιούργησε.
Αντίθετα, η επιτακτική σήμερα ανάγκη για ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, με άμεσα μέτρα δραστικών καθαρών μειώσεων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για την απεξάρτηση των οικονομιών των ανεπτυγμένων χωρών από τον άνθρακα έως το 2050 και σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2070, απαιτεί ριζικούς μετασχηματισμούς σε μια σειρά κλάδων και τομέων όπως αυτοί της ενέργειας, των μεταφορών, των κατασκευών, της βιομηχανίας, της γεωργικής παραγωγής κ.α. Μετασχηματισμούς που αμφισβητούν στον πυρήνα τους την κυριαρχία του κέρδους, της διαρκούς συσσώρευσης, του ανταγωνισμού, της εμπορευματοποίησης και προϋποθέτουν ανάκτηση και έλεγχο από την κοινωνία και τους εργαζόμενους των κοινών και συνολικά των δημόσιων κοινωνικών αγαθών/υπηρεσιών, ιεράρχηση και προσδιορισμό των πραγματικών συλλογικών αναγκών, αποκέντρωση, εξοικονόμηση σε όλους τους τομείς, επέκταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας στην ίδια την παραγωγή και φυσικά μέτρα για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας.
Η διέξοδος από τη συνδυασμένη οικονομική-οικολογική κρίση στην οποία βυθίζει ο καπιταλισμός την ανθρωπότητα θέτει επί τάπητος την επιτακτική ανάγκη ριζικών, ταυτόχρονα οικολογικών και κοινωνικών, μετασχηματισμών οργάνωσης της παραγωγής. Ενός μεταβατικού προγράμματος, συνάρθρωσης της ταξικού με το οικολογικό, για την ικανοποίηση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών, με ορίζοντα τον σοσιαλισμό.
Τα καλά νέα από τη συνδιάσκεψη του Παρισιού δεν προκύπτουν από το αποτέλεσμα της συμφωνίας, ούτε από τις πολιτικές επικοινωνιακές ανάγκες, για μια θετική παγκόσμια είδηση, ισχυρών κρατών και των αντίστοιχων ηγεσιών τους (π.χ. ΗΠΑ, Γαλλία) στην εποχή της κρίσης που διαρκώς βαθαίνει.
Η ελπίδα απέναντι στην απειλή τη βαρβαρότητας που μας περιβάλλει αναδύθηκε από τα κινήματα, στις εκατοντάδες διαδηλώσεις, στους ακτιβισμούς, στις δράσεις και στις συζητήσεις που οργανώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά ιδιαίτερα στο Παρίσι, αψηφώντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την αστυνομοκρατία, την καταστολή και τις συλλήψεις. Θυμίζοντας, για ακόμη μια φορά, το απολύτως επίκαιρο επίδικο του αγώνα: οι ζωές μας και η φύση πάνω από τα κέρδη τους.