Στην παράδοση που μας κληροδότησε η Τρίτη Διεθνής (η οποία, κατά τα ψέματα, φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σταλινισμού, οσοδήποτε διαθλασμένος κι αν εμφανίζεται), υπάρχει μια θεμελιώδης και διόλου αθώα παρανόηση σχετικά με την έννοια της αυτοκριτικής. Και είναι τόσο διαδεδομένη αυτή η παρανόηση ανάμεσά μας, ώστε χρειάζεται ώρες-ώρες να υπενθυμίζουμε ξανά και ξανά το προφανές, ακόμη και με τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε ότι παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το προφανές: Αυτοκριτική δεν είναι ένα φτηνό υποκατάστατο της χριστιανικής εξομολόγησης, όπου ο πιστός απαριθμεί τα κρίματά του και παίρνει την πολυπόθητη άφεση αμαρτιών, ώστε με ξαλαφρωμένη τη συνείδηση να συνεχίσει να κάνει τα ίδια. Αυτοκριτική, πολύ περισσότερο, δεν είναι η επί τροχάδην παραδοχή ότι γενικώς και αορίστως «κάναμε λάθη» ιδίως όταν μέσα από μια τέτοια παραδοχή επιδιώκουμε απλώς να κλείσουμε άρον άρον τη συζήτηση για τον πυρήνα των πολιτικών μας επιλογών. Αυτοκριτική, πρώτα απ’ όλα, είναι ο απαραίτητος αναστοχασμός πάνω στην αντιστοίχηση μέσων και σκοπών –ή, για να το πούμε αλλιώς, πάνω στη σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική. Μονάχα ένας τέτοιος διαρκής και άγρυπνος αναστοχασμός καθιστά το πολιτικό υποκείμενο ικανό όχι μόνο να καταγράφει ανά πάσα στιγμή τις επί μέρους αστοχίες, αλλά και να εντοπίζει τη θεωρητική και πρακτική μήτρα απ’ την οποία αυτές εκπορεύονται.

Λαθολογία και αυτοδικαίωση vs αυτοκριτική

Σε ολόκληρο το διήμερο της πανελλαδικής διαδικασίας της ΛΑΕ δεν υπήρξε σχεδόν ούτε μία τοποθέτηση, που να μην ξεκινάει –και δικαιολογημένα!– με τη διαπίστωση ότι «βγαίνουμε από μια ήττα». Μια τέτοια διαπίστωση θα έπρεπε από μόνη της να θέτει ως προφανές και κατεπείγον το καθήκον της αυτοκριτικής, προσωπικής και συλλογικής. Στην πράξη όμως, ελάχιστες υπήρξαν οι τοποθετήσεις που ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το καθήκον θέτοντας επί τάπητος τη διάσταση της συγκεκριμένης, αιχμηρής, ουσιαστικής και σε βάθος αυτοκριτικής. Αντιθέτως, υπήρξε πληθώρα τοποθετήσεων που, 71 χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα, επέμειναν (εν είδει παβλοφικού αντανακλαστικού, θα έλεγε κανείς) ν’ αναπαράγουν το αυτοδικαιωτικό σχήμα της ηγετικής ομάδας του τότε ΚΚΕ, υποστηρίζοντας πάνω-κάτω ότι «Η γραμμή ήταν σωστή, αλλά οι αντικειμενικές συνθήκες δε μας επέτρεψαν να νικήσουμε. Όταν αλλάξουν οι συνθήκες, η γραμμή θα δικαιωθεί και θα νικήσουμε».

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γίνεται κατανοητός ένας κάποιος εκνευρισμός για τα ευρήματα της πρώτης μετεκλογικής δημοσκόπησης,  στην οποία φαίνεται ότι οι συνθήκες έχουν αρχίσει να αλλάζουν, εμείς όμως συνεχίζουμε να μη νικάμε. Δύο μόλις μήνες μετά τις εκλογές και με δεδομένη την υλοποίηση των δεσμεύσεων του Μνημονίου ΙΙΙ, ήδη καταγράφεται με σαφήνεια η ταχύτατη διάλυση των όποιων ψευδαισθήσεων σχετικά με την κυβέρνηση Τσίπρα, ενώ καθίσταται εξίσου σαφές ότι εντείνονται και επιταχύνονται τα φαινόμενα ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού. Την ίδια στιγμή όμως, και ενώ τα καθεστωτικά κόμματα μπαίνουν σε περίοδο κρίσης, η Αριστερά (της ΛΑΕ συμπεριλαμβανομένης) δε φαίνεται να παίρνει τα πάνω της. Αντί γι’ αυτό, η απαξίωση του πολιτικού σκηνικού προσλαμβάνει καθολικές διαστάσεις, με την Αριστερά να καταγράφεται κι αυτή ως μέρος του προβλήματος –κι αυτό είναι κάτι που κανονικά δεν έπρεπε να χρειαζόμαστε τις δημοσκοπήσεις για να το δούμε.

Όσοι επέλεξαν τη βολική ερμηνεία, που αποδίδει το κακό εκλογικό αποτέλεσμα αποκλειστικά (ή κατά κύριο λόγο) στο ότι η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καταγραφεί επαρκώς στη συνείδηση του κόσμου, βρίσκονται τώρα σε αμηχανία να εξηγήσουν γιατί ο κόσμος δεν αρχίζει να στρέφεται προς τα αριστερά, τώρα που διαλύονται με ραγδαίους ρυθμούς οι όποιες ψευδαισθήσεις. Έτσι, αντί ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται μήπως υπάρχει κάποιο σφάλμα στο βασικό ερμηνευτικό τους σχήμα, κάποιοι προτιμούν –παλιά τους τέχνη κόσκινο– να μιλούν για στημένες δημοσκοπήσεις. Περιττό βέβαια να προσθέσουμε ότι η αμηχανία του εν λόγω ερμηνευτικού σχήματος θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη στην καθόλου απίθανη περίπτωση που η λαϊκή δυσαρέσκεια αρχίσει να στρέφεται προς τα δεξιά, μόλις κάνει την εμφάνισή του ένα κόμμα τύπου «σοβαρής Χ.Α.», τουτέστιν μια εκδοχή του μπερλουσκονισμού α λα ελληνικά.

Από την άλλη μεριά, όσοι στρατευτήκαμε στην υπόθεση της ΛΑΕ, παρά τα πολλά και όχι ασήμαντα προβλήματα που διαβλέπαμε κι επισημαίναμε από την αρχή, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή ν’ αρχίσουμε επιτέλους να θέτουμε δημόσια κάποια «ενοχλητικά» ερωτήματα. Και, πρώτα απ’ όλα, τα ερωτήματα που σχετίζονται με τη στάση της αριστερής αντιπολίτευσης εντός του ΣΥΡΙΖΑ, πριν και μετά τις 20 Ιανουαρίου. Ας είμαστε ειλικρινείς: Η εκλογική αποτυχία της ΛΑΕ δε θα είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις, αν η αριστερή αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να περιορίζεται σε ανούσιες και άχαρες μάχες οπισθοφυλακών, είχε τολμήσει όλο το προηγούμενο διάστημα να δώσει το δικό της διακριτό στίγμα, και –κυρίως!– αν είχε τολμήσει ν’ αμφισβητήσει έμπρακτα το «διευθυντικό δικαίωμα» της περί τον Τσίπρα ηγετικής ομάδας. Χωρίς να μπαίνουμε σε δίκη προθέσεων, η ατολμία αυτή οδηγούσε αντικειμενικά την εσωκομματική αντιπολίτευση σε ρόλο χρήσιμου ηλίθιου (idiot utile) και αριστερού άλλοθι για τις επιλογές της ηγεσίας.

Επί τον τύπον των ήλων

Θα μπορούσαμε να πιάσουμε το νήμα της αφήγησης από πολύ παλιά. Ας ξεκινήσουμε από τα εσωκομματικά, που είναι και πιο ανώδυνα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την πάγια τακτική της κατάθεσης τροπολογιών και όχι χωριστών εισηγήσεων στα όργανα, τακτική που εξ ορισμού οδηγούσε στην περίπου ομόφωνη υπερψήφιση των εισηγήσεων της ηγετικής ομάδας; Την έκδηλη (και σχεδόν κωμική) αγωνία μην τυχόν και χάσει το προεδρικό κέντρο την πλειοψηφία σε κάποια αμφίρροπη συνεδρίαση της Κ.Ε.; Τη σκανδαλώδη ανοχή στα αλλεπάλληλα προεδρικά πραξικοπήματα, με κορυφαίο παράδειγμα τη νομιμοποίηση της παρωδίας του κατ’ ευφημισμόν διαρκούς συνεδρίου, που αποτέλεσε την αψευδή ένδειξη ότι ως κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταντήσει πλέον πουκάμισο αδειανό; Ο κατάλογος θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος, το μοτίβο όμως θα  παρέμενε κοινό.

Η μοναδική λογική εξήγηση για όλα τούτα είναι ότι –ανεξάρτητα από το αν το συνειδητοποιούσε ή όχι– η εσωκομματική αντιπολίτευση δεν επιθυμούσε σε τελική ανάλυση να γίνει πλειοψηφία και ν’ αποκτήσει τον έλεγχο του κόμματος. Δεν το επιθυμούσε, διότι στην πραγματικότητα ούτε διέθετε, ούτε είχε τη φιλοδοξία ν’ αποχτήσει εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο απέναντι στο προεδρικό κέντρο. Η παραπάνω διαπίστωση δε διατυπώνεται ως ηθική μομφή. Αν μάλιστα θέλουμε να ακριβολογούμε, η στάση αυτή της εσωκομματικής αντιπολίτευσης ήταν μια στάση ηθικά άψογη. Η αμφισβήτηση του «διευθυντικού δικαιώματος» της ηγετικής ομάδας και η διεκδίκηση της πλειοψηφίας μέσα στο κόμμα, για να μην εκπέσουν σε φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές, προϋποθέτουν την ύπαρξη διακριτού πολιτικού σχεδίου. Και τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε. Να γιατί, ιδίως μετά το Ιδρυτικό Συνέδριο, η εσωκομματική αντιπολίτευση, με τη μορφή της Αριστερής Πλατφόρμας πλέον, βρέθηκε να περιορίζεται σε μάχες οπισθοφυλακών, υπερασπιζόμενη το γράμμα και το πνεύμα των συνεδριακών αποφάσεων (τις οποίες παραβίαζε η πλειοψηφία, που τις είχε ψηφίσει!), αλλά και το περιβόητο «Πρόγραμμα της ΔΕΘ» (η υλοποίηση του οποίου προϋπέθετε, όπως όλοι θυμόμαστε, κονδύλια του… ΕΣΠΑ!).

Εκεί όμως που η απουσία εναλλακτικού σχεδίου κατέστη πασιφανής ήταν μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι απορίας άξιον τι στην ευχή πίστευαν προβεβλημένα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος –και, γενικότερα, προβεβλημένα στελέχη που είχαν κρατήσει αποστάσεις από το προεδρικό κέντρο– όταν δέχτηκαν να αναλάβουν κυβερνητικά πόστα. Αν πίστευαν ότι θα μπορούσαν έτσι να επηρεάσουν τη γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής, η στάση τους μόνο πολιτική αφέλεια προδίδει. Πολιτική αφέλεια που δεν οφείλεται βέβαια σε κάποια απειρία, αλλά ακριβώς στην έλλειψη διακριτού πολιτικού σχεδίου, το οποίο να έρχεται σε αντιπαράθεση με το (ρητό και υπόρρητο) σχέδιο της ηγεσίας.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και παρά τις καλές προθέσεις τους, τα συγκεκριμένα στελέχη βρέθηκαν τελικά να χρεώνονται στη συνείδηση του κόσμου το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής μέχρι τις 21 Αυγούστου. Τι να πει κανείς και τι να παραλείψει σ’ αυτόν τον θλιβερό κατάλογο; Την υποταγή στις μεθοδεύσεις του προεδρικού κέντρου σχετικά με την εκλογή ΠτΔ και την υπερψήφιση του Προκόπη Παυλόπουλου από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, πλην μίας και μοναδικής τιμητικής εξαίρεσης; Τη σιγή ιχθύος στο άκουσμα των δεσμεύσεων περί πλήρους και έγκαιρης εξυπηρέτησης του χρέους; Την αξιοθρήνητη απολογητική υπέρ του σαρώματος των ταμειακών διαθεσίμων για την πληρωμή της δόσης στο ΔΝΤ; Την ανάδειξη του ΕΝΦΙΑ σε πατριωτικό καθήκον; Την απορρόφηση σε ελάσσονα θέματα (π.χ. ο αλήστου μνήμης «αγωγός από τη Ρωσία»), τη στιγμή που στις Βρυξέλλες συνέβαιναν σημεία και τέρατα; Την απουσία αντιδράσεων απέναντι στις περιβόητες 47+ σελίδες, που αποτελούσαν ήδη την αποδοχή ενός νέου και κάθε άλλο παρά ήπιου Μνημονίου; Την αγωνία μην τυχόν και πέσει μια κυβέρνηση, που είχε ήδη ρυμουλκηθεί σε μνημονιακή κατεύθυνση κι ετοιμαζόταν να φέρει Μνημόνιο προς ψήφιση στη Βουλή; Τι συνιστούν όλα αυτά, αν δε συνιστούν απόδειξη της απουσίας εναλλακτικού  πολιτικού σχεδίου;

Και στο σημείο αυτό, είμαστε πλέον σε θέση ν’ αφήσουμε τις πραγματολογικές διαπιστώσεις και να περάσουμε επιτέλους στην ουσία: Οι διαφοροποιήσεις της αριστερής πτέρυγας σε θέματα όπως το χρέος, το ευρώ, το τραπεζικό σύστημα κλπ δε θα μπορούσαν από μόνες τους να συγκροτήσουν διακριτό πολιτικό σχέδιο. Μολονότι δεν πρέπει να υποτιμώνται, οι διαφοροποιήσεις αυτές σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν κάτι περισσότερο από απλές διαφοροποιήσεις και παραλλαγές του πολιτικού σχεδίου της ηγετικής ομάδας. Ενός σχεδίου που, παρά τα διακηρυκτικό ριζοσπαστισμό του, παρέμεινε αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένο στον ρεφορμιστικό ορίζοντα, που περιγράφεται από το τρίπτυχο «εκλογικισμός, κυβερνητισμός, κοινοβουλευτικός κρετινισμός».

Υπό τον αστερισμό του συγκεκριμένου ρεφορμιστικού τριπτύχου, η ίδια η στοχοθεσία για «Κυβέρνηση της Αριστεράς» (στοχοθεσία απολύτως νόμιμη καθ’ εαυτήν, αλλά όχι υπό αυτούς τους όρους και μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα) κατέληξε αναπόφευκτα να εναποθέτει τα πάντα στο θέατρο σκιών της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης. Για την κατάργηση των Μνημονίων θεωρήθηκε αρκετή –αν είναι δυνατόν!– η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσον. Αυτό υπήρξε, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το προπατορικό αμάρτημα του ΣΥΡΙΖΑ, που προανήγγειλε και την τελική κατάληξη του όλου εγχειρήματος. Και είναι ζήτημα εάν και κατά πόσον η αριστερή πτέρυγα δεν φέρει κι αυτή τις δικές της ευθύνες για τούτο εδώ το προπατορικό αμάρτημα.

Αντί επιλόγου: Οι όροι και οι προϋποθέσεις

Πολύς λόγος γίνεται αυτή την εποχή στις γραμμές μας για τη στάση των στελεχών μας στο συνδικαλιστικό, για τη σχέση μας με το ΜΕΤΑ κλπ. Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει για μια συζήτηση που αφορά πρωτίστως τους συνδικαλιστές μας. Στην πραγματικότητα όμως μας αφορά όλους. Θα τολμούσα μάλιστα να υποστηρίξω ότι η έκβαση αυτής της συζήτησης θ’ αποτελέσει εξαιρετικά ουσιώδες πρόκριμα, με βαρύνουσες συνέπειες για τη συνολική φυσιογνωμία της ΛΑΕ.

Στην ιστορική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα σημείο καμπής, που για κάποιον περίεργο (ή μάλλον, όχι και τόσο περίεργο) λόγο έχουμε την τάση να το απωθούμε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο: Η πρώτη φορά που ακούστηκε το «δε συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις», δεν αφορούσε την κατάργηση των Μνημονίων. Αφορούσε μια απεργία που δεν έγινε. Η πρώτη φορά που η ηγεσία επέλεξε να αγνοήσει την ηχηρή ετυμηγορία της βάσης, δεν αφορούσε το δημοψήφισμα. Αφορούσε μια απεργία. Την ίδια απεργία. Την απεργία που δεν έγινε. Η πρώτη φορά που δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (προφανώς με την κάλυψη της ηγετικής ομάδας, αλλά όχι μόνο της ηγετικής ομάδας) επιχείρησαν να παρουσιάσουν το άσπρο μαύρο, δεν αφορούσε ούτε τη συμφωνία στις 20/2, ούτε την υπογραφή του Μνημονίου ΙΙΙ. Αφορούσε ξανά την ίδια απεργία. Την απεργία που δεν έγινε.

Γι’ αυτό και οι αποφάσεις μας σχετικά με το συνδικαλιστικό θ’ αποτελέσουν σημείο καμπής, όπου θα κριθεί στην πράξη ποια συμπεράσματα έχουμε βγάλει από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να διαρρήξουμε τις από δεκαετίες σφυρηλατημένες σχέσεις μας με το τρίπτυχο του εκλογικισμού, του κυβερνητισμού και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Με άλλα λόγια, η στάση μας στο θέμα αυτό θ’ αποτελέσει ένα πρώτο –αλλά πολύ σημαντικό– πρόκριμα για το κατά πόσον είμαστε διατεθειμένοι να διαρρήξουμε τις σχέσεις μας με τις πρακτικές εκφάνσεις του από δεκαετίες κληροδοτημένου σε μας ρεφορμισμού. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στην πορεία.

Ετικέτες