Τις τελευταίες μέρες με τις δηλώσεις Φίλη περί εθνοκάθαρσης των Ποντίων (ξανά)άνοιξε μία έντονη συζήτηση για το αν η καταστροφή των Ποντίων ήταν εθνοκάθαρση ή γενοκτονία.
Σε μεγάλο βαθμό η συζήτηση αναβιώνεται με όρους ακραίου εθνικισμού όπου η άρνηση της γενοκτονίας αποτελεί προδοτική ανθελληνική θέση. Επίσης, η άμεση επιλογή θέσης στο δίπολο εθνοκάθαρση-γενοκτονία με μόνο κριτήριο τον συναισθηματισμό δεν κάνει τη συζήτηση παραγωγική, αποκρύπτει πηγές από την εποχή που μπορούν να βοηθήσουν να αντιληφθούμε καλύτερα την περίοδο ώστε να καταλήξουμε κάπου και εν τέλει αναβιώνει έναν εθνικισμό, έντονα διαβρωτικό που μπορεί να εκφράζεται το ίδιο εύκολα από κοινωνικές ομάδες ασχέτως των ταξικών διαιρέσεών τους και να ποινικοποιεί τον λόγο όσων δεν θέλουν να αναπαράγουν εθνικιστικά στερεότυπα.
Προλεγόμενα
Για να δούμε τι συνέβη οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει γενοκτονία και τι εθνοκάθαρση. Γενοκτονία είναι η συστηματική εξόντωση ενός λαού ενώ εθνοκάθαρση είναι η διαδικασία δημιουργίας εθνικά καθαρών κρατών. Η ανάδυση των εθνικών κρατών είναι πάντα μια αιματηρή διαδικασία η οποία σκορπίζει οδύνη στους πληθυσμούς που ζουν εκεί . Μετά την ελληνική επανάσταση το ελληνικό κράτος έδιωξε τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους εκτός αυτών της Εύβοιας, ενώ το 1912 προχώρησε σε κάψιμο βουλγαρικών χωριών στη Μακεδονία. Επομένως η πολιτική αίματος είναι κάτι που συνοδεύει την ανάδυση του έθνους-κράτους, ειδικά αν αυτή γίνεται μέσα από τη διάλυση μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας όπως η οθωμανική. Επομένως σίγουρα δεν ισχύει μια εθνικιστική προπαγάνδα που λέει ότι οι Έλληνες ήταν τα «καλά παιδιά» και οι Τούρκοι τους έσφαξαν.
Προβληματικός επίσης είναι και ο όρος της γενοκτονίας. Είναι ένας νομικός και επομένως κανονιστικός όρος. Όπως κάθε νομικός όρος παραπέμπει στο δίκαιο και κατά συνέπεια στην τιμωρία μέσα από κυρώσεις που επιβάλλονται στους δράστες. Παρά το γεγονός ότι η γενοκτονία ορίζεται από τον ΟΗΕ, ο ίδιος ο ορισμός είναι αρκετά πλατύς. Περιλαμβάνει εντός του πολλές πράξεις βίας ή εγκλήματα πολέμου τα οποία όμως δεν συνιστούν γενοκτονία. Για τον ΟΗΕ η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα αποτελεί γενοκτονία αλλά αρκετά μαζικά εγκλήματα δεν εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία π.χ. Ινδονησία 500.000-1.000.000 θύματα κατά το 1965-66. Το ερώτημα του τι αποτελεί και τι όχι γενοκτονία είναι συνεπώς καίριο. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Α. Λιάκος το γεγονός ότι οι γενοκτονίες είναι επιλεκτικές και η αναγνώρισή τους έχει να κάνει με διάφορα κριτήρια ( π.χ. η γενοκτονία των Αρμενίων αρχικά αναγνωρίζεται σε εθνικά κοινοβούλια από χώρες που έχουν ισχυρούς αρμένικους πληθυσμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν κόμματα τη στήριξή τους) έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ειδών γενοκτονίες. Αυτές που αναγνωρίζονται γιατί οι «απόγονοι» των νεκρών έχουν τη δύναμη να το κάνουν και αυτές που δεν αναγνωρίζονται γιατί οι φορείς της κληρονομιάς αυτής είναι ανίσχυροι. Λες και οι μεν νεκροί βαραίνουν πιο πολύ από τους δε. Αυτό αποτελεί προσβολή για τους ίδιους τους νεκρούς.
Για την «γενοκτονία» των Ποντίων
Το 1994, την εποχή που αναβιώνει ο ελληνικός εθνικισμός μέσω του Μακεδονικού η ελληνική βουλή αναγνωρίζει τη σφαγή των Ποντίων ως γενοκτονία (προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και ψηφίστηκε και από το ΚΚΕ). Αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν έχουν καμία αξία. Στην πραγματικότητα συγκαλύπτουν πολιτικάντικες πρακτικές όπως το άδειασμα του Φίλη από την κυβέρνηση και η τοποθέτηση του Βίτσα, της Γεροβασίλη κ.α. σχετικά με τη «πάγια θέση» του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Ποντίων ή την εξασφάλιση ψήφων από ένα εθνικιστικό κίνημα της εποχής όπως αυτό που αναπτύχθηκε με το Μακεδονικό. Ταυτόχρονα εισάγουν κανονιστικές επιταγές στη δημόσια σφαίρα ορίζοντας το παράνομο και το νόμιμο, δημιουργώντας και προβλήματα στην ιστορική έρευνα. Με την ίδια λογική θα έπρεπε κανείς να αποδεχθεί και την «γενοκτονία» που ψηφίστηκε το 1948 και αφορούσε το υποτιθέμενο παιδομάζωμα των κομμουνιστών και αν την αμφισβητήσει να διώκεται νομικά γεγονός που δημιουργεί αμέσως ζητήματα ελευθερίας έκφρασης λόγου.
Η ιστορική έρευνα μάλλον φαίνεται να διαφωνεί με αυτήν την εθνικιστική αντίληψη. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φωτιάδη (ΑΠΘ), που έχει αφιερώσει όλο του το έργο στην ανάδειξη της ποντικής ιστορίας, οι Έλληνες του Πόντου χαρακτηρίζονται από τον Χρύσανθο, μητροπολίτη με περίοπτη θέση στο εθνικό πάνθεον, ως μπολσεβίκοι και καυκάσιοι μη Έλληνες. Μάλιστα διαμηνύει στην ελληνική κυβέρνηση ότι η μεταφορά τους στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε συνεργασία με του Σλάβους της Μακεδονίας. Αυτά μεταφέρει στον Βενιζέλο το 1920 γραπτώς και προφορικώς, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μέχρι να διερευνηθεί το εθνικό φρόνημα και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις των Ποντίων να αποκρουστούν οι προσφυγικές ροές. Η καθυστέρηση αυτή αποδεικνύεται επώδυνη καθώς χιλιάδες Πόντιοι δολοφονούνται. Μια ενδιαφέρουσα αντίφαση είναι ότι οι Πόντιοι που είναι μπολσεβίκοι και μη Έλληνες είναι ακατάλληλοι για να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος, αλλά είναι κατάλληλοι για να κατοικίσουν στην Ανεξάρτητη Ποντιακή Δημοκρατία που θέλει να δημιουργήσει ο Χρύσανθος και η ποντιακή αστική τάξη.. Επίσης, τα επιχειρήματα περί δημιουργίας ταγμάτων εργασίας δεν μπορούν να αποδείξουν όψεις γενοκτονίας καθώς και ο ελληνικό στρατός στο Εσκίς Εχίρ προχώρησε σε συγκέντρωση και καύση γυναικόπαιδων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός στρατός προχώρησε σε γενοκτονία αλλά σε εγκλήματα πολέμου.
Επίλογος
Το ζήτημα δεν είναι να ριχθεί το βάρος της γενοκτονίας και της ηθικής αυτουργίας στον τουρκικό εθνικισμό που εκφράζεται από τον Κεμάλ ή στον Χρύσανθο και την ποντιακή αστική τάξη οι οποίοι με τις πράξεις τους φαίνεται να φέρουν μεγαλύτερη ευθύνη από τον Κεμάλ. Σημαντικότερο ζήτημα αποτελεί η κατανόηση αυτών των ενεργειών μέσα σε ένα κλίμα διαμελισμού αυτοκρατοριών και ανάδυσης ανταγωνιστικών εθνικισμών που διεκδικούν έδαφος εθνικά ομοιογενές προκειμένου να δημιουργήσουν κράτος. Δεν είναι δυνατόν να ποινικοποιούμε ή να αθωώνουμε κατά περίπτωση ιστορικές διαδικασίες, εξετάζοντας αυτές έξω από το ιστορικό πλαίσιο που συνέβησαν και μέσα από τα μάτια του σήμερα. Όση θλίψη και να προκαλεί η καταστροφή που συνέβη στους Πόντιους σε τίποτα δεν απαλύνει την μνήμη τους η αναπαραγωγή της εθνικιστικής προπαγάνδας η οποία εντάσσεται στον κυρίαρχο λόγο. Είναι χρέος μας προς τους νεκρούς-όχι μόνο του Πόντου- να κατανοήσουμε τις συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό τους προκειμένου να αποκαταστήσουμε τη μνήμη, τη δική τους και των κληρονόμων τους ώστε να μην πέφτει θύμα εργαλειοποίησης του εθνικισμού.