Ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση για αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο

Στις αρχές του 2020 ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Τσιάρας, εξήγγειλε την πρόθεση της Κυβέρνησης να αναλάβει  εντός του έτους νομοθετική πρωτοβουλία στην κατεύθυνση της μεταρρύθμισης μίας σειράς διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, με στόχο -όπως ανέφερε- μία συνολική αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό της ύλης του, ώστε να ανταποκρίνεται πληρέστερα στα διεθνή και ευρωπαϊκά νομοθετικά πρότυπα.  Εντός των επόμενων ημερών η συσταθείσα Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή θα παραδώσει το νομοσχέδιο, με σκοπό αυτό να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Μεταξύ των αλλαγών που προωθούνται, ο δημόσιος διάλογος των τελευταίων μηνών έχει επικεντρωθεί στην εισαγωγή του θεσμού της υποχρεωτικής κοινής επιμέλειας ή συνεπιμέλειας των ανήλικων παιδιών σε περίπτωση διάστασης ή/και διαζυγίου των γονέων. Στην αιτιολογική έκθεση, ως δικαιολογητικός λόγος αυτής της μεταρρύθμισης  προτείνεται η ανάγκη να εξασφαλιστεί η ισότητα και των δυο γονέων, ως προς το χρόνο, που μοιράζονται με τα παιδιά τους, σε εναρμόνιση με τη σχετική σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο του θεσμού; Μέχρι αυτή τη στιγμή, η έννοια της συνεπιμέλειας όπως προτίθεται ο Έλληνας νομοθέτης να την αποτυπώσει στο νομοθετικό κείμενο δεν έχει ολοκληρωτικά αποσαφηνιστεί. Ανατρέχοντας στη διεθνή νομολογία και στις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, μπορούμε να συμπυκνώσουμε το εξής περιεχόμενο: με βάση το εν λόγω μοντέλο,η ανατροφή του παιδιού αποτελεί προϊόν συναπόφασης και των δύο γονέων. Το παιδί συναναστρέφεται εξίσου και με τους δύο γονείς του και περνά ισότιμο χρόνο μαζί τους, τόσο στη διάρκεια της ημέρας όσο και στη διάρκεια του μήνα (π.χ. διαμένει 15 ημέρες το μήνα με τον καθένα).  Επομένως, η συνεπιμέλεια συνδέεται με το μοντέλο της εναλλασσόμενης κατοικίας και συνακόλουθα με αντίστοιχη μείωση της διατροφής που καταβάλλει ο υπόχρεος γονέας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μία αναφορά στο ισχύον στην Ελλάδα σήμερα νομοθετικό καθεστώς, ώστε να γίνουν πιο κατανοητές οι επιχειρούμενες μεταβολές. Υπό τις ισχύουσες διατάξεις, σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας (της οποίας κομμάτι αποτελεί και η επιμέλεια) σε έναν εκ των γονέων, και στους δύο από κοινού ή να την κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά μεταξύ τους. Φυσικά, στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου και συμφωνίας των γονέων ως προς το μοντέλο άσκησης της επιμέλειας, δε χρειάζεται καν οι τελευταίοι να προσφύγουν στο δικαστήριο, αλλά μπορούν να επιλέξουν τη λύση της συνεπιμέλειας με ένα απλό σύμφωνο κοινής επιμέλειας. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι ο ελληνικός Αστικός Κώδικας όχι μόνο δεν αποκλείει τη συνεπιμέλεια, αλλά την συγκαταλέγει ρητά μεταξύ των επιλογών του/της δικαστή - που καλείται να σταθμίσει μία σειρά από παράγοντες ώστε να καταλήξει στην πλέον συμφέρουσα για το παιδί λύση.Την ίδια όμως ώρα, δεν κινείται στην ίδια κατεύθυνση και η ελληνική νομολογία: τα ποσοστά των δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν την επιμέλεια των παιδιών υπέρ της μητέρας υπερβαίνουν το 93%.

Η πρακτική των δικαστηρίων  να αναθέτουν την αποκλειστική επιμέλεια στη διαζευγμένη μητέρα και να της επιδικάζουν διατροφή ήρθε μεταπολιτευτικά ως κατάκτηση του γυναικείου κινήματος, που διαχρονικά διεκδικούσε θετικά μέτρα που θα εξασφάλιζαν τις γυναίκες ώστε να επιλέγουν ελεύθερα τη συνέχιση ή μη του γάμου. Ωστόσο, η διατήρηση μέχρι και σήμερα της αποκλειστικής επιμέλειας της μητέρας  ακόμη και σε περιπτώσεις που θα μπορούσε να προκριθεί η συνεπιμέλεια, συχνά εκκινεί από τα σεξιστικά στερεότυπα για τους έμφυλους ρόλους, που θέλουν τη γυναίκα από τη φύση επιφορτισμένη με την ανατροφή των παιδιών.

Σε αυτή τη βάση υποστηρίζεται ότι η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας μπορεί να βάλει φρένο στη συστηματική δικαστική επιστέγαση αναχρονιστικών στερεοτύπων. Ταυτόχρονα, προβάλλεται ως επιχείρημα ότι μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό των αντιδικιών, εφόσον οι γονείς θα καλούνται να συνεργάζονται και να συναποφασίζουν για όλα τα κρίσιμα ζητήματα της ανατροφής των παιδιών τους.

Ωστόσο, η υποχρεωτικότητα του θεσμού γεννά πολλά ερωτηματικά. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δυσλειτουργία στη σχέση των γονέων είναι τόσο μεγάλη που η συναίνεση, συχνή επικοινωνία και συναπόφαση είναι εξαιρετικά δύσκολες. Ακόμη σοβαρότερες και επικίνδυνες είναι οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Η δυσκολία απόδειξης που οδηγεί συχνά στην ατιμωρησία των δραστών ενέχει στην περίπτωση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους, όχι μόνο για το παιδί, αλλά και για τη γυναίκα: η τελευταία θα καλείται καθημερινά να επικοινωνεί με τον κακοποιητή της ή ακόμη και να τον συναναστρέφεται στο πλαίσιο της κοινής επιμέλειας. Την ίδια στιγμή, δεν αποκλείεται να γίνει ακόμη πιο δύσκολο για αυτές τις γυναίκες το να βγουν από κακοποιητικούς για τις ίδιες γάμους, αφού θα επωμίζονται και το ψυχολογικό βάρος της μερικής στέρησης του παιδιού τους, αλλά και της ανάλογης μείωσης της διατροφής (ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα θύματα της σεξιστικής βίας δυσκολεύονται να φύγουν και λόγω οικονομικής εξάρτησης από το θύτη).

Με βάση όλες τις παραπάνω σκέψεις, η προώθηση της συνεπιμέλειας ώστε αυτή να υιοθετείται ως λύση είτε συναινετικά από τους πρώην συζύγους είτε από το δικαστήριο στις περιπτώσεις που αυτό είναι εφικτό και συμφέρον για το παιδί, είναι πράγματι ζητούμενο. Η πρόβλεψη θεσμών όπως η διαμεσολάβηση, και η παροχή με ευθύνη του κράτους δωρεάν δικαστικών ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών από ειδικούς ψυχικής υγείας, κοινωνικούς λειτουργούς, κ.ό.κ. είναι απαραίτητη για την ομαλή συνεργασία των πλευρών και την επίτευξη συναινετικών λύσεων. Ωστόσο, η εισαγωγή του θεσμού ως υποχρεωτικού (με την έννοια της οριζόντιας δέσμευσης του δικαστή για την εφαρμογή του) είναι πιθανό σε αρκετές περιπτώσεις να αποβεί σε βάρος εκείνων των οποίων η «φωνή» στην κοινωνία ακούγεται λιγότερο, δηλαδή, των γυναικών, και ιδίως των πιο αδύναμων : των γυναικών της εργατικής τάξης, των ανέργων, των μεταναστριών, των ανάπηρων, κ.ό.κ.

Κλείνοντας με κάποιες γενικότερες σκέψεις, κάθε συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου δεν μπορεί να αφήνει εκτός το αίτημα του κινήματος για την αναγνώριση του δικαιώματος στην τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια. Την ίδια στιγμή, όσο και αν η Κυβέρνηση των ιδιωτικοποιήσεων προσπαθεί να πείσει για το προοδευτικό της νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, ο δικός μας κόσμος θα συνεχίσει να παλεύει ενάντια στα σχέδιά της για τη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Γιατί η κάλυψη από το κράτος των αναγκών της οικογενειακής φροντίδας μέσω δημόσιων και δωρεάν δομών και υπηρεσιών (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, δημόσιες κουζίνες, πλυντήρια, γηροκομεία, κ.ό.κ) είναι η υλική προϋπόθεση για να αποτελέσει η ελεύθερη συναίνεση  τη βάση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες