Η απόφαση ανακριτών και εισαγγελέων να αφεθούν ελεύθεροι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής που ανακρίθηκαν εκτός του κ. Λαγού αρχικά μας εξέπληξε.

Όμως, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήξει. Η ποινική δίωξη κατά της Χρυσής Αυγής είναι μια κατάσταση στα όρια της πολιτικής και του νόμου, δεν είναι μια απλή ποινική υπόθεση έστω πολύ σοβαρή. Δεν έχει μέχρι τώρα ποτέ χρησιμοποιηθεί η κακουργηματική εγκληματική οργάνωση του άρθρου187 Π.Κ. απέναντι στην ηγεσία ενός πολιτικού κόμματος και μάλιστα με όχι ασήμαντη πολιτική απήχηση. Άλλο να την χρησιμοποιεί κανείς απέναντι σε μια παράνομη ένοπλη οργάνωση και άλλο απέναντι σε ένα «νόμιμο» ως τώρα πολιτικό κόμμα.   Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορίες κατά των στελεχών της Χρυσής Αυγής βάσιμα αφορούν πράξεις σοβαρής  εγκληματικής βίας και όχι πράξεις εκδήλωσης φρονήματος, η εμπλοκή της «ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε μια τέτοια υπόθεση συναντώμενη με αυτό που έχει χαρακτηρισθεί παλαιότερα ως πολιτική Δικαιοσύνη, δηλαδή με τη λειτουργία των θεσμών της Δικαιοσύνης για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Αυτό έχει ήδη συμβεί πολλές φορές στην Ελλάδα (π.χ. δίκες χουντικών το 1975, δίκες ενόπλων οργανώσεων το 2002 κλπ) και είναι απίθανο να μην συμβεί και τώρα.  Επιπλέον, πρέπει να ληφθει υπ’όψιν ότι οι ρυθμίσεις της ποινικής δικονομίας παρέχουν «παράθυρα» και διακριτικές ευχέρειες  για την επιβολή ή μη της προφυλάκισης  σε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις και ιδίως στην περίπτωση της εγκληματικής οργάνωσης..   

   Η θέση της  Αριστεράς απέναντι στην Δικαιοσύνη και τους θεσμούς της δεν μπορεί να χάνει από την οπτική της το γεγονός ότι οι κορυφές των κατασταλτικών μηχανισμών σε καταστάσεις κρίσης, ακόμη και αν λειτουργούν σχετικά αυτόνομα από την εκτελεστική εξουσία-πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο- , λαμβάνουν αποφάσεις, οι οποίες συνδέουν τα πραγματικά δεδομένα και στοιχεία με πολιτικές αξιολογικές κρίσεις και πολιτικά επιθυμητά ή μη αποτελέσματα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των μη προφυλακίσεων αλλά και στην κεντρική περίπτωση προφυλάκισης του Ν. Μιχαλολιάκου   Αποτελεί έσχατο βυζαντινισμό η θέση ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς κινούνται αποκλειστικά με βάση το αποδεικτικό υλικό σε μια υπόθεση όπως αυτή της Χρυσής Αυγής λες και αφορά μια οργάνωση εκβιαστών και δουλεμπόρων και μόνο.      

   Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ασκηθεί κριτική απέναντι σε μια άποψη, κατά την οποία η φασιστική οργάνωση είναι απλώς και μόνο  ένα καθαρά εγκληματικό φαινόμενο από το οποίο θα μας απαλλάξει το ουδέτερο κοινοβουλευτικό κράτος και οι θεσμοί του. Εδώ, η κριτική στο  αστικό κράτος φαίνεται να αφορά λιγότερο τις πράξεις του (την πολύμορφη  συνεργασία με τους φασίστες) και περισσότερο τις παραλείψεις του (τη συγκάλυψη ως τώρα). Ας θυμηθούμε εδώ ότι αυτή ήταν η θέση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στη Βαϊμάρη, η οποία δεν επιβεβαιώθηκε παρά τις διαδοχικές κακουργηματικές διώξεις  και δίκες κατά στελεχών των ναζί (του Χίτλερ περιλαμβανομένου το 1923 για εσχάτη προδοσία). Η εμπειρία αυτή έχει δείξει ότι η κύρια πλευρά είναι η πολιτική απομόνωση των  φασιστών και η κατάργηση των αιτιών που τους ενισχύουν (όπως οι μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα), ενώ η νομική πλευρά είναι επικουρική προς το πολιτικό σχέδιο.      

   Επίσης, η  κριτική υποστήριξη μιας ποινικής διαδικασίας κατά του φασιστικού φαινομένου  και υπέρ της αποκάλυψής του από τη θέση της Αριστεράς και των δημοκρατικών πολιτών, ακόμη και αν σταθμίζει πολιτικά τη δράση των δικαστικών θεσμών και την αξιολογεί, δεν μπορεί να ζητά τη διαρκή  «ευθυγράμμισή» τους με το επιθυμητό για την Αριστερά αποτέλεσμα και τη διαρκή  εκ των προτέρων «παραδειγματική καταδίκη» των πολιτικών μας αντιπάλων, ακόμη και των πιο αποκρουστικών. Είτε θεωρείς ότι αυτοί οι δικαστικοί  μηχανισμοί είναι απολύτως «ετερογενείς» και πολιτικά  ελεγχόμενοι και, άρα, δεν μπορείς να τους αξιοποιήσεις κατά του φασισμού –θέση με την οποία διαφωνούμε στην απολυτότητά της - είτε αποδέχεσαι ότι και η κατηγορούσα αρχή αλλά και η πλευρά  των κατηγορουμένων έχει ορισμένες εξουσίες και δικαιώματα και, άρα, η  έκβαση σε κάθε φάση δεν μπορεί να είναι πάντα η προβλέψιμη και η πολιτικά επιθυμητή. Οι φασίστες και οι ναζί έχουν και αυτοί- αν και «εχθροί της ελευθερίας»- δικαιώματα και δυνατότητες ως κατηγορούμενοι σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος (με πολλά εισαγωγικά, βέβαια) να αμυνθούν και να ενισχύσουν τη δικονομική τους θέση. Η Αριστερά, η οποία έχει υπερασπιστεί αυτά τα δικαιώματα από τις διώξεις διαδηλωτών και εργαζομένων μέχρι τη «17 Νοέμβρη», δεν μπορεί να τα αρνηθεί ακόμη και στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Σε ορισμένα ζητήματα, κρίσιμα για τις πολιτικές ελευθερίες, είτε έχεις αρχές που ισχύουν για όλους είτε δεν έχεις αρχές, οπότε ασκείς μια καιροσκοπική πολιτική.

Ένα κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που δίνει μεγάλη έμφαση στα δημοκρατικά δικαιώματα, πρέπει να τα υπερασπίζεται για όλους χωρίς καμία εξαίρεση. Εδώ πρέπει να δει κανείς και το ζήτημα της εφαρμογής του τρομονόμου στη Χρυσή Αυγή, τον οποίο η Αριστερά έχει επικρίνει ως αντισυνταγματικό ήδη από την ψήφισή του το 2001. Η αοριστία του νόμου αυτού όσον αφορά τη συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά και προς το «καλό»  και προς το «κακό». Μπορεί να οδηγήσει σε μια πολιτικά παράλογη αθώωση των νεοναζί όπως, επίσης, μπορεί να οδηγήσει και σε μια καταδίκη τους μη θεμελιούμενη στη σύνδεσή τους με την τέλεση των βίαιων πράξεων αλλά στη συλλογική τους ευθύνη, εξέλιξη που θα ήταν αρνητική για τη δημοκρατία και για το κίνημα.  Η αοριστία του αντιτρομοκρατικού νόμου σημαίνει ότι το κατηγορητήριο για τη σύσταση της εγκληματικής οργάνωσης  έχει πάντοτε στοιχεία πολιτικής κατασκευής και, άρα, η ένταξη του αποδεικτικού υλικού σε αυτό διατηρεί σοβαρές όψεις αυθαιρεσίας. Η θέση μας ότι το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης  παραβιάζει την αρχή του ορισμένου της εγκληματικής πράξης (7 παρ. 1 του συντάγματος)  εξακολουθεί να ισχύει. Επίσης, ισχύει η θέση ότι τα πολιτικά εγκλήματα (όπως η εγκληματική οργάνωση) πρέπει να δικάζονται από ορκωτά δικαστήρια. Αν όμως τα δικαστήρια επιμείνουν στην εκδίκαση με βάση το κακουργηματικό 187 Π.Κ. του αντιτρομοκρατικού νόμου από σχηματισμούς καθαρά δικαστικούς, θα πρέπει να στοιχειοθετήσουν τη συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση μέσα από στοιχεία που αφορούν συγκεκριμένα σχέδια τέλεσης των βίαιων εγκληματικών πράξεων και συμμετοχή σε αυτά και να μην υιοθετήσουν μια λογική συλλογικής ευθύνης.  Να επιλέξουν δηλαδή την πιο συσταλτική  και διαφανή δυνατή εκδοχή αυτής της νομοθεσίας.

   Μπορεί, μάλιστα, να υποστηριχθεί εδώ ότι η κυβέρνηση Σαμαρά στη βιασύνη της να πετύχει το μέγιστο πολιτικό θέαμα και να κερδίσει τις εντυπώσεις και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα βιάστηκε να «ευθυγραμμίσει» τους διωκτικούς μηχανισμούς με αποτέλεσμα πιθανότατα να υπάρχουν αμέλειες και προχειρότητες στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, τις οποίες  οι φασίστες εύλογα από τη σκοπιά τους αξιοποιούν στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου ποινικού συστήματος. Πέρα δηλαδή από τη θεώρηση της μη προφυλάκισης ως συγκάλυψης, που είναι πολύ προφανής για να είναι αληθινή,  μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και μια ισχυρή πιθανότητα η κυβέρνηση να απέβλεψε στην άμεση  θεαματική δίωξη κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και πολύ λιγότερο στην ικανοποιητική συγκέντρωση υλικού για τη θεμελίωση της κατηγορίας.    

   Τέλος, η υπόθεση της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει να οδηγήσει σε αυταρχικές πολιτικές λύσεις που θα ενισχύσουν τον «κοινοβουλευτισμό έκτακτης ανάγκης» όπως η διακοπή χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων, αν ο αρχηγός ή κάποια στελέχη τους εμπλέκονται σε κακουργήματα, όπως η δυνατότητα να παρακολουθούνται διαρκώς  με συσκευές εικόνας και ήχου στελέχη και ηγέτες πολιτικών κομμάτων, όπως η συλλογική πολιτική ευθύνη, όπως η μη ανακήρυξη συνδυασμών στις εκλογές από τον Άρειο Πάγο ως «ακραίων»  κλπ. Είναι απολύτως απαράδεκτο να αξιοποιηθεί η δίωξη κατά της Χρυσής Αυγής ως έρεισμα για μια περαιτέρω αυταρχοποίηση της συρρικνωμένης κατά πολύ αστικής δημοκρατίας.
   

    Όσο και αν η αντιμετώπιση του καθαρού φασισμού αποτελεί προτεραιότητα και πρέπει να αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας σε αυτήν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κράτος που την επιχειρεί δεν είναι το κράτος της «καθαρής» αστικής δημοκρατίας και της δημοκρατικής εξιλέωσης  αλλά το ίδιο εκείνο κράτος που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κράτος του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού ή της κοινοβουλευτικής έκτακτης ανάγκης. Ούτε μπορούμε να το εμπιστευθούμε ούτε και πρέπει  να του δώσουμε δημοκρατικά εύσημα. Οι δηλώσεις του Σαμαρά από τις ΗΠΑ για την καταστολή και του «άλλου άκρου» αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.  

    

Ετικέτες