Σε συνθήκες υψηλής συμμετοχής (γύρω στο 67%), με ένα επιβλητικό ποσοστό κοντά στο 60% (και 81% στην νεολαία!), ο ιταλικός λαός είπε το δικό του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ρέντσι.

Ήταν ένα ΟΧΙ με αρκετές διαφορετικές προεκτάσεις.

Κατ’ αρχάς το ΟΧΙ στο ίδιο το ερώτημα της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Ο Ρέντσι διεκδικούσε ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και γράφαμε πριν από το δημοψήφισμα πως η Confidustria ήταν σαφής για το ταξικό περιεχόμενο που θα είχε αυτή η «τεχνική μεταρρύθμιση», καθώς στελέχη της μιλούσαν για τη δυνατότητα «να προχωρήσουν αλλαγές που θέλαμε εδώ και 25-30 χρόνια». Το «αντιφασιστικό σύνταγμα» του 1948 (προϊόν σοβαρών συμβιβασμών που αποδέχτηκε η ιταλική αστική τάξη για να διασφαλίσει την εξουσία της μεταπολεμικά) ήταν πάντοτε ένα «βαρίδι» για τους καπιταλιστές και η διαδικασία σταδιακού ξηλώματός του εξελίσσεται εδώ και πολλά χρόνια. Στις 4 Δεκέμβρη αυτή η παρατεταμένη επίθεση δέχτηκε μια πρώτη απάντηση. Όταν ρωτήθηκαν, οι «από κάτω» εξέφρασαν τη γνώμη τους για τον στρατηγικό –και δημόσια διατυπωμένο– στόχο της Goldman Sachs «να απαλλαγεί ο ευρωπαϊκός Νότος από τα σοσιαλίζοντα συντάγματα που προέκυψαν μετά την ήττα του φασισμού και την πτώση των δικτατοριών».

Δεύτερον, ήταν ένα ηχηρό χαστούκι στον Ματέο Ρέντσι. Ο ίδιος επέλεξε να μετατρέψει το δημοψήφισμα για το σύνταγμα σε δημοψήφισμα για τη διακυβέρνησή του. Βρέθηκε 20 μονάδες πίσω και οδηγείται σε παραίτηση. Με την ίδια αλαζονεία που έκανε το δημοψήφισμα «προσωπική υπόθεση» πιστεύοντας ότι θα βγει πολιτικός κυρίαρχος από αυτήν τη μάχη, με την ίδια αλαζονεία αποχωρεί («δώσαμε μια ευκαιρία στην Ιταλία να αλλάξει και δεν την άρπαξε»). Αλλά η αλαζονεία του δεν κρύβει πως η ήττα ήταν ατιμωτική. Και η έξοδός του από την κυβερνητική εξουσία με αυτόν τον τρόπο, με τη λαϊκή ψήφο να του λέει «στο διάολο», είναι η καλύτερη απάντηση στον άνθρωπο που ανέλαβε την εξουσία με το προσωνύμιο «ροταματόρε» (αποδίδεται περίπου ως «μπουλντόζας»), για να μετασχηματίσει βίαια την ιταλική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα προς το αντιδραστικότερο.

Ήταν τέλος ένα ράπισμα στις ευρω-ηγεσίες. Το ερώτημα δεν αφορούσε την ΕΕ, και ο άμεσος αντίκτυπος του αποτελέσματος δεν δείχνει τόσο «αποκαλυπτικός» για την ευρωζώνη όσο έγραφαν κάποιες αναλύσεις. Αλλά (σε μια διαδικασία αντίστοιχη που εξελίχθηκε όσον αφορά τον Ρέντσι) οι ίδιες οι ευρω-ηγεσίες έκαναν τη μάχη για το «ΝΑΙ» δική τους υπόθεση, δίνοντας στήριξη στον Ιταλό πρωθυπουργό και επιστρατεύοντας απέναντι στους ψηφοφόρους τις κλασικές απειλές περί «καταστροφής» αν «ψηφίσουν λάθος». Η πλειοψηφία των Ιταλών ιεράρχησε την απόρριψη των αντιδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και της πολιτικής λιτότητας του Ρέντσι υψηλότερα από τις «συνέπειες για την ευρωζώνη και τη θέση της Ιταλίας σε αυτήν». Και αυτό ήταν επίσης ένα μήνυμα του δημοψηφίσματος, όσο κι αν σφυρίζουν αδιάφορα στις Βρυξέλλες από τη στιγμή που βγήκε το αποτέλεσμα...

Για όλους αυτούς τους λόγους, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που βγήκαν και πανηγύρισαν στους δρόμους της Ιταλίας, με τις κόκκινες σημαίες και τα παρτιζάνικα τραγούδια, είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται νικητές. Αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: γιατί επιχείρησαν σοβαρά την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα να κάνουν «δική τους» τη μάχη. Πολιτικά κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς (από την πιο «μετριοπαθή» ως την αντικαπιταλιστική), οι διαφωνούντες του Δημοκρατικού Κόμματος, προσωπικότητες του «προοδευτισμού», τα συνδικάτα βάσης, η CGIL, οι βετεράνοι παρτιζάνοι του Β’ ΠΠ, κοινωνικά κινήματα και χώροι έδωσαν τον δικό τους αγώνα, μην αφήνοντας στο Κίνημα Πέντε Αστέρων ή –χειρότερα!– στον Μπερλουσκόνι και τη Λίγκα του Βορρά τη δυνατότητα να μονοπωλήσουν το «ΟΧΙ». Προφανώς δεν αποτέλεσαν αυτές οι δυνάμεις την αναγνωρισμένη «ηγεσία» του 60%. Αλλά –με μια πρώτη ματιά τουλάχιστον στο προεκλογικό και μετεκλογικό τοπίο– αυτόν το ρόλο δεν μπορεί να τον διεκδικήσει κανείς, ούτε η Λίγκα, ούτε ο Μπερλουσκόνι, ούτε ο Γκρίλο (που αποτελούν επίσης τρία διαφορετικά «στρατόπεδα»).

Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως η Ιταλία επιστρέφει σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει τίποτε το θετικό. Αλλά είναι προτιμότερη αυτή η αστάθεια από τη καταστροφική για το εργατικό κίνημα «σταθερότητα» που είχε επιβάλει για 3 χρόνια ο Ρέντσι...

Η βραδυφλεγής «βόμβα» του ιταλικού «Όχι»

Οι αγορές όχι μόνο δεν έδειξαν να πανικοβάλλονται από το «βροντερό» ΟΧΙ στο ιταλικό δημοψήφισμα, αλλά το… χαιρέτισαν με εντυπωσιακή για τα δεδομένα των τελευταίων εβδομάδων άνοδο των χρηματιστηριακών δεικτών. Ο γερμανικός DAX γνώρισε άνοδο περίπου 1,5%, ο γαλλικός CAC άνοδο πάνω από 1%, ο βρετανικός UK 100 άνοδο πάνω από 0,5%. Ακόμη και ο ιταλικός FTMIB, που ξεκίνησε με -2%, γύρισε σε θετικό πρόσημο μέχρι και το +1%! Στην αγορά συναλλάγματος, η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου είχε αρχικά σημαντική πτώση, αλλά στη συνέχεια οι απώλειες περιορίστηκαν σε οριακά επίπεδα. Ωστόσο, όλα αυτά είναι σχεδόν αναμενόμενα. Η «βόμβα» του ιταλικού «Όχι», παρότι διαθέτει πολύ ισχυρή γόμωση, θα είναι «βραδυφλεγής» για πολλούς λόγους.

Ο ένας λόγος είναι ότι τα χρηματιστήρια είχαν σε σημαντικό βαθμό προεξοφλήσει το «Όχι», άρα οι όποιες κινήσεις έγιναν πριν το χθεσινό δημοψήφισμα. Αλλά αυτός ο λόγος δεν είναι ο πιο σημαντικός. Σημαντικοί είναι δύο άλλοι λόγοι, που έχουν έντονο το πολιτικό χρώμα.

Πρώτο, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όπως αποκαλύφθηκε ύστερα από το Brexit, η ΕΚΤ είχε κάνει μαζική παρέμβαση στις αγορές για να αποτρέψει ένα «κραχ». Κοινώς, βγήκε σαν αγοραστής για να απορροφήσει το «σοκ» από μαζικές πωλήσεις μετοχών και ομολόγων. Αυτή τη φορά, είχε προαναγγείλει ότι έχει καταστρώσει ειδικό αντίστοιχο πρόγραμμα παρέμβασης, με προφανή στόχο… να της κοστίσει λιγότερο, αποθαρρύνοντας εκ των προτέρων το ξεπούλημα (shell off στη γλώσσα των αγορών).

Δεύτερο, έχοντας πεισθεί ότι η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές καγκελαρίες θέλουν να κρατήσουν όρθιο το «μαγαζί» (την Ευρωζώνη και την ΕΕ), οι αγορές περιμένουν τώρα να δουν και να αξιολογήσουν βήμα-βήμα κυρίως τα πολιτικά βήματα, το τι θα συμβεί πολιτικά στην ίδια την Ιταλία, αλλά και τι είναι διατεθειμένες να κάνουν πολιτικά οι ευρωπαϊκές καγκελαρίες στο εξάμηνο των εκλογικών δοκιμασιών σε Ολλανδία (Μάρτιο), Γαλλία (τέλη Απριλίου και αρχές Μαΐου) και εν τέλει Γερμανία (Σεπτέμβριο). Αλλά και να κάνουν μια πιο ρεαλιστική διάγνωση για την πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τις επιπτώσεις της πολιτικής του στις σχέσεις με την Ευρώπη κ.λπ.

Γι’ αυτό, δεν είναι η στιγμή για εκδηλώσεις γενικευμένου πανικού, ούτε η στιγμή που θα αποφασίσουν ισχυρά κέντρα του διεθνούς συστήματος των αγορών που θα πάρουν την απόφαση και θα αναλάβουν το ρίσκο «μαζικών πυρών» με στόχο να «γονατίσουν» το ευρώ και τις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αξίες… 

Το πρόβλημα είναι οι τράπεζες

Από οικονομική άποψη, η «βραδυφλεγής βόμβα» του ιταλικού «Όχι» λέγεται ιταλικές τράπεζες και συνολικότερα ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Οι ιταλικές τράπεζες μας είχαν απασχολήσει και το καλοκαίρι, όταν η πλέον ασταθής εξ αυτών, η Monte dei Paschi di Siena, βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης. Ύστερα από μια διελκυστίνδα μεταξύ ιταλικής κυβέρνησης, Κομισιόν και… Σόιμπλε, και με την αθόρυβη υποστήριξη του κ. Ντράγκι, υιοθετήθηκε ένα σχέδιο διάσωσης το οποίο προέβλεπε την άντληση 5 δισ. ευρώ από τις αγορές μέχρι το τέλος του έτους. Άλλη μια ιταλική τράπεζα, η μεγαλύτερη της χώρας, η Unicredit, έχει ανακοινώσει σχέδιο διάθεσης μετοχών στις αγορές με στόχο να αντλήσει 13 δισ. ευρώ.

Με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ, η Monte dei Paschi di Siena είναι η «κορυφή του παγόβουνου» της έκθεσης συνολικά των ιταλικών τραπεζών σε 286 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια, το δε ιταλικό τραπεζικό σύστημα είναι η «κορυφή του παγόβουνου» της έκθεσης των ευρωπαϊκών τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια ύψους 990 δισ. ευρώ. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι επίσης η «κορυφή του παγόβουνου» μιας ακόμη πιο τρομακτικής έκθεσης: των ευρωπαϊκών επενδυτικών τραπεζών (με πρώτη και καλύτερη την Deutsche Bank) σε τοξικά παράγωγα προϊόντα ύψους έως και 50 τρισεκατομμυρίων δολαρίων! 

Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι το μέλλον της λεγόμενης ευρωπαϊκής «τραπεζικής ενοποίησης». Η απόφαση –και με τη βούλα του ευρωπαϊκού Συμβουλίου– είναι ρητή: από 1/1/2016 οποιαδήποτε ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ θα πρέπει να καλυφθεί με τη μέθοδο του Bail in: θα πληρώσουν πρώτα οι μέτοχοι, ύστερα οι ομολογιούχοι και αν αυτά δεν αρκέσουν, οι καταθέτες.

Αυτό μπορεί να προκαλέσει έναν πολιτικό σεισμό πολύ μεγαλύτερης έντασης από το ΟΧΙ, με κίνδυνο για τσουνάμι που θα επεκταθεί σε όλο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο…      

Πάνος Κοσμάς

Ετικέτες