Κρίσιμοι μετασχηματισμοί με αφερέγγυο εργατικό κίνημα.

Σε ολόκληρη την τελευταία περίοδο αναπτύσσεται μια ορισμένη πολιτική φιλολογία για την μεταρρύθμιση των «εργασιακών», εν όψει των αλλαγών που σχεδιάζονται με αφορμή τη δεύτερη αξιολόγηση του ερχόμενου φθινοπώρου. Μάλιστα η συζήτηση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα τείνει να πάρει εξ αρχής τραγελαφική μορφή : Ο καθεστωτικός εργοδοτικός συνδικαλισμός (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), εμφανίζεται «ανυποχώρητος» στις όποιες τροποποιήσεις της εργατικής νομοθεσίας (περιοριστικοί όροι στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, ομαδικές απολύσεις, συνδικαλιστικές άδειες, δυνατότητα κήρυξης ανταπεργίας κλπ.), διαμηνύοντας μαζί με δυνάμεις του αριστερού εργατικού κινήματος ότι σε μια τέτοια περίπτωση «θα γίνει της Γαλλίας». Τόσο «ανυποχώρητοι» όσο κατά τη διάρκεια της ψήφισης των δύο νόμων – πυλώνων του 3ου Μνημονίου, όπου επί ένα τετράμηνο απείχαν από κάθε απεργιακή δράση.

Από την άλλη πλευρά, τα κυβερνητικά κέντρα φροντίζουν ως συνήθως στην χάραξη των περίφημων «απαραβίαστων κόκκινων γραμμών», στην επόμενη διαπραγμάτευση για την δεύτερη αξιολόγηση, γραμμές άμυνας που γίνονται τελικά λάστιχο, αποδεχόμενες τις αστικές, ελληνικές και ευρωπαϊκές απαιτήσεις, όπως συνέβη με τις συντάξεις: Καμιά μείωση των συντάξιμων αποδοχών, αλλά σταδιακή κατάργηση των επικουρικών, καθώς και νέος τρόπος υπολογισμού των κύριων συντάξεων. – Ο βασικός πυρήνας των κοινωφελών επιχειρήσεων παραμένει δημόσιος, ενώ τελικά όλες βρήκαν τη θέση τους στον τελικό πίνακα των ιδιωτικοποιήσεων κλπ. Και από την άλλη πλευρά, πώς ισχυρίζονται οι διάφορες συνδικαλιστικές δυνάμεις ότι στην περίπτωση που θα θιγούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες «θα γίνει της Γαλλίας», τη στιγμή που με αφορμή τις ρυθμίσεις του 3ου Μνημονίου, αναδείχθηκε μια απροσμέτρητη κινηματική αδρανοποίηση, πρωτοφανής στα μεταπολιτευτικά χρονικά ;

ΚΙ’ όχι μόνον αυτό, εφόσον οι δύο μνημονιακοί νόμοι (ασφαλιστικό, φορολογικό, αποκρατικοποιήσεις, δημοσιονομικός «κόφτης» κλπ.), ήταν πολλαπλάσια δυσμενέστεροι από τις διατάξεις των νόμων Εμμανουέλ Μακρόν (άνοιξη 2015) και Μιριάμ Ελ Κομρί (άνοιξη 2016). Εντούτοις το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα, που μάλιστα είχε απέναντί του την κυβερνητική συνομοσπονδία της CFDT, μέσα από τη δράση των ταξικών συνομοσπονδιών ( CGT, FO, SUD κλπ.), και η οργανωμένη φοιτητική νεολαία, πραγματοποίησαν έναν μακροχρόνιο απεργιακό αγώνα, με επίδικο τις αλλαγές στο Κώδικα Εργασίας (προτεραιότητα των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, διευκόλυνση ομαδικών απολύσεων κ.ά.), υποπολλαπλάσιας βαρύτητας σε σχέση με τις προηγούμενες (2010 – 15) και τις σημερινές μνημονιακές αλλαγές στην ελληνική πραγματικότητα. Απεναντίας ο εργοδοτικός συνδικαλισμός των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, από κοινού με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ (που οργανώνουν ακίνδυνες «κομματικές παρελάσεις» και ουδόλως κλιμακωμένες απεργιακές κινητοποιήσεις), κήρυξαν σε διάστημα τεσσάρων μηνών μία 48ωρη πανελλαδική απεργία την τελευταία στιγμή, η οποία ορίστηκε για τις αργίες του Σαββατοκύριακου, και έτσι χωρίς καμία απολύτως εργατική συμμετοχή. Άρα, τόσο από την πλευρά της μνημονιακής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με τις «ανυποχώρητες κόκκινες γραμμές», όσο και από την πλευρά ενός παραφθαρμένου, αναξιόπιστου και παντελώς αποψιλωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, πρόκειται για μια στάση «τραγελαφικού» χαρακτήρα, που μόνον θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.

Ανεργία  - εργατικά δικαιώματα : σχέση αντιστρόφως ανάλογη

Στην πραγματικότητα διαφορετικά τίθενται τα ζητήματα των εργασιακών μεταλλαγών εν όψει της αξιολόγησης του προσεχούς φθινοπώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο ΣΕΒ, στην πρόσφατη πανηγυρική συνέλευσή του, έκανε σαφές ότι δεν τον απασχολούν το ζήτημα της διευκόλυνσης των ομαδικών απολύσεων και του δικαιώματος της εργοδοτικής ανταπεργίας ( lock out). Η αλήθεια είναι ότι στην εξαετή μνημονιακή περίοδο (2010 – 16) έχουν επέλθει όλες οι μεγάλες αλλαγές συντριβής των εργασιακών σχέσεων, αλλά και της απασχόλησης, και της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, διαμορφώνοντας μια κατάσταση στον ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων απόλυτα ευνοϊκή για την επιχειρηματική εργοδοσία και δυσμενέστατη για την εργατική τάξη. Οι αστικές δυνάμεις πέτυχαν να εκτοξεύσουν την ανεργία στο 25% (σε σχέση με το 10% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) μέσα από την μαζική εκκαθάριση εκατοντάδων επιχειρήσεων, οι μνημονιακές κυβερνήσεις κατάργησαν το 8ωρο (προς τα πάνω και προς τα κάτω) με τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, μείωσαν τον κατώτερο μισθό στα 586 ευρώ από τα 751 ευρώ, μείωσαν την αποζημίωση της απόλυσης, ταπείνωσαν υπέρμετρα τις συντάξεις, κατάργησαν την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της υποχρεωτικής διαιτησίας. Μ’ αυτά τα δεδομένα επήλθε η συντριβή της μισθωτής εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή (με την σχετική εξαίρεση του δημόσιου τομέα), ο κοινωνικός εκμηδενισμός των ανέργων, έτσι ώστε προκλήθηκε de facto η ίδια η αποψίλωση, απονεύρωση και αδρανοποίηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, δηλαδή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και των εργατικών ελευθεριών.

Οι ενδεχόμενες αυτές εργασιακές αλλαγές του επόμενου διαστήματος, και όσες σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθούν, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, αλλά αντιπροσωπεύουν την νομική επικύρωση μιας ήδη υπαρκτής κοινωνικής πραγματικότητας :

α) Για ποιες ομαδικές απολύσεις γίνεται λόγος, όταν στη διάρκεια των τελευταίων έξη χρόνων, πραγματοποιούνταν συνέχεια μαζικότατες απολύσεις με το κλείσιμο εργοστασίων και επιχειρήσεων (από την Αλλατίνη μέχρι την Ηλεκτρονική και από τη Χαλυβουργεία μέχρι την Κόκα – Κόλα), χωρίς να υπάρξει καμία απολύτως επίπτωση για τους καπιταλιστές επιχειρηματίες, και δίχως καμιά αγωνιστική απάντηση του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος. Δηλαδή στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα έχουν γίνει, και συνεχίζονται, εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις, με τα πλέον μαζικά χαρακτηριστικά, και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτό έγινε χωρίς κανένα νομικό, κυβερνητικό ή δικαστικό εμπόδιο, και δίχως καμία αντίδραση απεργιακού χαρακτήρα των όποιων συνδικάτων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

β) Για ποια αποκατάσταση του κατώτατου μισθού κάνει λόγο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που παραπέμπει στη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη στιγμή που ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ μειώθηκε κατά 22% με πράξη της πολιτικής εξουσίας στην αρχή του 2012 ; Άρα νομοθετικά έπρεπε να επανέλθει, όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεν το υλοποίησε εδώ και ενάμιση χρόνο στην διακυβέρνηση της χώρας. Πώς άλλωστε είναι δυνατό να επανέλθει ο κατώτατος αυτός μισθός, που ούτως ή άλλως σήμερα είναι πλέον ανεπαρκέστατος, μέσα από συλλογική διαπραγμάτευση, όταν η ανεργία και η αδήλωτη εργασία ξεπερνούν το ένα – τρίτο του εργατικού δυναμικού της χώρας ;

γ) Ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που σχεδιάζεται αφορά στον περιορισμό των συνδικαλιστικών αδειών, στην κήρυξη της απεργίας με την πλειοψηφία του συνόλου των εργαζομένων της επιχείρησης (πράγμα σχεδόν ανέφικτο), την ενδεχόμενη επιβολή της ανταπεργίας της εργοδοσίας κλπ. Η παρατεταμένη υπερμεγέθης ανεργία (η ποιο σπουδαία νίκη του κεφαλαίου επί της εργασίας στα τελευταία χρόνια), προϊόν της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και των συνεχών μνημονίων λιτότητας, έχει λειτουργήσει παραλυτικά όχι μόνον για τους ίδιους τους ανέργους, αλλά και διαλυτικά για τον ενεργό εργαζόμενο κόσμο. Έτσι τα εργατικά δικαιώματα δεν κινδυνεύουν να καταργηθούν, αλλά έχουν ήδη απονεκρωθεί από την διόγκωση των ανέργων και την επίδραση του εφεδρικού στρατού επί των ενεργών εργαζομένων. Ο συνδικαλιστικός νόμος έχει «ξεχαστεί» γιατί δεν ιδρύονται πλέον συνδικάτα, το δικαίωμα της απεργίας έχει ήδη ατονήσει, το βασίλειο της εργοδοτικής δεσποτείας παραμένει ισχυρότατο.

δ) Το ίδιο ισχύει και με την ενδεχόμενη αποκατάσταση της λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που είχαν καταργηθεί το χειμώνα του 2012 , με κάποια ορισμένη μορφή. Σε σημαντικό βαθμό και στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ακόμη και αν αποκατασταθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, δύσκολα θα μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους, εφόσον στερούνται, εξαιτίας της υπερδιογκωμένης ανεργίας – αδήλωτης εργασίας, κάθε διαπραγματευτική ισχύ. Τι συλλογικές συμβάσεις μπορούν να συναφθούν π.χ. στην κλωστοϋφαντουργία, στο εμπόριο, στις κατασκευές, με βελτιωτικά αποτελέσματα για τη μισθωτή εργασία, όταν ολόκληροι παραγωγικοί τομείς έχουν καταστραφεί και αντίστοιχες επιχειρήσεις έχουν εκκαθαριστεί ; Η λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων προϋποθέτει μια ορισμένη ισχύ της εργατικής τάξης, η οποία έχει υπονομευθεί από την ανεργία και την αποψίλωση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Κοινωνικοί όροι θεμελίωσης των εργατικών ελευθεριών

Η άσκηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών είναι έτσι πρωτίστως ζήτημα του κοινωνικού συσχετισμού των δυνάμεων. Στην ελληνική περίπτωση η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και η παρατεταμένη άσκηση μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, είχαν ως θεμελιώδες αποτέλεσμα την κατά κράτος νίκη των δυνάμεων της επιχειρηματικής εργοδοσίας με την επιβολή της μαζικής ανεργίας, μαζί με την δίδυμη αδελφή της αδήλωτης εργασίας. Είναι τελικά αυτή η ανεργία, από κοινού με τη μαύρη εργασία, που παραλύουν τη διαπραγματευτική δυνατότητα και ισχύ του κόσμου της μισθωτής εργασίας, απονεκρώνει τη συνδικαλιστική νομοθεσία, κάνει εφικτή τη μείωση των εργατικών μισθών, επιδομάτων ανεργίας, συντάξεων και κοινωνικών παροχών. Σε περιόδους αντιδραστικής συνδικαλιστικής νομοθεσίας (π.χ. Ν 330 / 1976), στην πρώτη μεταπολιτευτική επταετία, εξ αιτίας της πολύ χαμηλής ανεργίας (στα επίπεδα της ανεργίας τριβής), το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων, αλλά και των κλαδικών συνδικάτων, είχε πραγματοποιήσει φαντασμαγορικές απεργιακές κινητοποιήσεις, με βάση τα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων. Απεναντίας σήμερα, μετά από έξη χρόνια κρίσης και λιτότητας, άρα εκτίναξης της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας σε δυσθεώρητα ύψη, οι ίδιες οι διατάξεις του Συνδικαλιστικού Νόμου  1264 / 1982, εμφανίζονται να έχουν εξουδετερωθεί και να πέφτουν σε αχρηστία, πράγμα που ακριβώς καθιστά δυνατή την παρέμβαση της ελληνικής και των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να προχωρούν στην τροποποίηση και συρρίκνωση των εργατικών ελευθεριών.

Κατά συνέπεια, πρωταρχικής σημασίας ζήτημα για τις λαϊκές τάξεις, πέρα από την όποια ενδεχόμενη αγωνιστική κινητοποίηση για την υπεράσπιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, είναι η δραστική αντιμετώπιση της ανεργίας, πράγμα που δεν μπορεί να προκύψει με την κυβερνητική «αναπτυξιολογία», με τα κίνητρα, ενισχύσεις και φοροαπαλλαγές που δίνει στο επιχειρηματικό κεφάλαιο, ούτε με την αέναη επίκληση της έλευσης των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων (που απεναντίας απαιτούν υψηλά ποσοστά ανεργίας για την «πειθάρχηση» της εργατικής τάξης). Απεναντίας απαιτούνται ριζικά μέτρα αντικαπιταλιστικού κοινωνικού χαρακτήρα, γιατί τα μνημόνια ήταν ακριβώς το εργαλείο για την ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού, αντιπολιτευτικού και κυβερνητικού χαρακτήρα, όπως ενδεικτικά, μεταξύ άλλων :

1) Η πολιτική και συνδικαλιστική διεκδίκηση της αποκατάστασης του επιδόματος ανεργίας στο 80% τουλάχιστον του κατώτατου μισθού των 751 ευρώ, που σήμερα βρίσκεται στο γλίσχρο επίπεδο των 350 ευρώ, καθώς και η επέκτασή του για το σύνολο των ανέργων (σε σχέση με το 10% περίπου των ανέργων που το παίρνουν), και τέλος η επέκτασή του που να καλύπτει την πραγματική διάρκεια της ανεργίας. Κι’ αυτό γιατί τα ευρωπαϊκά πρότυπα που επικαλείται η κυβέρνηση και το οικονομικό κατεστημένο, προβλέπουν επίδομα ανεργίας τουλάχιστον τριπλάσιο του ελληνικού.

2) Η επιβολή μιας πολιτικής ριζικής αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα και σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου, που είναι σε θέση να αυξήσει την καταναλωτική ισχύ των εργαζομένων με την αντίστοιχη ζήτηση, και έτσι να οδηγήσει στην άνοδο και διεύρυνση της κοινωνικής παραγωγής, γεγονός που απαιτεί την αύξηση της απασχόλησης.

3) Η θέση σε λειτουργία των μεγάλων παραγωγικών μονάδων που έχει κλείσει η καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης (κλωστοϋφαντουργίας, τσιμεντοβιομηχανίας, βιομηχανίας τροφίμων κλπ.), με τη διακήρυξή τους σε δημόσια ιδιοκτησία, ενεργό εργατικό έλεγχο, δημόσια τραπεζική χρηματοδότηση, κοινωνικοποιημένη λειτουργία. Διαφορετικά δεν γίνεται κατανοητό πώς είναι δυνατό να ανακάμψει η εργατική απασχόληση.

Μόνον σε συνάρτηση με την προαγωγή και υλοποίηση τέτοιων ριζοσπαστικών κοινωνικών στόχων, μπορεί να γίνεται ρεαλιστικά, και όχι φαντασιακά, λόγος για την συνολική επαναθεμελίωση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Αυτός ο κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί σήμερα παρά να προσλαμβάνει βαθειά πολιτικά χαρακτηριστικά, των όποιων ταξικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος έχουν μείνει όρθιες. Μόνον αυτό μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα στο «να γίνει της Γαλλίας».