Ο περιορισμός των δαπανών για τη στήριξη των ασφαλιστικών ταμείων, η συνακόλουθη αύξηση των εισφορών και η μείωση των συντάξεων, βασίζονται στην ιδέα ότι “λεφτά δεν υπάρχουν”, άρα οι πόροι που μπορούν να διατεθούν για κοινωνική ασφάλιση είναι περιορισμένοι.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι δημόσιοι πόροι που διατίθενται για τα ασφαλιστικά ταμεία περιορίζονται όχι επειδή γενικώς “δεν υπάρχουν λεφτά” αλλά επειδή έτσι αποφάσισε η πολιτική εξουσία. Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας δούμε ποιοι παράγοντες καθορίζουν τις δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση:
- Η παραγωγικότητα της εργασίας.
- Ο αριθμός των απασχολουμένων.
- H πρωτογενής διανομή του προϊόντος που σχηματίζει τα μικτά εισοδήματα της εργασίας και της ιδιοκτησίας (κέρδη, τόκοι, πρόσοδοι) πριν τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής.
- Οι (πραγματικοί) φορολογικοί συντελεστές επί της εργασίας και επί της ιδιοκτησίας, βάσει των οποίων προκύπτουν τα φορολογικά έσοδα.
- Το ύψος των δημοσίων δαπανών, που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα φορολογικά έσοδα.
- Η διάρθρωση των δημοσίων δαπανών (δηλαδή η ιεράρχηση των στόχων που πρέπει να ικανοποιηθούν με αυτές τις δαπάνες), επομένως το ποσοστό των δαπανών αυτών που θα διατεθούν για την κοινωνική ασφάλιση.
Οι μεταβολές των έξι παραπάνω μεγεθών μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι δημόσιοι πόροι που διατίθενται για το ασφαλιστικό σύστημα είναι τόσο “σπάνιοι”:
Η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο 13% χαμηλότερο έναντι του 2007 και η αντίστοιχη μείωση της απασχόλησης είναι 16%. Στην Ελλάδα, έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πρωτογενής (δηλαδή πριν από την φορολόγηση) αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων τάξεων: προκύπτει από τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, ότι η απώλεια εισοδήματος των μισθωτών ήταν από 85 σε 57 δισεκατομμύρια μεταξύ 2009 και 2016 (πρόκειται για απώλεια 33% σε τρέχουσες τιμές χωρίς να λάβουμε υπόψη μας την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 6,5% μεταξύ 2009 και 2016, την επίπτωση της φορολογίας και της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών).
Τα φορολογικά έσοδα εξαρτώνται από τα εισοδηματικά μερίδια και τους φορολογικούς συντελεστές που τους αντιστοιχούν. Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε κατά τα τελευταία είκοσι περίπου έτη, οδήγησε αφενός μεν στην πρωτογενή αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, αφετέρου δε μείωσε (ή αύξησε συγκριτικά λιγότερο) τους πραγματικούς[1] φορολογικούς συντελεστές επί των κερδών και αύξησε τους συντελεστές επί των εισοδημάτων της εργασίας. Εφήρμοσε, δηλαδή, μειωμένους φορολογικούς συντελεστές στο αυξανόμενο μερίδιο των κερδών και αυξημένους συντελεστές στο μειούμενο μερίδιο της εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τα φορολογικά έσοδα να μειωθούν έναντι αυτών που θα υπήρχαν εάν οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές εφαρμόζονταν επί του αυξανόμενου μεριδίου της ιδιοκτησίας (δηλαδή επί των κερδών, των τόκων και των προσόδων).
Η δημοσιονομική πολιτική, μειώνοντας τα φορολογικά βάρη των εισοδημάτων της ιδιοκτησίας (κέρδη, τόκοι, πρόσοδοι), στη διάρκεια μιας ιστορικής περιόδου κατά την οποία τα εν λόγω εισοδήματα αυξάνονταν θεαματικά (πριν την κρίση), υπονόμευσε την ορθολογική εφαρμογή κανόνων που θα αύξαναν αποτελεσματικά τα φορολογικά έσοδα, και μέσω αυτών τις δημόσιες δαπάνες. Η δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε προσέφερε απαλλαγές στις οικονομικά ισχυρές κοινωνικές τάξεις, και κατέφευγε εξ αυτού του γεγονότος στον δανεισμό, χρεώνοντας έτσι τις μελλοντικές γενεές εργαζομένων για την αποπληρωμή του αυξημένου δημοσίου χρέους. Ανεξαρτήτως προθέσεων, η πολιτική αυτή, αναποτελεσματική και ταξική, λειτούργησε ως Δούρειος Ίππος για την δραστική περιστολή των δημοσίων δαπανών και την εξ αυτής προκύπτουσα ανάγκη ιδιωτικοποίησης της παραγωγής δημόσιων αγαθών. Στη διάρκεια της κρίσης, η ίδια προνομιακή μεταχείριση του κεφαλαίου συνεχίζεται.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και τις πολιτικές επιλογές που αφορούν στο ποσοστό των συνολικών δαπανών που πρέπει να διατεθεί στο ασφαλιστικό σύστημα. Η πολιτική εξουσία έχει αποφασίσει ότι είναι θεμιτό να ζουν οι ηλικιωμένοι μέσα στη φτώχεια, ως περιττός πληθυσμός, και αναλόγως ορίζει το ποσοστό των δημόσιων δαπανών που θα διατεθεί για τις συντάξεις. Είναι επιλογή με πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο --εν προκειμένω το αξιακό περιεχόμενο του νεοφιλελευθερισμού.
Εν κατακλείδι, οι πόροι που διατίθενται για το ασφαλιστικό σύστημα είναι περιορισμένοι εξαιτίας αποφάσεων που λήφθηκαν στο παρελθόν και λαμβάνονται τώρα:
Αποφάσεις που οδήγησαν στην οικονομική συντριβή, μείωσαν δραματικά την παραγωγικότητα κ
αι την απασχόληση, επομένως το συνολικό παραγόμενο προϊόν.
Αποφάσεις που μετέτρεψαν τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων στην αγορά εργασίας και οδήγησαν στην αναδιανομή του προϊόντος υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας.
Αποφάσεις για υψηλή φορολόγηση των εισοδημάτων εργασίας, που φθίνουν ταχύτατα, και χαμηλή φορολόγηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου, που μειώθηκαν οριακά στη διάρκεια της κρίσης. Επομένως, αποφάσεις που οδηγούν σε φορολογικά έσοδα μικρότερα από αυτά που θα υπήρχαν με μια πιο δίκαιη φορολόγηση των εισοδηματικών μεριδίων κεφαλαίου και εργασίας. Συντηρούνται και αυξάνονται έτσι οι πιέσεις για αντίστοιχη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Σε αυτές τις μειωμένες δαπάνες εφαρμόζεται εν συνεχεία ένας μικρός συντελεστής δαπανών για τα ασφαλιστικά ταμεία επειδή η πολιτική εξουσία κρίνει ότι δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος. Αυτό της υποδεικνύει το αξιακό σύστημα, η ιδεολογία που εκπροσωπεί.
Η γενική κατεύθυνση για την ανατροπή αυτού του καθεστώτος που εξαθλιώνει τους συνταξιούχους αλλά και τους εργαζόμενους μέσω των εξοντωτικών ασφαλιστικών εισφορών προκύπτει εξ αντιθέτου από την παραπάνω ανάλυση:
Το προϊόν πρέπει να αυξηθεί σε πρώτη φάση στο επίπεδο του 2008, στα 240 εκατομμύρια περίπου χάρη στην ανόρθωση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Εάν αυτό δεν μπορεί το επιτύχει το καπιταλιστικό καθεστώς (και όλες οι προβλέψεις για τις επόμενες δύο δεκαετίες, από όλες τις πλευρές δείχνουν ότι δεν μπορεί) θα πρέπει να τα επιτύχουμε εμείς. Εάν δεν μπορούν εκείνοι, θα πρέπει να μπορέσουμε να το αλλάξουμε εμείς μετασχηματίζοντας το παραγωγικό σύστημα και τις παραγωγικές σχέσεις.
Τα φορολογικά έσοδα από τα εισοδήματα της ιδιοκτησίας (τόκοι, κέρδη, πρόσοδοι) πρέπει να αυξηθούν. Αυτό δεν αφορά μόνο τα τωρινά ή μελλοντικά εισοδήματα αλλά και τα παρελθόντα που έχουν αποκρυσταλλωθεί υπό τη μορφή ακίνητης και κινητής περιουσίας. Στο σημείο αυτό ισχύουν τα σχέδια που είχαν εκπονηθεί από τον παλιό Σύριζα, πριν τη μετάλλαξη. Η αύξηση των συνολικών δημοσίων δαπανών που θα συνοδεύει την αύξηση των δημοσίων εσόδων θα επιτρέψει την αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση, ιδιαίτερα εάν το ποσοστό των εν λόγω δαπανών στις συνολικές δαπάνες αυξηθεί (με πολιτικές αποφάσεις). Αυτονόητο είναι, βεβαίως, ότι το βάρος του χρέους επί των δημόσιων οικονομικών πρέπει να εξαλειφθεί στο μεγαλύτερο μέρος του.
Και μερικές διευκρινίσεις: όλα αυτά δεν είναι στόχοι μόνο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Πρέπει να είναι και περιεχόμενο αγώνα μιας Αριστεράς που αντιστέκεται πολύ πριν γίνει, ενδεχομένως, κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ίδιες οι συνθήκες για την ικανοποίηση άμεσων αναγκών των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων απαιτούν τη λήψη αποφάσεων με αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος έναν-έναν από τους παραπάνω στόχους και να αναρωτηθεί εάν μπορούν να επιτευχθούν από “ένα νέο ΕΑΜ” το οποίο “δεν θα αφορά τον σοσιαλισμό”.
Η σοσιαλιστική πορεία, εδώ και τώρα, είναι ζωτική ανάγκη του παρόντος, την υποδεικνύουν τα άμεσα καθήκοντα της Αριστεράς.
[1] Οι θεσμικά οριζόμενοι φορολογικές συντελεστές επί των κερδών είναι κατά πολύ υψηλότεροι από τους πραγματικούς συντελεστές, αυτούς δηλαδή που προκύπτουν απολογιστικά στο τέλος του έτους, μετά την φορολόγηση. Η διαφορά αυτή οφείλεται σε σειρά φοροαπαλλαγών ή λογιστικών “παραθύρων” που επιτρέπουν την φοροαποφυγή.