Το θέατρο του παραλόγου θυμίζει το πολιτικό σκηνικό και η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη το τελευταίο διάστημα.

Στα πρώτα χρόνια των μνημονίων συσπειρώθηκε, παρά τις αντιθέσεις του, όλο το συστημικό πολιτικό δυναμικό, συνεργάστηκαν και συγκυβέρνησαν η σοσιαλδημοκρατία με την δεξιά (στην «νεοφιλελεύθερη εποχή», στην Γερμανία και αλλού συγκυβερνούν χωρίς την κοινωνική πίεση και τις συνθήκες μνημονίου) υλοποιώντας από κοινού την μνημονιακή λιτότητα και προσπαθώντας να πείσουν (με το «καρότο» και, κυρίως με το «μαστίγιο») την κοινωνία να αποδεχτεί την κατάσταση. Από δήθεν θέση «εθνικής ευθύνης» έκαναν μέτωπο στον «λαϊκισμό» πρώτα και κύρια της αριστεράς.

Σήμερα έχουμε μια κυβέρνηση που πρόκυψε από τη νίκη της αριστεράς στον προηγούμενο γύρο που όμως – μετά τα γνωστά γεγονότα - υπόγραψε και υλοποιεί το τρίτο μνημόνιο. Για τον λόγο αυτό και παρά τις μεγάλες δυσκολίες αλλά και πλήθος ερασιτεχνισμών στην διακυβέρνηση, είναι πλέον ξεκάθαρα η προτιμώμενη των δανειστών αντί των  παραδοσιακών κομμάτων της ελληνικής άρχουσας τάξης και κυρίως της δεξιάς. Για ένα μόνο λόγο: γιατί περνάνε τα μέτρα χωρίς πολύ σοβαρά προβλήματα – η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού κοινοβουλίου είναι μνημονιακή και η προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις μνημονιακές δυνάμεις έχει σοκάρει και έχει παραλύσει την κοινωνία.

Παρά ταύτα η ένταση των ιδεολογικοπολιτικών αντιπαραθέσεων στο πολιτικό σκηνικό δεν έχει καμφθεί. Συντηρείται και ενίοτε κλιμακώνεται πάνω στην διαχωριστική γραμμή «αριστερά – δεξιά». Διότι η αντίφαση αυτή ξεκινάει από τη σύγκρουση των ταξικών συμφερόντων. Αυτό που μέσα στην κρίση για το κεφάλαιο και ευρύτερα για τον κόσμο της «επιχειρηματικότητας» είναι (εργατικό) κόστος, για την εργατική τάξη, και ευρύτερα τους συνταξιούχους, τους φτωχούς, τον κόσμο της μισθωτής εργασίας αποτελεί το βιωτικό επίπεδο, την επιβίωση.

Ακραιφνής νεοφιλελευθερισμός  εναντίον  «αριστερού» μνημονίου!

Ο Μητσοτάκης, ο οποίος ούτως ή άλλως έγινε αρχηγός της ΝΔ με σημαία την επιδίωξη της άμεσης πτώσης της συγκεκριμένης μνημονιακής κυβέρνησης (σε αντίθεση με άλλες συστημικές απόψεις και μέσα στο κόμμα του που έβλεπαν την προτεραιότητα της ανοικοδόμησης ευρείας συναίνεσης στην βάση του μνημονίου), επιλέγει στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και στο κυνήγι της εξουσίας, την πλέον ξεκάθαρη εκφώνηση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής των μνημονίων. Έτσι η γραμμή της ΝΔ είναι επιθετικά πολωτική τόσο στο ιδεολογικό όσο και στο ταξικό επίπεδο. Επιτίθεται με σφοδρότητα στην κυβέρνηση «της αριστεράς» (παρά στην κυβέρνηση «του τρίτου μνημονίου») και αναλαμβάνει το κόστος απώθησης ευρέων κοινωνικών κομματιών όπως είναι πχ οι δημόσιοι υπάλληλοι, αγκαλιάζοντας χωρίς προσχήματα κάθε έκφραση της εγχώριας αστικής τάξης και της, ευρωπαϊκά και ευρύτερα, κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.   Εντούτοις, πέρα από το «ιδεολογικό πρόσημο», το μνημόνιο που υλοποιεί ο Τσίπρας, δηλαδή το πλήρες και συμπαγές κυβερνητικό πρόγραμμα που επιβάλουν οι δανειστές σε συναίνεση με το μεγάλο εγχώριο κεφάλαιο, δεν είναι καθόλου διαφορετικό απ’ αυτό που θα υλοποιούσε ο ίδιος στην θέση του. Ομοίως και στο πεδίο της «γεωπολιτικής» δηλαδή στην επιλογή ΣΥΡΙΖΑ της όλο και πιο σφιχτής πρόσδεσης στο άρμα του ΝΑΤΟικού ιμπεριαλισμού.

Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται να υπονομεύει τη μέχρι σήμερα υλοποίηση του  μνημονίου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική εξόδου απ’ την κρίση, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος και το κόμμα του τα ηνία της εξουσίας και να συνεχίσει στην ίδια, στρατηγικά, γραμμή των μνημονίων… 

Ταυτόχρονα ο Τσίπρας έχει επιλέξει αντίστοιχα την πόλωση του κοινωνικού ακροατηρίου (κατά το δοκούν βέβαια) στην ίδια ακριβώς διαχωριστική: αριστερά – δεξιά. Μάλιστα μετά το «μούδιασμα» της πρώτης κυβερνητικής περιόδου, όπου το «πρόσωπο του πρωθυπουργού» και το «εθνικό συμφέρον» είχαν την τιμητική τους στον λόγο και στην προπαγάνδα της κυβέρνησης, έχει επανέλθει στο αφήγημα της κυβέρνησης της «αριστεράς» με κορώνες και διάφορους συμβολισμούς, όπως η υπόθεση της Καισαριανής, τα επιχειρήματα για τις τηλεοπτικές άδειες και την διαπλοκή, οι αναφορές στους «δύο κόσμους» κ.α. Με μία κρίσιμη βέβαια «υποσημείωση»: όλα αυτά εντός του «μνημονίου» και της συνεχιζόμενης και εντεινόμενης ταξικής λιτότητας που δήθεν «παρά τη θέλησή της» υλοποιεί η «αριστερή» κυβέρνηση. Μάλιστα, υποτίθεται ότι στην …πρώτη ευκαιρία θα υλοποιήσει και ένα «παράλληλο πρόγραμμα» προς το συμφέρον των «από κάτω». Από κοντά και διάφοροι υπουργοί που δίνουν αντίστοιχες «μάχες», όπως ο Φίλης στα θρησκευτικά, ο Σκουρλέτης για το 17% του Δημοσίου στην ΔΕΗ, ο «κομμουνιστής» Κατρούγκαλος στα εργασιακά, ο Μουζάλας στο προσφυγικό κ.λ.π.

Στον πόλεμο έχουν μπει και οι … «φιλόσοφοι»! Ο Ράμφος καταγγέλλει τον λαϊκισμό και προσδοκά το τέλος της «φαντασίωσης της πρώτης φοράς αριστερά» ενώ απ’ την άλλη ο Δουζίνας δικαιολογεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ενθυμούμενος την «γενική διάνοια» και τις «αλλαγές» στον καπιταλισμό…

Το «νέο ΠΑΣΟΚ» και ο «νέος δικομματισμός»;

Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η οποία αν δεν ήταν η βιτρίνα μιας σκληρής και ανελέητης ταξικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμική, ακούγονται ορισμένες «εύκολες» απαντήσεις με πιο αξιόλογη αυτή που αναγνωρίζει στα φαινόμενα την ανάδυση του «νέου δικομματισμού», με τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση του ΠΑΣΟΚ. Παραβλέπουμε εδώ τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς - όπως «προδότες», «δεν είναι αριστερά», «χειρότεροι απ’ την δεξιά», «μουσολινικοί και φασίστες», κ.α. Αν και απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις ενός ολόκληρου κόσμου, κύρια της αριστεράς,  από την κατάρρευση των προσδοκιών του, δεν ερμηνεύουν την κατάσταση και άρα δεν οδηγούν σε συμπεράσματα. Εξάλλου η αριστερά «χωρίς την πεποίθηση της επικαιρότητας του Σοσιαλισμού» δεν εξαντλείται στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο αν ανοίξουμε την συζήτηση του τι εννοεί ο καθένας σήμερα ως «Σοσιαλισμό».

Είμαστε λοιπόν μπροστά στην σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και στην αναγέννηση ενός νέου δικομματισμού; Αυτό σήμερα δεν μπορεί κανείς να το ισχυριστεί πολύ σοβαρά. Τα διαρκή ταξικά μέτρα δοκιμάζουν ξανά και ξανά τις κοινωνικές αντοχές και πρώτα του κυριολεκτικά «φτωχοποιημένου» τμήματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο και διαρκώς διευρύνεται. Τα εντεινόμενα αδιέξοδα της κρίσης χρέους στην χώρα, εξαρτημένα απολύτως από την συνολική κρίση της ευρωζώνης και της ΕΕ, υπονομεύουν κάθε δυνατότητα οικοδόμησης πλατιών κοινωνικών συναινέσεων και «επιστροφής στην κανονικότητα». Εκτός βέβαια της «θατσερικής» εκδοχής της πλήρους και ολοκληρωτικής ισοπέδωσης αντιστάσεων, συνειδήσεων και ελπίδων, που αν και αποτελεί ενδεχόμενο δεν είναι η σημερινή πραγματικότητα. Πέραν αυτής της διαπίστωσης υφίσταται το πρόβλημα της κοινωνικής αξιοπιστίας της σοσιαλδημοκρατίας στην χώρα και πανευρωπαϊκά. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να στρίψει ολοκληρωτικά στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς μάλιστα προσχήματα όπως δήλωσε ξεκάθαρα ο Τσίπρας στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος, αποφεύγοντας στο εγχώριο πεδίο, επιλεκτικά ορισμένα ιδιαίτερα δυσφημισμένα από την πρόσφατη μνημονιακή περίοδο των συγκυβερνήσεων, ηγετικά στελέχη του συρρικνωμένου πλέον ΠΑΣΟΚ και παραλαμβάνοντας σταδιακά τους άλλους, με σκοπό να καλύψει το κενό στο δικομματικό σκηνικό. Αυτό είναι ολοφάνερο αλλά οι προθέσεις δεν αρκούν. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και εν προκειμένω στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, στήριξαν την δυνατότητά τους να μακροημερεύσουν στην κυβερνητική εξουσία πάνω σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις και αντιπαραθέσεις με την δεξιά (στην Γαλλία πχ ακόμη και σήμερα «αριστερά» ονομάζεται η σοσιαλδημοκρατία και γι’ αυτό ότι υπάρχει στ’ αριστερά της ονομάζεται «αριστερά της αριστεράς»). Το ΠΑΣΟΚ της πρώτης κυβέρνησής του το ’81 πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις μεγάλης αναδιανομής πλούτου προς «τα κάτω» και ταυτόχρονα διαμόρφωσε ουσιαστικές σχέσεις με το εργατικό κίνημα και τον κόσμο της αριστεράς. Τα «καύσιμα» αυτής της «αλλαγής» έφταναν, έστω και σαν μνήμες, για να στηρίζουν τον χώρο μέχρι και την υπογραφή του μνημονίου από τον Γ. Παπανδρέου. Το παράδειγμα της μεγάλης απεργίας της ΕΑΣ στις αρχές του ’90, χρόνια μετά τη δεξιά στροφή του Α. Παπανδρέου, με ηγεσία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (και του ΚΚΕ) - που αποτέλεσαν αμέσως μετά την «φρουρά του Σημίτη» - δείχνει την διαφορά κλίμακας στην σχέση με την κοινωνία και την εργατική τάξη, από τον ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα τον Τσίπρα που δεν τόλμησε καν να στηρίξει αποφασιστικά την σημαντική απόπειρα της ΟΛΜΕ να απεργήσει κατά την διάρκεια των εξετάσεων, στα τέλη του Μάη του ’14.

Προφανώς λοιπόν ο Τσίπρας και γενικότερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουν να καταλάβουν το κενό που άφησε ο μαζικός πολιτικός ρεφορμισμός του ΠΑΣΟΚ έχοντας επίγνωση με ποιο ιδεολογικό πρόσημο έφτασαν ως την κυβέρνηση και κέρδισαν ακόμη και τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15, όμως όλη η προσπάθεια εξαντλείται σε επικοινωνιακά τεχνάσματα που όπως ήδη αποδεικνύεται δεν μπορούν ν’ αντέξουν στον χρόνο. Όταν στην οικονομική – υλική «βάση» η κυβέρνηση της «αριστεράς» συναινεί και διαχειρίζεται την ίδια ταξική, νεοφιλελεύθερη λιτότητα είναι αδύνατο να οικοδομήσει διαχωριστική μακράς πνοής με μάχες στο «εποικοδόμημα», στην σφαίρα των αφηρημένων ιδεών και συμβολισμών. Μάχες που ακόμη και αν δεν τις θεωρήσουμε προσχηματικές ως προς τις προθέσεις, είναι καταδικασμένες να χαθούν, συχνά πριν ακόμη δοθούν, μέσα στην «κινούμενη άμμο» των μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης λιτότητας που η ίδια κυβέρνηση διαχειρίζεται και υλοποιεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταχύτητας με την οποία βυθίζεται στην άλυτη αντίφαση είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς των προσπαθειών αριστερόστροφης ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη αλλά αντίθετα είναι ο Τσίπρας που, μεταξύ άλλων, δήλωσε στο πρόσφατο συνέδριο ότι πρέπει να μιμηθεί… τον Κόρμπιν! 

Κοινωνική «ζήτηση» και το κενό της αριστεράς

Τόσο όμως ο Τσίπρας  και ο σημερινός, μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ που, από κυβερνητική θέση, κινείται «προς τα δεξιά» όσο και ο Κόρμπιν και το βρετανικό Εργατικό κόμμα που, από θέση αντιπολίτευσης, αναζητά μια κίνηση «προς τ΄αριστερά», επιβεβαιώνουν το ίδιο φαινόμενο: το πλήρες αδιέξοδο του μαζικού, πολιτικού ρεφορμισμού της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς, μέσα στην βαθιά κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Επιβεβαιώνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρός και διακριτός αριστερός πόλος χωρίς να συγκρουστεί με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Αυτό που έχει σημασία, εντούτοις, είναι ότι στο υπόβαθρο όλων των αριστερόστροφων εγχειρημάτων, είτε της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβέρνηση (και της σημερινής ταχείας συστημικής προσαρμογής του), είτε της περίπτωσης του Κόρμπιν στην Βρετανία, είτε ακόμη και του Σάντερς ένα προηγούμενο διάστημα στις ΗΠΑ, βρίσκεται η προφανής διαπίστωση της ύπαρξης ενός μαζικού κοινωνικού ακροατηρίου που δεν μπορεί και δεν θέλει να συμβιβαστεί με τη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα. Τα ίδια τα «πλατιά κόμματα» της αριστεράς που διεκδίκησαν (και διεκδικούν ακόμη στην Ισπανία και στην Πορτογαλία), με τρόπο εμπειρικό και πλέον καίρια υπονομευμένο μετά την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, την θέση στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς, αναδεικνύουν με την σύνθεσή τους (ευρωκομμουνιστικά κόμματα και αριστερά θραύσματα της σοσιαλδημοκρατίας μαζί με οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς) την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής. Αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της «επιστροφής» της αριστεράς στη νοηματοδότησή της ως πολιτικός χώρος και φορέας της εναλλακτικής στον καπιταλισμό. Αυτή είναι η πραγματική μάχη που κάθε φορά δίνεται στο εσωτερικό των μετωπικών και πολυτασικών σχηματισμών και αυτή ακριβώς χάθηκε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές τις ιδέες, της αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης και της σοσιαλιστικής στρατηγικής «καλεί» η ιστορική αναγκαιότητα (όχι όμως και ως αυτόματη «δικαίωση» καθενός από τα συγκεκριμένα οργανωτικά σχήματα που συντήρησαν στο πέρασμα του χρόνου την αντικαπιταλιστική στρατηγική - με την μορφή διάφορων εκδοχών / «παραδόσεων» - μέχρι σήμερα).

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Α. Τσίπρα και την κυβέρνησή του πλησιάζει η στιγμή που θα χρειαστεί να μετακινηθεί πολύ πιο ξεκάθαρα προς τα δεξιά. Για να ταυτιστεί με την στρατηγικά ηττημένη, νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Για να υποστεί νέες ακόμη πιο δραματικές μεταλλάξεις. Που θα δίνουν την δυνατότητα την οποία απαιτούν οι συστημικές ανάγκες μέσα στην κρίση: τις κυβερνήσεις συνεργασίας των «μεγάλων συνασπισμών».  

Όμως ο ιστορικός χρόνος δεν έχει τους ρυθμούς της ανθρώπινης καθημερινότητας. Για το εργατικό, μαζικό κίνημα, για τις ανάγκες και τα συμφέροντα των από κάτω και κυρίως για την αριστερά που αποδέχεται την ευθύνη και την φιλοδοξία να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, στην τρέχουσα περίοδο, το κρίσιμο διάστημα είναι αυτό που διανύουμε τώρα. Πριν ακόμη η ενδεχόμενη άνοδος της ταξικής πάλης απαιτήσει πολιτικούς στόχους και στρατηγική για να μην συντριβεί αλλά να νικήσει ή ακόμη χειρότερα πριν η ήττα αφομοιωθεί ολοκληρωτικά και η δυνατότητα των διαταξικών συναινέσεων οικοδομηθεί πάνω στα συντρίμμια των συνειδήσεων και των αναγκών.   

Η σημερινή συνθήκη στην Ελλάδα βρίσκει την κοινωνική δυναμική της αριστερόστροφης ριζοσπαστικοποίησης του ’10 –‘ 15 κυριολεκτικά θρυμματισμένη σαν αποτέλεσμα της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ και της υποταγής του στα «αδιέξοδα» του οικονομικού «ρεαλισμού» και πολύ περισσότερο στις στρατηγικές απαιτήσεις της εγχώριας άρχουσας τάξης και ταυτόχρονα του ευρωπαϊκού και αμερικάνικου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Έτσι τα μεσοστρώματα αποσυνδέονται από τους μισθωτούς και «γέρνουν» προς τα κυβερνητικά κόμματα, οι μισθωτοί ξαναχωρίζονται σε ιδιωτικού, δημοσίου και περαιτέρω, οι άνεργοι βυθίζονται στο τέλμα της απελπισίας και της εξατομικοποίησης, η νεολαία απομακρύνεται από την πολιτική δράση την οποία είχε συναντήσει στα κινήματα, στις εκλογές του ’12 και του Γενάρη του’15, στο δημοψήφισμα κ.ο.κ. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, εδώ και τώρα, πολιτική γραμμή που να συγκεντρώσει άμεσα την κοινωνική πλειοψηφία. Η δυνατότητα αυτή χρειάζεται να οικοδομηθεί εκ νέου.

Προτεραιότητα η συγκέντρωση της δύναμης του «κόσμου της αριστεράς»

Πάνω απ’ όλα όμως πολυδιασπάστηκε η δύναμη του «κόσμου της αριστεράς» (όσοι/ες έχουν βαθμό αριστερής πολιτικής συνείδησης, συγκρότησης και εκπαίδευσης, είτε είναι οργανωμένοι είτε όχι) οι «φορείς του σχεδίου», η «καρδιά» και η «ατμομηχανή» του κινήματος. Ένα μέρος αυτού του δυναμικού αποδέχτηκε με κρύα καρδιά την εξέλιξη – μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και όσοι/ες τον απέρριψαν δεν συγκεντρώθηκαν εκ νέου σε έναν πολιτικό σχηματισμό. Ένα ευρύτατο μέρος του «κόσμου της αριστεράς» υφίσταται την πίεση του ενδεχόμενου να επιστρέψει στην κυβέρνηση η ΝΔ και μάλιστα του ακραιφνούς νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη. Η απέχθεια για την δεξιά αποτελεί ξεκάθαρα αριστερό αντανακλαστικό (όπως και η αντίθεση στον ρόλο της εκκλησίας, ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός κ.α.) όσο κι αν δεν αρκεί επουδενί σήμερα για να οδηγήσει σε αριστερή διέξοδο.

Αυτή η εξέλιξη αδυνάτισε στο μαζικό, κοινωνικό πεδίο, την ωστική δύναμη της γραμμής «ανατροπή του μνημονίου» όπως και της γραμμής «σύγκρουση με τους δανειστές και την ευρωζώνη» - πολύ περισσότερο της «επιστροφής στην δραχμή» ως «ρεαλιστική» οικονομική εναλλακτική. Οι γραμμές αυτές, «αντιμνημόνιο» και «άρνηση του χρέους και του ευρώ» αποτέλεσαν συστατικά της διαδικασίας της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, «απογειώθηκαν» στο δημοψήφισμα και αποκτούσαν νόημα και δυναμική συναντώντας τον παράγοντα «αριστερά» που καθόριζε την κατεύθυνσή τους, στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα αυτή η συνθήκη έχει ακυρωθεί ακριβώς γιατί ακυρώθηκε ο στρατηγικός παράγοντας, η «αριστερά». Το ΚΚΕ δεν διεκδίκησε ποτέ ηγεμονικό ρόλο στην περίοδο καθώς αρνήθηκε να αναγνωρίσει την διαδικασία της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης όλο το προηγούμενο διάστημα των μνημονίων, και στην φάση της μαζικοποίησης του κινήματος όπως και στην πόλωση του δημοψηφίσματος. Σήμερα αντιλαμβάνεται το «κενό» και επιχειρεί να το προσεταιριστεί με πιο «ανοιχτές» αλλά ελεγχόμενες πρωτοβουλίες όπως η πρόσφατη κινητοποίηση των ομοσπονδιών, πάντα όμως μέσα στα αυστηρά πλαίσια του κομματικού σεχταρισμού του που αποτελεί την επιβεβαίωση της στρατηγικής «μη ανάληψης της ευθύνης».

Στις σημερινές συνθήκες το πολιτικό πλαίσιο των «τριών σημείων» (αριστερά – αντιμνημόνιο – άρνηση χρέους και ευρώ) εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και επαρκές. Χρειάζεται όμως να ανασυγκροτηθεί η συνοχή του με ιδιαίτερη έμφαση στο «αριστερά» καθώς ο στρατηγικός αυτός παράγοντας αφενός είναι απαραίτητος για να δώσει περιεχόμενο και δυναμική στους τακτικούς στόχους και αφετέρου γιατί ακριβώς εκεί δημιουργείται η σύγχυση και διάσπαση του κοινωνικού/ταξικού και του ιδεολογικού από την ίδια την κυβέρνηση.

Ο στρατηγικός παράγοντας «αριστερά» καθορίζει τους άλλους δύο τακτικούς/πολιτικούς στόχους. Ο στόχος «αντιμνημόνιο» αποκτά ταξικό νόημα και σηματοδοτείται από την άμεση ανατροπή της λιτότητας και τη σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, σε όλες τις εκφάνσεις της. Διότι αν «αντιμνημόνιο» σημαίνει πρωτίστως «ανάπτυξη» (επειδή η λιτότητα υποτίθεται ότι είναι «λάθος πολιτική» ή πολιτική που ευνοεί αποκλειστικά τους «δανειστές»), τότε παρακάμπτεται η προτεραιότητα του ερωτήματος της αναδιανομής και των συμφερόντων της εργασίας. Επίσης φαίνεται ακατανόητη η συσπείρωση μιας μειοψηφικής μεν, αλλά συμπαγούς μερίδας του πληθυσμού (των «ισχυρών» ή των «από πάνω») στο μνημόνιο ή/και τη λιτότητα. Η λιτότητα είναι ταξική πολιτική: Είναι «ορθή» για το κεφάλαιο και καταστροφική για την εργασία. Συνεπώς η αριστερή, ριζοσπαστική πολιτική πρέπει πρώτα απ’ όλα να σημαίνει μέτρα αναδιανομής σε όφελος του κόσμου της εργασίας και γενικότερα της κοινωνικής πλειοψηφίας και ανατροπής του συσχετισμού που διαμόρφωσαν τα μνημόνια υπέρ του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου, ανεξάρτητα από το σχέδιο της «ανάπτυξης». Σημαίνει ένα πρόγραμμα – μνημόνιο για το κεφάλαιο. Είναι προφανές ότι εάν σηματοδοτηθεί ως ένα σχέδιο που αποσκοπεί κατά προτεραιότητα στην «ανάπτυξη» ακυρώνει πάραυτα κάθε ταξικό χαρακτηριστικό. Αντίστοιχα ο στόχος «άρνηση χρέους και ευρώ» νοηματοδοτείται σαν συνέπεια της προηγούμενης επιλογής. Ενώ είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι το αριστερό, ριζοσπαστικό και ταξικό πρόγραμμα οδηγείται αναπότρεπτα στην σύγκρουση με την ευρωζώνη δεν ισχύει και η αντίθετη ανάγνωση. Ότι δηλαδή κάθε είδους σύγκρουση με την ευρωζώνη αποτελεί επιλογή αριστερή, ριζοσπαστική και ταξική. Εδώ αναδεικνύεται ένα σοβαρό θεωρητικό ζήτημα καθώς είναι προβληματικό και πολιτικά απολύτως αδιέξοδο να τίθεται από μαρξιστική σκοπιά ως προοπτική η ανατροπή της «παγκοσμιοποίησης» από την σκοπιά της «επιστροφής» στο καθεστώς των εθνικών κρατών. Η μοναδική προσέγγιση των μαρξιστών (και όχι μόνο) ήταν πάντα και παραμένει η πυροδότηση φαινομένων «ντόμινο» που θα κάνουν εφικτή την διεθνή εξάπλωση του αντικαπιταλιστικού (σοσιαλιστικού) υποδείγματος. Έτσι μόνο αποκτά νόημα η «έξοδος από την ΟΝΕ/ΕΕ», ως ρήξη του «αδύναμου κρίκου» με διεθνιστική προοπτική. Την οπτική αυτή αντιστρατεύτηκε η σταλινική αντίληψη της «θεωρίας των σταδίων», των «λαϊκών μετώπων» και του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» η οποία έχει χρεοκοπήσει ιστορικά σε τέτοιο βαθμό που κανείς δεν τολμά πια να την υποστηρίξει ανοιχτά – όσο κι αν παραμένει «εμπειρικά» παρούσα στις αντιλήψεις και τις επιλογές τμήματος της αριστεράς.

Στις τρέχουσες συνθήκες, περισσότερο και από πριν, η ανάληψη της ευθύνης των απαντήσεων και η αποτελεσματικότητά τους στην διαπάλη του «αριστερά – δεξιά» είναι που θα κρίνει την οικοδόμηση και μαζικοποίηση του αριστερού πολιτικού υποκειμένου που διεκδικεί ρόλο καθοριστικό σ’ αυτή την περίοδο. Εκείνη η αριστερά δηλαδή που μπορεί να απαντά πιο άμεσα, ξεκάθαρα και αποτελεσματικά στα κυρίαρχα ιδεολογήματα και τις «εφαρμογές» τους στην παρούσα φάση (ΤΙΝΑ – «ανάπτυξη» – μεταρρύθμιση της ΟΝΕ/ΕΕ – εθνική ενότητα και συμφέρον – ν/φ πρόγραμμα με δίχτυ προστασίας κ.λ.π.), απέναντι στην ΝΔ και στα ΜΜΕ ταυτόχρονα  με τις αντίστοιχες επιλογές της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο η επιλογή της διεκδίκησης των «αριστερών απαντήσεων» που εκθέτει την δήθεν κυβέρνηση της «αριστεράς» και αναλαμβάνει την ευθύνη της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης με την δεξιά και το αστικό απαράτ εντός και εκτός της χώρας σημαίνει την διεκδίκηση σε πρώτο χρόνο της εκ νέου συγκέντρωσης δύναμης του «κόσμου της αριστεράς» η οποία στις παρούσες συνθήκες απαιτεί την επιμονή στις πλατιές και πολυτασικές αριστερές συσπειρώσεις μεταθέτοντας την πάλη για την ηγεμονία στο εσωτερικό τους. Σημαίνει την απαλλαγή από την ολέθρια και διαλυτική προσχώρηση στην μεταμοντέρνα αποδόμηση των εννοιών και της θεωρίας, από την υποχώρηση των στρατηγικών, αντικαπιταλιστικών θεμελίων του εργατικού, μαζικού κινήματος, από τον σεχταρισμό της «μοναδικής οργάνωσης με την σωστή γραμμή» που κρύβει την στρατηγική της «μη ανάληψης της ευθύνης» ακόμη και από τον «σεχταρισμό» της μη συμμετοχής και ουσιαστικά της αποστράτευσης. 

Στην εποχή όπου πλήθος συστημικών διανοούμενων και αρθρογράφων σε κεντρικά αστικά μέσα διεθνώς ανακαλύπτουν το στρατηγικό αδιέξοδο του συστήματος συνολικά, την αντίθεση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής με τη δημοκρατία, την αύξηση των διακρίσεων και τη συγκέντρωση του πλούτου, την ίδια την προοπτική της καταστροφής του πλανήτη, στην εποχή όπου η ίδια η χρεωκοπημένη σοσιαλδημοκρατία προσπαθεί να ξαναβρεί την επικοινωνία με τους «από κάτω» για να εξακολουθήσει να υπάρχει ως διακριτός πολιτικός πόλος, την εποχή που τα σύννεφα του πολέμου και οι στρατιές των προσφύγων πολλαπλασιάζονται, στην εποχή που η απειλή της ακροδεξιάς και του φασισμού ξαναπροβάλλει από τον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, η πρόκληση αφορά την μαζική πολιτική και την οργάνωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι απαντήσεις και οι επιλογές δεν προκύπτουν αβίαστα πρέπει όμως να ξεκινούν πάντα από την προβολή του στρατηγικού στόχου αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα με εμπιστοσύνη την κίνηση και την αυτενέργεια των μαζών.

Πολύ περισσότερο στην σημερινή Ελλάδα η οποία παραμένει αντικειμενικά ένας αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής και όχι μόνο, καπιταλιστικής κρίσης και όπου, παρά το πισωγύρισμα της μνημονιακής κυβέρνησης του Τσίπρα η κοινωνία απέχει από την αποδοχή της ισοπέδωσής της.

Ετικέτες