Παρέμβαση στην εκδήλωση που οργάνωσε το Κόκκινο Δίκτυο Φοιτητών, την Παρασκευή 11.12.2015 στη Νομική, με τίτλο «ΟΧΙ στην Ευρώπη-φρούριο της καταστολής, του πολέμου και της έκτακτης ανάγκης / Καλοδεχούμενοι οι πρόσφυγες».
Μιλάμε συχνά για καταστολή, εν προκειμένω για καταστολή των προσφυγικών ροών. Αν πάρουμε όμως τη λέξη τοις μετρητοίς, καταστολή σημαίνει βία πάνω στα σώματα. Η πραγματικότητα είναι προφανώς πιο σύνθετη, υπάρχουν δηλαδή πολύ περισσότερες τεχνικές εξουσίας για τη διαχείριση του προσφυγικού: η επιτήρηση, οι διάφορες μορφές ελέγχου, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατικών υπηρεσιών, η «γενική πρόληψη», η περίφραξη χώρων, όπως με τους φράχτες, ο ορισμός ποσοστώσεων, ο στιγματισμός επικίνδυνων ομάδων, η αυστηροποίηση του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος, ο εγκλεισμός. Η διάκριση δεν είναι για λόγους σχολαστικισμού. Αν στεκόμαστε στη βία, που προφανώς υπάρχει και είναι η πιο σκοτεινή πλευρά, ίσως χάνουμε από τα μάτια μας το «δημιουργικό» μέρος της εξουσίας, αυτό δηλαδή που επιτρέπει στην εξουσία να νομιμοποιείται: το γιατί υπάρχει τόσο ευρεία συναίνεση στο κράτος έκτακτης ανάγκης του Ολάντ στη Γαλλία, γιατί τόσο μεγάλη αποδοχή ή συναίνεση γύρω από την ανέγερση και τη διατήρηση των φραχτών, και στα πιο πρόσφατα, γιατί δεν έγινε όση φασαρία θα έπρεπε με την εκκαθάριση της Ειδομένης. Αξίζει λοιπόν να πάρουμε για λίγο σοβαρά τους αντιπάλους μας, που αντί να μιλούν για «καταστολή», προτιμούν να το θέτουν το ζήτημα με πιο θετικούς όρους, να μιλάνε δηλαδή για «ασφάλεια»: αν υπάρχει ένα κοινό διακύβευμα σε τόσο διαφορετικές περιπτώσεις –από τα έκτατα μέτρα που μονιμοποιούνται στη Γαλλία και την απειλή να βγει η Ελλάδα από τη Σένγκεν, ως την πρόσφατη αστυνομική επιχείρηση στα ελληνομακεδονικά σύνορα–, το διακύβευμα αυτό είναι η ασφάλεια. Και το προσφυγικό, όπως και η τρομοκρατία, αντιμετωπίζεται από κυβερνήσεις και διακρατικούς οργανισμούς ως ζήτημα ασφάλειας.
Δεν συμβαίνει μόνο για λόγους επικοινωνίας. Σε γενικό φιλοσοφικό επίπεδο, η ασφάλεια (με α μικρο...) είναι καλόν πράγμα: στο βαθμό που αφορά τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ευημερία, είναι προϋπόθεση για να μπορεί κανείς να ασκεί δικαιώματα – κι από αυτή την άποψη, δεν τίθεται δίλημμα «ή ασφάλεια, ή ελευθερία και δικαιώματα». Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική της ασφάλειας όπως την εννοούν και την εφαρμόζουν τα καπιταλιστικά κράτη, δεν αφορά τη ζωή γενικώς, αλλά τη ζωή στον καπιταλισμό, που είναι κάτι διαφορετικό και πολύ πιο συγκεκριμένο. Το κράτος έκτακτης ανάγκης και οι υπερεξουσίες που έχει δώσει η κυβέρνηση Ολάντ στη γαλλική αστυνομία δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι, αν και δεν κατάφεραν να προστατέψουν τη ζωή στο Μπατακλάν, αυτή τη φορά θα το πετύχουν. Αυτό που μπορούν, είναι να αποκαταστήσουν εκ των υστέρων το χαμένο αίσθημα ασφάλειας των ανθρώπων, που είναι κάτι διαφορετικό από τη διασφάλιση της ζωής. Δεν πρόκειται μόνο για ιδεολογικό ζήτημα (μολονότι είναι και τέτοιο). Είναι επίσης πολιτικό: ο Ολάντ λέει στα λόγια ότι για τη 13η Νοεμβρίου δεν φταίνε οι πρόσφυγες και οι μουσουλμάνοι, στην πράξη όμως παίρνει αντιπροσφυγικά μέτρα, θεωρώντας ότι έτσι εμποδίζει την Ακροδεξιά να χειραγωγήσει το αίσθημα ασφάλειας. Και είναι ακόμα, αν δεν είναι κυρίως, οικονομικό: εκεί όπου δεν υπάρχει αίσθημα ασφάλειας, εκεί υπάρχει πρόβλημα στη ζωή-στον-καπιταλισμό, δηλαδή πρόβλημα στην κίνηση των κεφαλαίων και τη ροή των εμπορευμάτων. Αυτό είναι το υπ'αριθμόν ένα ζήτημα για τις κυβερνήσεις στον καπιταλισμό, στο βαθμό που πρόκειται εξ ορισμού για κυβερνήσεις διαχείρισης των απαιτήσεων του κεφαλαίου, με όλες τις αποχρώσεις στο πώς διαχειρίζονται τις απαιτήσεις αυτές.
Ας το δούμε συγκεκριμένα: Το πολλαπλό τρομοκρατικό χτύπημα στη Γαλλία είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες: Οι κεντρικοί τραπεζίτες αναθεώρησαν την πρόβλεψή τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της γαλλικής οικονομίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, δηλαδή τους ρυθμούς κερδοφορίας, από 0,4% σε 0,3%. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε επιβράδυνση της ανάπτυξης στον τομέα των υπηρεσιών εξαιτίας των επιθέσεων, ενώ επιδείνωση καταγράφεται και στη μεταποίηση. Η μεγαλύτερη αλυσίδα ξενοδοχείων της Γαλλίας ανέφερε μείωση των κρατήσεων, που η ίδια θεωρεί ότι θα διαρκέσει μέχρι και τέσσερις μήνες. Η Air France-KLM ανακοίνωσε ότι οι επιθέσεις της κόστισαν 50 εκατομμύρια ευρώ κι ότι μέχρι να αποκατασταθούν οι κρατήσεις εισιτηρίων, μπορεί να φτάσουμε στο Μάιο. Οι συνέπειες μπορεί να είναι ακόμα πιο μακροχρόνιες: στην κατάταξη της βρετανικής εταιρείας σπουδών QS, το Παρίσι αναδείχτηκε για δεύτερη χρονια ως ο «καλύτερος προορισμός για τους φοιτητές στον κόσμο», στη βάση «των επιδόσεων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Παρισιού και της δυνατότητας απορρόφησης των διπλωματούχων τους»: είναι προφανές ότι μετά τα πρόσφατα γεγονότα, πολλοί θα συμπεριλάβουν και το κριτήριο της ασφάλειας (της ασφάλειας για τη ζωή τους, όχι για τα εμπορεύματα...) πριν αποφασίσουν πού θα συνεχίσουν τις σπουδές τους. Εξίσου προφανές, από την άλλη, είναι κι ότι η Γαλλία χρειάζεται περισσότερους φοιτητές, περισσότερους δηλαδή καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών της, και λιγότερους πρόσφυγες : η υποδοχή των προσφύγων όχι μόνο δεν αποφέρει κέρδος, αλλά θέτει επιπλέον το ζήτημα της αναδιανομής για να στηριχτεί οικονομικά η στέγαση, η σίτιση, η υγειονομική κάλυψη, η εκπαίδευση και η απασχόλησή τους.
Η Ευρώπη της ελευθερίας δεν θέλει να ακούει γι' αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, προτιμά την εισαγωγή της ειδικευμένης ξένης εργατικής δύναμης. Στη χειρότερη, ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας ολόκληρης στρατιωτικής βιομηχανίας στο όνομα της ασφάλειας, θεωρητικά για την αντιμετώπιση των διακινητών, στην πράξη όμως για την αποτροπή της εισόδου των διακινούμενων. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός «Ορίζοντας 2020» προβλέπει 4.64 δις για την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού συστήματος διαχείρισης των συνόρων μέσω του νεόκοπου «Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας», ενώ 1,4 δις προβλέπεται για ερευνητικά προγράμματα που αναλαμβάνουν εταιρείες που ειδικεύονται στην έρευνα – εταιρείες που στην πλειοψηφία τους συνδέονται με παραγωγούς οπλικών συστημάτων και με ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Υπάρχει εναλλακτική; Όποια χώρα της ΕΕ σκεφτεί να αποκλίνει από τον κανόνα της ασφάλειας, δηλαδή της στρατιωτικοποίησης των συνόρων, υπάρχουν τρόποι να επανέλθει στο σωστό δρόμο. Αυτό είναι που παρακολουθούμε τις μέρες αυτές στην Ελλάδα. Κι εδώ υπάρχουν τρία ενδιαφέροντα επεισόδια:
- Στο πρώτο, μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, η ελληνική κυβέρνηση εκβιάζεται να ευθυγραμμιστεί με αντάλλαγμα να μην επιτραπούν από την Ε.Ε. κοινές περιπολίες με την Τουρκία στο Αιγαίο, καθώς και με τη (μη δεσμευτική) θέση του Τουσκ, ότι για τις χώρες που δέχονται πρόσφυγες, θα πρέπει να υπάρξει κάποιου τύπου δημοσιονομική χαλάρωση και οικονομική ενίσχυση. Επρόκειτο για θέση που το γερμανικό οικονομικό περιοδικό WirtschaftsWoche απέδωσε και στην γερμανική κυβέρνηση.
- Στο δεύτερο επεισόδιο, στα μέσα Νοέμβρη, και πριν ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή η πρώτη δέσμη για τα προαπαιτούμενα, αποδεικνύεται ότι συμβαίνει το αντίθετο: η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν κερδίζει κάποια ελάφρυνση στο χρέος, αν και αναλαμβάνει ευθύνες για την υποδοχή προσφύγων, αλλά επιπλέον της καθυστερούν τα χρήματα για το προσφυγικό, ώστε να αποφευχθούν τυχόν αποκλίσεις της από τους στόχους του μνημονίου.
- Το τρίτο επεισόδιο παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα και ήταν η απειλή να αποβληθεί η Ελλάδα από τη Ζώνη Σένγκεν, αν η ελληνική κυβέρνηση συνέχιζε, όπως την κατηγορούσαν κύκλοι της Ε.Ε., να μεταθέτει τις ευθύνες της για την αποτροπή των προσφυγικών ροών και την ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων. Πολλοί, και στην Αριστερά, θεώρησαν ότι η απειλή αφορούσε περισσότερο το κύρος της Ελλάδας, κάτι δηλαδή συμβολικό. Όπως όμως εξηγούσε πρόσφατο άρθρο της Καθημερινής (6.12.2015), πιθανή αποβολή από τη Σένγκεν, εκτός από το πλήγμα για το κύρος της χώρας, θα σήμαινε και οικονομικά προβλήματα. Με το 66,7% των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων να κατευθύνεται σε κράτη-μέλη της Ε.Ε., και τις μισές από τις εξαγωγές αυτές να γίνονται οδικώς, κυρίως μέσω Ιταλίας, σε περίπτωση εξόδου από τη Σένγκεν θα χρησιμοποιούνταν άλλες οδικές αρτηρίες, γεγονός που θα επιβάρυνε τους χρόνους παράδοσης και το κόστος των μεταφορών, πράγμα που θα δημιουργούσε επιβάρυνση στην τελική τιμή των προϊόντων.
Με παρόμοια αντίληψη για το ποιες είναι οι προτεραιότητες, έγινε την περασμένη εβδομάδα η εκκαθάριση της Ειδομένης: εκτός από τα ζητήματα ασφάλειας της ζωής, που ήταν προφανή στις συμπλοκές μεταξύ προσφύγων και μεταναστών, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι ο σιδηροδρομικός αποκλεισμός στα ελληνομακεδονικά σύνορα είχε προκαλέσει ζημιά πάνω από 1,5 εκ. ευρώ στην TΡΑΙΝΟΣΕ, που έχει αναλάβει να εκτελεί συμβάσεις της COSCO με τη Hewlett-Packard και τη SONY. Η Ειδομένη «καθάρισε», η «ασφάλεια» αποκαταστάθηκε, η ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων – σε αντίθεση με αυτή των ανθρώπων- θριάμβευσε. Πού θα πάνε οι πρόσφυγες που έφυγαν από εκεί; Η απάντηση τίθεται και πάλι με όρους ασφάλειας της ζωής στον καπιταλισμό: «Δεν πρόκειται ως δήμαρχος Αθηναίων να ανεχθώ να επαναληφθούν τα φαινόμενα του 2012 και 2013 όταν άνθρωποι, χωρίς στοιχειώδη μέσα βιοπορισμού, περιπλανούνταν στην Αθήνα, προκαλώντας προβλήματα στη λειτουργία της», ήταν η πρόσφατη δήλωση του Γιώργου Καμίνη.
Ακόμα κι αν η κυβέρνηση είχε δώσει δείγματα ότι θα κινηθεί σε άλλη κατεύθυνση, είναι εμφανές ότι, όπως και στην ατζέντα της οικονομικής κρίσης, έτσι και στο προσφυγικό, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία έχει τρόπους να επιβάλει την κοινή, αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική γραμμή, αίροντας μάλιστα κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή δημοκρατίας. Την περασμένη Παρασκευή, ευρωπαίος αξιωματούχος εξήγησε ότι η Frontex, όπως και οι λοιπές επιχειρήσεις της ΕΕ στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, θα συγχωνευθούν σε μία υπηρεσία με δικό της προϋπολογισμό, δικά της μόνιμα μέσα και δράση στα σύνορα των κρατών-μελών μετά από υπόδειξη της Κομισιόν, ακόμα κι αν ένα κράτος-μέλος έχει αντίρρηση.
Με όλες λοιπόν τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών στο προσφυγικό, υπάρχει μία κοινή μέθοδος που επιβάλλεται μέσω της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και διά των εθνικών κυβερνήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της: συνεργασία στον κοινό στόχο της αποτροπής, μετατόπιση του βάρους των ροών προς τις όμορες χώρες εκτός Ε.Ε. και τις τις χώρες πρώτης υποδοχής («περιφέρεια»), αναγνώριση του δικαιώματος για μονομερείς ενέργειες στα ισχυρότερα κράτη του «κέντρου» (αναστολή συνθήκης Σένγκεν ή Δουβλίνου), λήψη αποφάσεων και εκτέλεση από «ουδέτερα» όργανα, όπως οι Σύνοδοι Κορυφής και η Frontex αντίστοιχα – πάντως πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο ή νομιμοποίηση. Στη μέθοδο αυτή, οι μόνες ανεκτές εξαιρέσεις είναι μόνο οι εξαιρέσεις από τα δεξιά – από τις κυβερνήσεις δηλαδή των Δυτικών Βαλκανίων, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που σηκώνουν φράχτες και πλειοδοτούν σε αντιπροσφυγική υστερία.
Στο γενικό αυτό αρνητικό συσχετισμό, και με δεδομένη την απουσία αντιρατσιστικού κινήματος, μπορεί να γίνει κατανοητή (όχι όμως και ανεκτή) η επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης στην "κανονικότητα" και στο προσφυγικό, στο μόνο ίσως πεδίο όπου "μη κανονική" – εξου και οι εκβιασμοί με την Σένγκεν. Σημάδια γι' αυτή την επιστροφή υπάρχουν από καιρό. Οι επιθέσεις Τσίπρα στους "ανίδεους" αντιρατσιστές για το φράχτη στον Έβρο, η πολιτική ευθυγράμμιση με την ΕΕ, που ενοχοποιεί την Τουρκία γιατί δεν σταματά "ως όφειλε" τις προσφυγικές ροές, και πιο πρόσφατα, η έμφαση του Γιάννη Μουζάλα στα κυκλώματα των διακινητών (έμφαση που αφήνει σε δεύτερη μοίρα τους διακινούμενους και θέτει το προσφυγικό ξανά με όρους ασφάλειας), είχαν προϊδεάσει ότι ο άλλος δρόμος δεν θα κρατήσει πολύ.
Το ζήτημα, ωστόσο, για μας δεν είναι η αποκάλυψη άλλης μιας δεξιάς προσαρμογής της κυβέρνησης – μολονότι για τέτοια πρόκειται. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τη δεκαετία του '90, το προσφυγικό είναι σήμερα το νήμα που συνδέει τις βασικές παραμέτρους της πολιτικής συγκυρίας διεθνώς: τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της Ε.Ε.· τη σοβαρή σύγκρουση μέσα στη γερμανική Δεξιά υπό την πίεση κινημάτων τύπου Pegida (αλλά και την απαίτηση για εισροή πόρων στο ασφαλιστικό σύστημα της Γερμανίας...)· την προσαρμογή των γάλλων σοσιαλιστών στην ατζέντα της Λεπέν· το ενδεχόμενο μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα να ξανανοίξει στρατόπεδα τύπου Αμυγδαλέζας· την άνοδο της Ακροδεξιάς παντού στην Ευρώπη και την προσχώρηση φιλελεύθερων διανοούμενων στο ιδεολόγημα της σύγκρουσης των πολιτισμών· τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και τα εργασιακά δικαιώματα· τον εμφύλιο στη Συρία και την κατάσταση στη Μ. Ανατολή· και βεβαίως, τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, είτε με όρους αναδιανομής, όπως λέμε εμείς, είτε ανάταξης της κερδοφορίας, όπως συμβαίνει.
Στα συμφραζόμενα αυτά, χρειάζεται να είμαστε συγκεκριμένοι: Η κυβέρνηση πρέπει να εγγυηθεί την ασφαλή δίοδο των προσφύγων, όπως της ζητούν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, πράγμα που σημαίνει μεταξύ άλλων το να πέσει ο φράχτης στον Έβρο. Πρέπει επίσης να μεριμνήσει για την εγκατάσταση: οι ροές θα διαρκέσουν, οι λύσεις τύπου ΤΑΕ-ΚΒΟ-ΝΤΟ δεν αρκούν και η επίρριψη των ευθυνών στην Τουρκία δεν συνιστά πολιτική. Φυσικά αυτά δεν φτάνουν. Υπάρχει ανάγκη για πολιτική λύση στη Συρία – και όχι για έναν ακόμα πόλεμο που, αντί να αντιμετωπίζει τον ISIS, διευθετεί τα συμφέροντα των μεγάλων παικτών και των περιφερειακών συμμάχων τους στην περιοχή. Η μέχρι σήμερα εφαρμογή του δόγματος της ασφάλειας στην εξωτερική πολιτική, μαζί με τον εκτοπισμό εκατομμυρίων προσφύγων, έχει δημιουργήσει τέρατα.