Οι εξελίξεις στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας.
Στη σημερινή συγκυρία της υλοποίησης του 3ου Μνημονίου που επιχειρεί η μεταλλαγμένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από μια εξαετία συνεχών μνημονιακών πολιτικών και μια ολόκληρη οκταετία οξείας κρίσης αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού, η εξέλιξη του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζεται:
α) Από το γεγονός ότι η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, μετά την πρώτη περίοδο (2008 - ’13) επιδείνωσης των οικονομικών τους μεγεθών, και ζημιογόνων αποτελεσμάτων, έχουν κατορθώσει, χάρις στα μέτρα των αλλεπάλληλων Μνημονίων, να επιτύχουν την ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, ριζικά σε βάρος των όρων αμοιβής και εργασίας των λαϊκών τάξεων.
β) Ταυτόχρονα, την συνεχιζόμενη εκκαθάριση παραγωγικών μονάδων που αδυνατούν να πραγματώσουν αποτελεσματικά την υπεραξίωση των κεφαλαίων τους, και συνεχίζουν να οδηγούνται στο κλείσιμο, διατηρώντας την εργατική ανεργία σε σημαντικά υψηλά επίπεδα (από τη Χαλυβουργεία μέχρι την Αλλατίνη και από την Κόκα Κόλα μέχρι την Επιπλοβιομηχανία).
γ) Παράλληλα, την ένταση της επιχείρησης αποκρατικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων από το ΤΑΙΠΕΔ, με στόχο την ολοκλήρωση της εκχώρησης του συνόλου των κοινωφελών εταιριών στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Μάλιστα οι εννέα ιδιωτικοποιήσεις που προβλέπονταν τον Σεπτέμβριο 2015 [Κυβερνητικό Πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ σελ. 25 - 28 ], έχουν αυξηθεί αισίως στις είκοσι επτά, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την αξιολόγηση, με το Πρόγραμμα Αξιοποίησης που έχει συμφωνηθεί (Asset Development Plan), συμπεριλαμβάνοντας πλέον και την ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ, την Εγνατία Οδό, σημαντικό μέρους του μετοχικού κεφαλαίου των ΕΛΠΕ, και εναπομείναντα υπό δημόσια κυριότητα τμήματα του κεφαλαίου του ΟΤΕ, της ΔΕΗ κλπ.
δ) Εξίσου την κίνηση των διαδικασιών εκχώρησης σε ιδιωτική εκμετάλλευση ή εκκαθάρισης, βιομηχανικών επιχειρήσεων που είχαν την καθοριστική παρουσία του δημοσίου, είτε συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης (λ.χ. ΕΛΒΟ, Εργοστάσια Ζάχαρης, Αγνό κ.ά.), με σκοπό να τεθούν εξολοκλήρου οι παραγωγικές τους δραστηριότητες κάτω από τη λειτουργία των κανόνων της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς.
ε) Τέλος, αντίστοιχες διαδικασίες προωθούνται για την ακίνητη περιουσία του δημοσίου που αφορούν τις ιδιοκτησίες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, με την δημιουργία ενός είδους Στρατιωτικού ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείου Ενόπλων Δυνάμεων), για την εκχώρηση μεγάλων αστικών εκτάσεων στρατοπέδων, όπως στην περίπτωση των 13 στρατοπέδων της Θεσσαλονίκης συνολικής έκτασης 2.500 στρεμμάτων. Η δημιουργία Υπηρεσίας Αξιοποίησης Ακίνητης Περιουσίας Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΠΑΑΠΕΔ) σ’ αυτή την τροχιά κινείται, εξυπηρετώντας τον ίδιο στόχο της αποκρατικοποίησης.
Είναι προφανές ότι αν συνεχιστεί αυτή η μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με την υποστήριξη και των άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων (της συντηρητικής και κεντροαριστερής παράταξης), θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη περίοδο μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης, αν δεχθεί βέβαια κανείς ότι ξεπερνιέται η οκτάχρονη ύφεση και οι αρνητικοί ρυθμοί εξέλιξης του ΑΕΠ. Σ’ αυτό το περιβάλλον οι κερδοφόρες επιχειρήσεις θα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, απολαμβάνοντας μάλιστα την εφαρμογή μιας «αναπτυξιακής» κυβερνητικής στρατηγικής που μοναδική έγνοια έχει την ενίσχυση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας : Ενισχύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού, φοροαπαλλαγές και επιχορηγήσεις, προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, δάνεια και εγγυήσεις δανείων κλπ. [Α. Γκίτση «Επτά χρηματοδοτικά εργαλεία στη φαρέτρα της κυβέρνησης για αναστροφή του κλίματος», Αυγή 10-4-2016]. Παράλληλα ζημιογόνες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να καρκινοβατούν και πολλές να οδηγούνται στην εκκαθάριση (με τελευταία την περίπτωση της εμπορικής εταιρίας «Ηλεκτρονική Αθηνών»), συντηρώντας ή και ενδεχομένως αυξάνοντας την εργατική ανεργία. Τέλος, κάθε εναπομένουσα μορφή κερδοφόρας δραστηριότητας του κοινωφελούς τομέα της οικονομίας, θα αφαιρείται από την σφαίρα της δημόσιας κυριότητας και ελέγχου και θα μεταβιβάζεται στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ζωτικής άρα σημασίας είναι η ανάδειξη ενός εναλλακτικού παραγωγικού σχεδιασμού με κριτήρια κοινωνικοποίησης, κοινωφελούς δραστηριότητας και εργατικού ελέγχου.
«Πολιορκία» του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου
Η στρατηγική προώθησης ενός ριζοσπαστικού παραγωγικού μετασχηματισμού, που αμφισβητεί δομικές πλευρές των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, (στο μέτρο που παράλληλα επιτυγχάνεται η απαγκίστρωση από τους ευρωπαϊκούς νομισματικούς και πολιτικούς καταναγκασμούς, η παύση πληρωμών και η διευθέτηση του δημόσιου χρέους, καθώς και η θέση του τραπεζικού συστήματος υπό δημόσια κυριότητα και έλεγχο), σ’ όλα τα επίπεδα της σύγχρονης επιχειρηματικής δραστηριότητας, εμφανίζει εκ των πραγμάτων μια πολυμορφία και συνδυάζει την ικανοποίηση μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης με διαδικασίες οικονομικής παραγωγικής ανάταξης.
1) Σ’ ένα πρώτο και κυρίαρχο επίπεδο, τοποθετείται ο πλειοψηφικός και κερδοφόρος τομέας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όπου προφανώς στην μεταβατική φάση δεν μπορεί να γίνει ευθέως λόγος για την άμεση κοινωνικοποίηση των μεγάλων ιδιωτικών εταιριών. Εκείνο όμως που μπορεί και είναι αναγκαίο να γίνει σ’ αυτή την περίπτωση είναι η επιβολή μιας «πολιορκίας» της επιχειρηματικής εξουσίας από δύο πλευρές: Αφενός, με την ριζική αναδιανομή εισοδήματος (προς όφελος των μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, νοσηλευτικής περίθαλψης) με την αποκατάσταση των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων και την δραστική φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αφετέρου, με την καθιέρωση και λειτουργία μορφών συμβουλίων εργατικού ελέγχου στο σύνολο των παραγωγικών μονάδων από ένα μέγεθος και πάνω, με αρμοδιότητες στα ζητήματα των προσλήψεων και απολύσεων, των επενδύσεων και της κερδοφορίας, των μισθών και του κύκλου εργασιών τους.
Μια τέτοια τακτική ικανοποιεί ζωτικές λαϊκές ανάγκες, αυξάνει την καταναλωτική ισχύ των νοικοκυριών, οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αύξηση της παραγωγής λόγω της αυξημένης ζήτησης, και αρχίζει να αντιμετωπίζει μια σχετική απορρόφηση της ανεργίας. Μια τέτοια πολιτική είναι ρεαλιστικά εφικτή στο μέτρο που η πλειονότητα του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας έχει τεθεί εδώ και μια διετία σε τροχιά ανάκαμψης, και ωθεί εκ των πραγμάτων το κεφάλαιο να εγκαταλείψει την εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας και να στραφεί αποκλειστικά στην αναζήτηση εξαγωγής μορφών σχετικής υπεραξίας [Σχετικά ICAP «Θετικά τα αποτελέσματα των ισολογισμών του 2015»]. Βεβαίως αναγκαίοι όροι για μια τέτοια πορεία είναι η κατάκτηση της εξουσίας από ένα μπλοκ αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων, καθώς και η ισχυρή παρουσία ενός εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που σήμερα βρίσκεται σε υποχώρηση και παραφθορά. Η όλη αυτή μεθοδολογία, όχι μόνον δεν θα επιφέρει ύφεση, όπως ισχυρίζεται η αστική τάξη, αλλά απεναντίας θα ενισχύσει την αναπτυξιακή παραγωγική διαδικασία.
Παραγωγική λειτουργία και διαχείριση των κλειστών μονάδων
2) Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο τίθεται το μείζον ζήτημα της αποκατάστασης της παραγωγικής δραστηριότητας, και συνεπακόλουθα της ανεργίας, με το κλείσιμο εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων στην τελευταία οκταετία της καπιταλιστικής κρίσης. Η εκκαθάρισή τους έχει στην αφετηρία της αφενός την πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου και τα παρατεταμένα ζημιογόνα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της πολιτικής εισοδηματικής λιτότητας των Μνημονίων, που επέφερε σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών αυτών των επιχειρήσεων. Κανένας σχεδόν άλλωστε κλάδος δεν εξαιρείται από αυτό το φαινόμενο παραγωγικής καταστροφής : Παραγωγή επίπλων και προϊόντων ξύλου, προϊόντων πλαστικού και σωλήνων, προϊόντων διατροφής, χάλυβα, τσιμέντων, εμπορικά καταστήματα, κατασκευής έργων υποδομής κλπ. Συνεπώς αυτές οι παραγωγικές εκκαθαρίσεις που έφτασαν να καταστρέψουν το 25% της παραγωγικής διαδικασίας (παγίων κεφαλαίων και ζωντανής εργασίας), δεν ήταν προϊόν εργοδοτικής δυστροπίας, ή φυγής επιχειρήσεων στο εξωτερικό, ή επιβολής χαρακτηριστικών αποικιοκρατικού επιχειρηματικού ξεκληρισμού, αλλά αποκλειστικά της εγγενούς κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης και δρακόντειας δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι παραγωγικές αυτές δραστηριότητες που έχουν σταματήσει, είχαν και συνεχίζουν να έχουν ζωτικής σημασίας χαρακτηριστικά κοινωνικής χρησιμότητας. Η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (π.χ. Αγνό), ζάχαρης (όπως επιχειρείται με τα τρία εργοστάσια στη Βόρεια Ελλάδα), πλαστικών σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης (λ.χ. Καρίνα), σιδήρου (όπως τα Χαλυβουργεία), προϊόντων αλευροβιομηχανίας (π.χ. Αλλατίνη), ποτών (όπως Κόκα Κόλα) κ.ά. ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες υλικές ανάγκες των λαϊκών τάξεων. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται με βάση τους νόμους της «ελεύθερης» ανταγωνιστικής αγοράς, όπου αντί των κριτηρίων κοινωνικής χρησιμότητας επικρατούν τα κριτήρια της καπιταλιστικής αποδοτικότητας.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, εκείνο που επιβάλλεται να προωθήσει μια ριζοσπαστική οικονομική πολιτική και το λαϊκό εργατικό κίνημα είναι η κήρυξη αυτών των επιχειρήσεων σε δημόσια κυριότητα, σ’ ό,τι αφορά τα γήπεδα, τον μηχανολογικό εξοπλισμό, την τεχνογνωσία, και η εκ νέου θέση σε λειτουργία τους με την πρόσληψη του απολυμένου εξειδικευμένου εργατοτεχνικού προσωπικού, η δημόσια τραπεζική τους χρηματοδότηση και η κοινωνικοποιημένη τους διαχείριση με την συμμετοχή των εργαζομένων, των δημόσιων φορέων, των καταναλωτών, των τοπικών κοινωνιών κλπ. Προφανέστατα η διάθεση αυτών των παραγομένων προϊόντων και προσφερομένων υπηρεσιών δεν μπορεί παρά να γίνεται εκτός των εμπορικών ανταγωνιστικών δικτύων, με όρους συνεταιριστικών εμπορικών διαδρομών. Η έκθεση στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό θα οδηγήσει αναπότρεπτα τις περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις, στα ίδια φαινόμενα που προκάλεσαν την σημερινή οικονομική τους κατάσταση.
Πρόκειται για μια διαδικασία τολμηρής κοινωνικοποίησης εκατοντάδων παραγωγικών μονάδων που έχουν κλείσει, για έναν εξαιρετικά σημαντικό κοινωνικό τομέα της οικονομίας, που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με περιθωριακές περιπτώσεις ανάδειξης μορφών «κοινωνικής οικονομίας» οι οποίες αποφεύγουν την υιοθέτηση της διαδικασίας της εθνικοποίησης – κοινωνικοποίησης αυτών των επιχειρήσεων που έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους. Άλλωστε, τέτοιου είδους περιπτώσεις «κοινωνικής οικονομίας» επικαλείται και η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και αριστερές δυνάμεις που αποχώρησαν από αυτόν, χωρίς να έχουν αποδεσμευτεί από τις αντίστοιχες λογικές [Π.χ. Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, 1η Πανελλαδική Συνάντηση, «Κείμενα»]. Μια τέτοια κοινωνική χρήση των παραγωγικών μονάδων που το κεφάλαιο έχει θέσει στο περιθώριο, παρόλη την μείζονα κοινωνική τους σημασία, δεν αποτελεί ούτε «παραγωγική ανασυγκρότηση», ούτε «παραγωγικό μετασχηματισμό», αλλά αντιπροσωπεύει ευθέως μια διαδικασία μεταβατικού ριζοσπαστικού χαρακτήρα, που απαγκιστρώνεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις κυριότητας και εκμετάλλευσης, και μπαίνει στην τροχιά της σοσιαλιστικής αλλαγής, ήδη μέσα από τα κατεστραμμένα σπλάχνα της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ανάκτηση και κοινωνικοποίηση του δημόσιου τομέα
3) Τέλος, αναφορικά με τον κοινωφελή τομέα της οικονομίας, η επανάκτησή του από το δημόσιο και η αποτροπή των περαιτέρω αποκρατικοποιήσεων αντιπροσωπεύει την τρίτη διάσταση μιας αντικαπιταλιστικής οικονομικής πολιτικής στο επίπεδο του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ, με την για δεύτερη φορά ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας δεσμεύονταν για τον περιορισμό των ιδιωτικοποιήσεων μόνον στον αριθμό των εννέα, σε σχέση με τον προηγούμενο προγραμματισμό που περιελάμβανε είκοσι τρεις δημόσιες επιχειρήσεις. Εντούτοις με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις, η κατάληξη ήταν να διευρυνθεί εκ νέου ο κύκλος των αποκρατικοποιήσεων στις είκοσι επτά, μεταξύ των οποίων η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, τα εναπομένοντα πακέτα μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ και της ΔΕΗ, η Εγνατία Οδός, τα ΕΛΠΕ κ.λπ. με προσδοκώμενο συνολικό τίμημα περί τα 6,5 δισεκατ. ευρώ. Έτσι στην σημερινή μνημονιακή διακυβέρνηση εναπόκειται πλέον να ολοκληρώσει το σύνολο των ιδιωτικοποιήσεων κάθε μορφής δημόσιας επιχείρησης, χωρίς καμία διάκριση.
Κατά συνέπεια η λειτουργία ενός συνολικού δημόσιου τομέα της οικονομίας (που βέβαια αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό της όλης επιχειρηματικής δραστηριότητας της χώρας), απαιτεί την επανάκτηση όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν αποκρατικοποιηθεί, καθώς και αυτών που προγραμματίζεται η εκχώρησή τους στο ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφορικά με εξαιρετικά επικερδείς εταιρίες που μεταβιβάστηκαν σε ιδιώτες όπως ο ΟΤΕ και η COSMOTE, καθώς και ο ΟΠΑΠ που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών. Ένα τέτοιο σχέδιο απαιτεί το ξεπέρασμα αντιλήψεων ανάπτυξης ενός είδους κρατικού καπιταλισμού, πράγμα που μόνον η κοινωνικοποιημένη διαχείριση και η δημοκρατική παραγωγική οργάνωση μπορούν να εξασφαλίσουν. Στόχος η διασφάλιση της παροχής χρήσης δημόσιων αγαθών σε επαρκή ποιότητα και λαϊκά τιμολόγια για το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού.
Ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός ή αντικαπιταλιστική επαναστατικότητα;
Είναι φανερό ότι αυτή η τριπλή δέσμη οικονομικών και κοινωνικών μέτρων της αριστερής πολιτικής, προϋποθέτει από τη μια πλευρά την διαμόρφωση μιας σχετικής λαϊκής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με την περιθωριοποίηση των αστικών μνημονιακών δυνάμεων, και από την άλλη πλευρά έναν ισχυρό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και σε βάρος της επιχειρηματικής εργοδοσίας. Και στις τρεις περιπτώσεις πρόκειται για μέτρα μεταβατικού ριζοσπαστικού χαρακτήρα, που εμπνέονται άμεσα από την επιδίωξη στρατηγικού μετασχηματισμού των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Μ’ αυτή την έννοια απαιτούν ρηξικέλευθες τομές για την υλοποίησή τους, που υπερβαίνουν την αστική πολιτική και οικονομική «νομιμότητα» και εκ των πραγμάτων προσλαμβάνουν επαναστατικό αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Πρόκειται για μέτρα που επιβάλλει η αντιμετώπιση της οξύτητας της κοινωνικής εξαθλίωσης, και που χωρίς αυτά δεν μπορούν να επιλυθούν αποτελεσματικά και να ικανοποιηθούν οι ζωτικές λαϊκές ανάγκες.
Τέτοιου είδους μέτρα καταργούν ή περιορίζουν σημαντικές μορφές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής: Π.χ. πώς θα επανασυγκροτηθεί ο δημόσιος τομέας της οικονομίας χωρίς την απαλλοτρίωση του ΟΤΕ, του ΟΠΑΠ κ.λπ.; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η μαζική ανεργία χωρίς να εθνικοποιηθούν οι επιχειρήσεις που έχουν κλείσει προκειμένου να τεθούν εκ νέου σε λειτουργία με κοινωνικοποιημένη μορφή; Πώς είναι δυνατό να θεσμοθετηθεί ο εργατικός έλεγχος στις επιχειρήσεις χωρίς να περιοριστεί δραστικά το διευθυντικό δικαίωμα της εργοδοσίας; Είναι ακριβώς αυτοί οι μετασχηματισμοί, που είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των οξυμένων λαϊκών αναγκών, που οδηγούν σε μια δημοκρατική επαναστατική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της ελληνικής, και ευρωπαϊκής, ταξικής κυριαρχίας. Μ’ άλλες λέξεις το ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι λιγότερο μετριοπαθές και επικίνδυνο από την ίδια την προβολή της προώθησης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στο προσκήνιο.
Ο ριζοσπαστικός μεταρυθμισμός, που άλλωστε χαρακτήριζε και τον ΣΥΡΙΖΑ στην προ του 3ου Μνημονίου εποχή, μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει, όπως συνέβη και με την ιστορική, ευρωπαϊκή και ελληνική, σοσιαλδημοκρατία μόνον μέσα σε συνθήκες εντατικής καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, που επέτρεπε, στη βάση του κατάλληλου ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, την εφαρμογή μιας αναδιανεμητικής πολιτικής και πρακτικών «κοινωνικού κράτους». Σε μια περίοδο όμως όπως η σημερινή, η υπερίσχυση των αναγκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου (εισοδηματική λιτότητα, εργασιακή απορρύθμιση, μαζική ανεργία, δημοσιονομική καταστολή), οδηγεί εκ των πραγμάτων τη σοσιαλδημοκρατική και την ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική τακτική στην αναγκαστική μετάλλαξη και την μετατόπισή της στο αστικό μνημονιακό τόξο. Κατά συνέπεια η αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης, της κατάρρευσης της κοινωνικής ασφάλισης, της εκτεταμένης ανεργίας, της παραφθοράς του δημόσιου νοσηλευτικού συστήματος κ.λπ. απαιτούν την ανάδειξη μιας πολιτικής, στο επίπεδο του κινήματος και της διακυβέρνησης, ολομέτωπης αντιπαλότητας, επαναστατικής δηλαδή κρίσης, με τις κυρίαρχες αστικές δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία και στο υπερεθνικό ευρωπαϊκό αστικό διευθυντήριο.