«Μα πιο πολύ από όλα να φοβάσαι τους ήσυχους ανθρώπους» (τίτλος δικός μας)

Η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζωρτζ Κλούνεϊ, σε σενάριο των αδελφών Κοέν, δεν έχει καμιά σχέση με το άχαρο, επιτηδευμένο και βαρετό «Monuments men», το προηγούμενο έργο του.

Ο Κλούνεϊ έχει τώρα μια καλοδεμένη ιστορία να αφηγηθεί και ένα στιβαρό μήνυμα να καταλήξει.

Σε μια φανταστική αμερικάνικη πόλη του ’50, παραδεισένιο καταφύγιο του κάθε μεσοαστού, το ειδυλλιακό Suberbicon, σειρά εγκλημάτων γίνονται στο σπίτι μιας καθωσπρέπει οικογένειας. Το αίμα κυλά συνέχεια, οι προφυλάξεις που παίρνονται είναι υποτυπώδεις, όλα συμβαίνουν σχεδόν μπροστά στα μάτια της γειτονιάς και σε απόσταση – κυριολεκτικά – αναπνοής από δεκάδες αστυνομικούς. Κι όμως κανείς και καμιά δεν παίρνει χαμπάρι το παραμικρό, επειδή όλοι οι «καλοί πολίτες» και όλες οι χαρωπές νοικοκυρές έχουν φτάσει σε παροξυσμό λύσσας με αυτά που συμβαίνουν στο διπλανό ακριβώς σπίτι από αυτό της ιστορίας μας. Εκεί έχει μετακομίσει πρόσφατα μια οικογένεια μαύρων. Και τούτο είναι ένα σκάνδαλο που η γειτονιά και όλο το “Σαμπέρμπικον” δεν μπορεί να το ανεχτεί!

Τα βλέμματα γεμάτα εχθρότητα και δηλητήριο δίνουν γρήγορα τη θέση τους στις άγριες κραυγές, το μίσος κυριεύει τις συνελεύσεις πολιτών και μεταμορφώνεται σε διαδηλώσεις μίσους και επιθέσεις στο δρόμο και η ένταση ανεβαίνει στο κόκκινο.

Το “Suburbicon” υπάρχει μόνο στο χώρο της φαντασίας, όμως τα γεγονότα με τη μαύρη οικογένεια συνέβησαν πραγματικά. Στην Πενσυλβάνια του 1957, η πόλη Lewittown ξεσηκώθηκε ολόκληρη επειδή μια μαύρη οικογένεια πήγε εκεί να κατοικήσει. Ήταν η οικογένεια Μάγερς, και το ίδιο ακριβώς επίθετο κρατά ο σκηνοθέτης και για την οικογένεια που γίνεται πέτρα του σκανδάλου στην ταινία μας.

Τι κι αν η Lewittown ανήκε στο Βορρά, που προχώρησε στον εμφύλιο πόλεμο με το Νότο το 1861 ενάντια στο θεσμό της δουλείας; Τι κι αν  η Πενσυλβάνια υπήρξε η πολιτεία που ίδρυσαν οι Κουάκεροι τον 17ο αιώνα ως καταφύγιο για κάθε ελεύθερο πνεύμα και βεβαίως και για κάθε μαύρο σκλάβο του Νότου που έσπαγε τα δεσμά του και το ‘σκαγε από τον αφέντη του; Τον 20ο αιώνα Βορράς και Νότος στις ΗΠΑ είναι το ενωμένο και περήφανο βασίλειο της πλαστικής ευμάρειας και της ευλαβούς παλιανθρωπιάς, και οι εξεγερμένοι νοικοκυραίοι, τόσο οι πραγματικοί του  Lewittown όσο και οι κινηματογραφικοί του Suberbicon, έχουν πάρει διαζύγιο από τη λογική αλλά και από την Ιστορία και διαδηλώνουν το μίσος τους ενάντια στους μαύρους με τη σημαία της Συνομοσπονδίας του Νότου(!)       

Κριτικοί κινηματογράφου σε βαθιά σύγχυση

Μα τι λόγο είχε να βάλει ο Κλούνεϊ τη μαύρη οικογένεια μέσα σε ένα θρίλερ τόσο ενδιαφέρον από μόνο του; Έτσι αναρωτιούνται κάποιοι κριτικοί, που βρίσκουν υπερβολική τη σύνδεση της ιστορίας της ταινίας με το ρατσισμό.

Βέβαια, αν ο Κλούνεϊ είχε παραμείνει μόνο στο επίπεδο του θρίλερ και των επαναλαμβανόμενων φόνων:

α) θα έπρεπε ως σκηνοθέτης να στηριχτεί σε μια εντελώς άλλη ιστορία. Το σημαντικό στο Σαμπέρμπικον είναι πως όλα είναι σχεδόν προφανή αλλά και «αόρατα», επειδή ο ρατσισμός έχει αποβλακώσει και αποπροσανατολίσει εντελώς όλη τη γειτονιά. Και δεν υπάρχει κανείς πιο τυφλός από αυτόν που δεν θέλει να δει και πιο κουφός από όποιον δεν θέλει να ακούσει.

Και β) δεν θα ήταν ο Κλούνεϊ αλλά κάποιος λοβοτομημένος κλώνος του, εάν θα γύριζε μια απολίτικη ταινία. Όποια άποψη και αν έχουμε για τις πολιτικές επιλογές του – είναι παθιασμένος εχθρός του Τραμπ αλλά και ανοιχτά υποστηρικτής της Χίλαρυ – ο Κλούνεϊ είναι πολιτικό όν και δεν υπάρχει περίπτωση να πάψει να μιλά και να ενεργεί πολιτικά.   

Και,  φυσικά, ο Κλούνεϊ μιλάει για το σήμερα, για την Αμερική που χάνει το μυαλό της με το ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, για την εξέγερση της βλακείας και της μετριότητας που έθεσε τον πιο αγροίκο και φαιδρό εκπρόσωπό της στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ.

Οι θρησκευτικές αναφορές της ταινίας

«Ποτέ μου δεν χώνεψα τους Επισκοπιανούς», δηλώνει ένας ήρωας στην ταινία για την οικογένεια όπου συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Συνεχώς στη ροή της ταινίας οι αναφορές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις δίνουν και παίρνουν. Ανησυχίες για το θρήσκευμα έχει διαρκώς και ο μικρός Νίκυ, το αγόρι της οικογένειας όπου λαμβάνουν χώρα τα φονικά και που είναι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας. «Μα εμείς είμαστε Επισκοπιανοί» λέει και ξαναλέει ο μικρός σε πολλές στιγμές του έργου. Αυτά για το ελληνικό κοινό μοιάζουν εντελώς περιττές πληροφορίες.

Όμως ο σκηνοθέτης δεν βάζει χωρίς λόγο το στοιχείο της θρησκευτικής ταυτότητας. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί ο προτεσταντισμός σε πολλές παραλλαγές, που οι περισσότερες έχουν πίσω τους σημαντικές παραδόσεις.

Υπάρχουν οι υπερσυντηρητικοί και αγέλαστοι Πρεσβυτεριανοί, που από τις τάξεις τους βγαίνουν συχνά ακροδεξιοί ζηλωτές. Όμως από την ίδια θρησκευτική κοινότητα κατάγεται και ο Τζων Μπράουν, ο λευκός έμπορος που παράτησε την ήσυχη ζωή του για να οργανώσει την επανάσταση των μαύρων σκλάβων του Νότου, αντιμετωπίζοντας στη μάχη  τον αμερικανικό στρατό και πέφτοντας νεκρός μαζί με πέντε από τους γιους του. 

Υπάρχουν οι χαρούμενοι και προοδευτικοί Μεθοδιστές. Η ίδια κοινότητα στη Βρετανία ψηφίζει από παράδοση το Εργατικό Κόμμα. Στις ΗΠΑ είναι κοινωνικά από τα σχετικά ευαίσθητα πνεύματα, αν και η ορμή τους έχει σαφώς ξεθυμάνει.

Οι Βαπτιστές κουβαλούν τις μνήμες των εξεγερμένων χωρικών της Γερμανίας του 16ου αιώνα, αλλά αρκετές από τις εκκλησίες τους στήριξαν την Κου Κλουξ Κλαν τον καιρό της παντοδυναμίας της. Αντίθετα οι Κουάκεροι ήταν πάντοτε οι ιδανικοί και ανάξιοι εραστές της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης και της ισότητας, αυτοί που έκαναν τις εκκλησίες και τους παπάδες των καλοστεκούμενων τάξεων να τρέμουν από φόβο και ταξικό μίσος. Αλλά, σαν τους αναρχικούς της Ισπανίας το 19ο αιώνα, τα σχέδιά τους ήταν πύργοι χτισμένοι στην άμμο και η αποτυχία συντρόφευε το κάθε βήμα τους.  

Όλες αυτές οι παραδόσεις σήμαιναν πολλά κάποτε, κι ας μοιάζουν σήμερα με άγρια θηρία βαλσαμωμένα και φαγωμένα από τον σκώρο. Αλλά οι Επισκοπιανοί, αν και ευάριθμοι, δεν είχαν ποτέ μια παράδοση αξιομνημόνευτη να επικαλεστούνε.

 Τον καιρό της Αμερικάνικης Επανάστασης, οι Επισκοπιανοί ήταν κατά κανόνα πειθήνιοι και νομοταγείς στο Βασιλιά της Αγγλίας. Ποτέ δεν θεωρήθηκαν ακριβώς Προτεστάντες, αλλά ούτε και καθολικοί. Οι προτεστάντες τους αποκαλούσαν «καθολικούς χωρίς πάπα», και είναι γεγονός πως ποτέ δεν ξεχώρισαν για το σαφές τους στίγμα. Ανήκουν στην ευρύτερη παράδοση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά χωρίς το βασιλικό θεσμό (η βασίλισσα της Αγγλίας είναι ο ανώτατος άρχοντας της Αγγλικανικής Εκκλησίας) να τους συνεγείρει και να τους δίνει ταυτότητα.

Το ιδιαίτερο γνώρισμα των Επισκοπιανών είναι η έλλειψη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Εκεί που η μετριοπάθεια συναντά τη χλιαρότητα εκεί βρίσκονται οι γεωγραφικές τους συντεταγμένες.  Στο κεφάλαιο 3 της Αποκάλυψης του Ιωάννη, και στους στίχους 15 και 16 αναφέρονται εκείνα τα λόγια που θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί για τους Επισκοπιανούς: «Γνωρίζω τα έργα σου, ότι δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός… Επειδή, λοιπόν, είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός ούτε κρύος, πρόκειται να σε εξεμέσω από το στόμα μου»

Το μήνυμα του σκηνοθέτη:

Τα βέλη του Κλούνεϊ, μέσω των συνεχών αναφορών στους Επισκοπιανούς, κατευθύνονται ενάντια στους ανθρώπους που αποφεύγουν τις αιχμές, που ιδιωτεύουν, που «κοιτάνε τη δουλειά τους» όταν δίπλα τους θεριεύει η μισαλλοδοξία. Οι γονείς του μικρού Νίκυ δεν είναι ρατσιστές – σχεδόν τον υποχρεώνουν να πάει να παίξει με το παιδάκι της μαύρης οικογένειας - αλλά ούτε και αντιρατσιστές. Όταν ολόκληρη η πόλη περικυκλώνει και τραμπουκίζει τη μαύρη οικογένεια, αυτοί απλώς ακολουθούν το γενικό κλίμα – χωρίς κανένα πάθος, χωρίς ιδιαίτερο μίσος για τους μαύρους, χωρίς καμιά ψυχή.  Πάνε με την κυρίαρχη άποψη για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα και να επιστρέψουν στα του οίκου τους.

Ο Κλούνεϊ διάλεξε αυτό το ξεχασμένο από πολλά χρόνια σενάριο των αδελφών Κοέν ακριβώς για να μιλήσει για τη σημερινή απειλή του ρατσισμού.

Η μισαλλοδοξία είναι τρομακτικά επικίνδυνη, μας λέει ο σκηνοθέτης γιατί μας κάνει τυφλούς απέναντι στον πραγματικό κίνδυνο. Η κοινωνία καταρρέει, εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων που δεν διστάζουν μπροστά σε κανένα έγκλημα αρκεί να εξασφαλίσουν την ήσυχη ζωούλα τους, τη νωθρή και βορβορώδη μακροημέρευσή τους. Και όσο περισσότερο τα πράγματα ξεφεύγουν τόσο πιο πολύ ανεβαίνει το κρεσέντο του ρατσιστικού μίσους.

Αν δούμε την ταινία «Suburbicon» από μια απόσταση, είναι τελικά πολύ πιο περιορισμένη πολιτικά από το «Detroit» της Μπίγκελοου. Για παράδειγμα, η αστυνομία στην ταινία του Κλούνεϊ δεν είναι το όργανο της συντριβής των αδυνάτων, το μεγαλύτερο συνδικάτο του εγκλήματος, ο στρατός των πιο άθλιων καθαρμάτων, όπως παρουσιάζεται στην ταινία της Μπίγκελοου. Στον Κλούνεϊ η αστυνομία δυσκολεύεται να βρει τη θέση και το στίγμα της. Οι αστυνομικοί είναι χοντροκέφαλοι και αμήχανοι γραφειοκράτες περισσότερο παρά επικίνδυνοι, και απέναντι στη ρατσιστική έκρηξη είναι απλώς ολίγοι και ανίκανοι.

Όμως το μήνυμα του Κλούνεϊ είναι τόσο ξεκάθαρο: Όσο ανεχόμαστε το ρατσισμό θα χάσουμε την κριτική μας ικανότητα αλλά και την ψυχή μας. Και όσο θεωρούμε φυσικό φαινόμενο τους νοικοκυραίους και τους ιδιωτεύοντες, θα αφήνουμε περιθώριο για να διαπραχθούν τα πιο φριχτά εγκλήματα μέχρι που θα είναι πάρα πολύ αργά.

Και η ταινία στέκεται πολύ πιο ψηλά από το ίδιο το πικρό και «μαύρο» χιούμορ της. Δεν αποτελεί μια ραφιναρισμένη επίδειξη πνεύματος αποστασιοποιημένη από τα κοινά,  αλλά μεταμορφώνεται -  με τον τρόπο αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου που είναι ο σκηνοθέτης της – σε ένα κάλεσμα για έγερση και μάχη!

Ετικέτες