«Νομικές ρυθμίσεις και ταξικοί συσχετισμοί».
Στην κοινωνική πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής το κυρίαρχο που επικρατεί δεν είναι τόσο ο νομικός φορμαλισμός στον προσδιορισμό των εργασιακών σχέσεων αλλά πρωτίστως ο ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.
Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερο νόημα στη σημερινή συγκυρία όπου στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης η ελληνική μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και με αφορμή τα «εργασιακά» (συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, όρια ομαδικών απολύσεων, συνδικαλιστικές διατάξεις Ν. 1264 / 1982) εμφανίζεται να προασπίζει τις «κόκκινες γραμμές» της προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων, με βάση τις ισχύουσες ευρωπαϊκές πρακτικές. Μ’ άλλες λέξεις, ακόμη και αν επιτευχθεί αυτό από φορμαλιστική νομική άποψη, πράγμα αμφίβολο, η οικονομική πραγματικότητα θα συνεχίσει να παραμένει ριζικά σε βάρος της μισθωτής εργασίας και προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Η αμοιβή της εργασίας που κατοχυρώνεται μέσα από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα αυτού του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι η σημερινή παραφθορά των εργατικών μισθών, επιδομάτων ανεργίας κλπ. δεν είναι απλά προϊόν των αλλεπάλληλων μνημονιακών κυβερνητικών παρεμβάσεων, αλλά επικαθορίζεται απόλυτα από το επίπεδο απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας. Σε περιόδους χαμηλής ανεργίας όπως στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης (1974 – 86), παρόλη την συντηρητική συνδικαλιστική νομοθεσία ( Ν. 330 / 1976), το εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα με τη μορφή του εργοστασιακού συνδικαλισμού, ανέδειξε μια υψηλή ταξική ζωτικότητα: Πραγματοποιώντας απεργιακές κινητοποιήσεις εκτός νομοθετικού πλαισίου, επιτυγχάνοντας ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία, επιβάλλοντας αύξηση των μισθολογικών παροχών των εργαζομένων.
Απεναντίας στη σημερινή εξαετία της μνημονιακής διαχείρισης (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), η υπερμεγέθης ανεργία του 25%, μαζί με την εξίσου εκτεταμένη αδελφή της «αδήλωτης» (μαύρης) εργασίας, είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας των όποιων διαπραγματεύσεων και συλλογικών εργατικών ρυθμίσεων. Κι’ αυτή δεν υπήρξε προϊόν της διεθνούς κρίσης ή μιας μοιραίας και ανεπιτυχούς κυβερνητικής πολιτικής: Προέκυψε με την μαζική εκκαθάριση ζημιογόνων επιχειρήσεων που έφερε η αντιμετώπιση της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, γιγαντώθηκε και σταθεροποιήθηκε με την παρατεταμένη πολιτική εισοδηματικής λιτότητας και δρακόντειων δημοσιονομικών περιορισμών. Παρόλα αυτά μέχρι τις αρχές του 2012, και μετά την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, η εργατική τάξη κρατούσε ακόμη στα χέρια της σημαντικά εργαλεία αντιμετώπισης του νεοφιλελεύθερου ολέθρου: Επρόκειτο ακόμη για τον κατώτατο μισθό των 750 ευρώ, για την ισχύ εκατοντάδων κλαδικών συμβάσεων εργασίας, που είχαν συναφθεί τα προηγούμενα χρόνια, και του περιορισμένου χαρακτήρα των ομαδικών απολύσεων, παρόλες βέβαια τις εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις που επέφερε η λειτουργία των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης.
Έτσι, η μνημονιακή πολιτική εξουσία, προχώρησε ανοιχτά πλέον με την Πράξη 6 του Υπουργικού Συμβουλίου της 28-Φεβρουαρίου-2012, χωρίς την διαμεσολάβηση καμίας συλλογικής διαπραγμάτευσης, στην ταπείνωση του κατώτατου μισθού στα 585 ευρώ (μικτά), που για τους νέους μειώθηκε ακόμη περισσότερο στα 510 ευρώ (μικτά), στην ντεφάκτο κατάργηση των ισχυουσών συμβάσεων εργασίας και προφανώς στην κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής της εργατικής πλευράς στην υποχρεωτική διαιτησία. Η παρέμβαση αυτή της εκτελεστικής εξουσίας ήταν εν ψυχρώ και ωμή, με αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει την εργατική δύναμη εξαιρετικά φθηνή (στο μισό τουλάχιστον του ευρωπαϊκού μέσου όρου των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών), προκειμένου να συμβάλει άμεσα στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει την ζημιογόνο του δραστηριότητα και να επιφέρει μια καπιταλιστική αποδοτικότητα παρόλη την συνεχιζόμενη κρίση.
Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες ρυθμίσεις απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, επέφεραν πραγματικά μια εκτίναξη της κερδοφορίας των 500 μεγαλυτέρων επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας, την στιγμή μάλιστα που ελέγχουν το 65% του συνολικού κύκλου εταιριών του ελληνικού καπιταλισμού. Έτσι, για την τελευταία διαθέσιμη οικονομική χρήση του 2015, παρόλο που το σύνολο του κύκλου εργασιών αυτών των επιχειρήσεων μειώθηκε (από 84,5 δισεκ. ευρώ σε 82,6 δισεκ. ευρώ μεταξύ 2015 / 14), εντούτοις τα κέρδη EBITDA (κέρδη από λειτουργικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων, πριν την επίδραση των χρηματοοικονομικών εξόδων και των αποσβέσεων), αυξήθηκαν κατά 31%, από 8,2 δισεκ. ευρώ σε 10,6 δισεκατ. ευρώ. Και αντίστοιχα εντυπωσιακή ήταν η αύξηση των κερδών προ φόρων κατά 98%, από τα 2,7 δισεκ. ευρώ στα 5,4 δισεκ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι βάσει κερδών προ φόρων η βιομηχανία καλύπτει το 25% και οι υπηρεσίες το 30%, και βάσει κύκλου εργασιών η βιομηχανία το 32% και οι υπηρεσίες το 36% [ ICAP “Business Leaders in Greece” ].
Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε οι ισχυρισμοί της μνημονιακής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και αν δεν αλλοιωθούν, ακόμη και αν κατοχυρωθούν, περί ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, είναι τουλάχιστον υποκριτικοί και ψευδεπίγραφοι. Κι’ αυτό γιατί ο ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων που έχει επιβληθεί από την καπιταλιστική κρίση, την μαζική ανεργία και την εισοδηματική λιτότητα, ουσιαστικά δεν επιτρέπει στο μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής, να υπάρξει σοβαρή συλλογική διαπραγμάτευση, αν δεν είναι για την μείωση των αποδοχών και των δικαιωμάτων λόγω των πάντοτε απειλουμένων απολύσεων και μείωσης του προσωπικού. Αφού δηλαδή πρώτα με πράξη της εκτελεστικής εξουσίας (που ούτε καν από την εθνική αντιπροσωπεία δεν εγκρίθηκε) καταργήθηκε ο κατώτατος μισθός και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων, τώρα η κυβερνητική εξουσία καλεί τους «κοινωνικούς εταίρους» να διαπραγματευτούν «ελεύθερα», πράγμα εξαιρετικά αναποτελεσματικό, εφόσον δεν αναιρείται η Πράξη 6 του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν αποκαθίσταται νομοθετικά (όπως ακριβώς και καταργήθηκε), ο κατώτατος μισθός και οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις. Τι επίπεδα μισθών και δικαιωμάτων μπορούν να κατοχυρωθούν όταν στην διαπραγμάτευση ενός κλάδου, μεταξύ εργατικής ομοσπονδίας και εργοδοτικής οργάνωσης, οι επιχειρήσεις και τα εργοστάσια «πολιορκούνται» από τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένοι να αποδεχθούν ακόμη χαμηλότερους μισθούς και κοινωνικές παροχές;
Συμπεραίνεται ότι για να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να ισχύσουν οι αντίστοιχες συμβάσεις, μια αριστερή πολιτική διακυβέρνηση υπό εργατική ηγεμονία, ή αντίστοιχα ένα ισχυρό ενωτικό ταξικό κοινωνικό κίνημα, απαιτείται να ικανοποιεί τρεις απαρέγκλιτους όρους, προκειμένου τουλάχιστον να διασφαλίζεται, όσο αυτό είναι εφικτό σε μια καπιταλιστική οικονομική δομή, μια ορισμένη πραγματική ισοτιμία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας:
α) Να κατοχυρώσει νομοθετικά τον κατώτατο μισθό των 750 ευρώ (μικτά), εξετάζοντας σοβαρά την περίπτωση και της αύξησής του, στο μέτρο που ναι μεν ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, ωστόσο όμως οι κοινωνικές και φορολογικές επιβαρύνσεις των εργατικών νοικοκυριών είναι αυξημένες ριζικά σε σχέση με προηγούμενα (πληρωμές για ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, φόρος ακίνητης περιουσίας, λειτουργία υψηλού ΦΠΑ για προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης, εκπαιδευτικές δαπάνες για τη νεολαία κλπ.). Όταν σε μια κεντρική αναπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, π.χ. στη γαλλική οικονομία ,ο κατώτερος μισθός είναι 1.200 ευρώ (SMIG), τότε η «βέλτιστη ευρωπαϊκή πρακτική» δεν θα ήταν η προσέγγιση αυτού του κατώτατου μισθού από τον ελληνικό;
β) Να επιδιώξει εξίσου τη νομοθετική αποκατάσταση των εκατοντάδων συλλογικών συμβάσεων οι οποίες περιελάμβαναν αμοιβές της μισθωτής εργασίας στα προ της καπιταλιστικής κρίσης επίπεδα, και να ξεκινήσει η οποιαδήποτε συλλογική διαπραγμάτευση από αυτό το επίπεδο αμοιβών. Με την εξαίρεση ορισμένων περιορισμένων κατηγοριών εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης (μηχανικών, τεχνιτών, χειριστών) σε μεγάλες επιχειρήσεις, η τεράστια πλειονότητα της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής, αμείβεται πλέον με τον κατώτατο μισθό των 500 ευρώ (καθαρά), ουσιαστικά ανεξαρτήτως γνώσεων, εμπειρίας και εξειδίκευσης. Ακόμη και αν κατοχυρωθεί η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με τους ισχύοντες ταξικούς συσχετισμούς, η αφετηρία διαπραγμάτευσης δεν θα είναι οι μισθοί των προ του 2012 συλλογικών συμβάσεων, αλλά αυτός ο κατώτατος μισθός των 500 ευρώ (καθαρά), πράγμα που δεν πρόκειται να οδηγήσει παρά στην συλλογική διαπραγματευτική του «νομιμοποίηση» και ισχύ.
γ) Η αποκατάσταση του επιπέδου απασχόλησης με την ταπείνωση της ανεργίας σε μονοψήφια νούμερα, θεμελιώδης και πρωταρχική προϋπόθεση οποιασδήποτε συλλογικής ρύθμισης, γιατί ο εφεδρικός στρατός συνθλίβει κάθε δυνατότητα ισότιμης διαπραγμάτευσης. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις παντοειδείς εκκλήσεις περί «ανάπτυξης», από οπουδήποτε και αν προέρχονται, και απαιτεί σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνικής παραγωγής. Ωστόσο μεταβατικά η καθιέρωση του γενικευμένου επιδόματος ανεργίας, σε αξιοπρεπές επίπεδο, για το σύνολο των ανέργων, όταν μόνον το 10% από αυτούς έχει πρόσβαση σ’ αυτό, καθιστά ισχυρή τη διαπραγματευτική θέση και της ενεργού μισθωτής εργασίας.