Εκλογική διεύρυνση ή ενότητα στη δράση;

Το ΚΚΕ παρουσίασε με επισημότητα τα αποτελέσματα μιας δουλειάς για τη διεύρυνσή του. Το 2022 θα είναι, αργότερα ή γρηγορότερα, μια εκλογική χρονιά. Και είναι απολύτως θεμιτό για το ΚΚΕ, όπως και για κάθε κόμμα, να διεκδικεί μια διεύρυνση της επιρροής του, ενόψει αυτής της σημαντικής πολιτικής αναμέτρησης.

Η συγκυρία είναι ευνοϊκή για την επιχείρηση «συμπόρευση» που οργάνωσε το ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποκαλύψει το βαθιά αντεργατικό-αντιλαϊκό πρόγραμμά της, η βαναυσότητα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων έχει σημάνει συναγερμό σε χιλιάδες ανθρώπους, ο ΣΥΡΙΖΑ βαλτώνει σε στασιμότητα και φυσιογνωμική απροσδιοριστία, ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς βρίσκεται σε κρίση μετά την πολιτική ήττα στον «κύκλο» αγώνων του 2010-15.

Διεύρυνση σε ατομική βάση

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ παρουσίασε μια διεύρυνση που μετριέται σε άτομα. Κάποια στελέχη που προέρχονται από την «εμπειρία» ΣΥΡΙΖΑ και κάποια από τη διαδρομή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Βεβαίως δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η προσπάθεια του ΚΚΕ είναι εν εξελίξει, ότι οργανώνει συγκεντρώσεις που παρουσιάζει το κάλεσμα για «συμπόρευση» στον κόσμο των κοινωνικών αντιστάσεων. Όμως τα ήδη δημοσιευμένα αποτελέσματα της «συμπόρευσης» είναι αρκετά περιορισμένα για να ισχυριστεί κανείς ότι δείχνουν μια αποτελεσματική πολιτική συμμαχιών μέσα σε μια τόσο σύνθετη περίοδο, γεμάτη κινδύνους αλλά και ευκαιρίες για την Αριστερά. 

Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο, προκύπτει ευθέως από τον πολιτικό σχεδιασμό του ΚΚΕ. Οι προσερχόμενοι στη «συμπόρευση» καλούνται σε αυστηρά ατομική βάση, ο ρόλος τους εξαντλείται στην παρουσία σε μια κομματική εκδήλωση και στη δημοσιοποίηση της μεταγραφής τους, δεν γίνεται γνωστό κανένα πολιτικό σχέδιο που ανατίθεται σε αυτούς/ές, δεν προκύπτει κάποιας μορφής οργανωτικότητα που να αντιστοιχεί στη «συμπόρευση». Εν ολίγοις, πρόκειται για κάλεσμα σε συμμετοχή (ή υποστήριξη) στα προϋπάρχοντα πολιτικά και οργανωτικά πλαίσια του ΚΚΕ και όχι για μια πολιτική πρωτοβουλία που προσπαθεί να τα διευρύνει για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της περιόδου. Από αυτήν τη διαπίστωση προκύπτει φανερά ένα πρόβλημα πολιτικής αυτοπεποίθησης, παρόλο που το ΚΚΕ αυτοπροσδιορίζεται ως ισχυρό, οργανωτικά και πολιτικά, κόμμα. 

Δικαίωση ή πολιτική ήττα;

Πιο σύνθετα προβλήματα προκύπτουν αν εξετάσει κανείς το περιεχόμενο των ομιλιών των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ στις εκδηλώσεις περί της «συμπόρευσης». Ο Δ. Κουτσούμπας, αλλά και η Αλ. Παπαρήγα, καλούν ένα κόσμο να προσέλθει στο ΚΚΕ με βάση τον ισχυρισμό ότι η πολιτική του ΚΚΕ δικαιώθηκε στη δοκιμασία του 2010-19! Επαναλαμβάνουν τη θέση ότι οι εργατικές και λαϊκές προσδοκίες για σημαντικές ανατροπές μπορούν να επιτευχθούν μόνο εάν και όταν γίνει επίκαιρη και εφικτή μια εργατική/σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ επιμένουν ότι στο ενδιάμεσο διάστημα κάθε «άνοιγμα» προς μαζική πολιτική με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα κρίσιμων εργατικών διεκδικήσεων, ταυτίζεται με ρεφορμιστική προδοσία. Με αυτό τον τρόπο πετούν στα αζήτητα κρίσιμες επεξεργασίες και θέσεις της κομμουνιστικής παράδοσης και της Τρίτης Διεθνούς της εποχής του Λένιν (3ο και 4ο συνέδριο), σχετικά με το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, το μεταβατικό πρόγραμμα και τη μεταβατική πολιτική των ΚΚ, σε περιόδου όπου δεν κρίνεται άμεσα εφικτή μια εργατική επανάσταση. 

Δυστυχώς το ΚΚΕ δεν δικαιώθηκε στα 2010-19. Με την παθητική «ανάγνωση» της συγκυρίας του 2010-13, ηττήθηκε πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε συνθήκες μεγάλων αγώνων και πολιτικής ενεργοποίησης των μαζών. Με την τότε «στενή» γραμμή του, που απέκλειε κάθε τακτική αντιμετώπιση για την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, έδινε άλλοθι στον Τσίπρα να παρουσιάζει ως τάχα αναγκαστικές τις απαράδεκτες επιλογές του για συμμαχίες με τους ΑΝΕΛ και τους Παυλόπουλους. Με τη γραμμή του για το Δημοψήφισμα του 2015, έδωσε ένα βασικό παράδειγμα για το πόσο καταστροφική μπορεί να είναι για ένα μαζικό κόμμα μια στάση αναχωρητισμού μπροστά σε ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός. Πράγματι, το ΚΚΕ «δικαιώθηκε» ως προς την πρόβλεψη ότι η ηγεσία Τσίπρα θα προδώσει. Όμως για ένα μαζικό εργατικό κόμμα τα καθήκοντα δεν περιορίζονται στις προβλέψεις, αλλά επεκτείνονται στην αποφασιστική εμπλοκή στις εξελίξεις και στην πάλη για άλλο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό άλλωστε το ΚΚΕ βγήκε από αυτή τη μεγάλη περίοδο δοκιμασίας, με απώλειες και περιορισμένη επιρροή. Το χειρότερο είναι ότι αν δεν αλλάξουν κάποιες βασικές συλλογιστικές, αυτό το αρνητικό σενάριο μπορεί να αναπαραχθεί. Στις επόμενες εκλογές θα κυριαρχήσει το ερώτημα του πώς μπορεί να ανατραπεί ο κανιβαλισμός του Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας, παρά την άθλια και συναινετική πολιτική του απέναντι στη ΝΔ, θα μπορεί να πιέσει επικαλούμενος το «μικρότερο κακό». Και θυμίζουμε την πιθανότατη εκλογική αναμέτρηση του δεύτερου γύρου. Απέναντι σε αυτές τις πιέσεις, δεν συνιστούν απάντηση οι μεταγραφές κάποιων «επώνυμων» ανθρώπων με παρελθόν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμα και για λόγους εκλογικής ανθεκτικότητας το ΚΚΕ θα έπρεπε να καταφύγει στο δρόμο της μαζικής ενότητας στη δράση, στο δρόμο που αντιπαραθέτει στην εκλογική πίεση τη δυναμική των εργατικών/λαϊκών διεκδικήσεων. 

Μέτωπα και δοκιμασίες

Αυτή είναι μια πάγια ανάγκη του κόσμου μας. Οι κυβερνητικές επιθέσεις έχουν αναδείξει τα μέτωπα όπου είναι αναγκαίες μεγάλες διεκδικήσεις: αποφασιστική μεταφορά δημόσιων πόρων στην Υγεία και στην Εκπαίδευση, ανατροπή του νόμου Χατζηδάκη, ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, αντιμετώπιση των ιδιωτικοποιήσεων κ.ο.κ. Αυτή ήδη συνιστούν ένα «πρόγραμμα» βασικών εργατικών διεκδικήσεων. Πρέπει να πλαισιωθούν από «ενδιάμεσους» πολιτικούς στόχους, όπως η ρήξη με το ΝΑΤΟ και τις βάσεις, η απόρριψη των εξοπλισμών, μια πολιτική αλληλεγγύης με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μια πολιτική ανάσχεσης της σεξιστικής επίθεσης, μια πολιτική αποτελεσματικής απομόνωσης της ακροδεξιάς, μια πολιτική υπεράσπισης του περιβάλλοντος από εργατική/κοινωνική σκοπιά κ.ο.κ. Όλα αυτά η κομμουνιστική Αριστερά οφείλει, ασφαλώς, να τα συνδέει με την προοπτική της ρήξης με την ΕΕ και τη διεκδίκηση της συνολικότερης σοσιαλιστικής απελευθέρωσης, αλλά οφείλει κυρίως να τα βάλει εδώ και τώρα ως πεδία αποφασιστικών μαχών, διεκδικώντας προοπτικές συγκεκριμένων νικών του κόσμου μας, και γι’ αυτό ως πεδία ευρείας ενότητας στη δράση. 

Ένα δυναμικό του κινήματος που έχει την εμπειρία της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να κάνει συγκεκριμένες κινήσεις που θα υποστηρίζουν την ενότητα στη δράση με τον κόσμο του ΚΚΕ. Και αυτό πρέπει να εκδηλωθεί στους χειρισμούς στα σωματεία, στη νεολαία, στο πώς οργανώνονται οι διαδηλώσεις κ.ο.κ. Όμως και οι δυνάμεις του ΚΚΕ οφείλουν να κάνουν κινήσεις που θα είναι πολύ πιο ουσιαστικές από κάποιες μεταγραφές με το μυαλό στην κάλπη. Η δοκιμασία πχ της ανατροπής στην πράξη του νόμου Χατζηδάκη θα είναι ένα σημαντικό τεστ. Και από πολλές ανάλογες δοκιμασίες θα κριθεί τελικά το πολιτικό «χρώμα» της περιόδου που έρχεται, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες