Τα ΣΙ αποτελούν τους βασικούς μοχλούς ιδιωτικοποίησης του πανεπιστημίου, της απόλυτης υποταγής του στην απαξίωση της αγοράς, της μετατροπής του σε μεταλυκειακό ίδρυμα ή ΙΕΚ.

Δεν είναι διαστροφή ούτε καθήλωση εκείνων που ενεχόμαστε στην πανεπιστημιακή διαδικασία να νομίζουμε ότι όσα συμβαίνουν τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι εξαιρετικά σημαντικά και για την υπόλοιπη κοινωνία. Πολύ περισσότερο δεν είναι ναρκισσιστική εμμονή κάποιων να θεωρούν ότι οι «μεταρρυθμίσεις» που έχουν συμβεί στη δομή, λειτουργία ακόμα και στην χρήση του χώρου του πανεπιστημίου αποτελούν το υπόδειγμα για σχεδιαζόμενες πολιτικές που αργά ή γρήγορα εφαρμόζονται στη χώρα. Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν θέλω να κουράσω. Θα σταθώ σύντομα μόνον στην μάχη που έδωσε επιτυχημένα σύσσωμη η ακαδημαϊκή  κοινότητα κατά της αναθεώρησης του Άρθρου 16. Οι αριστεροί σωστά είχαμε τότε εκτιμήσει ότι η απεμπόληση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως δωρεάν δημόσιου αγαθού θα άνοιγε τις πόρτες για την ιδιωτικοποίηση και όλων των  άλλων βασικών αγαθών, ακυρώνοντας παράλληλα τα δικαιώματα των πολιτών σε αυτά. Αυτήν τη διαδικασία μηδενίσματος του κοντέρ του ιστορικού προτσές άλλωστε ζούμε τώρα -- κάτι που η βάρβαρη επέλαση του Μνημονίου επιχειρεί να δείξει ως αυτονόητο.

Ένα ίσως λιγότερο εμφανές παράδειγμα είναι ο αγώνας για την υπεράσπιση του ασύλου, του κατεξοχήν δημοσίου, ανοιχτού και «ελευθέριου» χώρου, που περιέχεται στο κίνημα των πλατειών. Στον πυρήνα και των δύο βρίσκεται η κοινή διεκδίκηση του δημοσίου χώρου που στερήθηκε βίαια ο κόσμος, μέσω της εντατικής και άθλιας εκμετάλλευσής του από το αρπακτικό κεφάλαιο τύπου babis vovos.

Το γιατί το πανεπιστήμιο λειτουργεί συχνά ως το πειραματόζωο για τη δοκιμασία των πιο σκληροπυρηνικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών αφορά στο ρόλο του ως ενός από τους ισχυρότερους μηχανισμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής και του καταμερισμού εργασίας στον καπιταλισμό. Εν ολίγοις: του ρόλου της διαιώνισης των σχέσεων εκμετάλλευσης που τον διέπουν. Εννοείται επίσης ότι το πανεπιστήμιο από μόνο του αποτελεί έναν αυτόνομο και ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό, αναντικατάστατο για το σύστημα. Επομένως, όταν το σύστημα μιλάει για μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και ειδικά στο πανεπιστήμιο ξέρουμε εκ των προτέρων τι εννοεί: ένα πακέτο σκληρών πολιτικών ιδιωτικοποιήσεων δομών και σχέσεων που αποσκοπεί στη διάλυση των θεσμικών και λειτουργικών επιτευγμάτων της Μεταπολίτευσης και κυρίως του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου.[1]  Το τελευταίο, παρά τις φθορές, τον πόλεμο εναντίον του αλλά και τις [αυτό]ακυρώσεις, αποτελούσε έως τωρα ένα διαρκές υπόδειγμα εκπαιδευτικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης σε οξυτάτη αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη εκτροπή και τις θεσμικές της αποτυπώσεις.

Ταυτοχρόνως το πανεπιστήμιο και η βροχή των «μεταρρυθμίσεων» που από τα μέσα του ’90 σωρηδόν έχουν επισυμβεί  προσφέρεται ως πεδίο ταξικών συγκρούσεων και μέσα στην Αριστερά. Συγκρούσεων, που συχνά παίρνουν τη μορφή οξύτατων ιδεολογικο-πολιτικών αντιπαραθέσεων. Οι νόμοι των Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου είναι οι αντιδραστικότερες αντι-μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 30 χρόνων, εφόσον αποτελούν ακριβέστατη υλοποίηση του Μνημονίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Εφαρμόζουν στο πανεπιστημιακό σώμα πειραματικά  νέου τύπου διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ή μάλλον επικύρωσης ήδη ειλημμένων, αλλού και από άλλους. Αναφέρομαι στις διαβόητες ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για την εκλογή των εσωτερικών μελών των Συμβουλίων Ιδρύματος [ΣΙ} που θα διοικούν εφεξής τα ΑΕΙ/ΑΤΕΙ, μια μεταμοντέρνα μορφή επιλογής προσώπων, η οποία θεωρώ ότι θα δοκιμαστεί ευρύτατα κατόπιν αλλού π.χ. σε συνδικάτα και σωματεία. Με αυτήν την έννοια, η εφαρμογή αυτού του μέτρου, δηλαδή της προσομοίωσης της εκλογικής διαδικασίας, αφορά όλους τους πολίτες αυτής της χώρας. Έρχεται να προστεθεί στη σωρεία αντικοινοβουλευτικών, αντιδημοκρατικών και αντισυλλογικών πραξικοπημάτων [π.χ. πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, εξευτελισμός του Κοινοβουλίου, παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων κλπ] που σηματοδοτούν το καθεστώς εξαίρεσης στο όποιο διάγουμε. Έχει όμως αυτοτελή χαρακτηριστικά που συνθέτουν την εικόνα της μελλοντικής λειτουργίας των θεσμών. Το μέλλον αυτό έχει ήδη ξεκινήσει.

Ήδη από πέρσι το φθινόπωρο ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες αριστερές δυνάμεις είχαν σωστά εκτιμήσει ότι τα ΣΙ είναι οι αρθρώσεις του Μνημονιακού σώματος στο πανεπιστήμιο, διότι ως ολιγαρχικά όργανα αποφασίζουν περίπου για τα πάντα: συγχωνεύσεις, καταργήσεις Τμημάτων, Σχολών ακόμα και ΑΕΙ/ΑΤΕΙ, προγράμματα σπουδών, κανονισμούς λειτουργίας, ερευνητικά κονδύλια, δίδακτρα, φοιτητική μέριμνα [ότι έχει απομείνει] , συγγράμματα [το ίδιο]  μισθούς και απολύσεις. Τι δεν χωράει στα ΣΙ; Η συλλογική και δημοκρατική λειτουργία της κοινότητας, η φοιτητική συμμετοχή, το άσυλο, η βασική έρευνα, οι 4ετεις σπουδές,  η δωρεάν παιδεία, η επιστημοσύνη και η γνώση; Μα είναι απλό: τα ΣΙ αποτελούν τους βασικούς μοχλούς ιδιωτικοποίησης του πανεπιστημίου, της απόλυτης υποταγής του στην απαξίωση της αγοράς, της μετατροπής του σε μεταλυκειακό ίδρυμα ή ΙΕΚ. Το μπλοκάρισμα των εκλογών για τα ΣΙ από την ακαδημαϊκή κοινότητα υπήρξε η ορθότατη εκείνη σύλληψη που χτυπώντας τις αρθρώσεις κατάφερε να ακινητοποιήσει το τέρας για ένα περίπου χρόνο, αναγκάζοντας την κυβέρνηση στην πανικόβλητη απόσυρση του Ν. Διαμαντοπούλου και σημειώνοντας μια τεράστια ήττα της ίδιας επί του συμβολικού. Στο φετινό αγώνα για την αποτροπή των εκλογών του οργάνου ο σκεπτικισμός ή ακόμη και κάποιος προβληματισμός υπέρ της συμμετοχής  μας στα ΣΙ «για το καλό μας» αποτυπώνουν την μεταφορά της ταξικής πάλης στην δική μας πανεπιστημιακή Αριστερά. Αν και όχι εξίσου ζωηρά με πέρσι (αφού άλλωστε είχαν γίνει δυνατά τα αδύνατα), η ίδια αμφιθυμία υπέφωσκε και φέτος. Κάποιος θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτήν την στάση, στη βάση της εγκατάλειψης της έννοιας της μεταρρύθμισης στον «εχθρό»  και εν τη πράξει τη μη αξιοποίηση από τους αριστερούς των όποιων ανοιγμάτων του συστήματος για το κοινό συμφέρον. Η απάντηση είναι σαφέστατη: όποιος έχει διαβάσει καλά τον νόμο, ξέρει ότι τέτοια ανοίγματα δεν υπάρχουν.

Κάποιος επίσης μπορεί να  αντικρούσει ότι, παρά τη συστηματική παρεμπόδιση των ψηφοφοριών δια της κάλπης από διδάσκοντες, φοιτητές και διοικητικούς, που συχνά στάθηκε αφορμή για ουσιαστικότατο διάλογο μεταξύ των αντιπάλων πλευρών (π.χ. Χαροκόπειο), τα ΣΙ εξελέγησαν σε όλα τα πανεπιστήμια με εξαίρεση προς το παρόν το ΕΜΠ. Όμως και εδώ για τους αριστερούς είναι εξίσου σαφής και κατανοητή η σχέση μεταξύ τρόπου επιλογής των αρχών που θα διοικήσουν κατεντολήν εφεξής το πανεπιστήμιο και του έργου που τους έχει ανατεθεί. Προσοχή: οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, που έγιναν κατά το πρότυπο του Big Brother, απευθύνονται όχι σε εκλογικό σώμα, αλλά κατά βάση σε τηλεοπτικό κοινό. Άρα είναι τρόπος επιλογής και όχι εκλογής --και μάλιστα του μισού σώματος των ΣΙ, δηλ  των εσωτερικών μελών που με τη σειρά τους θα επιλέξουν τα εξωτερικά ερήμην των δικών τους ψηφοφόρων. Παραθέτω από το εξαίρετο κείμενο των Πανεπιστημιακών Δασκάλων του ΕΜΠ (22/11/2012): «Κάπως έτσι όμως, με την ηλεκτρονική εξατομίκευση των ψηφοφόρων, η διαδικασία της ψηφοφορίας μεταλλάσσεται σε γκάλοπ που μετρά τη συμμόρφωση απέναντι στην απόκλιση, το κανονικό απέναντι στο ανώμαλο, απέναντι στο «τέρας». Κι όμως, στη δημοκρατία των ίσων είναι η δυνατότητά τους να μετέχουν στο διάλογο, στη διαβούλευση και στην επιλογή γνώμης που μετράει. Αλλιώς ο μοναχικός ψηφοφόρος, υπό το βάρος πραγματικών ή αιωρούμενων εκβιασμών, είναι πιο πιθανό να συμφωνήσει με τους ισχυρούς παρά να τους αμφισβητήσει. … Και στις περισπούδαστες αναλύσεις για την ασφάλεια των συστημάτων χάθηκε τούτο το πολύ απλό: καθένας και καθεμιά μπροστά στον υπολογιστή του δεν έχει ούτε καν την ασφάλεια που του παρέχει η μυστικότητα ενός παραβάν».

Το ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία σηματοδοτεί την συνολική και βίαιη ανατροπή των συνταγματικών δεδομένων στο πανεπιστήμιο, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στην κατάργηση του αυτοδιοίκητού του, είναι ήδη αντικειμενο προσφυγης στο ΣτΕ από το ΕΜΠ. Ταυτοχρόνως, σε ένσταση μελών ΔΕΠ κατά της Εφορευτικής για σωρεία παραβιάσεων στοιχειωδών δημοκρατικών κανόνων κατά τις ηλεκτρονικές εκλογές του ΕΚΠΑ, επισημαίνεται ως παράδειγμα ότι δόθηκε παράταση 2 ημερών παράνομα από την Εφορευτική, υπήρξε αντιδεοντολογική επικοινωνία υποψηφίου με την Εφορευτική  η οποία από το τηλέφωνο χορηγούσε νέους ατομικούς κωδικούς εκλέκτορα, ενώ έστειλε SMS στα κινητά των εκλεκτόρων με αποστολέα minedu (ΥΠ Παιδείας!). Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι αυτό που έγινε στο πανεπιστήμιο, και που σύντομα θα εφαρμοστεί και στις εκλογές των σωματείων, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη δημοκρατία. Είναι μεταμοντέρνες εκφράσεις γνώμης απολύτως διάτρητες, διότι ανατρέπουν τις στοιχειώδεις εγγυήσεις αξιοπιστίας και ασφάλειας της διαδικασίας.

Το κρίσιμο όμως για τη στάση των αριστερών είναι ότι αυτή καθαυτή η επιλογή των μελών του ΣΙ θέτει εξορισμού το αδύνατον της νομιμοποίησής τους ως διοικητικής αρχής. Κάποιοι ακόμα και από όσους στάθηκαν με ζήλο εναντία στα ΣΙ θεωρούν, παρόλα αυτά, ότι η νομιμοποίηση προκύπτει από μόνη της, εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού συμμετοχής στην ηλεκτρονική ψηφοφορία (π.χ. στο Πανεπιστήμιο Αθήνας ανακοινώθηκε το 79,3%) [2]. Ενδεικτικό, όμως, του κλίματος φόβου που επικράτησε, είναι ότι στα μικρά ΑΕΙ, όπως της Πελοποννήσου και το Χαροκόπειο, ψήφισαν 180 από τους 183 και 59 από τα 61μέλη ΔΕΠ αντιστοίχως! Επομένως, για ποιο σεβασμό στην βούληση των συναδέλφων μιλάμε, όταν η βούληση αυτή δεν είναι ελεύθερη; Και γιατί τα ποσοστά Τσαουσέσκου που πήραν οι δοτές διοικήσεις είναι ακριβής αποτύπωση της συλλογικής θέλησης, απόδειξη δημοκρατικότητας και όχι το αντίθετο; Απλώς ο  τρόπος της ψηφοφορίας και οι δικτατορικές αρμοδιότητες του ΣΙ είναι σε διαλεκτική αλληλουχία. Η  ηλεκτρονική ψήφος  μπορεί να προσβληθεί δικαστικά, εφόσον ως Αριστερά πρέπει «να τους  ταράξουμε στη νομιμότητα». Αφετέρου, όμως, οφείλουμε να ξεπεράσουμε τυχόν καθωσπρεπίστικα σύνδρομα, που στην πραγματικότητα αποτελούν το γήπεδο του εχθρού. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η ανυπακοή σε διατάξεις του νόμου της ΑΔ, όπως π.χ. για τις εξελίξεις και εκλογές μελών ΔΕΠ, που στο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της χώρας  συνεχιστήκαν με απολύτως κανονικό τρόπο με τον παλιό νόμο, μακράν από ανωμαλία σηματοδότησε θεσμική αντίσταση που έπεισε λειτουργικά. Η κατάσταση της ανομίας, λοιπόν, στην οποία --κατά ένα επιχείρημα-- δεν αντέχει για δεύτερη χρονιά η συντηρητική πλειοψηφία των διδασκόντων, είναι σίγουρο ότι δεν υπήρξε ποτέ: για τον απλό λόγο ότι η αντίσταση όχι μόνον δημιούργησε νομιμότητα, αλλά ήταν αυτή που επέφερε τις όποιες βελτιώσεις προς το καλύτερο στο νέο νόμο.

Δεν τίθεται καν, επομένως, θέμα αναγνώρισης ή όχι των ΣΙ, στο βαθμό που στην πράξη, όπως και πέρσι, θα αμφισβητηθεί η λειτουργία τους από την ακαδημαϊκή κοινότητα -- ειδικά όταν αυτή δει σύντομα να εξαφανίζονται θέσεις εργασίας, τμήματα, σχολές, υπηρεσίες, να κόβονται μισθοί ή και να απολύονται μέλη ΔΕΠ. Η Αριστερά είναι πρωτοπορία ως προς τούτο: Μην πέφτοντας στην παγίδα της ‘ηθικής στροφής’, δηλ. στην κυρίαρχη πλευρά του ρυθμιστικού παραδείγματος που απορρέει από τη  νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, βλέπει με σαφήνεια ότι « [η] δημοκρατία δεν νοείται πλέον ως μια μορφή καλής κοινωνίας που έχει συλληφθεί αφηρημένα με σημείο αναφοράς το Αγαθό, έξω από τη συγκυρία και τους προσδιορισμούς της ...Μην ξεχνάμε ότι η απαίτηση των πολλών δεν είναι ηθικά αξιολογήσιμη τη στιγμη της κρίσης. Οι πολλοί δεν οφείλουν να αλλάξουν τα πράγματα αλλά αντίθετα δεν μπορούν παρά να τα αλλάξουν». [3]

*Η Σίσσυ Βελισσαρίου είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ και της ΠΣΕ του ΣΥΡΙΖΑ

_____________________

Σημειώσεις
 
[1] Ακριβώς επειδή η κοινή συνιστάμενη των μεταρρυθμίσεων είναι «η προσομοίωση του κράτους στις λειτουργίες της αγοράς», καταλήγουμε στο αντίθετο συμπέρασμα από του Α. Λιάκου, δηλ. ότι «ο κίνδυνος [για την Αριστερά] δεν είναι μόνον η ήττα, αλλά η εγκατάλειψη …του πεδίου μεταρρυθμίσεων στον εχθρό … [που] του χαρίζει τεράστιο πλεονέκτημα» {«Ξαναπιάνοντας τα κομμένα νήματα: Αριστερά και Μεταρρυθμίσεις», Αυγή 18/11/12}. Η λέξη ‘μεταρρύθμιση’ είναι αδύνατον να ανανοηματοδοτηθεί από την Αριστερά εφόσον ο ελληνικός αστισμός δομικά αδυνατεί να δεχθεί «αριστερή» μεταρρύθμιση, πράγμα που άλλωστε επιχείρησε η ΔΗΜΑΡ και η παράταξη της ΑΡΜΕ στα ΑΕΙ έχοντας ήδη καταλήξει να προσαρτηθεί ιδεολογικοπολιτικά από την ΝΔ.

[2] Ας θυμηθούμε όμως πως για τις εκλογές των οργάνων διοίκησης προ της ΑΔ εποχής η συμμετοχή όλων μας ήταν σχεδόν 100%

[3] Δημήτρης Τζανακόπουλος, «Από την επιλογή στην αναγκαιότητα: βάζοντας την πολιτική στο τιμόνι», δική μου έμφαση σελ. 36. Θέσεις, 121, σελ 25-38.