Η πολιτική μας δουλειά δεν μπορεί να γίνεται με συνθήματα.
Η επίκληση μόνο της ‒αναγκαίας‒ εξόδου από το ευρώ δεν αρκεί. Πρέπει να αναδεικνύεται η συνολική μας ταξική πρόταση και να είμαστε προσεκτικοί στους όρους που χρησιμοποιούμε. Η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα που βιώνουμε έχει ήδη οδηγήσει σε εξαθλίωση πολύ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, και η ψήφιση του 4ου μνημονίου θα εντείνει αυτήν την εξαθλίωση δραματικά. Ωστόσο, η βερμπαλιστική χρήση όρων, όπως «χούντα» ή «προτεκτοράτο», όχι μόνο δεν αναλύουν σωστά τη σημερινή πολιτική κατάσταση, αλλά και συγκαλύπτουν την έκταση που μπορεί να προσλάβει αυτή η βαρβαρότητα εντός μιας τυπικής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Η υποταγή της κυβέρνησης στις απαιτήσεις της τρόικας δεν είναι μια απλή σχέση «υπαλληλίας». Είναι ενεργητική σχέση υπηρέτησης της πλουτοκρατίας στις διεθνείς και τις εγχώριες διαστάσεις της, γι’ αυτό και ο όρος «προτεκτοράτο» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αβασάνιστα. Η κυβερνητική πολιτική εξυπηρετεί τα συμφέροντα όχι μόνο της διεθνούς, αλλά και της εγχώριας αστικής τάξης, που επωφελούνται από την αντικοινωνική-αντεργατική νομοθεσία και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρότερων μερίδων της.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και μια «ελάφρυνση» του χρέους, που δεν είναι αδιανόητο να πετύχει σε κάποια μελλοντική στιγμή είτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είτε η ΝΔ, δεν θα επηρεάσει προς το θετικότερο τη ζωή των λαϊκών τάξεων, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να πλήττονται από τη σκληρή λιτότητα, τους αντεργατικούς νόμους, τις ιδιωτικοποιήσεις και τον κρατικό αυταρχισμό.
Η πρόθεση συνταγματικής μεταρρύθμισης, που συνιστά μια πρόθεση «συνταγματοποίησης» των μνημονίων και επιβολής μιας δυαδικής εξουσίας που θα λειτουργεί ως δικλίδα ασφαλείας για την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, αναδεικνύει τις σκληρές ταξικές συγκρούσεις που θα έχουμε μπροστά μας, ακόμη κι όταν ανατραπούν οι μνημονιακές κυβερνήσεις.
Χρέος δικό μας είναι να διευρύνουμε και να δυναμώσουμε τα μέτωπα αντίστασης, δίνοντας έμφαση στα ταξικά κινήματα που περιγράφονται από την εισηγητική πρόταση, αλλά και στα κινήματα προστασίας του δημόσιου χώρου, στους πρόσφυγες, στα κινήματα αλληλεγγύης. Σε όλα αυτά τα μέτωπα πρέπει να επιδιώξουμε να οικοδομήσουμε τις πιο πλατιές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, να προσπαθήσουμε στην πράξη να αντιπαλέψουμε την περιχαράκωση και το σεχταρισμό δυνάμεων της Αριστεράς.
Όμως αυτό το μέτωπο δεν μπορεί παρά να έχει αριστερό πρόσημο. Δεν μπορεί να περιλαμβάνει δυνάμεις ενός «πατριωτικού» εθνικισμού, όπως το ΕΠΑΜ, που όχι μόνο καταλήγουν σε ένα «διά ταύτα» συμμαχίας με κάποια δήθεν «πατριωτική» αστική τάξη, αλλά, με την αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική ρητορική και πρακτική τους, δρουν αντικειμενικά υπέρ της ενίσχυσης της επιρροής της ακροδεξιάς και των δυνάμεων του φασισμού.
Γιατί αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, ακόμα και στην Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί η ακροδεξιά και ο φασισμός χρησιμοποιούν σε όλη την Ευρώπη ως όχημα τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, αλλά και γιατί η αποδοχή της ΤΙΝΑ και η πλήρης προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο έχουν δημιουργήσει μια τεράστια απαξίωση της Αριστεράς συνολικά. Διαμορφώνοντας έτσι ένα κενό αριστερής πολιτικής ηγεμονίας, που, αν δεν καλυφθεί σύντομα από ένα κοινό μέτωπο αντίστασης των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων, και επειδή η πολιτική ζωή δεν είναι ευθύγραμμη, μπορεί να οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνες εξελίξεις.
Γι’ αυτό ακριβώς η έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες πρέπει πάντα να περιλαμβάνεται στις προτεραιότητές μας και να έχει μια αναλυτική μορφή στις εισηγήσεις μας: αναδεικνύοντας τα γενικά χαρακτηριστικά της πάλης ενάντια στην Ευρώπη-φρούριο και τις αντιπροσφυγικές πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ, αλλά και τα καθήκοντα της συγκυρίας, όπως οι εγγραφές όλων των προσφυγόπουλων σε κανονικά σχολεία, η απόκρουση των πολιτικών αποτροπής που θα ενταθεί λόγω του θέρους, η προσπάθεια «γκετοποίησης» των προσφύγων ώστε να μην είναι κοινωνικά ορατοί.
Απέναντι σε όλα αυτά τα καθήκοντα, η βελτίωση της συλλογικής και συντροφικής μας λειτουργίας στο πλαίσιο της ΛΑΕ, η τακτική και ουσιαστική λειτουργία των οργάνων και των ΠΕ, η εκφώνηση από μια πλειάδα στελεχών μας ενός δημόσιου πολιτικού λόγου που θα αναδεικνύει το κοινό έδαφος των συγκλίσεών μας στη συλλογική μας πρόταση, η αποφυγή κάθε είδους προσωποκεντρισμού και ηγεμονισμών, είναι απαραίτητα στοιχεία για να αποκτήσουμε εκείνη την «ψυχή βαθιά» που θα δώσει τέλος στην αποστράτευση, την απογοήτευση και στο αίσθημα αδιεξόδου που έσπειρε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η λογική της ΤΙΝΑ.