Πρόγραμμα, συμμαχίες, συμπαράταξη της Αριστεράς
Το οικονομικό αδιέξοδο και η πολιτική κρίση των καθεστωτικών δυνάμεων θέτουν όλη την Αριστερά μπροστά σε καθήκοντα ιστορικής σημασίας. Αφενός, γίνεται φανερό σε μαζική κλίμακα ότι είναι αναγκαίες μεγάλες ανατροπές, αφετέρου γίνεται επίσης φανερό ότι αυτές οι ανατροπές είναι εφικτές μόνο υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις.
Από το Σεπτέμβρη κυκλοφορεί στις γραμμές μας μια, τάχα, βαθιά ανάλυση που λέει ότι «δεν τραβάει ο κόσμος» (σενάρια «ανάθεσης»). Η άποψη αυτή αδικεί κατάφορα την ταξική πάλη στην Ελλάδα: Οι προσπάθειες για μια μαζική αντίσταση στις απολύσεις στην εκπαίδευση γύρω από την απεργία της ΟΛΜΕ, η καθημερινή δράση στα νοσοκομεία, η απίστευτη αντοχή των εργαζομένων της ΕΡΤ, η μακρά απεργία των διοικητικών στα πανεπιστήμια, οι ηρωικές προσπάθειες συγκρότησης συνδικαλιστικής δύναμης στον ιδιωτικό τομέα σε συνθήκες μαζικής ανεργίας και αχαλίνωτης εργοδοτικής «ελευθερίας» (Νίκας κοκ.), δύσκολα περιγράφονται με τον αφορισμό «δεν τραβάει ο κόσμος».
Αντίθετα, η καθημερινότητα της εργατικής αντίστασης παρήγε, παράγει και θα εξακολουθεί να παράγει μεγάλα «γεγονότα» που θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του καταλύτη για να εκδηλωθεί το κύμα οργής και αγανάκτησης που επικρατεί στα θεμέλια της κοινωνίας. Αυτό που, μέχρι σήμερα, έχει κριθεί αρνητικά, ήταν η συγκεκριμένη τακτική της πολιτικής Αριστεράς και των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που απέτυχαν στο να αναδείξουν αυτά τα «γεγονότα» ως ανυποχώρητες κόκκινες γραμμές και να οργανώσουν γύρω τους μια πραγματική προσπάθεια για την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά από τα κάτω.
Η προσμονή της αλλαγής μέσω των εκλογών («ανάθεση») στηρίζεται σε αυτή την αδυναμία ή αποτυχία της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας της αντίστασης και όχι στις διαθέσεις του κόσμου. Γι’ αυτό άλλωστε η «ανάθεση» στην Ελλάδα (σε αντίθεση με άλλες χώρες στην Ευρώπη) έχει αριστερόστροφα χαρακτηριστικά: Δημοσκοπικά και πολιτικά εμπεδώνεται η πρόβλεψη ότι, αργά ή γρήγορα, οι μνημονιακές δυνάμεις θα ηττηθούν, ότι πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες θα επιμείνουν στο αίτημα για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Αυτό είναι το υπόβαθρο της πολιτικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ. Από τις προηγούμενες κοινωνικές και πολιτικές μάχες (μαζική αντίσταση 2010-12 και εκλογές 2012) ο κόσμος έχει επιλέξει τον ενωτικό «φορέα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως «όχημα» για να στηρίξει τις ελπίδες του και ταυτόχρονα πιέζει τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς (κυρίως το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) για πολιτική ενότητας και συμμαχίας.
Ευθύνες
Όμως αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί στον ΣΥΡΙΖΑ ειδικές ευθύνες:
Είναι, καταρχήν, υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ να αποδείξει ότι ειλικρινά επιθυμεί την εδώ και τώρα ανατροπή του Σαμαρά και όχι την αναμονή της κάλπης. Αυτό θα έπρεπε να αποδεικνύεται π.χ. στην τακτική του σχετικά με την απεργία των διοικητικών στα πανεπιστήμια ή στην τακτική του σχετικά με την ΕΡΤ. Θα έπρεπε, επίσης, να αποδεικνύεται προγραμματικά: με την ανάδειξη ενός «μεταβατικού» προγράμματος σαφών, ιεραρχημένων και ριζοσπαστικών στόχων πλατιάς αποδοχής, που, σήμερα, θα χρησίμευαν ως «σημαίες» ανυποχώρητης διεκδίκησης απέναντι στην κυβέρνηση και την τρόικα, ενώ αύριο θα οριοθετούσαν με σαφήνεια τις βασικές υποχρεώσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς απέναντι στον κόσμο της εργασίας.
Η σύγχυση και οι διαρκείς υπαναχωρήσεις στο προγραμματικό πεδίο αναδεικνύουν έναν εκλογικό-πολυσυλλεκτικό προσανατολισμό, που πρόσφατα περιγράφηκε με το «πάμε στις εκλογές, με μικρό καλάθι υποσχέσεων και μετά βλέπουμε…».
Όμως στις συγκεκριμένες συνθήκες οικονομικής κρίσης και κοινωνικής πόλωσης, η επιδίωξη «πολυσυλλεκτικότητας» (π.χ Τέξας, συνέδριο Levy και Ford κ.ά.) κατανοείται –σωστά– από τον κόσμο ως περιορισμένη δέσμευση. Καταλήγει να αποσυσπειρώνει και όχι να προσθέτει δυνάμεις.
Αντίθετα, η σαφήνεια και η τακτική προσήλωση σε ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων ανατροπών με κριτήριο τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες θα μπορούσε ήδη να έχει συγκροτήσει γύρω από την Αριστερά ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο, το βάρος του οποίου θα λειτουργούσε παραλυτικά, τόσο πολιτικά όσο και εκλογικά, απέναντι στο μνημονιακό στρατόπεδο που ήδη αντιμετωπίζει προβλήματα αποσύνθεσης.
Η επιμονή της Αριστερής Πλατφόρμας στα προγραμματικά στοιχεία (ευρώ και ευρωζώνη, χρέος, τράπεζες, μισθοί-συντάξεις-επίδομα ανεργίας, κοινωνικές δαπάνες κλπ) σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη λογοδοτεί.
Ακόμα και μια εκλογική αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης συγκυρίας έχει κανόνες που, αν παραβιαστούν, θα οδηγηθούμε σε αποσυσπείρωση και σύγχυση και όχι σε ενίσχυση των δυνάμεων.
Αυτοδιοικητικές εκλογές
Οι επερχόμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με κριτήριο το ερώτημα «πόσους Δήμους θα πάρουμε;». Στο βάλτο της τοπικής αυτοδιοίκησης, που έχει αναδειχθεί σε πεδίο απίστευτων περικοπών κοινωνικών δαπανών, έχει τεράστια σημασία το ερώτημα με τι πρόγραμμα, με τι ανθρώπους, με ποιες συμμαχίες, θα επιχειρήσει να παρέμβει η Αριστερά.
Όποιος έχει στο μυαλό του και την επόμενη μέρα των δημοτικών εκλογών, κατανοεί ότι η Αριστερά δεν μπορεί σήμερα να επιχειρήσει «να πάρει τους Δήμους», μπαίνοντας επικεφαλής δυνάμεων που την επομένη θα συνεχίσουν με μια από τα ίδια.
Η συγκρότηση των Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης, η διαμόρφωση τοπικών προγραμμάτων και συμμαχιών ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης, είναι παράγοντες πολύ πιο σπουδαίοι από την εκλογική επιβίωση διαφόρων «τοπαρχών» που, ως χαμαιλέοντες, σήμερα μετατοπίζονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ευρωεκλογές
Ανάλογα ζητήματα υπάρχουν και στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Η κοινωνική αντίσταση στην Ελλάδα κρατήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα, η Αριστερά κράτησε μεγαλύτερες δυνάμεις, η πολιτική της κρατήθηκε σε πολύ πιο ριζοσπαστικές γραμμές, απ’ ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Έτσι η συνισταμένη της πολιτικής του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς δεν είναι αρκετή για να στηριχθεί η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ εδώ. Για παράδειγμα, το ΚΚ Γαλλίας φαίνεται να επιστρέφει στην πολιτική της κεντροαριστεράς (με την απόφαση για διευρυμένη συνεργασία –που περιλαμβάνει και το Δήμο του Παρισιού– με τους κυβερνητικούς Σοσιαλιστές του Ολάντ).
Αν πάνω στην πολιτική και στις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ πέσει –δικαιολογημένα ή άδικα– μια παρόμοια «σκιά», αυτό θα ισοδυναμούσε με πολιτική καταστροφή. Το ίδιο ισχύει και με την ευρωσυμφιλιωτική γραμμή που επικρατεί στο ΚΕΑ, γραμμή που είναι σε αντίθεση με τις διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών του ΣΥΡΙΖΑ και –πολύ περισσότερο– με τις υποχρεώσεις στις οποίες μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα κληθεί να απαντήσει εδώ, από την επομένη μιας πιθανής εκλογικής νίκης.
Ποια είναι, λοιπόν, η προοπτική;
Η μαζική συμμετοχή σε όλες τις εκδηλώσεις για τα 40 χρόνια του Πολυτεχνείου έδειξε, ξανά, ότι πλατιές λαϊκές δυνάμεις έχουν την πρόθεση και είναι εφικτό σήμερα να συσπειρωθούν γύρω από την Αριστερά. Αυτή η διαπίστωση –σε ανάπτυξη και προβολή στο χρόνο– είναι οδηγός για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση: Η Αριστερά οφείλει να επιχειρήσει να τεθεί επικεφαλής ενός πλατιού εργατικού-λαϊκού ρεύματος.
Συμπαράταξη
Για να διευκολυνθεί ο στόχος αυτός είναι αναγκαία η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι αναγκαία η πολιτική ήττα του σεχταρισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Όμως, ταυτόχρονα, είναι αναγκαίος ένας ριζοσπαστικός-αριστερός προσανατολισμός, γιατί χωρίς αυτόν η συσπείρωση δυνάμεων είναι από αδύνατη ως άχρηστη. Πλατιά τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων είναι δυνατόν να συσπειρωθούν υπό την πολιτική (και εκλογική) ηγεμονία της Αριστεράς, μόνο στην προοπτική μιας ριζικής ανατροπής της μνημονιακής γραμμής αντιμετώπισης της κρίσης από τους ντόπιους καπιταλιστές και την τρόικα.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να αναδειχθεί και να είναι βιώσιμη μόνο αν –στη βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων– επιχειρήσει να αλλάξει τα πράγματα υπέρ των εργαζομένων και σε βάρος των καπιταλιστών. Μόνο, δηλαδή, αν επιχειρήσει να χαράξει μια πορεία προς τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας.
Σε πολλές δημοσκοπήσεις τα ανοίγματα προς τους «πασοκογενείς» καταγράφονται ως βασική πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ως ένας σημαντικός λόγος καχυποψίας απέναντι στην πολιτική και στην ηγεσία του. Αυτή η μαζική καταδίκη της σοσιαλδημοκρατίας δεν αφορά μόνο τις «παλιές» δυνάμεις του σοσιαλφιλελευθερισμού. Είναι και μια καλή προειδοποίηση προς νέες δυνάμεις που έχουν την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να εξισορροπήσουν ανάμεσα στις βασικές τάξεις, την ώρα που η κοινωνία βυθίζεται στην πιο μεγάλη κρίση από την εποχή του μεσοπολέμου…