Η αδυσώπητη σύγκρουση μεταξύ της πλευράς Κασσελάκη και της λεγόμενης «φρουράς Τσίπρα» αναμένεται να κορυφωθεί στο Συνέδριο, που θα πραγματοποιηθεί στις 8-10 Νοέμβρη.
Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ακόμα μια διάσπαση, η επανεμφάνιση Τσίπρα ανακίνησε τα σενάρια ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς και δημιουργίας νέου πολιτικού σχηματισμού.
Το Σαββατοκύριακο 2-3/11, τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξαν τους συνέδρους για το επικείμενο συνέδριο, σε κλίμα ακραίας έντασης μεταξύ των kasselistas και της πλειοψηφίας της ΚΕ, που επιθυμεί να ξεμπερδέψει με τον έκπτωτο πρόεδρο, ακόμα και πριν από τη λήξη του συνεδρίου.
Οι κατηγορίες -και από τις δύο μεριές- για νοθεία, αποκλεισμούς ψηφοφόρων και συνέδρων και τα επεισόδια χειροδικίας, κατά την διάρκεια των εκλογών, ήταν ακόμα ένα σκαλοπάτι προς την απύθμενη κατρακύλα του κόμματος. Οι αντιμαχόμενες πλευρές εκτιμούν ότι ελέγχουν το σώμα του συνεδρίου και μιλούν για «καθαρή επικράτηση», οπότε και θα περάσουν τις επιδιώξεις τους, που φτάνουν μέχρι την εκδίωξη της ηττημένης πλευράς. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η επιτροπή νομιμοποίησης συνέδρων, διαμόρφωνε τον τελικό συσχετισμό.
Τα στελέχη που σήμερα ο Κασσελάκης κατηγορεί για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις (χωρίς να έχει άδικο), είναι τα ίδια που -πριν από περίπου ένα χρόνο- έβαλαν τα δυνατά τους, για να εκλεγεί πρόεδρος. Ο διαρκής «θόρυβος» από τη μεριά του Στέφανου, πέρα από το φανατισμό των οπαδών του και την αμφισβήτηση των αποφάσεων του συνεδρίου, διευκολύνει και το plan b, δηλ. τη δημιουργία νέου κόμματος στα πρότυπα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ. Ή όπως το έθεσε με δικά του λόγια, ερωτώμενος για το κατά πόσον μπορεί να ηγηθεί ενός νέου κόμματος: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ρευστοποιηθεί, θα πρέπει να κάνουμε ένα κόμμα πιο business friendly». Ήδη ο Στέφανος στήνει το δικό του πολιτικό σχήμα, αξιοποιώντας την πόλωση για να συσπειρώσει τα μέλη του κόμματος που θα τον ακολουθήσουν. Οι βουλευτές/τριες που τον στηρίζουν είναι 12, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα τον ακολουθήσουν και στην έξοδο από το κόμμα.
Η επικύρωση των υποψηφιοτήτων των Σ. Φάμελλου, Π. Πολάκη, Ν. Φαραντούρη και Α. Γκλέτσου θα αποτελέσουν το αποκλειστικό αντικείμενο του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την πλειοψηφία. Για τους υποστηρικτές του τέως προέδρου όμως, το συνέδριο είναι η ευκαιρία για ανατροπή των αποφάσεων της ΚΕ (που καθαίρεσε τον Κασσελάκη) και της ΠΓ (που τον απέκλεισε από υποψήφιο πρόεδρο). Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ένα συνέδριο που θα γίνει «ροντέο» και αρένα αλληλοεξόντωσης φραξιών με πλήρη απουσία πολιτικής συζήτησης. Εξέλιξη που επιταχύνει την απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ και καθιστά ακόμα πιο απίθανη την ανάκαμψη της εκλογικής του επιρροής. Άλλωστε η λυσσαλέα μάχη για έναν «σάπιο θρόνο», χωρίς ίχνος πολιτικού επίδικου (παρά μόνο την «ταμπέλα» και την κρατική επιχορήγηση), αποτυπώνεται και στη δημοσκοπική βουτιά της Κουμουνδούρου.
Τσίπρας
Σε μια φάση που ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει με μαθηματική ακρίβεια σε διάσπαση και το ΠΑΣΟΚ βγήκε από μια εσωτερική αναμέτρηση που κατέληξε στα ίδια, η πρόσφατη παρέμβαση του Α. Τσίπρα έδειξε σαφώς προς την κατεύθυνση υπέρβασης των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών και της δημιουργίας ενός νέου φορέα στον «προοδευτικό» χώρο.
Μιλώντας σε εκδήλωση του ομώνυμου Ινστιτούτου για την οικονομία, ο Τσίπρας, μαζί με Δραγασάκη, Χριστοδουλάκη, Κατσέλη και Χουλιαράκη, επισήμανε με νόημα ότι «στην προηγούμενη εναρκτήρια εκδήλωσή μας τον Ιούνιο, είχα μιλήσει για την ανάγκη να δώσουμε οι προοδευτικές δυνάμεις και οι προοδευτικοί πολίτες περισσότερο χώρο στο “μαζί”. Να μάθουμε πρόσθεση και πολλαπλασιασμό και να αφήσουμε τη διαίρεση και την αφαίρεση. (…) Ίσως να μην αρκεί πια η πρόσθεση». Μετά τη διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και το αποτέλεσμα της κάλπης στο ΠΑΣΟΚ (μη εκλογή Χ. Δούκα), ο Τσίπρας έγινε το «μεγάφωνο» όσων αγωνιούν για την ανασύνθεση της «προοδευτικής» παράταξης, διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις όποιες διεργασίες προκύψουν. Διεργασίες που όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα ευοδωθούν σύντομα, στο ρευστό πολιτικό τοπίο της περιόδου.
Ο πρωθυπουργός που κατασυκοφάντησε την έννοια της Αριστεράς, που είχε μετατρέψει τον εαυτό του σε κομματικό όργανο και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ σε χειροκροτητές, πλασάρεται τώρα ως «Νέστωρας» που θα προωθήσει τη συμπόρευση του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Προπαγανδίζοντας φυσικά τις γνωστές φαντασιώσεις της σοσιαλδημοκρατίας, όπου δήθεν κεφάλαιο και εργασία θα συμπράξουν, «ώστε οι καρποί της ανάπτυξης να διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας». Στην αγωνία διάφορων συστημικών κέντρων να βρουν τον αντι-Μητσοτάκη, με μικρή διαθεσιμότητα σοβαρού πολιτικού προσωπικού (που να έχει το βλέμμα στις ευρύτερες συναινέσεις και διαπιστευτήρια καθεστωτικής υπευθυνότητας), ακόμα και ο πιστός υπηρέτης των μνημονίων, φαντάζει μια κάποια λύση.
Ο Αλέξης Τσίπρας απεύθυνε μια ομιλία που «την ακούν στην αγορά» όπως σχολίασε στο τέλος της εκδήλωσης ο Γ. Χουλιαράκης. Δεν θα διαφωνήσουμε. Γιατί μπορεί να αναφέρθηκε στην κοινωνική αντιπολίτευση που αναζητά πολιτική εκπροσώπηση και στο παράδειγμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, ως «έκφραση των αγώνων μιας κοινωνίας που έδωσε και δίνει μάχες στους δρόμους», αλλά ξέχασε να πει κάτι βασικό. Ότι οι ανάγκες μας δεν χωρούν στα κέρδη της «υγιούς επιχειρηματικότητας», που έχει ανοιχτά αυτιά στις προτάσεις Τσίπρα.
Έλλειμμα
Όλη αυτή η «από τα πάνω» απόπειρα ανασύνθεσης, χωρίς καμία κοινωνική αναφορά και συμμετοχή στο μαζικό κίνημα, με συζήτηση μόνο για τα πρόσωπα, χωρίς πολιτικές αιχμές που θα ενσωματώνουν τα αιτήματα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, σίγουρα δεν μπορεί να δώσει προοπτική ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
Το έλλειμμα πολιτικής στρατηγικής της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας παραμένει. Η κρίση είναι δομική και δύσκολα αναστρέψιμη, ειδικά όσο προσπαθεί να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στο νεοφιλελεύθερο «µονόδροµο», συγκλίνοντας όλο και περισσότερο μαζί του.
Είναι το ΠΑΣΟΚ η μελλοντική κυβέρνηση;
Μπορεί ο Ανδρουλάκης να επανεξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, με καθαρή διαφορά 20 ποσοστιαίων μονάδων από τον δήμαρχο Αθηναίων Δούκα, όμως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Η σύνθεση των εσωκομματικών αντιθέσεων και η προσπάθεια εμφάνισης του ΠΑΣΟΚ ως μελλοντικής κυβέρνησης, δεν έχουν εύκολες απαντήσεις.
Με την επερχόμενη διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ίσως βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συμβαδίζοντας με τις δημοσκοπήσεις που το εμφανίζουν δεύτερο κόμμα, γύρω στο 20%. Το 2021 μετά την πρώτη εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία, υπήρξε ανάλογη δημοσκοπική ανάκαμψη, που όμως ανακόπηκε απότομα. Τώρα το σκηνικό είναι διαφορετικό αφού η ΝΔ υποχωρεί και ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται. Επιπλέον, σήμερα είναι προφανές το «μπουστάρισμα» συγκεκριμένων εκδοτικών συγκροτημάτων, που επιχειρούν να εμφανίσουν το ΠΑΣΟΚ ως αντίπαλο πόλο εξουσίας, ενώ και η λαϊκή δυσαρέσκεια ψάχνει πολιτική έκφραση.
Ήδη ο Μητσοτάκης στη βουλή, επέλεξε ως βασικό του αντίπαλο τον Ανδρουλάκη και πονηρά επιχειρεί να τον σύρει σε διάφορες συναινετικές επιλογές (ψήφιση νομοσχεδίων, επιλογή Συνηγόρου του Πολίτη, αλλαγή εκλογικού νόμου, εκλογή ΠτΔ), κάνοντας λόγο για «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ», ώστε να αναδείξει τις εσωτερικές αντιθέσεις της Χ. Τρικούπη. Η αναβάθμιση στελεχών που κινούνται μεταξύ εκσυγχρονιστικού κέντρου και κεντροδεξιάς (επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού η Α. Διαμαντοπούλου!!) είναι ενδεικτική των πολλών «ψυχών» του ΠΑΣΟΚ και των ισορροπιών που καλείται να τηρήσει η πλειοψηφία, αλλά και μιας ακόμα πιο συντηρητικής πολιτικής γραμμής.
Το ΠΑΣΟΚ, είτε στη νοσταλγική εκδοχή του «ωραία χρόνια», με αυτόνομο ρόλο, είτε στην εκδοχή του «εκσυγχρονισμού» και ανοιχτό σε σενάρια συγκυβέρνησης με τη Δεξιά, δεν φαίνεται να δημιουργεί πολιτικό ρεύμα. Και φυσιολογικά. Όταν η πρότασή του είναι ένας νεοφιλελευθερισμός «με ανθρώπινο πρόσωπο» και «τεχνοκρατική επάρκεια», με προσανατολισμό στο λεγόμενο κεντρώο εκλογικό ακροατήριο, δύσκολα θα βάλει τέλος στην πρωτοκαθεδρία της ΝΔ. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να κερδίζει τη δεύτερη θέση από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο στόχος της «αυριανής κυβέρνησης» που έβαλε ο Ανδρουλάκης, φαντάζει μακρινός.
Ιδρυτικό συνέδριο Νέας Αριστεράς
Στις 7-10 Νοεμβρίου, τις ίδιες μέρες με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, θα διεξαχθεί και το ιδρυτικό συνέδριο της Νέας Αριστεράς, που παραμένει σε χαμηλές πτήσεις, σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.
Κατά τις συνήθεις διατυπώσεις των συνεδρίων, η προσυνεδριακή περίοδος είχε πλούσιο διάλογο με αρκετές συνελεύσεις και δημιουργία νέων οργανώσεων σε κλαδικό και τοπικό επίπεδο.
Οι αμετανόητοι υπερασπιστές της κυβερνητικής κληρονομιάς του Τσίπρα, ακόμα και σήμερα θεωρούν αναγκαία τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του 2015, αποκαλώντας «βολονταρισμό» κάθε εναλλακτική λύση που, όμως, προϋπέθετε την απόφαση για σύγκρουση με τους δανειστές, την ηγεσία της ΕΕ και τις ντόπιες καθεστωτικές δυνάμεις.
Για τη δε διακυβέρνηση 2015-2019, πέρα από την προσχηματική αυτοκριτική, μάλλον έχουμε πάθει αμνησία και δεν θυμόμαστε «τα αρκετά επιμέρους θετικά της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που έδωσαν ανάσα στην καθημερινότητα των ανθρώπων» (Γαβριήλ Σακελλαρίδης, συζήτηση στην «ΕΠΟΧΗ», εν όψει του 1ου Συνεδρίου).
Η ΝΕ.ΑΡ. παρά την αριστερόστροφη φρασεολογία και τις διακηρύξεις ότι θέλει να εμπνεύσει τον κόσμο της εργασίας και της αποχής, παραμένει ένα κόμμα χωρίς σημαντική γείωση στην κοινωνία και με «εξωτερική» παρουσία στα κοινωνικά κινήματα.
Αντλώντας από την παράδοση της ανανεωτικής αριστεράς, έχει ως δομικό χαρακτηριστικό τον κυβερνητισμό και τον ευρωπαϊσμό, στοιχεία που στενεύουν τον πολιτικό ορίζοντα μέχρι το όριο μιας πιο «φιλολαϊκής» διαχειριστικής πρότασης. Από εκεί εκκινούν και οι αναζητήσεις συμμαχιών προς μια κάποια αριστερή σοσιαλδημοκρατία, όταν το ΠΑΣΟΚ πηγαίνει ακόμα δεξιότερα με το δίδυμο Ανδρουλάκη-Διαμαντοπούλου και τα κεντροαριστερά σενάρια δείχνουν να «καίγονται», προς ώρας.
Για την επιστροφή στο «μαντρί» του ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, τα στελέχη της ΝΕ.ΑΡ., απορρίπτουν κάθε σχετική συζήτηση. Σε επίπεδο συνεργασιών όμως, πολλά θα εξαρτηθούν από τη νέα κατάσταση στην Κουμουνδούρου, μετά την εκλογή νέου προέδρου.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά