Ποταμοί ιδρώτα χύθηκαν πάνω σε πυρακτωμένα από τον καύσωνα και την προσωπική αγωνία αρθρογράφων και σχολιαστών πληκτρολόγια για το συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που είναι τόσο δημοκρατική όσο και συμπαράταξη.
Ποταμοί ιδρώτα για να ποτίσουν το προ πολλού μαραμένο και σαπισμένο και νεκρό δένδρο (κάποτε το έλεγαν και...Ελιά) της ελληνικής Κεντροαριστεράς. «Επιστρέψαμε», θριαμβολόγησε η κυρία πρόεδρος-γιατί, πότε φύγατε, θα μπορούσε να είναι η απάντηση και η εύλογη απορία. Με πολλαπλές,οβιδιακές μεταμορφώσεις το ίδιο μαραμένο και σαπισμένο και νεκρό δένδρο συνεχίζει να θρέφει και να γεννά περισσότερα «λουλούδια» της εγχώριας πολιτικής σκηνής, από όσα αντέχει ακόμη και η συγκυριακή μεταξύ τους συγκόλληση τους. Αρκετά, βρήκαν νέο θερμοκήπιο και λίπασμα στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ «της ευθύνης». Άλλα λοξοκοιτούν ανυπόμονα προς την Πειραιώς και το γραφείο του Μητσοτάκη, περιμένοντα ένα νεύμα συμπάθειας και καρέκλας «της συνευθύνης». Κάποια άλλα, έγιναν ωρολογοποιοί, αλλά τις ελβετικές πατέντες δεν μπόρεσαν να τις αντιγράψουν και έτσι οι ώρες των αποφάσεων «της ευθύνης», έγιναν χαλασμένα ρολόγια που μόνο δύο φορές την ημέρα δείχνουν τη σωστή ώρα-όταν ένα νεύμα, μια πρόσκληση, ένα σφιγμένο χαμόγελο αφήνει ανοικτή την πόρτα «της συνυπευθυνότητας» στη θεσιθηρία, παλαιό άθλημα με αξιοσημείωτες επιδόσεις στα χρεοκοπημένα και απονομιμοποιημένα στη κοινωνική συνείδηση κόμματα εξουσίας.
Το μόνο πραγματικά αξιοσημείωτο στοιχείο ενός τριημέρου φλυαρίας και φιλαυτίας ήταν η στεγνή, έμμεση ομολογία ότι αυτό το όπως τέλος πάντων θα λέγεται σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, θα έχει έμβλημα εξαιρετικά δηλωτικό των προθέσεων και των στελεχών του. Εμπνευσμένα από τον Γιάννη Γαΐτη,εμφανίστηκαν πέντε πρόσωπα, διαφόρων χρωμάτων, ομοιόμορφα και διαδοχικά, σχεδόν κολλημένα μεταξύ τους. Η... έμπνευση από τον έλληνα εικαστικό, προφανώς δεν είχε λάβει υπόψη της, το τι πραγματικά ήθελε να πει ο Γαΐτης με τα δικά του πρόσωπα, και ακριβέστερα με τα δικά του ανθρωπάκια. Ηταν μια ειρωνική όσο και πικρή κοινωνική κριτική στη μαζοποίηση, την υιοθέτηση καταναλωτικών και αγελαίων προτύπων και κυρίως στην αλλοτρίωση του ανθρώπου, που θα θεωρούσε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ότι είναι ξεχωριστός μόνο μέσα στο πανομοιότυπο πλήθος.
Ακόμη λοιπόν και αν η Κεντροαριστερά «επέστρεψε» το έκανε με τον κατάδικό της τρόπο: Αγνοώντας σύμβολα και συμβολισμούς, ιδέες και πολιτιστική κληρονομικά, πήρε κάτι που της φάνηκε ταιριαστό στην περίσταση και προσπάθησε να το φέρει στα μέτρα «της ευθύνης» της. Της ευθύνης να είναι διαθέσιμη για κάθε μελλοντικό, συνασπισμό διακυβέρνησης και επιβολής της λιτότητας, αρκεί να υφαρπάξει ικανό αριθμό θέσεων εξουσίας στα παζάρια, τους διακανονισμούς και τους διαγκωνισμούς μωροφιλόδοξων, ανίκανων και επικίνδυνων. Ομοιόμορφα, κυνικά, πανομοιότυπα, αμοραλιστικά.
Με απλά λόγια, όντως επέστρεψαν αν έφυγαν ποτέ, τα ανθρωπάκια. Ασήμαντοι, μικροί, τυποποιημένοι και τιποτένιοι.