Πρώτη σκηνή της ταινίας: Μια γυναίκα γυρνά απελπισμένη σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων. Ρωτά απεγνωσμένα από δω κι από κει κάποια παιδιά: «Πού είναι οι γονείς σου; Είσαι μόνος/η σου;». Τελικά βρίσκει ένα κοριτσάκι ορφανό και το παίρνει μαζί της.

Δεύτερη σκηνή: Ένας αξιωματούχος του στρατοπέδου ενημερώνει τη γυναίκα, το παιδί κι έναν άνδρα (ο «Dheepan» του τίτλου της ταινίας), άγνωστους μέχρι τότε μεταξύ τους, ότι θα αποτελούν οικογένεια και τους δίνει τρία διαβατήρια νεκρών. Κατάγονται από τη Σρι Λάνκα.

Τρίτη σκηνή: Ο άνδρας και η γυναίκα περιμένουν σε μια παραλία να επιβιβαστούν σε πλεούμενο. Πληροφορούμαστε ότι πηγαίνουν στη Γαλλία.

Τέταρτη σκηνή: Φώτα νέον αναβοσβήνουν στο σκοτάδι. Σιγά σιγά από το σκοτάδι βγαίνουν ανθρώπινες μορφές (σε ρελαντί πλάνα) και βλέπουμε τον Ντιπάν να κρατά μικρά παιχνίδια που αναβοσβήνουν, τα οποία επιχειρεί να πουλήσει σε διερχόμενους. Φωνές ακούγονται από μακριά και οι μετανάστες τρέπονται σε άτακτη φυγή.

Με αυτές τις σύντομες σκηνές της αρχής, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ μας βάζει, χωρίς περιττές και στρογγυλεμένες εισαγωγές, μέσα στον σκληρό κόσμο των μεταναστών και των προσφύγων. Ο Ντιπάν, πρώην μαχητής των Τίγρεων Ταμίλ (πρόκειται για πολυετές αντάρτικο στη Σρι Λάνκα που τελικά ηττήθηκε από την κυβέρνηση της χώρας) και η «οικογένειά» του εγκαθίστανται στη Γαλλία και νοικιάζουν ένα σπίτι απέναντι από το χώρο δουλειάς του Ντιπάν που προκύπτει στην πορεία ότι είναι άντρο συμμορίας που διακινεί ναρκωτικά. Έτσι η ταινία θέτει το βασικό πλαίσιο της αφήγησής της: ο Ντιπάν προσπαθεί να αποκτήσει δεσμούς ζωής σε μια ξένη χώρα και παράλληλα με μια δοτή οικογένεια στη χώρα αυτή. Αυτή η οδυνηρή πορεία της διπλής ένταξης διατρέχει την ταινία καθ’ όλη τη διάρκειά της.

Τόσο ο Ντιπάν όσο και η «σύζυγός» του καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να εργάζονται με συνέπεια και αξιοπρέπεια και παράλληλα η «κόρη» τους προσπαθεί κάθε μέρα να ενταχθεί στον κόσμο των Γάλλων συμμαθητών της, με δυσκολίες μεν αλλά με επιτυχία στην πορεία. Όμως η ανάγκη των μεταναστών για μια αξιοπρεπή ζωή συναντά σοβαρά εμπόδια. Οι εργοδότες των δύο «συζύγων» είναι μέλη συμμορίας που διακινεί ναρκωτικά κι έτσι ο Ντιπάν, ο οποίος διέφυγε από τον πόλεμο των ανταρτών στη Σρι Λάνκα, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τον πόλεμο των συμμοριών στη Γαλλία. Έτσι ξυπνούν μέσα του οι δαίμονες από τους οποίους ήθελε να ξεφύγει. Ο πόλεμος γύρω του αναβιώνει τον πόλεμο μέσα του.

Ο Οντιάρ κρατά σχετικά χαμηλούς τόνους, προτιμά μια ντοκιμαντερίστικη ματιά στα πλάνα του και αποφεύγει τα κλισέ και τους μελοδραματισμούς. Έτσι η ταινία κερδίζει σε αυθεντικότητα και στην πορεία «ανεβάζει στροφές» με την ένταση των καταστάσεων. Ο Antonythasan Jesuthasan είναι αρκετά πειστικός στο ρόλο του Ντιπάν, όντας Ταμίλ από τη Σρι Λάνκα στην καταγωγή. Μάλιστα ο ηθοποιός είχε εμπλακεί πράγματι στο αντάρτικο των Τίγρεων Ταμίλ τη δεκαετία του 1980!

Η ταινία βραβεύτηκε με το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, αλλά έχει ανεξάρτητη καλλιτεχνική αξία ως αφτιασίδωτο, οδυνηρό και επικίνδυνο οδοιπορικό ενός μετανάστη προς την κατάκτηση μιας νέας ζωής στη χώρα προορισμού του. Με τις εξελίξεις στο προσφυγικό τους τελευταίους μήνες, η βράβευση, παρότι έντιμη από τους καλλιτέχνες της Κριτικής Επιτροπής των Κανών, μοιάζει, σε ευρύτερο πλαίσιο, μάλλον με καλλιτεχνικό άλλοθι στην αυστηρή και περιοριστική στάση των Ευρωπαίων έναντι των προσφύγων και των μεταναστών.

Ετικέτες