H Αριστερά, για να υπάρχει ως τέτοια, ως δύναμη γενικευμένης εργατικής και λαϊκής χειραφέτησης, δεν μπορεί παρά να έχει γραμμένους στην προμετωπίδα της τους αντικαπιταλιστικούς μεταβατικούς στόχους.
Ο ταξικός συνασπισμός των υποτελών στρωμάτων
Το αριστερό ριζοσπαστικό κίνημα επιδιώκει την πολιτική εκπροσώπηση της κοινωνικής συμμαχίας των λαϊκών δυνάμεων των «από κάτω», με επίκεντρο την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής, τον άνεργο κόσμο, τη μισθωτή εργασία του δημόσιου τομέα, τμήματα της νεολαίας και των συνταξιούχων της μισθωτής εργασίας. Πρόκειται για μια κοινωνική αναφορά, που στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής καταστροφής, αντιπροσωπεύει μια αναγκαία συσπείρωση της λαϊκής πλειοψηφίας, που φτάνει να αποτελεί στα σίγουρα τα δύο-τρίτα του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας. Στην τρέχουσα περίοδο, οι μνημονιακές πολιτικές, έχουν θέσει πλέον στο στόχαστρο και τμήματα των μικροαστικών τάξεων, κυρίως σε σχέση με τις ασφαλιστικές και φορολογικές τους επιβαρύνσεις, με αποτέλεσμα τα κατώτερα στρώματα των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί κλπ.) και της χειρωνακτικής (αγροτικός πληθυσμός) εργασίας, να τείνουν να πολωθούν προς την πλευρά των λαϊκών ταξικών δυνάμεων.
Μ’ αυτή την έννοια, το μπλοκ των υποτελών τάξεων έχει τη δυνατότητα της συμμαχίας μ’ αυτές τις μικροαστικές μερίδες, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης. Η δυνατότητα αυτή αντιπροσωπεύει μια νέα σταθερά στους ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, σε αντίθεση με τις περιόδους πριν από την έκρηξη της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, όπου οι μικροαστικές τάξεις στο σύνολό τους, και ιδιαίτερα εκείνες της διανοητικής εργασίας τοποθετούνταν από μια γενική άποψη στα πλαίσια των συμμαχιών του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Αυτό εξ αιτίας της πλεονεκτικής κοινωνικά και οικονομικά θέσης τους στον αστικό ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας, όπου το εφόδιο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, λειτουργούσε ως εισιτήριο ανέλιξης στην πυραμίδα της αστικής κοινωνικής κυριαρχίας (ελεύθεροι επαγγελματίες επιστήμονες και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων και δημόσιας διοίκησης).
Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες όπου τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα δέχονται τα πλήγματα της μνημονιακής επίθεσης, στον ίδιο βαθμό με τις λαϊκές εργατικές δυνάμεις, αναδείχθηκαν δυνατότητες διεύρυνσης της ταξικής λαϊκής συμμαχίας προς αυτές τις μικροαστικές μερίδες. Είναι βέβαια άλλο το ζήτημα αν στην συγκυρία του τελευταίου τριμήνου των αρχών του 2016 αυτή η κοινωνική συμπαράταξη δεν κατέστη δυνατό να προσλάβει σάρκα και οστά, κι’ αυτό κυρίως εξ αιτίας των παρατεταμένων φαινομένων κινηματικής αδρανοποίησης της μισθωτής εργασίας, εξ αιτίας πολλαπλών παραγόντων (αναξιοπιστία ΓΣΕΕ και αφερεγγυότητα ΑΔΕΔΥ, απομονωτισμός ΠΑΜΕ, επίδραση της υψηλής ανεργίας, σύγχυση των εργαζομένων από την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ). Εντούτοις σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι εκ των πραγμάτων υφίστανται οι αντικειμενικοί όροι μιας τέτοιας κοινωνικής συμπαράταξης των «από κάτω» με ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα. Άλλωστε μια τέτοια κοινωνική συμπαράταξη λαϊκών δυνάμεων και μικροαστικών μερίδων αντιπροσωπεύει μια κυρίαρχη συνιστώσα του «όχι» της 5ης Ιουλίου 2015, με σαφές το ταξικό της πρόσημο.
Από τον λαϊκό ριζοσπαστισμό στην αντιμονοπωλιακή συμμαχία
Ωστόσο στα πλαίσια της ελληνικής Αριστεράς, τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα, ορισμένες δυνάμεις προάγουν μια οικονομική πολιτική και ένα συμμαχικό κοινωνικό μπλοκ που συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο: Παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή αναδιαρθρώσεις του ελληνικού καπιταλισμού, με κυρίαρχη τη διάσταση του «οικονομισμού» (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων), θέτοντας στο απυρόβλητο τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. – Οικονομική και τραπεζική στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που αντιπροσωπεύουν αριθμητικά (και όχι από την άποψη των οικονομικών τους δεδομένων) ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. – Τέλος, πλατειά κοινωνική συμμαχία με πατριωτικά χαρακτηριστικά, που ξεπερνάει τα ταξικά όρια της λαϊκής συμμαχίας και συγκροτεί διαταξικό μέτωπο με τμήματα της αστικής τάξης.
Πρόκειται δηλαδή καθαρά για την επιστροφή ενός τμήματος της ελληνικής Αριστεράς στην παρωχημένη τακτική της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας», που γενικά έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού, και έχει αποδειχθεί ο καταφανώς ανεπαρκής και αναποτελεσματικός της χαρακτήρας, που ακόμη και το ΚΚΕ, και προφανώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουν εγκαταλείψει ή δεν την είχαν ποτέ. Και παράλληλα μ’ αυτό για την επανάκαμψη του «οικονομισμού», που κυριάρχησε στο κομμουνιστικό κίνημα του μεσοπολέμου και ήταν βασικό χαρακτηριστικό του «σοβιετικού μαρξισμού», μιας θεώρησης δηλαδή που πιστεύει ότι η εθνική «εισοδηματική πίττα» έχει μειωθεί, και άρα απαιτείται μια παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα στο πλαίσιο των αστικών παραγωγικών σχέσεων, προκειμένου σε μια ύστερη φάση να μπορούν να ικανοποιηθούν και ορισμένες λαϊκές ανάγκες.
Από αυτή την άποψη η αποκατάσταση των δικαιωμάτων, της απασχόλησης και της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, των συνταξιούχων, που έχουν υποστεί καίρια πλήγματα από την πολύχρονη άσκηση της μνημονιακής πολιτικής τίθενται σε δεύτερη μοίρα και εξαρτώνται αποκλειστικά από την «ανάπτυξη» της εθνικής οικονομίας, με ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα στην υπηρεσία χρηματοδότησης και παροχής ρευστότητας στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Απεναντίας ο κατακτημένος πυρήνας μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής πολιτικής που επιδιώκει την υπέρβαση της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος των εργοδοτικών συμφερόντων, αφού τερματίσει την εφαρμογή των μέχρι σήμερα τριών μνημονίων, είναι από τη μια πλευρά η ισχυρή και σταθερή αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, από την κερδοφορία της πλειονότητας των επιχειρήσεων που έχει ανακάμψει από το 2013 / 14 (θεμελιακό μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης και ταυτόχρονα προωθητικό της οικονομικής ανάκαμψης), και από την άλλη πλευρά η επιβολή συμβουλίων εργατικού ελέγχου στο σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων από ένα μέγεθος και πάνω (π.χ. από είκοσι μισθωτούς και άνω), με αποφασιστικές αρμοδιότητες στα ζητήματα των επενδύσεων, της παραγωγικής λειτουργίας, της απασχόλησης και των μισθών, της αποδοτικότητας του κεφαλαίου κ.ά.
Αυτός ο διπλός στόχος αποτελεί ακριβώς τόσο ζωτική λαϊκή αναγκαιότητα, όσο και σημαντικό μεταβατικό ριζοσπαστικό βήμα κοινωνικού μετασχηματισμού, εφόσον «κοινωνικοποιεί» ένα μέρος της παραγόμενης υπεραξίας (αποκατάσταση βασικού μισθού και αμοιβών συλλογικών συμβάσεων, δραστική φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας κλπ.), και καθιερώνει την είσοδο των εργατικών συλλογικοτήτων σε μορφές διεύθυνσης της κοινωνικής παραγωγής. Αυτή είναι μια ζωτικής μορφής προαγωγή της ιστορικής διαδικασίας μετασχηματισμού των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, η οποία δεν μπορεί να συγκροτείται παρά σε αντιπαλότητα με το διευθυντικό δικαίωμα του κεφαλαίουστη βιομηχανία, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες κ.ά. Απεναντίας η τακτική της «αντιμονοπωλιακής πολιτικής» (η «χούφτα των μονοπωλίων» που καταδυναστεύει το λαό και καθιστά «ατροφική» την ανάπτυξη) , συνοδευόμενη από την πολιτική του «οικονομισμού», δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας αντικαπιταλιστικής πορείας εργατικής και λαϊκής χειραφέτησης, και έχοντας ένα περιεχόμενο μικροαστικού χαρακτήρα, καταλήγει να υποκλίνεται στην αστική πολιτική.
Η θέση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην πυραμίδα του ελληνικού καπιταλισμού
Μια λογική που διαχωρίζει την καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα σε μεγάλη και μικρομεσαία, αφήνοντας την πρώτη στο απυρόβλητο και ενισχύοντας οικονομικά τη δεύτερη, είναι εντελώς ανεδαφική, γιατί ο κεφαλαιοκρατικός χαρακτήρας της παραγωγής και κυκλοφορίας δεν έχει να κάνει με το μέγεθος των επιχειρήσεων, τουλάχιστον από ένα σημείο και πάνω, αλλά με το γεγονός ότι το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα (ΕΠΕ και ΑΕ) που φτάνει τις 23.000 επιχειρήσεις, βασίζει την αναπαραγωγή του στην λειτουργία των εκμεταλλευτικών και εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι το μέγεθος της επιχειρηματικής δραστηριότητας (αριθμός εργαζομένων, πάγια κεφάλαια, τζίρος) που επιφέρει διαχωρισμούς στο εσωτερικό της πυραμίδας της αστικής τάξης, αλλά οι αστικές σχέσεις παραγωγής μέσα στις οποίες πραγματοποιούνται αυτές οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. Άλλωστε από την ανάλυση της ταξικής κοινωνικής δομής προκύπτει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στο μέτρο που απασχολούν προσωπικό πέντε ατόμων και άνω, και επιτυγχάνουν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και απαλλαγή του εργοδότη από την άμεση παραγωγή, εντάσσονται στο πλαίσιο της αστικής ταξικής κυριαρχίας και στην διαστρωμάτωση της αστικής τάξης[ Π. Παπαδόπουλος «Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας», σελ. 309 – 310, Σύγχρονη Εποχή 1987 ].
Αν πάρει κανείς τα στοιχεία της επιχειρηματικής δομής στην δεκαετία του 2000, διαπιστώνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των καταστημάτων φτάνει τις 191,5 χιλιάδες, δηλαδή 76% του συνόλου, με απασχόληση κάτω των πέντε εργαζομένων, οπότε πρόκειται για μικροαστικές δραστηριότητες που δεν κάνουν διευρυμένη αναπαραγωγή κεφαλαίου, και δεν ανήκουν στην αστική τάξη. Ωστόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με την παραδοχή ότι απασχολούν από πέντε έως 50 εργαζόμενους) φτάνουν τις 54,2 χιλιάδες και 22% του συνόλου, ενώ οι μεγάλες (με απασχόληση άνω των 50 ατόμων) φτάνουν τις 4,2 χιλιάδες και το 2%. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν την μαζική βάση της ελληνικής αστικής τάξης και η λειτουργία τους μάλιστα βασίζεται στην εξαγωγή διαφορετικών μορφών υπεραξίας [ Κ. Κάππος «Ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας», πίνακας 7, Αλήθεια 2004, και επίσης ΚΜΕ «Αλλαγές στην οικονομία και στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας», Σύγχρονη Εποχή, 1996 ]. Μέσα στην τελευταία οκταετία της καπιταλιστικής κρίσης, είναι οι επιχειρήσεις εκείνες που κατ’ εξοχήν βασίζονται στην εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις στηρίζονται περισσότερο στην εξαγωγή μορφών σχετικής υπεραξίας.
Άλλωστε τα αριστερά κόμματα που ακολούθησαν αυτή την «αντιμονοπωλιακή» πολιτική, όπου επεδίωκαν την συμμαχία με το μικρό και μεσαίο επιχειρηματικό κεφάλαιο, έφτασαν στο σημείο και αυτή την φαντασιακή συμμαχία να μην πραγματοποιήσουν, αλλά και κυρίως να ωθήσουν τα πληβειακά λαϊκά στρώματα της επιρροής τους σε άλλες πολιτικές κατευθύνσεις. Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση αφορά την παρακμή του γαλλικού ΚΚ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μέχρι πρόσφατα (από το 20% την εποχή της Ενότητας της Αριστεράς στο 2% στις προεδρικές εκλογές με την Μ. Ζ. Μπιουφέ), που επεδίωκε την εθνική ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας στέλνοντας τις εργατικές εκπροσωπήσεις που διέθετε στο γαλλικό Εθνικό Μέτωπο που αντίστοιχα αναπτύσσονταν ραγδαία. Και αντίστοιχα βέβαια το ΚΚΕ στην ελληνική περίπτωση, που σε προηγούμενες περιόδους της μεταπολίτευσης, επεδίωκε την λαϊκή συσπείρωση ενάντια στη «χούφτα των μονοπωλίων» και έστελνε την βιομηχανική εργατική τάξη στην αγκαλιά της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (που απασχολούν γενικά από πέντε μέχρι πενήντα εργαζόμενους) δεν αντιπροσωπεύουν έναν οιονεί «μη-καπιταλιστικό» τομέα της ελληνικής βιομηχανίας, ο οποίος εξ αιτίας της μικρότερης κλίμακάς του να χρειάζεται προστασία, χρηματοδότηση και στήριξη, προκειμένου να εξασφαλίσει την «ανάπτυξή» του. Άλλωστε η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων του τρέχοντος ΕΣΠΑ ακριβώς στην ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία στον τομέα του εμπορίου οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν το 42% του ενεργητικού έναντι του 58% των μεγαλύτερων επιχειρήσεων (50 απασχολούμενοι και άνω), καλύπτουν το 36% του κύκλου εργασιών έναντι του 64% των μεγαλυτέρων, και το 26% των κερδών προ φόρων έναντι του 74% των μεγάλων. Αλλά και στις υπηρεσίες, καλύπτουν το 46% του ενεργητικού έναντι του 54% των μεγάλων, το 27% του τζίρου σε σχέση με το 73% των μεγαλυτέρων και το 46% της κερδοφορίας σε σχέση με το 54% των μεγάλων. Προφανώς και στην μεταποίηση τα πράγματα είναι διαφορετικά λόγω της αναγκαιότητας των μεγαλύτερων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου : Οι μεγάλες βιομηχανικές εταιρίες καλύπτουν το 81% του ενεργητικού έναντι 19% των μικρομεσαίων, το 84% του τζίρου έναντι του 16% των μικρότερων και αποσπούν το 88% των κερδών έναντι μεριδίου 12% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων[ ICAP «Η Ελλάδα σε αριθμούς» διαφόρων ετών].
Οικονομική πρωταρχικότητα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού
Οι μικρομεσαίες δηλαδή επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν οργανικό τμήμα της παραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού και άλλωστε η κίνησή τους γίνεται περιμετρικά των μεγαλυτέρων συνήθως επιχειρήσεων, με την μορφή μιας συμπληρωματικής στεφάνης που καλύπτει παράπλευρες παραγωγικές δραστηριότητες. Έτσι, δεν έχουν δεχθεί ιδιαίτερα πλήγματα αυτές έναντι των μεγαλυτέρων εταιριών, αλλά ακολουθούν την επιχειρηματική μοίρα των τελευταίων : Οι εκκαθαρίσεις και το κλείσιμο των μεγάλων εργοστασίων ή εμπορικών καταστημάτων κλπ. λόγω της χαμηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου μέσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης (από τα τσιμέντα μέχρι τα τρόφιμα και από την χαλυβουργία μέχρι την ξυλοβιομηχανία), συμπαρασύρει και τον περίγυρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που λειτουργούσαν συμπληρωματικά σ’ αυτές.
Άλλωστε, αν η προτεραιότητα είναι η με κάθε τρόπο στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων προκειμένου να ανακάμψουν, κι’ αν οι μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες τίθενται στο απυρόβλητο εξ αιτίας της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», μια και υπηρετούν τον οικονομισμό και την «ανάπτυξη» της εθνικής οικονομίας, τότε μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δεν έχει και πολλά να κάνει (σχεδόν τίποτα δηλαδή) σε σχέση με την καπιταλιστική κοινωνική και παραγωγική δραστηριότητα. Έτσι περιορίζεται στην επιδίωξη της διασφάλισης της κρατικής λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν απομείνει από τα διαδοχικά κύματα των ιδιωτικοποιήσεων, πράγμα που είναι αναγκαίο και κοινωνικά χρήσιμο, ωστόσο δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα απειροελάχιστο τμήμα της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας του εταιρικού τομέα της οικονομίας. Πρόκειται σε τελική ανάλυση για μια οικονομική πολιτική που παραπέμπει κι’ αυτή στο «ιστορικό υπερπέραν» τα μέτρα ριζοσπαστικού μεταβατικού χαρακτήρα (ριζική αναδιανομή εισοδήματος και εργατικός λαϊκός έλεγχος για τον συντριπτικά πλειοψηφικό καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας), αναιρεί το ταξικό στίγμα των λαϊκών συμμαχιών και απομακρύνει τον σοσιαλισμό στο απώτερο μέλλον.
Συμπερασματικά μπορεί να πει κανείς ότι η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρχει και να πολιτεύεται ως δύναμη στήριξης και ενδυνάμωσης της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης: «Παραγωγικής ανασυγκρότησης» ή επί το αριστερότερον «παραγωγικού μετασχηματισμού», ενίσχυσης των μικρών και μεσαίων ιδιωτικών εταιριών, θέσης στο απυρόβλητο των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, διαμόρφωσης πατριωτικών συμμαχιών με στρώματα των ανώτερων μικροαστικών τάξεων και μερίδες της αστικής τάξης. Απεναντίας στη σημερινή περίοδο του κοινωνικού ολέθρου και της παραγωγικής καταστροφής η Αριστερά, για να υπάρχει ως τέτοια, ως δύναμη γενικευμένης εργατικής και λαϊκής χειραφέτησης, δεν μπορεί παρά να έχει γραμμένους στην προμετωπίδα της τους αντικαπιταλιστικούς μεταβατικούς στόχους : Της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και προς όφελος των ανέργων, των εργαζομένων, του νοσηλευτικού συστήματος κλπ. – Της επιβολής των θεσμών εργατικού ελέγχου με αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ολόκληρο το φάσμα της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. – Της θέσης σε δημόσια κυριότητα των επιχειρήσεων που έχουν κλείσει (π.χ. Αλλατίνη, Αγνό, Χαλυβουργεία, Κόκα Κόλα κ.ά.), την λειτουργία τους με κοινωνικοποιημένη μορφή και στην βάση της εξυπηρέτησης των λαϊκών αναγκών κλπ. Η ζωτική ικανοποίηση αυτού του ρεαλιστικού και επιτακτικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού μπορεί να συνεπιφέρει και την συνολική οικονομική ανάταξη, και τις όποιες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις. Μόνον ο μετασχηματισμός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να απελευθερώσει δημιουργικά και καθολικά την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κι’ όχι το αντίστροφο.