Στις μέρες μας, δεν υπάρχει σχεδόν καμία ουσιαστική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική εξέγερση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Και αυτό γιατί η πρακτική της σύγχρονης τέχνης, από το εργαστήριο του καλλιτέχνη μέχρι τις μεγάλες εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις τέχνης, τέμνεται από τη λογική της αγοράς, όπως επίσης και το καλλιτεχνικό έργο από τη λογική της αξίας (ή υπεραξίας) του εμπορεύματος.
Από την ίδια λογική, δηλαδή, που επιβάλλει την ωμή βία (στον εργαζόμενο, στον πολίτη, στους πολίτες αντίπαλου κράτους), την ίδια λογική που επιβάλλει τις σχέσεις υποταγής, την εκμετάλλευση και την εξατομίκευση των αναγκών μας, σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπονται σε απέραντη αδιαφορία προς τη συνείδηση της κοινωνικότητας μας, των συλλογικών αιτημάτων και των κοινών διεκδικήσεων. Η κοινωνία επομένως δυσκολεύεται πολύ να αφουγκραστεί την τέχνη ως μέρος μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής διεργασίας σήμερα.
Η «απουσία» αυτή παρουσιάζεται διότι η τέχνη εξαντλείται στην αυτοαναφορικότητα της. Η κυρίαρχη καλλιτεχνική κίνηση διατρέχεται από την αγωνία να μην απολέσει την ταυτότητά της ως τέχνη, να οριστεί αυστηρά ως καλλιτεχνικό έργο ή δράση. Διατυπώνεται δηλαδή μια επείγουσα ανάγκη να διατηρηθεί πέρα και πάνω από όλα η ταυτότητα του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού έργου, ως προσπάθεια διάσωσης και κατοχύρωσης της ίδιας της τέχνης, καθώς μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο ανταγωνισμών, η ταυτότητα (της άρνησης) δίνει μια ψευδαίσθηση σιγουριάς ενώ ταυτόχρονα παράγει της ουσιοκρατική εικόνα της.
Σε ένα πολιτικό-κοινωνικό πρόταγμα, είναι σημαντικό να υπάρχουν διαφορετικές αφετηρίες, πολλές διαφορετικές διαδρομές.
Έτσι, ενώ η τέχνη είναι ή μπορεί να αποτελέσει μία από αυτές τις αφετηρίες, δεν προχωρά σήμερα σε ένα μετασχηματισμό του αποτελέσματος της δράσης της σε πολιτική πράξη ή, καλύτερα, η σύγχρονη τέχνη δεν επιτρέπει στο παραγόμενο προϊόν της να αφομοιωθεί από την κοινωνική διαδικασία και να μετασχηματισθεί σε πολιτική συνείδηση. Αντίθετα, παράγει και διακινεί το προϊόν της σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, δηλαδή κάτω από την ετικέτα «καλλιτεχνικό προϊόν». Στην πραγματικότητα, όμως, μ’ αυτό τον τρόπο ακυρώνει τον πολιτικό της χαρακτήρα και η όποια διαπραγμάτευση ζητημάτων με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις επιχειρεί, καταλήγει τις πιο πολλές φορές, στην αισθητικοποίηση της πολιτικής.
Επίσης υπάρχει μια ακατάσχετη καλλιτεχνική παραγωγή εντελώς φλύαρη χωρίς να μπαίνουν κανενός είδους κριτήρια, να μην παράγεται κανενός είδους ουσιαστική κριτική αντιπαράθεση πάνω στο καλλιτεχνικό έργο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση του έργου και την ματαίωση του λόγω πληθωριστικής παραγωγής καθώς και την δημιουργία απόλυτης σύγχισης που παράγεται στο όνομα της υποκειμενικότητας, μιας μεταμοντέρνας σχετικότητας και μιας προβληματικής «ελευθερίας».
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να γίνει η Τέχνη από μόνη της φορέας αλλαγών, αλλά να δημιουργήσει πεδία κριτικής αντιπαράθεσης, αντίστοιχα με άλλους κοινωνικούς χώρους, ώστε να παραχθεί πολιτικό αποτέλεσμα, κοινωνική δηλαδή αφύπνιση και εγρήγορση. Να «χαθεί» και να ταυτιστεί η τέχνη μέσα στις κοινωνικές αντιστάσεις - εξεγέρσεις και στα πεδία της κοινωνικής αντιπαράθεσης.