Για ολόκληρες δεκαετίες, μέχρι και σήμερα, στο αριστερό κίνημα κυριαρχεί μια αντιμονοπωλιακή αντίληψη των πραγμάτων, όπου ως κύρια μορφή της αστικής κυριαρχίας εμφανίζονται τα «μονοπώλια», η «ολιγαρχία», ενώ στην αντίπερα όχθη βρίσκεται αδιακρίτως όλος ο «λαός» (μη – μονοπωλιακή αστική τάξη, όλα τα τμήματα των μικροαστικών τάξεων και η εργατική τάξη), του οποίου επιζητείται η συσπείρωση απέναντι στην εξουσία της «χούφτας των μονοπωλίων».

Ακόμη και το κίνημα «Κατάληψη της ΓουώλΣτρήτ» θεωρούσε  ότι είναι το 1% του πληθυσμού που νέμεται τα κέρδη της οικονομικής ανάκαμψης, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, προνομιούχους και προλετάριους, που βρίσκονταν απέναντι σ’ αυτή την χρηματιστική, βιομηχανική κλπ. ολιγαρχία. Εντούτοις, όπως εύστοχα επισημαίνεται από τον SergeHalimi, διευθυντή της MondeDiplomatique, στο τεύχος του Αυγούστου 2017 (“Leleurredes 99%”), «στο 99% αναμιγνύονται αδιακρίτως οι κολασμένοι της γης και ένα μεσαίο ανώτερο στρώμα, αρκετά ευρύ, γιατρών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, στρατιωτικών, ανώτερων στελεχών, ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων κλπ. χωρίς το οποίο η κυριαρχία του 1% δεν θα μπορούσε να αντέξει ούτε σαράντα οκτώ ώρες».

Αντιπαλότητα στην «ολιγαρχία» ή στις αστικές σχέσεις παραγωγής ;

Πραγματικά η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή και αναπαραγωγή, όπως διαμορφώθηκε τον τελευταίο ενάμιση αιώνα δεν κυριαρχείται απλά από τους μεγάλους καπιταλιστές των μονοπωλίων, αλλά από μια κοινωνική μικροαστική διαστρωμάτωση, που διαμεσολαβεί την αστική εξουσία, αναλαμβάνει την οργάνωση και την λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας, την λειτουργία των αναπαραγωγικών μηχανισμών και διασφάλισης της αστικής τάξης πραγμάτων. Πρόκειται για ένα σύγχρονο στρώμα «μανδαρίνων» (αξιωματικών και υπαξιωματικών του κεφαλαίου με βάση την μαρξιστική ανάλυση) που στελεχώνει όλους τους νευραλγικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος (μηχανικούς, δικηγόρους, ανώτερα στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, γιατρούς, οικονομολόγους κ.ά.), με έναν διττό στόχο : Από τη μια πλευρά να πραγματώσει τους όρους της καπιταλιστικής παραγωγικής δραστηριότητας, και από την άλλη πλευρά να λειτουργήσει ως μηχανισμός νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας.

          Η Αριστερά στην πλειονότητα των εκφράσεών της παρακάμπτει αυτή την ταξική κοινωνική διαστρωμάτωση,  γιατί την θεωρεί μια «ουδέτερη» ταξικά παράμετρο τεχνικής φύσης, ισχυριζόμενη ότι ο ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας είναι «φυσικός», προέρχεται από τις εγγενείς διανοητικές ανισότητες των ατόμων, και άρα θα μπορούσε να ισχύει εξίσου και σε ένα σοσιαλιστικό κοινωνικό καθεστώς. Γι’ αυτό και μένει στην επιζήτηση μιας κάποιας «συμμετοχής» των εργαζομένων στην διοίκηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, των δημόσιων κοινωφελών υπηρεσιών, με περιθωριακά χαρακτηριστικά έναντι των διευθυνόντων εκπροσώπων της ιδιωτικής ή κρατικής καπιταλιστικής εξουσίας. Άλλωστε και στην σημερινή περίοδο που χαρακτηρίζεται από την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, οι διορισμοί των διευθυντών, προέδρων κλπ. ιθυνόντων των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, γίνονται με όρους γραφειοκρατικής ιεραρχικής εξουσίας, πράγμα που εν πολλοίς θεωρείται αυτονόητο (πανεπιστημιακοί, μηχανικοί, οικονομολόγοι, γιατροί κ.ά.), και η συζήτηση συνήθως γίνεται γύρω από την «καταλληλότητα» ή την «ικανότητα» των διευθυντικών στελεχών.

          Ωστόσο δεν πρόκειται μόνον  για τον ΣΥΡΙΖΑ που έχοντας αποποιηθεί τον εαυτό του, λειτουργεί με την λογική του συστηματικού διορισμού μικροαστών τεχνοκρατών, και ιδιαίτερα πανεπιστημιακών, στην διεύθυνση των δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών και επιχειρήσεων (αυτός υπήρξε ο κανόνας στην ΕΥΑΘ, στην Εγνατία, στον ΟΑΣΘ, στον ΟΛΘ κλπ.). Πέραν αυτού, και άλλες εκφράσεις του αριστερού κινήματος, που παραμένουν στο πεδίο του αντιμνημονιακού προσανατολισμού,δεν διαφοροποιούνται από αυτή τη λογική της ανάθεσης της δημόσιας διαχείρισης σε «ειδήμονες μανδαρίνους», θεωρώντας ότι η μικροαστική τεχνοκρατία είναι η κατάλληλη για την διεκπεραίωση των δημόσιων υποθέσεων, εφόσον είναι κάτοχος της εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας. Μια τέτοια οπτική οδηγεί αναγκαστικά στην αναπαραγωγή μιας ιεραρχικής (και άρα εκ των πραγμάτων αυταρχικής) εξουσίας, με αποτέλεσμα ακόμη και σε περιπτώσεις επιχειρήσεων και οργανισμών που βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο και κρατική ιδιοκτησία, να μην σηματοδοτείται κανενός είδος κοινωνικός μετασχηματισμός.

          Από στρατηγική άποψη η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρχει παρά επιδιώκοντας την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, πράγμα που πρωταρχικά σημαίνει την επιδίωξη κοινωνικοποίησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας για την κατάργηση της λειτουργίας των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων. Υπό αυτή την έννοια πολιτικές που υποστηρίζουν την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την συμμαχία με τις δυνάμεις της αντίστοιχης εργοδοσίας (που ανήκουν στο στρατόπεδο του «Μένουμε Ευρώπη» του 38% του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015) απορεί κανείς πώς επιδιώκουν στρατηγικά την κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής.  Αυτή η στόχευση όμως από μόνη της δεν οδηγεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, εφόσον και ιστορικά είναι αποδεδειγμένο (περιπτώσεις εκφυλισμού της ρωσικής και της κινεζικής επανάστασης), ότι στη θέση του ιδιώτη κεφαλαιοκράτη επιχειρηματία που καταργείται τοποθετείται αυτομάτως η τεχνοκρατική ιεραρχία που γίνεται η κυρίαρχη πολιτικά και κοινωνικά τάξη. Χωρίς την ταυτόχρονη κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, της αντίθεσης διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας, δεν μπορεί να νοηθεί εργατική δημοκρατία και χειραφέτηση.

          Μ’ αυτά τα δεδομένα τα κριτήρια αποτίμησης της στελέχωσης δημόσιων οργανισμών, είτε προορίζονται για ιδιωτικοποίηση, είτε παραμένουν στον κρατικό έλεγχο, δεν μπορεί να είναι η «καταλληλότητα» και η «επάρκεια» των διευθυνόντων που διορίζονται από την κεντρική εξουσία. Απεναντίας σε κάθε περίπτωση ενός κοινωνικού μετασχηματισμού που περιλαμβάνει κρατικές επιχειρήσεις και ιδιωτικές παραγωγικές μονάδες, των οποίων επιδιώκεται η κοινωνικοποίηση, πέραν της κατάργησης της ατομικής ή κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, είναι αφετηριακά αναγκαία η κατάργηση της μονοπρόσωπης διοίκησης και της ιεραρχικής δόμησης της παραγωγικής διαδικασίας, σε σχέση με την διατήρηση της εργατικής πλειονότητας στο πλαίσιο της εκτελεστικής εργασίας, όπως θέλει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

Οριζόντιος καταμερισμός εργασίας όρος της εργατικής χειραφέτησης

          Ένα ζήτημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η διαμόρφωση μιας διαχείρισης από ένα ευρύτερο εργατικό και κοινωνικό συμβούλιο με την καθοριστική συμμετοχή των εργαζομένων, αλλά και των εκπροσώπων της αιρετής λαϊκής κεντρικής κυβέρνησης, των τοπικών κοινωνιών, καθώς και των χρηστών των υπηρεσιών και προϊόντων που παράγονται από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις. Και ένα δεύτερο ζήτημα είναι η λήψη ριζοσπαστικών μέτρων για την καθιέρωση του οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας, της γνώσης και της εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια η κατάκτηση πανεπιστημιακών γνώσεων της πιο πλατειάς ευρύτητας, οικονομικών, τεχνικών και θεωρητικών είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την στρατηγική της καθαίρεσης του διαχωρισμού διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας. Δεν είναι οι «ικανοί» διευθυντές, ακόμη και αν διέπονται από «επαναστατικούς» προσανατολισμούς, που μπορούν να απαντήσουν στο ζήτημα της κοινωνικοποίησης.  Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί παρά από τις κυρίαρχες συλλογικότητες των εργατικών συμβουλίων, από την αποδόμηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, από την γενίκευση της πιο πλατειάς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για το σύνολο της εργατικής τάξης.

          Από αυτή την άποψη είναι πέραν πάσης αμφιβολίαςκατηγορηματικές οι επιταγές της ίδιας της μαρξιστικής αντίληψης των πραγμάτων : «Αφετηριακά κάθε πολιτική εξουσία θεμελιώνεται σε μια οικονομική κοινωνική λειτουργία. Είναι συνεπώς ο νόμος του καταμερισμού της εργασίας που βρίσκεται στη βάση του διαχωρισμού σε τάξεις», σημειώνει ο Φ. Ένγκελς στον «Αντί Ντύρινγκ». «Ο καταμερισμός της εργασίας καθιστά δυνατό, και μάλιστα είναι η αιτία, που η διανοητική και χειρωνακτική δραστηριότητα, που η ευχαρίστηση και η εργασία, η παραγωγή και η κατανάλωση, αντιστοιχούν σε διαφορετικά άτομα, και έτσι η πιθανότητα να μην έρθουν σε σύγκρουση δεν μπορεί να προκύψει παρά από την κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας», σημειώνουν οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς στην «Γερμανική Ιδεολογία».

          Οι διορισμένες και όχι εκλεγμένες διοικήσεις δημόσιων ή κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων στην στρατηγική της Αριστεράς δεν μπορούν να βασίζονται παρά σε μια αυστηρή ιεραρχική κατανομή των αρμοδιοτήτων, των γνώσεων και των παραγωγικών καθηκόντων, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις και όχι ως παραγωγικές μονάδες κοινωνικής δημοκρατίας και εργατικής χειραφέτησης. Μόνον ο συνδυασμός κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής με την κατάργηση του διχασμού διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας, μπορούν να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της προσωπικότητας των εργαζομένων, ως φορέων διανοητικών ικανοτήτων και παραγωγικών δεξιοτήτων, στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής.

          Συμπερασματικά, η αστική ταξική κυριαρχία στην παραγωγή και στην ευρύτερη κοινωνία, δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά με την διαμεσολάβηση του στρώματος των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, την άσκηση μιας τεχνοκρατικής εξουσίας στο όνομα των καπιταλιστικών συμφερόντων. Αυτό επιτυγχάνεται με την επιβολή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, που αναπαράγεται από τον αστικό σχολικό μηχανισμό. Πρόκειται δια τον διαχωρισμό διευθυντικής / εκτελεστικής εργασίας, στη βάση του οποίου οργανώνεται όλη η καπιταλιστική παραγωγή με βάση τον καταμερισμό της γνώσης και των αρμοδιοτήτων : Μηχανικοί – οικονομολόγοι κλπ. στην  κορυφή της πυραμίδας της διευθυντικής εξουσίας, τεχνολόγοι και εργοδηγοί στα ενδιάμεσα καθοδηγητικά κλιμάκια, χειριστές και τεχνίτες στο επόμενο επίπεδο και εργάτες, καθαριστές κ.ά. στον πυθμένα της παραγωγικής ιεραρχίας.  Χωρίς αυτή την δόμηση των παραγωγικών δυνάμεων δεν θα μπορούσε να διεκπεραιωθεί η κοινωνική παραγωγή με όρους καπιταλιστικής κυριαρχίας και υπεραξίωσης. Δεν πρόκειται κατά κανέναν τρόπο για έναν τεχνικό καταμερισμό, αλλά για έναν πολιτικό καταμερισμό της κοινωνικής εξουσίας.

          Ωστόσο αυτός ο ρόλος του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας στην άρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής συμβαδίζει και με την διαδικασία νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας την οποία φροντίζει να αναπαράγει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται στις θέσεις αυτού του καταμερισμού, με ιεραρχική υπαγωγή της μιας κατηγορίας στην άλλη, γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει την ταξική διαστρωμάτωση, η οποία δεν οφείλεται στις μεταξύ των ατόμων «φυσικές» διανοητικές ανισότητες, αλλά στη λειτουργία διαδοχικών φίλτρων - numerusclausus, που υλοποιούν αυτή την κατανομή στους ρόλους της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής (αντίστοιχος ο ρόλος των γιατρών στο νοσηλευτικό σύστημα, των δικηγόρων – δικαστών στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κλπ.).

          Κατά συνέπεια μόνον η καθιέρωση του οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας, που αντιπροσωπεύει δομική διάσταση του μετασχηματισμού των αστικών σχέσεων παραγωγής, είναι σε θέση να λειτουργήσει υποστηρικτικά και να καταστήσει δυνατή την συλλογική δημοκρατική διαχείριση των εργαζομένων, παραγκωνίζοντας τις πρακτικές των διορισμένων διοικήσεων που τοποθετούνται στην κορυφή της παραγωγικής και οικονομικής ιεραρχίας, σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς ή σε οποιασδήποτε μορφής κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις. Δεν μπορεί η Αριστερά να έχει αναφορά σε «ικανούς» διαχειριστές και διευθυντές επιχειρήσεων και οργανισμών, αλλά στην κοινωνική εξουσία των ίδιων των εργαζομένων παραγωγών, στο βαθμό που καθίστανται φορείς της πιο γενικευμένης πανεπιστημιακής τεχνικής, θεωρητικής, οικονομικής και κοινωνικής γνώσης.

Ετικέτες