Ζούμε σε μια εποχή όπου οι έννοιες χρησιμοποιούνται με μια εξαιρετική ευκολία, χωρίς αυτοί που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα από έναν υποτιθέμενα κοινό γλωσσικό κώδικα να μπορούν πραγματικά να συνεννοηθούν. Η ασυνεννοησία αυτή ενέχει και μια σημειολογική πανουργία: οι άνθρωποι που επικοινωνούν μεταξύ τους πραγματοποιούν μέσω της διγλωσσίας και της σημειολογικής πολλαπλότητας έναν «αναβλητικό συμβιβασμό», κάτι δηλαδή που «φαίνεται» να μοιάζει (όπως κατά κάποιο τρόπο και η συμφωνία του Eurogroup της 20-2) με μια μετάθεση στο μέλλον της ακριβούς εξειδίκευσης του περιεχομένου, κατά τη στιγμή που η μια ή η άλλη πλευρά θα έχει τη δύναμη την επιβάλει τη δική της εκδοχή.
Αυτή η ασαφής κατάσταση προσιδιάζει σε αυτό που ορίζουμε ως πολιτιστική συνθήκη τού σήμερα, τη μετανεωτερικότητα ή το λεγόμενο «μεταμοντέρνο». Παρ’ όλα αυτά, όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε στον κλασικό Διαφωτισμό και στις αξίες του, οφείλουμε να ορίζουμε τις έννοιες όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένα και «στενά» και να απαιτούμε από τους συνομιλητές μας μια σημειολογική αποδοχή και μια επικοινωνιακή εντιμότητα. Στο πλαίσιο αυτής της υποχρέωσης, πρέπει να σκύψουμε σήμερα πάνω από την έννοια της «Αριστεράς». Οφείλουμε να επιστρέψουμε στον ισχυρισμό του Λένιν ότι δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζουμε κάποιον άνθρωπο ή κάποια κατάσταση με βάση τα όσα ο ίδιος πιστεύει ή ισχυρίζεται ότι πιστεύει για τον εαυτό του. Ειδικά σχετικά με την έννοια της «Αριστεράς», χρειάζεται πλέον μια βαθιά έρευνα πεδίου. Όσο δεν το κάνουμε, η ασάφεια κινδυνεύει να μας πνίξει. Αυτό το σημείωμα δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει το ζήτημα, αλλά απλώς να ανοίξει τη συζήτηση σχετικά με αυτό.
1. Ποιοι ορίζονταν χθες και ποιοι σήμερα ως «Αριστερά»;
Ας ξεκινήσουμε από το ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο επίπεδο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η «Αριστερά» σαφώς δεν περιορίζεται εννοιολογικά στην κομμουνιστογενή ή τη μαρξιστική ή έστω τη μαρξίζουσα Αριστερά. Από την εποχή της διάσπασης της Αριστεράς σε σοσιαλδημοκρατική και σε κομμουνιστική (αρχές της δεκαετίας του 1920), παγιώθηκε η αντίληψη ότι η Αριστερά περιλαμβάνει και τις δύο διαστάσεις της, τόσο τη μεταρρυθμιστική όσο και την επαναστατική. Επίσης, η κομμουνιστική τάση δεν απέδιδε στη σοσιαλδημοκρατική το ότι δεν ήταν Αριστερά, αλλά το ότι ήταν μια Αριστερά αστική, μια Αριστερά εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Η μαγική διαχωριστική λέξη ήταν ο «κομμουνισμός» ή ο «μπολσεβικισμός» και όχι η «Αριστερά». Ορισμένοι ακροαριστεροί ή αναρχικοί κύκλοι χαρακτήριζαν τη σοσιαλδημοκρατική και σε μεγάλο βαθμό και την κλασική κομμουνιστική τάση ως Αριστερά του Κεφαλαίου. Συνεπώς, αυτό που καταγράφηκε ως αντίληψη ήταν ότι η Αριστερά περιλάμβανε εκείνα τα κόμματα που έθεταν το κοινωνικό ζήτημα, αναφέρονταν στην εργατική τάξη και έβαζαν τουλάχιστον ως θέμα την κοινωνική αναδιανομή υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Άρα, η έννοια είχε έναν μινιμαλιστικό χαρακτήρα, αν δεν συνοδευόταν και από τον προσδιορισμό «κομμουνιστική» ή «επαναστατική».
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι της Ιστορίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε σταδιακά αλλά και αποφασιστικά μια κυβερνητική δύναμη και μια δύναμη κρατικής διαχείρισης, βασικά μέσω του κεϊνσιανού σχεδίου και συμβιβασμού ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η εγκατάλειψη του μεταρρυθμιστικού σχεδίου μετάβασης στο σοσιαλισμό, του ειρηνικού δρόμου, από τη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία (βλ. εγκατάλειψη του μαρξισμού στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959) δεν σήμανε και την εγκατάλειψη της έννοιας της Αριστεράς. Ιδίως -αλλά όχι αποκλειστικά- στις χώρες όπου δεν είχε αναλάβει ακόμη την κυβερνητική εξουσία καθ’ ολοκληρίαν (π.χ. Γαλλία ως το 1981). Η αναδιανεμητική σοσιαλδημοκρατία συνέχισε να ορίζεται και να νομιμοποιείται εννοιολογικά ως «Αριστερά». Παρά το γεγονός ότι τα κόμματα αυτά δεν εκπροσωπούσαν πια στενά την εργατική τάξη αλλά μια συμμαχία των μικροαστικών στρωμάτων με τη διευρυμένη πια εργατική τάξη υπό αστική πολιτική ηγεμονία, η αναφορά στην εργατική τάξη και η πολυπληθής στήριξή τους εκλογικά από αυτήν είχε μια τεράστια συμβολική και πολιτική σημασία, καθώς οργάνωναν ακόμη μια πολιτική πόλωση στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς, εξακολούθησαν να διεκδικούν την «Αριστερά» ή έστω τη μετριοπαθή και ρεαλιστική Αριστερά. Κανείς λ.χ. στη Γαλλία ή τη Γερμανία ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεν θα αμφισβητούσε ότι το ΣΚ Γαλλίας ή το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας δεν ήταν Αριστερά με την πιο ευρεία έννοια.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, για λόγους που είχαν να κάνουν με την ταξική πάλη σε ορισμένους κοινωνικούς σχηματισμούς και την αργή μετάβαση της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβερνησιμότητα, πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας εξακολούθησαν να κρατούν στο πρόγραμμά τους και στο πλαίσιο της κινητοποίησης των μελών τους την έννοια ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου μετάβασης στο σοσιαλισμό. Με την έννοια αυτήν, ήταν πιο κοντά στον αρχικό πυρήνα της έννοιας μιας δευτεροδιεθνιστικής, μεταρρυθμιστικής προσέγγισης της Αριστεράς. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ίσχυσε για τα Σοσιαλιστικά Κόμματα του ευρωπαϊκού Νότου από τη δεκαετία του 1970 ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, για το ΣΚ Γαλλίας, το PSOE στην Ισπανία και σε σημαντικό βαθμό και για το ΠΑΣΟΚ. Παρά το ότι τα κόμματα αυτά δεν είχαν ακριβώς την ταξική γείωση και την ταξική κινητοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας του Μεσοπολέμου και των Λαϊκών Μετώπων, διατηρούσαν στοιχεία της ταξικής πόλωσης, της εργατικής-λαϊκής αναφοράς (έστω και μέσα από το θολό σχήμα των «μη προνομιούχων» στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ) και δεν ήταν κλασικά αστικά κόμματα, όπως ο πυρήνας της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας.[1] Σταδιακά, και μέσα από την υιοθέτηση όψεων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τα κόμματα αυτά εξελίχθηκαν σε μα μεταλλαγμένη και φιλελεύθερη οικονομικά σοσιαλδημοκρατία.
Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο δύσκολα από την πτώση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», τη μερική καταστροφή της κομμουνιστικής Αριστεράς στη Δύση και τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Τόσο η κλασική σοσιαλδημοκρατία όσο και η άκρα δεξιά τάση της παλιάς κομμουνιστογενούς Αριστεράς (π.χ. το κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς στην Ιταλία) συμβιβάσθηκαν πλήρως με τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό και προσπάθησαν απλώς να αμβλύνουν τις πιο ακραίες όψεις του και να τον διαχειρισθούν με κάποια «κοινωνική ευαισθησία». Κλασικό έργο αναφοράς για αυτήν τη μεγάλη στροφή, η οποία αλλού εκδηλώθηκε πιο ήπια και αλλού εκδηλώθηκε πιο βίαια (π.χ. στην περίπτωση των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ), ήταν ο «Τρίτος Δρόμος» του Άντονι Γκίντενς,[2] το ευαγγέλιο του μπλερισμού στη Βρετανία. Η βασική συνεισφορά αυτού του βιβλίου έγκειται στο ότι κηρύσσει το «τέλος του σοσιαλισμού» είτε με την έννοια της «άλλης μετακαπιταλιστικής κοινωνίας» είτε και με την έννοια του κλασικού κεϊνσιανού συνολικά αναδιανεμητικού προγράμματος. Το μερικό κοινωνικό κράτος, η έμφαση στα δικαιώματα και το περιβάλλον, το τέλος του κρατισμού, είναι οι βασικές ιδέες ενός σχεδίου που σταδιακά μεταβάλλει την Αριστερά του Κέινς σε Κεντροαριστερά. Πραγματικά, ακόμη και με τη συμβατική έννοια της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, ο Γκίντενς πηγαίνει, όπως αναφέρει και στο επόμενο βιβλίο του «Πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς», στο σοσιαλφιλελευθερισμό. Η διαφορά με τον θατσερισμό έγκειται στην ήπια και μερική κοινωνική παρέμβαση του «διχτυού ασφαλείας» και στην «δικαιωματοκρατία» εντός ενός κόσμου που δεν έχει πια σαφή ταξικά χαρακτηριστικά. Η παρέμβαση του Γκίντενς, με την εξαίρεση πιθανόν των Νέων Εργατικών στη Βρετανία, οδηγεί σε μια σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, καθώς η δεύτερη χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της κρατικής διαχείρισης και η πρώτη στο επίπεδο των ιδεών, των συμβολισμών αλλά και της αναγκαίας κινητοποίησης των «φτωχών» για να διεκδικούν τα ελάχιστα του διχτυού ασφαλείας, και των «ιδιαίτερων» για να διεκδικούν την προστασία της διαφοράς τους εντός ενός κορπορατίστικου και πολύχρωμου νεοφιλελεύθερου κρατικού προτύπου. Παρά τη σύγχυση, για λόγους επικοινωνίας αλλά και συμβολισμού, τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή τα κόμματα της δεξιάς τάσης της Ευρωαριστεράς (όπως στην Ελλάδα η ΔΗΜΑΡ) εξακολουθούν να χρησιμοποιούν εναλλάξ τις έννοιες της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της ονοματοδοσίας και στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προφανώς, τα ευρωκομμουνιστικά ή πάντως όχι κλασικά παραδοσιακά ΚΚ ή και τα κόμματα της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα) έχουν ισχυρούς τίτλους καταγωγής, αναφερόμενα στην «Αριστερά». Υπάρχει δε και ένα τμήμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς το οποίο αναφέρεται όχι στην Αριστερά εν γένει αλλά στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, ως σαφέστερο προσδιορισμό με την έννοια της συνέχειας της Άκρας Αριστεράς μετά το Μάη. Υπάρχει, επίσης, η πολύ ιδιόμορφη περίπτωση του ΚΚΕ, το οποίο αναφέρεται στην κομμουνιστική Αριστερά και αποποιείται τον προσδιορισμό της «Αριστεράς» εν γένει. Τα προβλήματα αρχίζουν, όταν πρέπει να συγκαταλεχθούν τα μορφώματα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), δηλαδή της Αριστεράς της (κομμουνιστογενούς) Ευρωαριστεράς, σε ένα στρατηγικό πλαίσιο και με αυτήν την έννοια να υπαχθούν στη γενεαλογία των ονοματοδοσιών. Τα κόμματα αυτά σίγουρα δεν είναι εκ γενετής σοσιαλφιλελεύθερα ούτε κλασικά σοσιαλδημοκρατικά και αναφέρονται συχνά με περηφάνια στην κομμουνιστική τους καταγωγή. Η αναφορά λ.χ. στην προοπτική του σοσιαλισμού στη Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά χαρακτηριστική και εγκαθιστά μια διακριτότητα προς την Κεντροαριστερά. Επίσης, η σχέση τους με τα μαζικά κινήματα διαφέρει σημαντικά από την κλασική (μεταπολεμική) δημοκρατία και από τον κλασικό σοσιαλφιλελευθερισμό τύπου Δημοκρατών της Αριστεράς ή πιο πρόσφατα Δημοκρατικού Κόμματος (Ρέντσι). Παρ’ όλα αυτά, τίθεται εδώ ένα σοβαρό πολιτικό και κοινωνιολογικό ερώτημα προς επίλυση: πρόκειται για κόμματα με μείζον το στοιχείο της εργατικής-λαϊκής κινητοποίησης και οργάνωσης ή με μείζον το στοιχείο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης; Το δεύτερο στοιχείο μοιάζει δυνατότερο από το πρώτο, αν και το πρώτο δεν είναι ασήμαντο. Είναι κόμματα κυρίως στρατηγικού προσανατολισμού ή κυρίως προγραμματικής αναφοράς στο κοινωνικό κράτος και στην άμεση αποκατάσταση των αδικιών του νεοφιλελευθερισμού; Το δεύτερο στοιχείο μοιάζει δυνατότερο από το πρώτο, αν και οι συνειρμοί του πρώτου δεν είναι (ακόμη) ασήμαντοι. Έχω την εντύπωση ότι οι συνεχείς μετεκλογικές αναφορές στο «ανώριμο του σοσιαλισμού» στην Ελλάδα της κρίσης, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα αναγκαία ιεραρχημένα βήματα, ενισχύουν περαιτέρω αυτήν την αντίστιξη. Συνεπώς, τα κόμματα αυτά (με έντονη την ιδιομορφία του ΣΥΡΙΖΑ και ακόμη περισσότερο τελείως ασαφών μορφωμάτων όπως οι Podemos) μετέχουν στην ευρεία έννοια της Αριστεράς υπό δύο έννοιες, μια πιο στρατηγική και μια πιο χειροπιαστή: η πρώτη είναι η πολύ αφηρημένη πια στρατηγική αναφορά στον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό (μ’ όλο, που τάσεις τους μπορεί να ανήκουν σε μια πιο αντικαπιταλιστική ή επαναστατική εκδοχή) και η δεύτερη είναι η αναγέννηση ή μάλλον η προσδοκία ήπιας αναγέννησης του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου.
Ένα πρόβλημα που τίθεται σοβαρά, είναι το ζήτημα των παρενεργειών σε ένα κόμμα της Αριστεράς της Ευρωαριστεράς (των κομμάτων του ΚΕΑ) από την άσκηση της κρατικής διαχείρισης και τον κυβερνητικό ρόλο. Ιδίως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είναι και η μόνη τρέχουσα, η εξέλιξη των πολιτικών του επιλογών, η σταθεροποίηση ή μη ενός φιλολαϊκού μεταρρυθμιστικού προγράμματος με προοπτική και συνολικότερων ρήξεων ή η τάση -κάτω από γιγάντιες συστημικές πιέσεις αλλά και κάτω από εσφαλμένες επιλογές- διολίσθησης στο σοσιαλφιλελευθερισμό θα κρίνουν το αργότερο μεσοπρόθεσμα και τη σαφή ή μη υπαγωγή του στο δίπολο «Αριστερά» ή «Κεντροαριστερά». Προφανώς, ακόμη και αν ένα αριστερό κόμμα μεταλλαχθεί σε σοσιαλφιλελεύθερο, θα εξακολουθήσει να ισχύει η αμφισημία ή πολυσημία μεταξύ της «πρακτικής» αναφοράς στην Κεντροαριστερά και της «συμβολικής» αναφοράς στην Αριστερά. Όμως, στην περίπτωση που τυχόν επιλεγεί αυτός ο δρόμος, η συμβολική αναφορά θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη διαχειριστική πραγματικότητα (όπως συνέβη και με το Κόμμα των Εργατών στην Βραζιλία). Η τυχόν τάση διολίσθησης στο σοσιαλφιλελευθερισμό, όσον αφορά τα κόμματα του ΚΕΑ, θα καταστήσει όλο και πιο ασαφέστερη και λιγότερο χρηστική την ίδια την ευρεία έννοια της «Αριστεράς». Δεν πρόκειται για την πανουργία της Ιστορίας αλλά για την πανουργία της καθημερινής πολιτικής στο νεοφιλελεύθερο κόσμο όπου ζούμε.
2. Ιδιομορφίες της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας: ΠΑΣΟΚ και κομμουνιστογενής Αριστερά
Η Ελλάδα πριν από τη Μεταπολίτευση δεν είχε σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ιστορικό ΚΚΕ και οι διασπάσεις του μονοπώλησαν συμβολικά την έννοια της Αριστεράς μέχρι σήμερα. Με αυτήν την έννοια, το ΠΑΣΟΚ ως ιδιόμορφο κόμμα αρχικά του «μεταρρυθμιστικού δρόμου» (ας θυμηθούμε εδώ και τις αρκετά ριζοσπαστικές για την εποχή του προεκλογικές του εκφωνήσεις στις εκλογές του 1981-ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, βάσεις, κάποιες εθνικοποιήσεις, κοινωνικό κράτος κ.λπ.) και στη συνέχεια ως κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας - σοσιαλφιλελευθερισμού δεν διεκδίκησε βασικά την έννοια της Αριστεράς αλλά την πολύσημη έννοια του «σοσιαλισμού», μια έννοια την οποία παλιότερα κατείχαν γκρουπούσκουλα γύρω από τον Σβώλο ή τον Τσιριμώκο. Η Αριστερά θα ανήκε δικαιωματικά στους κομμουνιστές και στη συνέχεια στους κομμουνιστογενείς. Παρά τις κάποιες αναφορές του ΠΑΣΟΚ στη «μη παραδοσιακή Αριστερά», ιδίως στην αρχική μαρξίζουσα φάση του, η έννοια ακόμη και μιας μεταρρυθμιστικής Αριστεράς δεν του αποδόθηκε - είναι, μάλιστα, ενδιαφέρον το ότι ο πρώτος που μίλησε για το ΠΑΣΟΚ ως κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς ήταν ο Σημίτης, δηλαδή ο αρχιερέας του σοσιαλφιλελευθερισμού, ταυτίζοντας την Αριστερά με τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Οι διάδοχοι του Σημίτη επανέκαμψαν κατά βάση στην πιο ασφαλή έννοια της Κεντροαριστεράς.
Με την εξαίρεση της ΔΗΜΑΡ, που πάντα κινούνταν στα όρια των δύο εννοιών και με δεδομένη τη θέση του ΚΚΕ για διαφοροποίηση από την εν γένει Αριστερά, η παραπάνω συμβολική κατάταξη άφησε όλο το χώρο της Αριστεράς προς κάλυψη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά την πολύ ορθή θέση ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα απαιτούσε τη συμμαχία των δυνάμεων της Αριστεράς (την οποία υποστήριξε κυρίως η Αριστερή Πλατφόρμα), συνέβη το παράδοξο ένα κόμμα της εν γένει Αριστεράς ή της συμμαχίας που έχει ως μέσο όρο τη ριζοσπαστική Αριστερά (προσδιορισμός κατά τη γνώμη μου αρκετά «ανοιχτός» σε ερμηνείες εννοιολογικά - κάτι που του δίνει πολιτική δύναμη αλλά και προγραμματική αδυναμία) να απευθύνεται σε κόμματα και οργανώσεις, των οποίων μια βασική συνθήκη ύπαρξης είναι η διαφορά από την εν γένει Αριστερά. Περαιτέρω, η διαμόρφωση μετά το 2013 του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίου κόμματος - συνεκτικής συμμαχίας, το οποίο πια περιλαμβάνει όχι μόνο κομμουνιστογενείς με την ευρεία έννοια αλλά και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, μεταβάλλει την έννοια της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία. Πλέον, νομιμοποιείται ως Αριστερά όχι μόνο εκείνη η δύναμη που ακολουθεί ένα πρότυπο ειρηνικού δρόμου (όπως ο παλιότερος Συνασπισμός) αλλά και εκείνη η Αριστερά η οποία αναζητεί εκ νέου το πλήρες σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο (στην καλύτερη περίπτωση), αλλά και μπορεί να αποδεχθεί κάποιες όψεις του σοσιαλφιλελευθερισμού στη χειρότερη περίπτωση. Ιδίως, αν τυχόν ευνοηθεί η τελευταία εκδοχή, η Αριστερά ως η δύναμη που θέτει το κοινωνικό ζήτημα (δηλαδή η Αριστερά όχι ως Κεντροαριστερά αλλά ως δύναμη κοινωνικού αγώνα) θα απολεσθεί και η αναφορά σε αυτήν θα έχει πια αποκλειστικά νομιμοποιητικό και απολογητικό χαρακτήρα. Θα πρόκειται για συζήτηση σχετική με την οικογενειακή φωτογραφία και όχι με την ενεργή πολιτική πρακτική.
Προφανώς, με βάση τις παραπάνω διακρίσεις χρήζουν αναλυτικής επανεξέτασης ορισμένες τοποθετήσεις, παρά την πιθανόν πολύ σημαντική συμβολική τους αξία, όπως η άποψη ότι έχουμε για πρώτη φορά «κυβέρνηση της Αριστεράς» στην Ελλάδα. Πέρα από το ζήτημα της κυβερνητικής συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ, έχουμε για πρώτη φορά κυβέρνηση της κομμουνιστογενούς Αριστεράς στην Ελλάδα. Κατά την έννοια της σοσιαλιστικής Αριστεράς ως ευρείας Αριστεράς με πρόταγμα το σοιαλδημοκρατικό συμβόλαιο, το 1981 ήταν, επίσης, μια περίπτωση κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα (αγνοώντας, πάντως, και τα εαμικά κατοχικά πειράματα). Επίσης, η χρηστικότητα της έννοιας «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα κριθεί από την πραγματική πολιτική της και όχι από τις οικογενειακές φωτογραφίες.
3. Ποια έννοια μπορεί να αντικαταστήσει την εν γένει «Αριστερά»;
Φάνηκε παραπάνω ότι η έννοια της «Αριστεράς», με μια μεγάλη διαδρομή από τη γαλλική ως τη ρωσική επανάσταση και μέχρι τον 21ο αιώνα, φτάνει σε κάποια ιστορικά όρια. Ως συνέπεια των παραπάνω, τίθεται το δυσεπίλυτο αυτή τη στιγμή ζήτημα μήπως πρέπει μεσοπρόθεσμα να απομακρυνθούμε από την ευρεία και συσκοτιστική έννοια της εν γένει «Αριστεράς». Το ζήτημα αυτό μπορεί να ανοίξει διερευνητικά και όχι με έναν τρόπο «βέβαιο» και αποφασιστικό. Επίσης, το ζήτημα αυτό, αν και δεν είναι άσχετο από την κατεύθυνση που θα παγιωθεί στρατηγικά στον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί την αυτοτέλειά του. Μπορεί να αφορά μια «ριζοσπαστική»-αντικαπιταλιστική τάση ή έναν προσανατολισμό εντός του ΣΥΡΙΖΑ ή έναν επόμενο προσανατολισμό, αν υπάρξει η απολύτως απευκταία αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά την γνώμη μου, η έννοια του «ριζοσπαστισμού» είναι πολύ αδύναμη για να εκφράσει έναν αντισυστημικό προσανατολισμό μέσα στην Αριστερά. Μπορεί να διαχυθεί σε έναν ανώδυνο κινηματισμό, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιείται διεθνώς και από την Άκρα Δεξιά. Επίσης, οι προσδιορισμοί που αναφέρονται σε υπαρκτά ρεύματα (όπως ο «διεθνισμός» για τους τροτσκιστές, ο εν γένει «μπολσεβικισμός» για όσους προέρχονται από το παραδοσιακό κομμουνιστικό ρεύμα, η μ-λ τοποθέτηση για όσους προέρχονται από το μαοϊσμό κ.λπ.) έχουν αποδυναμωθεί για λόγους που αναφέρονται στα όρια πια αυτών των ρευμάτων και στην ανάγκη σύνθεσης των θετικών και απόρριψης των αρνητικών τους όψεων. Επίσης, και η έννοια του «αντικαπιταλισμού», παρά το γεγονός τής για χρόνια γόνιμης χρήσης της ως διαφοροποιητικής έννοιας προς το μεταρρυθμισμό, έχει το μειονέκτημα ότι βασίζεται περισσότερο στην άρνηση των υπαρκτών παραγωγικών σχέσεων και λιγότερο στο θετικό προσδιορισμό της «ουτοπίας» μας. Τέλος, η έννοια της επαναστατικής Αριστεράς θα άξιζε προς χρήση, αν αντιστοιχούσε σε ένα υπαρκτό ρεύμα στην κοινωνία ή/και στην πολιτική σκηνή, όπως λ.χ. ήταν η LCR για πολλά χρόνια στη Γαλλία. Επιπλέον, το βάσιμο αίτημα για μια επαναστατική στρατηγική δεν επιλύει τις αμηχανίες της στρατηγικής μας σήμερα.
Οι έννοιες του «μαρξισμού» και ιδίως του «κομμουνισμού», είτε ως επιθετικοί προσδιορισμοί στην «Αριστερά» είτε και ως έννοιες που υπερβαίνουν την πολύ ταλαιπωρημένη έννοια της «Αριστεράς», η οποία συνεχώς επεκτείνεται μέχρι που κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν θα προσδιορίζεται ως «μη αριστερό», εξακολουθούν να έχουν μια μεγάλη ιστορική και συμβολική πολιτική δύναμη. Η επανασυζήτηση πάνω στην έννοια του «κομμουνισμού» τα τελευταία χρόνια, αν και κάποιες φορές με τρόπο που ανοίγει πολύ προς τη μετανεωτερικότητα, αποδεικνύει ότι αυτή η έννοια δεν είναι ένας «ψόφιος σκύλος», όπως κάποιοι πίστεψαν μετά το 1989. Βεβαίως, αυτό δεν κλείνει καθόλου τα στρατηγικά προβλήματα μιας κομμουνιστικής στρατηγικής (κυβέρνηση Αριστεράς-πόλεμος θέσεων - μεταβατικό πρόγραμμα-κατάληψη της κρατικής εξουσίας - κοινωνικοποίηση-μετάβαση - κομμουνισμός ως ανώτερη μορφή παραγωγικών σχέσεων - «κοινά» -σχεδιασμός- έξοδος από την αγορά-διεθνοποίηση του «παραδείγματος» κ.π.ά.), τα οποία πρέπει να πάψουν να τίθενται ως «ζητήματα για τους διανοούμενους» και να επανακάμψουν στην τρέχουσα πολιτική. Μέχρις αυτό να συνειδητοποιηθεί από ένα κομμάτι της κοινωνίας και από τις ηγεσίες της Αριστεράς, μπορούμε ίσως να χρησιμοποιούμε την τελευταία έννοια ως έννοια-καταφύγιο, γνωρίζοντας την αμφίβολη και λαθραία συμβολική λειτουργία της.
[1] Βλ. εδώ τις πολύ σημαντικές παρατηρήσεις του Σπύρου Σακελλαρόπουλου στο βιβλίο του «Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση-Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις (1974-1988)», Αθήνα 2001, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 155 επ., σχετικά με την ιδιαίτερη φύση του ΠΑΣΟΚ.
[2] Άντονι Γκίντενς «Ο Τρίτος Δρόμος - για την ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας», Αθήνα 1998, Πόλις, σελ. 13 επ. και 46 επ.