1. Αριστερά εναντίον Δεξιάς;

Είναι κοινή πεποίθηση πλέον ότι βρισκόμαστε εντός προεκλογικής περιόδου, η οποία διεξάγεται σε κλίμα πόλωσης που αναμένεται να οξυνθεί περαιτέρω.

Οι μονομάχοι για την κυβερνητική εξουσία, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συμφωνούν, ο καθένας απ’ την σκοπιά του, στη διακύβευση: «Αριστερά εναντίον Δεξιάς». Μάλλον είναι πιο κατάλληλος ο προσδιορισμός «κεντροαριστερά εναντίον κεντροδεξιάς» καθώς συναινούν στρατηγικά – πέρα από επιμέρους διαφορές στη συστημική δια-κυβέρνηση – τόσο στην οικονομία, καθώς αποδέχονται το πλαίσιο των ευρωπαϊκών σχεδιασμών (ΟΝΕ) όσο και στις γεωπολιτικές επιλογές (ΝΑΤΟ). Υπό όρους, οι «ανταγωνιστικοί» πολιτικοί πόλοι, ενίοτε συγκυβερνούν όπως συμβαίνει π.χ. στη Γερμανία. Ας μην ξεχνάμε πως και στην Ελλάδα, τον Αύγουστο 2015, μπροστά στον «πολιτικό κίνδυνο», κεντροαριστερά και κεντροδεξιά ενοποιήθηκαν, έστω στιγμιαία, παρά την τεράστια πόλωση, υπογράφοντας το 3ο μνημόνιο την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ διεσπάτο ακριβώς επ’ αυτού.

Το πολιτικό σύστημα, ωστόσο εξακολουθεί να είναι ρευστό και ασταθές. Η «οικογένεια» της κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι) ταλαιπωρείται από σφοδρούς καυγάδες αλλά και η «οικογένεια» της κεντροδεξιάς εμφανίζεται να έλκεται και ενίοτε να καθορίζεται από την ισχυροποιημένη μέσα στην κρίση, ακροδεξιά.

Εδώ όμως είναι απαραίτητη η παρατήρηση πως αν και κεντροδεξιά και ακροδεξιά δεν ταυτίζονται υπάρχει στην σχέση τους ένα «συνεχές» στρατηγικού χαρακτήρα που αφορά στην υπεράσπιση του συστήματος της αγοράς (καπιταλισμός) με διαφορετικά μέσα. Αντίθετα, κάτι ανάλογο δεν ισχύει μεταξύ κεντροαριστεράς και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ιδίως μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού ως υποτιθέμενου «μονόδρομου». Η δεύτερη ομνύει στην ανατροπή του καπιταλισμού και όχι σε κάποια εκδοχή διαχείρισής του.

Σήμερα, τόσο σε ευρωπαϊκό/ διεθνές όσο και στο εγχώριο επίπεδο η πρόσφατη οικονομική κρίση και η τρέχουσα γεωπολιτική αστάθεια έχουν οδηγήσει πολιτικά στην εξάλειψη του «κέντρου». Το δίλλημα λοιπόν είναι σαφώς «Αριστερά – Δεξιά», καίτοι στην παρούσα συγκυρία η Αριστερά ως στρατηγική αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού έχει ηττηθεί και βρίσκεται σε υποχώρηση. Η σύγκρουση αυτή δεν είναι απλώς πολιτική ή «ταυτοτική», αλλά εκφράζει την αντιπαράθεση δύο διαφορετικών πόλων κοινωνικών συμφερόντων. Από τη μια αυτών του κεφαλαίου και των συμμάχων του, από την άλλη των εργαζόμενων, της εργατικής τάξης και της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Αυτό το ταξικό και ιδεολογικοπολιτικό δίπολο στο πρόσφατο παρελθόν πήρε τη μορφή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», με διάφορες νοηματοδοτήσεις (από τις οποίες κάποιες παραπλανητικές), μεταξύ των οποίων φτωχοί - πλούσιοι, ευρώ - δραχμή, υποτέλεια - ανεξαρτησία, κ.ά. και σήμερα δεν έχει την ίδια «κρουστικότητα» προς το κοινωνικό ακροατήριο. Αποτελεί συνέπεια της υπογραφής του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ.

2. Το κενό Αριστεράς – «αριστερό» και «δεξιό» λάθος

Το βασικότερο χαρακτηριστικό της Αριστεράς είναι η δυνατότητα, μέσω του οράματος, των συνθημάτων αλλά και της ουσιαστικής σχέσης της με τις υποτελείς τάξεις, να κινητοποιεί σημαντικά έως πλειοψηφικά κοινωνικά τμήματα. Να συμβάλλει, ενίοτε καθοριστικά, στην οργάνωση της δράσης τους. Να ενισχύει την αυτενέργειά τους. Αυτά τα καθήκοντα ούτε θέλει ούτε μπορεί να εκπληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα διέλυσε την κοινωνική/ κινηματική δυναμική (που τον έφερε στην εξουσία) και παρά την λυσσώδη στάση των δεξιών ΜΜΕ, στην πραγματικότητα έχει εκτιμηθεί δεόντως από τα αστικά κέντρα, τόσο στο εγχώριο πεδίο όσο και διεθνώς. Δεν υπάρχει καμιά «αριστερή ανανέωση» της κεντροαριστεράς. Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο κρισιακό σημείο με την ευρωπαϊκή και διεθνή σοσιαλδημοκρατία: εξυπηρετεί στρατηγικά το σύστημα απογοητεύοντας συστηματικά τα κοινωνικά του ακροατήρια. Φευ, σε ορισμένες περιπτώσεις διεθνώς την κατάρρευση της κεντροαριστεράς διαδέχεται η φασιστική ακροδεξιά όπως πχ πρόσφατα στη Βραζιλία.

Απέναντι στον κίνδυνο της Δεξιάς – ακροδεξιάς το βαρύ καθήκον πέφτει στη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.). Μπορεί να το σηκώσει;

Χρειάζεται να ξεπεράσει το σύνδρομο, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και «συμφωνία ήττας», και το οποίο εκ των πραγμάτων μοιράζεται με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ: οι αντικαπιταλιστικές ρήξεις, η δυνατότητα διεθνούς εξάπλωσής τους και πολύ περισσότερο ο Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα δεν είναι επίκαιρος και πάντως όχι στην Ελλάδα! Έτσι κάπως έληξε άδοξα η προηγούμενη φάση της ανόδου της ταξικής και πολιτικής πάλης στην χώρα μας, που αντί να γεννήσει το υπόδειγμα που με προσμονή περίμεναν κινήματα και κόσμος της Αριστεράς διεθνώς, γέννησε ένα «γερασμένο μωρό», το σημερινό κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η ηττοπαθής ατολμία κρύβεται πίσω από τις «απόλυτες καθαρότητες» και το σεχταρισμό ακόμη και στο επίπεδο του κινήματος εμποδίζοντας τη συγκέντρωση της δύναμής του.

Είναι εντυπωσιακό πόσο η μακρά και κυρίως εκ βάθρων θεωρητική στροφή του ΚΚΕ που απορρίπτει το πλείστον των σταλινικών / λαϊκομετωπικών / διαταξικών αναλύσεων και στρατηγικών οι οποίες οδήγησαν σε πλήθος από τραγωδίες το κομμουνιστικό κίνημα, από τη Βάρκιζα μέχρι το ’89, που απορρίπτει τους μύθους της «ψωροκώσταινας» και αναγνωρίζει το ρόλο της εγχώριας αστικής τάξης στην περιοχή και γενικότερα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που  οδηγεί στην επιλογή της ανοιχτής και σαφούς αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας δεν μπορεί παρόλαυτά να βρει την αντίστοιχη πολιτική έκφραση. Η ηττοπάθεια εμφανίζεται με τη μορφή του αριστερίστικου σεχταρισμού στο κίνημα και προς τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Η πολιτική γραμμή του, στην πραγματικότητα, είναι ένα ιδιότυπο «μείγμα» αριστερισμού και ρεφορμισμού, ασυνεπές προς τα θεωρητικά/ ιστορικά συμπεράσματα. Απορρίπτοντας μαζί με τις λαϊκομετωπικές επιλογές και κάθε «μεταβατική» λογική καθιστά την προπαγάνδα για την «επικαιρότητα του Σοσιαλισμού» κυριολεκτικά «ανάπηρη» καθώς δεν επικοινωνεί σε κανένα σημείο με τη ζωή των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται. Την ίδια ώρα όμως επικοινωνεί με τους «από πάνω» στις πιο θεμελιώδεις «αλήθειες» της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η στάση του στο Μακεδονικό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου δεν μπόρεσε να αποφύγει τα καθαρόαιμα εθνικιστικά επιχειρήματα περί «αλυτρωτισμού».

Η αυτοεξαίρεση του ΚΚΕ από το στόχο της κάλυψης του πολιτικού κενού συνιστά μείζον πρόβλημα για τις προοπτικές του κινήματος και της Αριστεράς με σημαντικές συνέπειες για το σύνολο της Αριστεράς όπως φάνηκε «εκκωφαντικά» στην προηγούμενη, προ της μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, περίοδο. Παρά ταύτα το κάλεσμα για ενότητα και κοινή δράση προς το ΚΚΕ παραμένει επίκαιρο. Πολύ περισσότερο που σήμερα πιέζεται περισσότερο να μετακινηθεί από τον ανελαστικό σεχταρισμό του, τουλάχιστον στο μαζικό κίνημα, αντιλαμβανόμενο τους θανάσιμους κινδύνους της περιόδου.

Η σεχταριστική γραμμή στην περίοδο δεν έχει να προσφέρει τίποτα σε κανένα. Αποτελεί δε, κακή εξέλιξη η στροφή προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικού τμήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το οποίο όψιμα αντιστρατεύεται, τις παραδοσιακά, ενιομετωπικές συνήθειες του χώρου, κυρίως στο πεδίο του μαζικού κινήματος. Εντούτοις ισχυρό είναι το τμήμα που στηρίζει την ενιομετωπική κατεύθυνση, κινηματικά και πολιτικά, και το οποίο είναι σήμερα επιφορτισμένο με αυξημένες ευθύνες απέναντι στις προκλήσεις αλλά και τις δυνατότητες που εμφανίζονται σε διάφορα επίπεδα.

Όμως η ατολμία κρύβεται και πίσω από την επιλογή της «μαζικής πολιτικής» όταν θάβει την αντικαπιταλιστική στρατηγική και τους αντίστοιχους μεταβατικούς προγραμματικούς στόχους, δηλαδή την άμεση προτεραιότητα της αναδιανομής έναντι της ανάπτυξης και τον απεγκλωβισμό από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, από τον εθνικισμό και κάθε προοπτική πολέμου, προβάλλοντας αμφιλεγόμενους έως και αλλότριους στόχους όπως η «παραγωγική ανασυγκρότηση», το «εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη» με εθνικό νόμισμα, η «πολυδιάστατη» προσέγγιση των γεωπολιτικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών  κ.α. Αυτές οι προσεγγίσεις αδυνατούν να εμβολίσουν το πολωτικό πλαίσιο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ και χάνουν τη δυνατότητα απεύθυνσης στα προνομιακά, ταξικά και πολιτικά, ακροατήρια της Αριστεράς που σήμερα συχνά αντιλαμβάνονται τη ΝΔ ως «μεγαλύτερο κακό» από το ΣΥΡΙΖΑ.

3. Η ΛΑΕ και τα καθήκοντά της

Η ΛΑΕ ιδρύθηκε με σημαία το κάλεσμα για ενότητα και μέτωπο καθώς εξάλλου η ίδια είναι ένα υβρίδιο μετώπου – κόμματος. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν αρκεί ως ταυτότητα. Το πολιτικό περιεχόμενο του μετώπου καθορίζει το εύρος και την κατεύθυνση του.

Η δημόσια εκφώνησή της έχει διαμορφώσει ένα πολιτικό προφίλ καταφανώς μετακινημένο από το σημείο σύγκλησης και συμβιβασμού των δυνάμεων που την απαρτίζουν και εν τέλει της, επί της αρχής, καταγραφής της στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.  

Πέρα από το πολύ σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας που εκφράζει η απόκλιση του δημόσιου λόγου από τα κείμενα / αποφάσεις συνεδρίων και οργάνων (φαινόμενο που εξελίχτηκε και κλιμακώθηκε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την περίοδο της δεξιάς στροφής του, από το 2012 και μετά) εμφανίζεται το πολιτικό πρόβλημα της (διαφορετικής) ανάλυσης και των επιλογών.

Στην πηγή του προβλήματος βρίσκεται η μονοδιάστατη επιμονή στο σχήμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ταυτόχρονα με την άρνηση της αποδοχής των συνεπειών της μνημονιακής, διαχειριστικής προσαρμογής του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, στον «κόσμο της Αριστεράς». Η επιλογή σήμερα, διατύπωσης εναλλακτικών «κυβερνητικών», «ρεαλιστικών» προτάσεων για «όλη τη χώρα» (δηλαδή για όλες τις τάξεις και τα στρώματα) και πολύ περισσότερο «γεωπολιτικών επιλογών», από ένα σχηματισμό του μεγέθους της ΛΑΕ (που ταυτόχρονα θέλει να καταγράφεται στη ριζοσπαστική Αριστερά) προκαλεί αντιφατικά και εν τέλει αρνητικά αποτελέσματα.      

Η αδυναμία διάκρισης μεταξύ δεξιάς και αριστερής αντιπολίτευσης στο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στην απομάκρυνση από το μείζον «σώμα» των πολιτικά αριστερών και ταξικά υποτελών κοινωνικών ακροατηρίων. 

Συνέπεια των παραπάνω λαθών είναι η αναζήτηση εκλογικών ακροατηρίων στο γενικό και αφηρημένο «αντιμνημονιακό χώρο». Ωστόσο δεν υφίσταται «αντιμνημονιακός χώρος» που δεν είναι ούτε ριζοσπαστικά αριστερός/αντικαπιταλιστικός ούτε εθνικιστικός/ακροδεξιός! Η διερεύνηση «αντιμνημονιακών» ακροατηρίων πέραν του κόσμου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς οδηγεί εξ αντικειμένου στα ακροδεξιά πολιτικά ακροατήρια (ενίοτε φτάνει ακόμη και στη συμμετοχή στα  κανάλια τους και στις εκπομπές τους). Πρακτικά συναντά το σεχταρισμό προς τ’ αριστερά στο όνομα της … ενότητας!

Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι η συγκρότηση μιας φυσιογνωμίας της ΛΑΕ εντελώς αντιφατικής, όπου συμμετέχουν πτυχές της δραστηριότητάς της με καθαρό ταξικό και πολιτικό πρόσημο ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΜΕΤΑ, συμμετοχή και στήριξη εργατικών κινητοποιήσεων, κίνημα υπέρ της προστασίας Α’ κατοικίας, δράση και τοποθετήσεις της νεολαίας, γυναικείο κίνημα, αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, ανακοινώσεις τμήματος Δικαιωμάτων κ.α.) ταυτόχρονα με θέσεις και επιλογές που εκφωνούνται δημόσια και έχουν τουλάχιστον θολό πρόσημο αν όχι σε αντίθεση με τα παραπάνω. Οι θέσεις αυτές περιγράφουν ένα πλαίσιο εναλλακτικής πρότασης που προβάλλει σαφώς τον στόχο της ανάπτυξης με δραχμή έναντι της αναδιανομής (συστημικό πρόσημο που απευθύνεται αντικειμενικά κατά προτεραιότητα στο μικρομεσαίο και μεγάλο αστικό ακροατήριο) και ένα κατά βάση ρωσόφιλο σχέδιο, δήθεν «αντιιμπεριαλιστικής» και «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής με έντονα στοιχεία εθνικισμού (μακεδονικό, ελληνοτουρκικά).     

Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΛΑΕ εξαιτίας αυτών των επιλογών αλλά και της επιβολής τους πέρα από κάθε συλλογική διαδικασία αδικεί το πολιτικό της δυναμικό, τα μέλη και τους φίλους. Μοιάζει να είναι αδιάφορη ή έστω ανίκανη να αντιμετωπίσει την έντονη τάση αποστράτευσης έναντι κάποιας (αδικαιολόγητα υπεραισιόδοξης) εκλογικής προσδοκίας. Επίσης αδικεί το δυνητικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει στην διαδικασία ώσμωσης/ ζύμωσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σήμερα στον χώρο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Κι όμως! Παρά  τις δυσκολίες και την αμηχανία της ηγεσίας απέναντι στις σύγχρονες πολιτικές προκλήσεις η ΛΑΕ αποτελεί έναν πολιτικό χώρο όπου δραστηριοποιούνται αγωνιστές και αγωνίστριες, σύντροφοι και συντρόφισσες της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής και επαναστατικής αριστεράς συχνά με ρόλο πρωταγωνιστικό στους χώρους δουλιάς, στη νεολαία, στις γειτονιές…

Σύντροφοι και συντρόφισσες που συναντιούνται και παλεύουν μαζί με «κόσμο της Αριστεράς» απ’ όλο το φάσμα των οργανώσεων της καθώς και «ανένταχτους/ες» αγωνιστές /τριες, διαπιστώνουν καθημερινά την ανάγκη και το αίτημα «απ΄τα κάτω» για ενότητα, συγκέντρωση δύναμης και αποτελεσματικότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο κίνημα, στις βασικές πολιτικές επιλογές, στις εκλογές.  

Ο αναπροσανατολισμός των αιχμών και των προτεραιοτήτων της ΛΑΕ καθώς και της εσωτερικής της λειτουργίας (ανοιχτή συζήτηση – οργανωμένη αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων – σύνθεση και απόφαση - συλλογική δράση) ώστε να εξυπηρετηθεί ο μετωπικός στόχος και να διευκολυνθεί η κοινή δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αποτελεί πλέον υπαρξιακή ανάγκη. Όχι μόνο δεν μπορεί να συνυπάρξει με εκλογικές στοχεύσεις και προτεραιότητες δήθεν «πλατιές» που αναζητούνται σε κοινωνικά στρώματα και πολιτικά ακροατήρια ξένα προς τη Αριστερά και τον κόσμο της αλλά αντίθετα αυτές υπονομεύουν τη σύγκληση, την ώσμωση και πολύ περισσότερο τις όποιες πρωτοβουλίες ενότητας επιχειρούνται απ’ τα κάτω σε διάφορα πεδία π.χ. στο συνδικαλιστικό, στην τοπική αυτοδιοίκηση κ.α.

Σήμερα η ΛΑΕ βρίσκεται στο σταυροδρόμι της «τελευταίας ευκαιρίας». Στο επικείμενο Πολιτικό Συμβούλιο είναι απόλυτα αναγκαίο να λυθεί η εσωτερική της αντίφαση προς τ’ αριστερά. Αυτό σημαίνει:

  1. Ρητή περιγραφή των κοινωνικών ακροατηρίων και συνακόλουθο «αφήγημα» βασισμένο στους αναδιανεμητικούς στόχους με απόλυτη προτεραιότητα στους ανέργους/ες, στη νεολαία, στους μισθωτούς/ες. Η προβολή «εθνικού σχεδίου ανάπτυξης» με δραχμή που υπόσχεται ρευστότητα για τους μικρομεσαίους, κέρδη για τους αστούς και «εθνική υπερηφάνια» για τους εργάτες αφενός αποτελεί φαντασίωση (αν ποτέ επιλεγεί από τους αστούς δεν θα είναι μέσω της ΛΑΕ και της Αριστεράς) και αφετέρου δεν είναι αριστερό σε καμιά πτυχή του πυρήνα του (πέρα από το όποιο προπαγανδιστικό «περιτύλιγμα»). Προτεραιότητα στους στόχους της αναδιανομής σημαίνει πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, λεφτά για Δημόσια Υγεία και Παιδεία, δραστική μείωση της ανεργίας μέσω κρατικών πολιτικών κ.λ.π. ταυτόχρονα με «μνημόνιο για το  κεφάλαιο» (βαριά φορολογία, επαναφορά και περαιτέρω ενίσχυση των εργατικών δικαιωμάτων, εθνικοποιήσεις κ.λ.π.).  Ένα τέτοιο, μεταβατικό αλλά και ξεκάθαρου σοσιαλιστικού προσανατολισμού προγραμματικό «αφήγημα» δίνει ταξικό και αριστερό/αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο στις επιλογές ρήξης με τους δανειστές και τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα.
  2. Ρητή περιγραφή των πολιτικών συμμαχιών: ΚΚΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ – αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ το ’15. Άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών που θα εντείνουν την πίεση για ενότητα, τουλάχιστον στο πλαίσιο ΛΑΕ  - ΑΝΤΑΡΣΥΑ -  αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ το ’15. Άνοιγμα με πρωτοβουλίες όλων των σχετικών δυνατοτήτων σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές.
  3. Ανανέωση του δημόσιου λόγου στη  βάση των παραπάνω καθώς και ουσιαστική διασφάλιση του πλουραλισμού.

Αυτά αποτελούν το μίνιμουμ πλαίσιο για τον αναπροσανατολισμό της ΛΑΕ και τη μετατροπή της  σε θετικό έως πρωταγωνιστικό παράγοντα στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.  

4. Το ζητούμενο

Η συγκρότηση αναγνωρίσιμου πόλου της ριζοσπαστικής/ αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι απαραίτητη και αποτελεί τη μόνη διέξοδο για τον «κόσμο της εργασίας και των κινημάτων». Έστω κι αν δεν μπορεί να δώσει λύση στο κυβερνητικό δίλλημα σε πρώτο χρόνο. Μπορεί ωστόσο, μέσα στα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, να «υποσχεθεί» μια νέα πορεία ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστερής στρατηγικής και των κινημάτων σ’ ένα περιβάλλον που μόνο σταθερό και ευνοϊκό για τους «από κάτω» δεν είναι.

Η πρόκληση της ανασυγκρότησης με μαζική κοινωνική απεύθυνση, αφορά το  σύνολο του «κόσμου της Αριστεράς» και των συλλογικοτήτων της καθώς σήμερα, ταυτόχρονα με τις δυνατότητες ελλοχεύουν και υπαρξιακοί κίνδυνοι. Η Ιταλία δεν είναι μακριά!

Η δυνατότητα αυτή μοιάζει στις μέρες μας να «ιχνηλατείται» από πολλές πλευρές στο φάσμα ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ – δυνάμεις που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν εντάχτηκαν στις δύο πρώτες: Αρθρογραφία, δηλώσεις στελεχών, διαδικασίες οργάνων και κυρίως έντονες ζυμώσεις σε διάφορα επίπεδα εκφράζουν την αναγκαιότητα. Θα γίνουν εφικτές οι αναγκαίες υπερβάσεις;

Η αντιμετώπιση των εκλογικών προκλήσεων, αναζωπυρώνοντας την ιδέα της συγκέντρωσης δύναμης της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι το ένα άμεσο ζήτημα. Το άλλο είναι η μορφή του σύγχρονου πολιτικού υποκειμένου που θα μπορεί να δώσει χώρο, ρόλο και πεδίο συμμετοχής, απόφασης και δράσης στους χιλιάδες ανθρώπους της Αριστεράς, με όραμα και ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση αλλά οργανωτικά «ορφανούς» καθώς και στους πολύ περισσότερους που χρειάζεται να κερδηθούν στην πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, απέναντι στην βαρβαρότητα που ζούμε.  

*μια συνοπτική εκδοχή του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (30/11/2018)

Ετικέτες