Ανάμεσα στο τι κάνουν στην πράξη οι άνθρωποι και στο τι λένε (ή νομίζουν) ότι κάνουν, υπάρχει πάντοτε μια κάποια απόσταση, μια κάποια απόκλιση. Άλλοτε μικρότερη, άλλοτε μεγαλύτερη, αλλά πάντοτε υπαρκτή. Μια απόσταση, αλλά και μια αμφίδρομη σχέση, μια αναγκαία συνάφεια. «Είναι» και «συνείδηση»; «Βάση» και «εποικοδόμημα»; Όποια ονομασία κι αν δώσουμε στο παραπάνω δίπολο, η ουσία παραμένει η ίδια. Άλλωστε, οι ονομασίες δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν περιγράφουν πραγματικότητες. Και είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με πολύ συγκεκριμένες πραγματικότητες, τις οποίες μάλιστα συμβαίνει να έχουμε βιώσει αυτοπροσώπως.
Αλήθεια, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή την απόκλιση, για την οποία μιλούσαμε παραπάνω, δεν τη βλέπαμε επί χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ; Ασφαλώς τη βλέπαμε. Τη βλέπαμε επίσης μέρα με τη μέρα να διευρύνεται, με ολοένα και πιο επιταχυνόμενους ρυθμούς. Είχαμε μάθει να τη διαχειριζόμαστε αυτή την απόκλιση ωστόσο. Με ολοένα και αυξανόμενη δυσφορία ίσως, αλλά είχαμε κατορθώσει επί χρόνια κουτσά-στραβά να τη διαχειριζόμαστε. Ώσπου κάποια στιγμή (που για τον καθέναν από μας υπήρξε διαφορετική, ενώ για κάποιους άλλους δεν έχει έρθει ακόμη, αλλά θα έρθει σύντομα) η απόκλιση προσέλαβε πλέον τέτοιες διαστάσεις, ώστε κατέρρευσε κάθε δυνατότητα να διατηρήσουμε μέσα μας την αναγκαία συνάφεια ανάμεσα στους δύο όρους του διπόλου. Αυτό ήταν το σημείο καμπής, όπου ο καθένας από μας υποχρεώθηκε τελικά να επιλέξει. Και, όπως είναι φυσικό σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καθένας επιλέγει τελικά να ταχθεί («σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», για να θυμηθούμε το στίχο του ποιητή) με ό,τι αποτελούσε εξαρχής τον σκληρό πυρήνα της θεμελιώδους στάσης και στράτευσής του.
Το βασικό δίδαγμα που μπορούμε ν’ αποκομίσουμε απ’ την ιστορική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ –κι απ’ την ιστορική εμπειρία γενικώς– είναι μια απλή και σχεδόν κοινότοπη αλήθεια, που αποτελεί ωστόσο τη βασική κατευθυντήρια αρχή για κάθε κριτική της Ιδεολογίας: «Αν θέλεις να δεις τι πραγματικά πιστεύουν οι άνθρωποι, μην επικεντρώνεις σ’ αυτό που λένε. Να επικεντρώνεις πρωτίστως σ’ αυτό που κάνουν» . Και είναι φανερό ότι, όσο κι αν βρίσκεται στους αντίποδες της ιδέας που ήθελε μέχρι πρότινος να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τον εαυτό του (αλλά κι εμείς για τον εαυτό μας), η τελική κατάληξη του εγχειρήματος βρισκόταν ήδη σε αντιστοίχηση με τις καθημερινές του πρακτικές και με τους ίδιους τους όρους της υλικής συγκρότησής του.
Ακόμα και στις περιόδους της μεγαλύτερης ριζοσπαστικοποίησης στο πεδίο του πολιτικού λόγου, οι πολιτικές πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεναν αδιαπραγμάτευτα δέσμιες στο ρεφορμιστικό (αν όχι καθαρά αστικό) τρίπτυχο «εκλογικισμός, κυβερνητισμός, κοινοβουλευτικός κρετινισμός», ενώ στο εσωτερικό παρέμενε αδιατάρακτο το κληροδοτημένο από τον ΣΥΝ κεκτημένο της πλαδαρής οργανωτικής δομής, της αυτονόμησης των ηγετικών κλιμακίων, του περιορισμού της βάσης σε ρόλο εκλογικού μηχανισμού, αλλά και σε ρόλο «εφεδρείας» για εσωκομματικούς διαγκωνισμούς της ηγεσίας.
Ας πούμε επιτέλους τα πράγματα με το όνομά τους: Ας ομολογήσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον υποτίθεται ότι αφήσαμε πίσω μας, στήθηκε σιωπηρά πάνω στο καλούπι του παλιού ΣΥΝ και, παρά το –κάθε άλλο παρά αμελητέο– γεγονός ότι για ένα κρίσιμο διάστημα λειτούργησε ως ένας «αριστερότερος ΣΥΝ», στο τέλος κατέληξε να γίνει μια δεξιά, δεξιότατη ΔΗΜΑΡ. Η απόκλιση ανάμεσα σ’ αυτό που κάνουν οι άνθρωποι και σε αυτό που λένε (ή φαντασιώνονται) ότι κάνουν, έμελλε και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ να γεφυρωθεί με τον απολύτως αναμενόμενο τρόπο: Με την επικράτηση της υλικότητας των πρακτικών έναντι του ριζοσπαστισμού των διακηρύξεων.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν λάθος από μιας αρχής η συμμετοχή στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οδηγούν όμως στο συμπέρασμα ότι οι πραγματικές μάχες δίνονται στο πεδίο πρωτίστως της πρακτικής. Ένα πεδίο που, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, αφήνεται συνήθως στον «αυτόματο πιλότο». Σε μια αστική κοινωνία όμως, ο «αυτόματος πιλότος» δεν είναι ουδέτερος. Είναι προγραμματισμένος να παράγει πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία προφανώς δεν αποσκοπούν στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων…
Το δις εξαμαρτείν;
Υποτίθεται ότι τα παθήματα γίνονται μαθήματα. Υποτίθεται επίσης ότι, από την περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ βγαίνουμε, αν μη τι άλλο, σοφότεροι. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, οφείλουμε από δω και στο εξής να είμαστε πιο αυστηροί απέναντι στον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα, αλλά και πιο απαιτητικοί απέναντι στους συντρόφους μας. Και, το κυριότερο: Οφείλουμε ανά πάσα στιγμή να διεκδικούμε με τον πλέον ανυποχώρητο τρόπο την κατά το δυνατόν πληρέστερη αντιστοίχηση λόγων και έργων, επικεντρώνοντας πρωτίστως την προσοχή μας, όχι σ’ αυτό που λέμε, αλλά σ’ αυτό που κάνουμε στην πράξη. Διότι, σε γενικές γραμμές, στο επίπεδο των διακηρύξεων δεν τα πάμε κι άσχημα. Στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής είναι που χωλαίνουμε. Είτε για λόγους «πολιτικών σκοπιμοτήτων» (όχι κατ’ ανάγκην ιδιοτελών), είτε απλά και μόνο μέσα από τη δύναμη της συνήθειας και της ιστορικής αδράνειας, κάποια πράγματα, κληρονομιά απ’ τις χειρότερες παραδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήθηκαν περίπου δεδομένα. Τα παθήματα δε φαίνεται να γίνονται μαθήματα.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι υπήρξαν αντικειμενικές δυσκολίες, που εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο. Το όλο εγχείρημα στήθηκε υπό πίεση χρόνου (η οποία όμως δε θα υπήρχε, αν τα πράγματα δεν είχαν αφεθεί να φτάσουν στο «και πέντε») ως ένα αναγκαίο όχημα εκλογικής καθόδου, που θα εμπόδιζε την ήττα να προσλάβει διαστάσεις κυριολεκτικής διάλυσης. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι έκτακτες συνθήκες, που επικράτησαν μετά τις 12 Ιουλίου, προσέδωσαν στο εγχείρημα της ΛΑ.Ε. κάποια ιδιαιτέρως «ανορθόδοξα» χαρακτηριστικά, τα οποία οφείλουν άμεσα να αντιμετωπιστούν.
Τα σχήματα στην Αριστερά δεν προκύπτουν με την κατάθεση επιστολών στο προεδρείο της Βουλής, ούτε με την κατάθεση αιτημάτων στον Άρειο Πάγο. Η εικόνα που έχει περάσει προς τα έξω ότι η ΛΑ.Ε. είναι «το κόμμα του Λαφαζάνη» είναι μια εικόνα που μας αδικεί όλους –και πρωτίστως τον ίδιο το σ. Λαφαζάνη. Είναι επίσης αλήθεια ότι, ανεξαρτήτως υποκειμενικών προθέσεων, το εγχείρημα χαρακτηρίζεται από την εγγενή τάση ν’ ακολουθήσει ξανά την πεπατημένη και να στηθεί ως το «καλλιτεχνικό ψευδώνυμο» του Αριστερού Ρεύματος.
Είναι βέβαια σαφές ότι, σε επίπεδο διακηρύξεων, τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει. Είναι όμως εξίσου σαφές ότι, μετά και την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε μάθει και να έχουμε εμπεδώσει ότι η πραγματική φυσιογνωμία ενός πολιτικού φορέα δεν κρίνεται στο επίπεδο των διακηρύξεων. Δικαιούμαστε ωστόσο να αισιοδοξούμε ότι αυτή τη φορά έχουμε τη διάθεση και τη δυνατότητα να πρωτοτυπήσουμε. Ότι αυτή τη φορά έχουμε τη διάθεση και τη δυνατότητα να δώσουμε υλική υπόσταση στις διακηρύξεις, αντί ν’ αφήσουμε τις διακηρύξεις να βουλιάξουν για μία ακόμη φορά μέσα σε υλικές πρακτικές που τις ακυρώνουν. Για να αποτραπεί αυτή η δεύτερη εξέλιξη, δεν αρκούν οι καλές προθέσεις. Χρειάζεται μερικές φορές να γινόμαστε δυσάρεστοι. Αν το παρόν κείμενο κατόρθωσε κάποιες στιγμές να γίνει έστω και λίγο δυσάρεστο, θα έχει επιτελέσει τον σκοπό του.
*Μέλος Προσωρινού Συντονιστικού Π.Ε Άρτας