Στις 13 Αυγούστου 1922, οι πεινασμένοι και ψειριασμένοι έλληνες στρατιώτες στα χαρακώματα και τα παραπήγματα της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ, ξυπνούσαν κάτω από τα πυκνά πυρά του τουρκικού πυροβολικού. Ο σφοδρότερος βομβαρδισμός του μικρασιατικού πολέμου είχε ξεκινήσει και τα πρώτα ρήγματα στο μέτωπο ήδη είχαν διαμορφωθεί. Οι πολύ άσχημες και ελλιπείς τηλεγραφικές επικοινωνίες με τη Σμύρνη και εν συνεχεία με την Αθήνα κόπηκαν σε πολλά σημεία από τούρκους ατάκτους που δρούσαν στα μετόπισθεν, καθώς και από τις βολές των πυροβόλων. Αλλά, ο αχός των μαχών που ακολούθησαν, καθώς και της επικείμενης αλλά διόλου αναπάντεχης καταστροφής εύκολα έφθανε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, κατά κύματα πληροφοριών και από μισόλογα που λίγοι κυβερνητικοί πολιτικοί και εξίσου λίγοι πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί παράγοντες μπορούσαν να γίνουν κοινωνοί τους. Ανάμεσα τους, και ορισμένοι προβεβλημένοι δημοσιογράφοι της εποχής.

Την επόμενη ημέρα, η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το επίσημο όργανο του αντιβενιζελισμού και - κάτι περισσότερο από - φίλα προσκείμενο στα διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα της Ηνωμένης (αντιβενιζελικής και κωνσταντινικής) Αντιπολίτευσης, κυκλοφόρησε με ένα ανυπόγραφο άρθρο που έκανε πάταγο και έμεινε στην Ιστορία. Στο άρθρο γινόταν έκκληση, η Ελλάδα με τον στρατό της να αποφασίσει την απεμπλοκή από τη μικρασιατική περιπέτεια και να αφήσει τη Μικρά Ασία ''εις τους γενναίους κατοίκους της''. Η Ελλάδα όφειλε να διαχειμάσει ''οίκαδε'', δηλαδή στο σπίτι της, όπως κατέληγε το άρθρο και το ''Οίκαδε'' αποτελούσε και τον τίτλο του. Τρεις μέρες μετά, και ενώ η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα δεν χρειαζόταν τηλεγραφικά σύρματα για να φθάσει στα αυτιά των Αθηναίων και φυσικά των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών ηγεσιών του τόπου, η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ επανερχόταν με ένα νέο άρθρο, αυτή τη φορά, ενυπόγραφο. Με τον τίτλο ''Οι Πομερανοί'', ο ιδρυτής και εκδότης της εφημερίδας, Γιώργος Βλάχος, τόνιζε μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να χύνει το αίμα της για να υπερασπιστεί τους μιναρέδες του Εσκί Σεχίρ και της Κιουτάχειας ούτε για να ικανοποιηθούν οι αλλότριες ορμές που ζητούσαν να υπηρετήσουν τους σκοπούς τους με ξένο αίμα – έμμεσο ''καρφί'' για τη βρετανική πολιτική στη Μεσόγειο. ''Το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει εις τας φλέβας της διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν. Ρέει δια να θερμάνη και να κινήση εις δράσιν την Ελλάδα, υπέρ εαυτής και υπέρ της Ελλάδος της αύριον [...] Η Ελλάς δεν θα θυσιάση άλλους Πομερανούς διά την Ανατολήν'' – έμμεση αναφορά σε μια θρυλική ομιλία του γερμανού καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ. 

 

Ήταν πολύ αργά...

 

Κοντά δύο χρόνια, οι δημοσιογραφικές πένες του κωνσταντινισμού που υποστήριζαν ενεργά τις διαδοχικές κυβερνήσεις της αντιβενιζελικής παράταξης, οι οποίες είχαν προκύψει από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και συνέχισαν σταθερά τη μικρασιατική περιπέτεια, για να το θέσω λαϊκά, δεν είχαν ακούσει τίποτα για τον φόνο.

 

Δεν είχαν ακούσει τις εκκλήσεις των στρατευμένων νιάτων της Ελλάδας το φθινόπωρο του 1921 ή την άνοιξη του 1922 για αποστράτευση και ειρήνευση. ''Απόλυσις!'', ήταν η κραυγή που συνόδευε τις επιθεωρήσεις του στρατού από τον αρχιστράτηγο, Αναστάσιο Παπούλα και τους πρίγκιπες του θρόνου των Γκλύξμπουργκ, προκαλώντας αμηχανία στα όρια του πανικού για την τύχη του στέμματος (αυτό τους έκοβε...) και την πολιτική τους μακροημέρευση (αυτό τους έκαιγε...).

 

Δεν είχαν ακούσει τίποτα για την πείνα, τις ψείρες, τις κακουχίες, την απαράδεκτη επιμελητεία του στρατεύματος, τα σάπια μακαρόνια, τις άθλιες συνθήκες στο μέτωπο. Όπως δεν είχαν ακούσει και τίποτα για τις ληστείες, τους φόνους, τους βιασμούς και τους εμπρησμούς, που είχαν διαπράξει έλληνες στρατιώτες συγκροτώντας ομάδες περιθωριακών στοιχείων.

 

Δεν είχαν ακούσει τίποτα για τις μαζικές λιποταξίες ή τους φυγόστρατους που ανέρχονταν τον χειμώνα του 1921-22 σε 90.000, σε ένα σύνολο Στρατιάς της τάξης των 230.000.

 

Δεν είχαν ακούσει τίποτα για τις παλινωδίες, τις ήξεις - αφήξεις τυχάρπαστες και ανερμάτιστες διπλωματικές προσπάθειες των αντιβενιζελικών πολιτικών να απαγκιστρωθούν και να απεμπλακούν από τη Μικρά Ασία, αλλά με δήθεν ψηλά το κεφάλι και χωρίς, το κυριότερο όπως το έθετε ο ισχυρός άνδρας του αντιβενιζελικού στρατοπέδου Δημήτριος Γούναρης, να θιγούν όχι τα ελληνικά, αλλά τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή. ''Η Ελλάς δεν θα αποστεί της Μεγάλης Βρετανίας'', όπως έλεγε και κατέγραφαν συνεπείς ημερολογιογράφοι του κωνσταντινικού αστισμού και τα πρακτικά της Εθνοσυνέλευσης.

 

Δεν είχαν ακούσει τίποτα για τις εσωτερικές έριδες των αντιβενιζελικών πολιτικών και στρατιωτικών για τη συνέχιση και την έκταση του πολέμου, την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ή τη δήθεν συνέπεια του Ιωάννη Μεταξά εναντίον του πολέμου, η οποία άνετα ανταλλασσόταν με το Υπουργείο Στρατιωτικών ή με μια φιλοβασιλική δικτατορία με τον ίδιο επικεφαλής -το.. όνειρό του έγινε πραγματικότητα, 14 χρόνια μετά.

 

Δεν είχαν ακούσει τίποτα για την οικονομική αιμορραγία της χώρας, τη διχοτόμηση του νομίσματος από τον Π. Πρωτοπαπαδάκη για να πληρωθούν τα πολεμικά δάνεια, τη λαϊκή δυσαρέσκεια που φούσκωνε στους δρόμους της Αθήνας και την επαρχία – ειδικά όταν ερχόταν η ώρα μιας ακόμη στρατολόγησης – φθάνοντας σε ανοιχτή εξέγερση όπως συνέβη – και για λόγους βαθιού πολιτικού μίσους και χάσματος – στην Κρήτη. 

 

Τι άκουγαν όμως οι δημοσιογραφικές πένες της εποχής; Όπως το έθεσε μερικά χρόνια ο ίδιος ο Βλάχος, αποδεχόμενος τη συγγραφή του ''Οίκαδε'', αλλά αποποιούμενος την έμπνευση και την πραγματική πατρότητα του, άκουγαν τους αντιβενιζελικούς πολιτικούς και έγραφαν καθ' υπαγόρευση – και το ''Οίκαδε'' το χρέωσε μεταχρονολογημένα στον Γούναρη, προσωπικά, και ενώ ο πολιτικός δεν μπορούσε να απαντήσει όντας εκτελεσμένος στο Γουδή. Παρένθεση : Ο Βλάχος είχε παθολογική προσήλωση στον Γούναρη, αν και πιο κοντά στον αχαιό πολιτικό εμφανιζόταν μια άλλη αντιβενιζελική εφημερίδα, η Πρωτεύουσα του Αρίστου Καμπάνη. Και φυσικά προσπάθησε (ο Βλάχος) να πετάξει από πάνω του μια ευθύνη που τον βάρυνε ίσως δυσανάλογα αλλά πάντως δίκαια τον βάρυνε για το δημοσιογραφικό του... έργο – και πόσο... βολικό να μην μπορεί να διαψεύσει ένας νεκρός.

 

Κάπως έτσι, οι δημοσιογράφοι της κωνσταντινικής πολιτικής πλειοψηφίας κώφευαν και εθελοτυφλούσαν μπροστά σε όλα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής και απλώς έσπευδαν να περιγράψουν ή να καθοδηγήσουν το αναγνωστικό τους κοινό, για να το θέσω λαϊκά, πολύ μετά τη διάπραξη του φόνου και ενώ το αίμα της Ελλάδας είχε πάψει να ρέει στις φλέβες της και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Επίσης φρόντιζαν πάντοτε να υποτιμούν τους διεθνείς συσχετισμούς και τον ρόλο της Ελλάδας μέσα σε αυτούς – με εξαίρεση φυσικά την ταύτιση υποτίθεται συμφερόντων με τη Μεγάλη Βρετανία – ενώ είχαν φθάσει παραμονές της έναρξης της τουρκικής αντεπίθεσης, να θεωρούν τον Μουσταφά Κεμάλ (μετέπειτα Ατατούρκ) ανίκανο, ''λίγο'' και τελειωμένο στη συνείδηση των συμπατριωτών του. Τέτοια δημοσιογραφική εγκυρότητα και αντίληψη, έστω και με τα πενιχρά – σε σχέση με την εποχή μας - μέσα επικοινωνίας της εποχής ή τις εύλογες καθυστερήσεις στην αναμετάδοση ακόμη και διεθνών γεγονότων.

 

Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, και οι βενιζελικές πένες της εποχής είχαν πλειοδοτήσει στη συνέχιση της μικρασιατικής εμπλοκής και είχαν δείξει δυσανεξία στους οιωνούς του κακού, που ερχόταν. Την περίοδο όμως εκείνη η δική τους κώφωση ή τύφλωση δεν συνοδευόταν και με άρρηκτους δεσμούς προς την κυβερνητική εξουσία ή το Παλάτι, ενώ κινδύνευε και η σωματική τους ακεραιότητα, αν έστω υπονοούσαν κάποιου είδους κριτική προς το στέμμα ή την κυβερνητική πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δολοφονία του δημοσιογράφου και εκδότη του βενιζελικού ''Ελεύθερου Τύπου'', Ανδρέα Καβαφάκη, λίγο μετά από τη δημοσίευση του Δημοκρατικού Μανιφέστου του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.

 

Τι με έπιασε θα αναρωτιέστε και γράφω όλα αυτά; Όχι, το Rproject δεν εγκαινίασε κάποια ιστορική στήλη για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Οφείλω όμως να σας αποκαλύψω μέρος του παρασκηνίου αυτής της ιστοσελίδας. Λίγες μέρες πριν, συζητούσαμε το ενδεχόμενο να γράψω ένα άρθρο για την ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση στον χώρο των δημοσιογράφων. Αρνήθηκα , επειδή δεν θεώρησα το ασφαλιστικό των δημοσιογράφων ξεχωριστή ή ιδιαίτερη περίπτωση σε σχέση με τον αντιασφαλιστικό Αρμαγεδδώνα που θα πλήξει όλους τους υπόλοιπους. Γενικά, δεν πιστεύω στο ''ξεχωριστό'', στο ''σπέσιαλ'', στις ''ειδικές περιπτώσεις'' κτλ ειδικά ενός κλάδου που πέρα από τη θεωρητική αποστολή του ''λειτουργήματος'', της ''4ης εξουσίας'' και άλλα τέτοια ωραία και ροζ και ευχάριστα και λουλουδένια, έχει πολλές μαύρες σελίδες και μαύρα κουτιά στο εσωτερικό του, πολλή και στυγνή εκμετάλλευση (από ''δημοσιογράφο'' σε δημοσιογράφο, μιας και δεν είμαστε όλοι της ίδιας... ταχύτητας και κατηγορίας) και φυσικά και διαχρονικά, εξαιρετικά εκλεκτικές συγγένειες με την εκάστοτε εξουσία – ας μη γυρίσουμε στην εποχή του Γιώργου Βλάχου, δείτε τι συμβαίνει γύρω μας.

 

Αυτό το ''τι συμβαίνει γύρω μας'' , υπήρξε η αφορμή για αυτό το κείμενο. Και φυσικά, όπως και στη διαχρονική περίπτωση του Βλάχου δεν μιλάμε για απλούς δημοσιογράφους, πληβείους, του ''μπλοκακίου'', της Γ' Εθνικής. Μιλάμε για την αφρόκρεμα: Εκδότες, ιδιοκτήτες, διευθυντές σύνταξης, διευθυντές, τακτικούς αρθρογράφους της... αποψάρας(!) των 350 λέξεων-και πολλές λέω, μην κουράζονται κιόλας - και βέβαια και ευρωβουλευτές. Και αυτοί όλοι, δημοσιογράφοι δηλώνουν - γαμώ το φελέκι μου!

 

Η τελευταία εβδομάδα έδωσε στο βαρέλι δίχως πάτο, νέες διαστάσεις της έννοιας. Με αφορμή τη ''συγκλονιστική'' συνέντευξη Γιάννη Στουρνάρα στον Αλέξη Παπαχελά, ακολούθησε σειρά ''ρεπορτάζ'', ''αρθρογραφίας'', ''επιχειρημάτων'' και ''αποκαλύψεων'' για το θεάρεστο έργο του λαμπρού μας Διοικητή (έτσι, με κεφαλαίο το έγραφαν οι καλοί δημοσιογράφοι...) της Τράπεζας της Ελλάδος (έτσι, εις την καθαρεύουσα...), Ιωάννη Στουρνάρα ή Ι. Στουρνάρα (όπως το έγραφαν οι πιο καλοί από τους καλούς δημοσιογράφους...). Μάλιστα οι πιο καλοί από τους πιο καλούς - καλούς δημοσιογράφους μας υπενθύμιζαν ότι οι πιο καλές από τις καλές - καλές εφημερίδες και ιστοσελίδες τους είχαν και το ''ρεπορτάζ'', και τις ''πηγές'' και την ''πληροφόρηση'' για την ειδική ομάδα Κομάντο Λαφαζανίστας ή τη Φράξια Κόκκινος Γιάνης  που θα έκαναν έφοδο στο Νομισματοκοπείο και θα τύπωνε – άκουσον, άκουσον! - διπλό νόμισμα... και θα μας έκανε, έτσι βίαια, έτσι τρομοκρατικά, έτσι άδοξα, έτσι άδικα, να αποστατούμε από τη Γερμανία μας και να χάσουμε τη Μεγάλη μας Ιδέα για την Ευρώπη του ευρώ και της λιτότητας...

 

Για όποιον δεν κατάλαβε αλλά κυρίως επειδή μου αρέσει να λέω τα πράγματα με το όνομά τους, οι πιο καλοί από τους καλούς - καλούς δημοσιογράφους -δηλαδή εκδότες, διευθυντές σύνταξης, ιδιοκτήτες ΜΜΕ κτλ – υπήρξαν ο διευθυντής του ΒΗΜΑΤΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Αντώνης Καρακούσης και η ιστοσελίδα TVXS του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιου Κούλογλου.

 

Δεν θα επαναλάβω αυτούσια όσα έγραψαν – μάλιστα κάποιες αναφορές Καρακούση για τον δήθεν πόλεμο που τους έχει κηρύξει η συγκυβέρνηση είναι για γέλια. Αξίζει όμως να τα διαβάσετε και με βάση ίσως την εισαγωγή αυτού του κειμένου, την ιστορική αναδρομή στην Ελλάδα και τη δημοσιογραφία του μικρασιατικού πολέμου, θα καταλάβετε το επίπεδο της δίνης που βρίσκεται η χώρα, και κάτω από το πρίσμα που κάποτε είχε κάνει τέταρτη σημαία του ο σημερινός τριτομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ – τρεις οι σημαίες στο έμβλημα και τέταρτη, πολιτική σημαία, το τρίγωνο της άθλιας διαπλοκής, της χρεοκοπίας του εργαζόμενου λαού και των υποτελών τάξεων, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της πρόσδεσης στις επιδιώξεις της ευρωενωσιακής ελίτ που μιλά κυρίως γερμανικά : Τράπεζες, ΜΜΕ και πολιτικοί του πρασινογάλαζου ομοιοπολικού δικομματισμού.

 

Τι έλεγε κάποτε ο τότε ριζοσπαστικός και τώρα τριτομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ;

 

Ότι οι τράπεζες δάνεισαν αφειδώς συγκεκριμένα συστημικά ΜΜΕ προκειμένου να προωθήσουν συγκεκριμένη, πολιτική ατζέντα, που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους και ταυτόχρονα, αυτά τα ΜΜΕ προώθησαν συγκεκριμένους πολιτικούς από τα δύο μεγάλα κόμματα για να υλοποιήσουν με τις σχετικές αποφάσεις τους, αυτή την ατζέντα. Τρίγωνο του νεοφιλελεύθερου Διαβόλου και Τρίγωνο των Βερμούδων, την ίδια στιγμή. Το Τρίγωνο έχει γίνει πια Τετράγωνο γιατί πολύ απλά έχει προστεθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛΛ ως συγκυβερνητικό σχήμα – όπως η τρόικα έγινε πια κουαρτέτο. Και αναπόφευκτα στον δικό τους κατήφορο τους ακολουθούν και τα φιλικά ΜΜΕ (περίπτωση του TVXS).

 

Φυσικά, το τρίγωνο αυτό έχει και συγκεκριμένες κεφαλές, έχει συγκεκριμένα γκεσέμια – που έλεγε και μια ψυχή...

 

Ο δημόσιος βίος ανθρώπων του τριγώνου όπως ο Γιάννης Στουρνάρας, κεντρικός τώρα τραπεζίτης δηλαδή... Διοικητής (έτσι με κεφαλαίο...) της Τράπεζας της Ελλάδος και ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής τώρα του ΒΗΜΑΤΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, έχει πιο έντονο αποτύπωμα διόλου τυχαία από την αυγή της πολιτικής κυριαρχίας του Κώστα Σημίτη και του πασοκικού ''εκσυγχρονισμού'' όταν ο ένας ήταν διοικητής της Εμπορικής Τράπεζας και ο άλλος βασικός οικονομικός συντάκτης στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – πάλι αυτή η εφημερίδα μπροστά μας.

 

Οι βίοι τους καταργούν τους μαθηματικούς κανόνες – είναι παράλληλοι και ταυτόσημοι, ταυτόχρονα. Και βέβαια η μεταξύ τους ''χημεία'' δεν κρύβεται. Βήχει ο Στουρνάρας, κρυολογεί ο Καρακούσης ένα πράμα. Εξ ού και όταν ο Καρακούσης καυχιέται για τις εφημερίδες, τον ρόλο τους στις ''αποκαλύψεις'' για τα Κομάντο Λαφαζανίστας και τη Φράξια Κόκκινος Γιάνης πρέπει να είναι λίγο πιο σεμνός, γιατί καρφώνεται.

 

Για πολύ απλά το ''ελληνικό Μαϊντάν'' χρειάζεται όχι μόνο έναν κεντρικό τραπεζίτη που την έχει δει ανθύπατος, αντιβασιλέας, τοποτηρητής ή τραπεζοτέκτονας – για να θυμηθώ και το άρθρο του Θανάση Καρτερού – έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας που κάνει καριέρα απορρυθμιστή του πολιτεύματος και της δημόσιας ζωής και μερικούς πρωθυπουργούς ή έναν – τα φώτα όλα πέφτουν στον Πικραμμένο – που αποφάσισαν να το παίξουν πραιτοριανή φρουρά του Στουρνάρα και των ελίτ της Ελλάδας. Χρειάζεται και τους ανάλογους κονδυλοφόρους, τους ανάλογους δημοσιογράφους επιπέδου Σούπερ Λιγκ – τι λέω!; Επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, Μέσι,Ρονάλντο και βάλε!- που θα επικοινωνήσουν το ''Μαϊντάν'' στα πλήθη.

 

Όπως ο Βλάχος επικοινωνούσε την πολιτική του Γούναρη στη κατεστραμμένη – χωρίς να το γνωρίζει η ίδια – Ελλάδα : Καθ' υπαγόρευσιν.

 

Αυτά είναι τα γκεσέμια που μας σέρνουν στον όλεθρο, έξι τουλάχιστον χρόνια τώρα – αν και οι περισσότεροι, όπως ήδη έγραψα έχουν την ανάλογη προϋπηρεσία ετών και πρότερο έντονο στα κοινά βίο.

 

Είναι οι ίδιοι που δεν ακούν ούτε βλέπουν ούτε νιώθουν τον πυρηνικό χειμώνα του ευρώ και της λιτότητας. Είναι οι ίδιοι που καθύβριζαν και λοιδορούσαν εργαζόμενους και ανέργους συλλήβδην και διαρκώς. Είναι οι ίδιοι που ουσιαστικά βοούν τα άρθρα τους ''Πρώτα η Γερμανία!''  και ''Ο Θεός να σώζει τη Μέρκελ μας!''. Είναι οι ίδιοι που εθελοτυφλούν στην επικείμενη καταστροφή που μας οδηγεί το τριτομνημονιακό καθεστώς. Είναι οι ίδιοι που ανεξάρτητα αν πια γράφουν σε έντυπο ΜΜΕ ή σε ηλεκτρονικό ή βγαίνουν στα τηλεοπτικά ''παράθυρα'', έχουν έτοιμη την προπαγάνδα των τραπεζιτών και της εφοπλιστικής, βιομηχανικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας – του αστισμού της κακιάς ώρας. Τέτοιο μείγμα ανθρώπων μόνο νέα καταστροφή προοιωνίζεται και προετοιμάζει, η οποία βέβαια είναι ήδη εδώ.

 

Αντί για επίλογο, ένα υστερόγραφο : Ο Καρακούσης υπήρξε το 2006, δέκα χρόνια πριν δηλαδή, ο συγγραφέας ενός ενδιαφέροντος βιβλίου με τον τίτλο ''Μετέωρη Χώρα'' (εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας). Σε αυτό το πόνημα το οποίο κάποιος το χαρακτήρισε ''απολογία ενός αναρχικού, ταγμένου στον σημιτικό εκσυγχρονισμό'', έκανε την εξής διαχρονική διαπίστωση για τούτον τον τόπο. Έγραφε λοιπόν ότι η κακοδαιμονία της Ελλάδας οφείλεται στο γεγονός ότι ''κουμάντο στη χώρα κάνουν 100 οικογένειες και οι 1.000 κολλητοί τους''.

 

Φαντάζομαι ότι έχει αντιληφθεί πως τώρα ο ίδιος ανήκει ακριβώς σε αυτές τις οικογένειες και σε αυτούς τους κολλητούς – και όχι δεν συνδέεται αυτή του η ταύτιση μόνο με την εγκωμιαστική αρθρογραφία στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά με την καθημερινή ''απολογία'' και υπεράσπιση της μνημονιακής πολιτικής, που οι 100 οικογένειες και οι 1.000 κολλητοί τους επέβαλαν σαν “λιτοτητάρχες” και πραιτοριανή φρουρά της ευρωενωσιακής αυτοκρατορίας.

 

 

 

 

 

Ετικέτες