Είναι εµφανές ότι στην Ευρώπη διαµορφώνεται µια νέα, πολύ σκληρή κατάσταση µε στόχο τα θύµατα πολέµου. Όσοι δεν πνίγονται ή δεν «µπλοκάρονται» από το ΝΑΤΟ και τη Frontex θα µένουν εγκλωβισµένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Μακριά από µας κι ας γίνει πρόβληµα των άλλων» είναι η γραµµή που υιοθετεί η µία κυβέρνηση µετά την άλλη, υψώνοντας φράχτες παντού.
Αυτήν τη γραµµή ακολουθεί και η ελληνική κυβέρνηση, που κατηγορεί τις άλλες κυβερνήσεις (Τουρκία, Αυστρία, Βαλκανικά κράτη) ενώ διατηρεί τον φράχτη του Έβρου και τις φρεγάτες του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Η σκλήρυνση της γραµµής συνοδεύεται από την προσπάθεια να µετατραπεί στη δηµόσια συζήτηση το προσφυγικό από «ανθρωπιστικό ζήτηµα» σε θέµα «εθνικής ασφάλειας και εθνικής κυριαρχίας».
Αυτή η «αλλαγή φάσης» (σε σχέση π.χ. µε το καλοκαίρι) αποτυπώθηκε και στα ΜΜΕ, που έχουν αρχίσει να τροµοκρατούν τον κόσµο και να επιχειρούν να τον «µπολιάσουν» µε ρατσιστικό πανικό. Η εικόνα των µικρών παιδιών στους δρόµους υποχρεώνει να κρατιούνται τα ανθρωπιστικά προσχήµατα, αλλά πυκνώνουν οι τίτλοι πως «πληµµυρίζουµε», «βρισκόµαστε σε ασφυξία», αντιµετωπίζουµε µια «ανεξέλεγκτη κρίση» (που καλό θα ήταν να την αναλάβει ο στρατός, σύµφωνα π.χ. µε τον Άρη Πορτοσάλτε). Η λογική συνέπεια είναι πως «καλός ο ανθρωπισµός, αλλά τώρα που προκύπτει εθνικός κίνδυνος θα πρέπει να γίνουµε και ολίγον ρατσιστές».
Σε πείσµα αυτού του κλίµατος, οι «από κάτω» έδωσαν τη δική τους απάντηση. Κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική και στην τροµοκρατία των ΜΜΕ, οι εκατοντάδες άνθρωποι που περνούν από την πλατεία Βικτωρίας, οι αλληλέγγυοι που συρρέουν στο λιµάνι του Πειραιά, τα παιδιά στη Λαµία που δίνουν το κολατσιό τους στα προσφυγόπουλα, οι ηλικιωµένοι που εµφανίστηκαν στα Τέµπη ρωτώντας τι µπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν, η ανταπόκριση του κόσµου στην προσπάθεια του Δήµου Κοζάνης να οργανώσει την ανθρώπινη υποδοχή των προσφύγων µέσα σε 3 ώρες, οι µαθητές που στήνουν αντιρατσιστικά βιντεάκια, η προσφορά ειδών πρώτης ανάγκης σε όλη την Ελλάδα, είναι ο «καθαρός αέρας» που επιτρέπει να ανασαίνουµε σε µια εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχεί ο ζόφος. Τα παραδείγµατα, που πιάνουν το νήµα του µαζικού κινήµατος αλληλεγγύης του καλοκαιριού, είναι αναρίθµητα και συγκλονίζουν. Και αποκτούν µεγαλύτερο βάρος γιατί κρατάνε αυτό το νήµα σε πιο «δύσκολες» συνθήκες.
Οι φασίστες στην νέα κατάσταση που διαµορφώνεται επιχειρούν να ξαναβγούν την επιφάνεια, προσπαθούν να ξαναριζώσουν στην κοινωνία, οργανώνοντας «φιέστες» διαµαρτυρίας και δράσεις «κουκλουξκλανικής έµπνευσης» ενάντια στα νέα στρατόπεδα που χτίζονται µε το επιχείρηµα ότι «δεν θέλουµε λαθροµετανάστες στον τόπο µας», ότι «θα εξισλαµιστεί η χώρα» κ.λπ.
Το κύµα αλληλεγγύης που έχει κάνει την εµφάνισή του, ενάντια σε όλες αυτές τις λογικές, είναι πολύτιµο για την άµεση στήριξη και τη διασφάλιση της επιβίωσης των ανθρώπων εκείνων που ξεριζωµένοι από τις χώρες τους προσπαθούν να ξαναστήσουν τις ζωές τους. Αλλά παίζει κι έναν κρίσιµο πολιτικό ρόλο: αποτελεί την ελπίδα και τη δυνατότητα για να µπλοκαριστεί η «διάχυση» του ρατσιστικού δηλητηρίου, να µην ξαναβγούν στον αφρό οι νεοναζί, να αποτραπεί η συναίνεση σε µια αυταρχική-«στρατιωτική» αντιµετώπιση των προσφύγων.
Στην πρόσφατη έρευνα της Public Issue για την «διαΝΕΟσις» θα βρει κανείς όλων των ειδών τις αποχρώσεις, θα εντοπίσει αντιφάσεις στις απαντήσεις κ.ά. Αλλά ξεχωρίζει η είδηση ότι (µε αναγωγή στον πληθυσµό, σύµφωνα µε την ερευνήτρια εταιρεία) 5 εκατοµµύρια άνθρωποι έχουν βοηθήσει µε κάποιον τρόπο τους πρόσφυγες. Ξεχωρίζει κι εκείνο το 66% που επιµένει να κρατηθούν ανοιχτά τα σύνορα της Ελλάδας. Κυρίως γιατί δίνει αυτήν την απάντηση σήµερα, που τα άλλα σύνορα κλείνουν και αυξάνεται η πίεση πως «αν συνεχίσουµε να τους δεχόµαστε θα εγκλωβιστούν εδώ».
Με τους ανθρώπους της αλληλεγγύης έχουµε να παλέψουµε µαζί. Τα αυθόρµητα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά και η αντοχή που έχουν δείξει είναι ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο σηµείο εκκίνησης. Αλλά δεν αρκεί, ούτε επιτρέπει επανάπαυση.
Καθώς η πίεση θα αυξάνεται, θα χρειαστεί επιµονή σε καθαρές απαντήσεις: αλληλεγγύη στους πρόσφυγες χωρίς όρους –όχι «υπό τον όρο» ότι θα διέρχονται µόνο και δεν θα παραµένουν στη χώρα, όχι «υπό τον όρο» ότι θα παραµένουν λίγοι κι όχι «πολλοί», όχι υπό τον όρο να εγκλειστούν σε στρατόπεδα για να µη δηµιουργούν «προβλήµατα ασφάλειας». Και φυσικά όχι «υπό τον όρο» ότι πρώτα ή έστω παράλληλα θα δοθεί µια λύση στις βαθύτερες αιτίες του προβλήµατος –τέλος του πολέµου στη Συρία, τέλος της εξαθλίωσης. Αλληλεγγύη άνευ όρων!
Για να «χτιστεί» αυτή η θέση µε µαζικούς όρους, θα χρειαστεί να δώσει απαντήσεις η Αριστερά στον κόσµο που δείχνει την έµπρακτη αλληλεγγύη του αλλά γνωρίζει κι ο ίδιος πως αυτή δεν αρκεί και αναρωτιέται «τι µπορεί να γίνει».
Έχουµε µπροστά µας τη διεκδίκηση αιτηµάτων όπως ανθρώπινες ανοιχτές δοµές φιλοξενίας µε ανθρώπινες συνθήκες στέγασης, περίθαλψης και σίτισης και όχι τεράστια στρατόπεδα συγκέντρωσης, δρόµους ασφαλούς διέλευσης στην Ευρώπη.
Έχουµε να συνδέσουµε την αντιρατσιστική πάλη µε την αντιπολεµική, ξεκινώντας από την απαίτηση να φύγει το ΝΑΤΟ.
Είναι ένα καθήκον που κατ’ αρχάς αφορά την ίδια την κρίση στη Συρία. Ενώ αναζητείται «διευθέτηση» της σύγκρουσης, ο ανταγωνισµός των µεγάλων δυνάµεων µπορεί ανά πάσα στιγµή να τινάξει την περιοχή στον αέρα. Σε αυτό το φόντο, η παρουσία της νατοϊκής αρµάδας στην ανατολική Μεσόγειο, σε µια επίδειξη δύναµης προς την αντίστοιχη ρωσική, αποτελεί µια επιπλέον επικίνδυνη κλιµάκωση στη µετατροπή της περιοχής σε πυριτιδαποθήκη.
Είναι ένα καθήκον που αφορά το ίδιο το Προσφυγικό. Η χρήση πολεµικών πλοίων ενάντια στις βάρκες των θυµάτων του πολέµου είναι η παρόξυνση µιας γενικότερης στρατιωτικοποίησης της απάντησης της Δύσης στο Προσφυγικό. Η πάλη να φύγει η αρµάδα είναι κατεπείγουσα, για να αποτραπεί ο εγκληµατικός της ρόλος, για να σωθούν ζωές, για να µην εγκλωβιστούν οι πρόσφυγες ανάµεσα στη Σκύλλα του πολέµου στη Συρία και τη Χάρυβδη του πολέµου εναντίον τους στην ανατολική Μεσόγειο. Και είναι τµήµα της συνολικότερης πάλης ενάντια στη στρατιωτικοποίηση, που τη βλέπουµε µε τις άγριες εικόνες στην Ειδοµένη, που καλλιεργείται κι εδώ συστηµατικά µε την αναβάθµιση του ρόλου του στρατού και τις φωνές που απαιτούν ακόµα ισχυρότερο ρόλο.
Και τελικά, έχουµε να επιµείνουµε ότι για να κάνεις αντιρατσιστική πολιτική πρέπει να κάνεις πολιτική ενάντια στη λιτότητα. Δεν χρειάζεται «εθνική ενότητα» το Προσφυγικό αλλά ταξική µονοµέρεια: µε διαγραφή του χρέους και φορολόγηση του µεγάλου πλούτου για εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων για τη φιλοξενία των προσφύγων, για την κάλυψη των αναγκών ντόπιων και ξένων φτωχών.
Η εµπλοκή σύσσωµης της Αριστεράς στο κίνηµα αλληλεγγύης, µε στόχο την «πολιτικοποίησή» του, την ενίσχυση του διεκδικητικού του χαρακτήρα, είναι η µόνη που µπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση της πάλης που αρχίζει από το µπλοκάρισµα της µετατροπής της Ελλάδας σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης για εξαθλιωµένους» και καταλήγει στη διεκδίκηση καλύτερης ζωής για όλους, ντόπιους, µετανάστες και πρόσφυγες.