Δεκαπέντε χρόνια πριν, στις 20-21 Ιούλη 2001, ζήσαμε μια μεγάλη «στιγμή» του κινήματος. Τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα ενάντια στη Σύνοδο των G8.

Ήταν μια κορύφωση του κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, αλλά και ταυτόχρονα ένα σημείο καμπής που θα άλλαζε αισθητά το κίνημα και τη ριζοσπαστική Αριστερά, τουλάχιστον στην Ευρώπη.

Στις αρχές του 21ου αιώνα κυριαρχούσε ένα κλίμα άκρατης αισιοδοξίας των καπιταλιστών παγκόσμια. Το συμπύκνωνε η φράση του Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας», που δήλωνε ότι η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ στα 1989 είχε σημάνει τον οριστικό πλέον θρίαμβο του καπιταλισμού, την ανάδειξη αυτού του σάπιου συστήματος σε ανώτατη –και αξεπέραστη– βαθμίδα της κοινωνικής εξέλιξης.

Είχαν προηγηθεί οι «άγριες» δεκαετίες του 1980-1990, όπου με την καθοδήγηση των Ρήγκαν-Θάτσερ ο νεοφιλελευθερισμός κάλπαζε διεθνώς. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα «μπουμ» στην ιστορία του καπιταλισμού, στην πραγματικότητα το δεύτερο σε ισχύ και διάρκεια μετά τα «χρυσά» χρόνια του 1950-1960. Σε αυτή την περίοδο πραγματοποιήθηκε μια πρωτοφανής επέκταση της καπιταλιστικής κυριαρχίας: α) στο εσωτερικό των χωρών του «κέντρου» του συστήματος, όπου πλέον ανατρέπονταν βασικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και ενισχυόταν η εξουσία των «αγορών» και β) στην «περιφέρεια», όπου ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός εξαπλωνόταν ταχύτατα στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική κ.ο.κ. Αυτό ήταν η «παγκοσμιοποίηση».

Σε πείσμα των μεταμοντέρνων αναλύσεων που είχαν σπεύσει παράλληλα να κηρύξουν το «τέλος του εργατικού κινήματος», η πρώτη βαθιά ρωγμή σε αυτό το κλίμα, που χαρακτήριζε ως μάταια κάθε απόπειρα αντίστασης, ήρθε με τον πιο «παραδοσιακό» τρόπο: με το μεγάλο απεργιακό ξέσπασμα των εργατών στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που άνοιξαν μια νέα σελίδα για τις προοπτικές του κινήματος «από τα κάτω». Ταυτόχρονα, η πολεμική κραυγή τους, το σύνθημα «Tous Ensemble!» (Όλοι Μαζί!), ήταν μια αυθόρμητη και ενστικτώδης επιστροφή στην παράδοση του Ενιαίου Μετώπου, που έμελε να αποτελέσει τη βάση για τη μέθοδο των σκληρών αγώνων που ακολούθησαν.

Την σκυτάλη πήρε η Λατινική Αμερική. Οι αγώνες των ιθαγενών, η πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις του νερού και των δασών, η πάλη των ακτημόνων, οι αγώνες για συνδικάτο στα κολασμένα maquilas (τα αγροκτήματα-εργοστάσια στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ), η ανασύνταξη της μαζικής Αριστεράς κ.ο.κ. Στην Ευρώπη, οι ενωτικές προσπάθειες με τις «ευρωπορείες» φαίνονταν να παραμένουν απομονωμένες...

Το «σύνθημα» για την κλιμάκωση ήρθε με το Σιάτλ, στα 1999. Στηρίχθηκε σε μια ενότητα στη δράση, που έμοιαζε να βγαίνει από τις καλύτερες σελίδες των παραδόσεων της ένδοξης εποχής του 1960: από τη μια ήταν τα «χελωνόπαιδα», οι ακτιβιστές των «νέων κινημάτων» ενάντια στην καταπίεση και την οικολογική καταστροφή, και δίπλα τους ήταν οι «φορτηγατζήδες», οι teamsters, τα συνδικαλισμένα τμήματα των εργατών, που κατόρθωναν να σπάνε –έστω και προσωρινά– τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η σύγκρουσή τους με την πολιτική «μηδενικής ανοχής», που είχε ήδη εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Ήταν φανερό ότι πρότειναν έναν «άλλο δρόμο».

Σε αυτή τη βάση συγκροτήθηκε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Μια προσπάθεια συντονισμού στη δράση μεταξύ οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μαχητικών συνδικάτων, οργανώσεων κοινωνικής αντίστασης, ριζοσπαστικών ΜΚΟ, ακόμη και ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων θρησκευόμενων ανθρώπων.

Ο στόχος ήταν να ενοποιηθεί ο αγώνας ενάντια στην παγκοσμιοποιημένη λιτότητα με την αντίσταση στις πολλαπλές μορφές καταπίεσης, με την πάλη ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.  

Το «μήνυμα» έπρεπε να περάσει στην Ευρώπη. Η πρώτη απόπειρα με τη διεθνή διαδήλωση στην Πράγα ήταν αποτυχημένη. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της κοινωνικοπολιτικής καταστροφής που είχε δημιουργήσει στην Ανατολική Ευρώπη η κατάρρευση του σταλινισμού. Όμως η επόμενη σύνοδος των G8, αυτής της Κεντρικής Επιτροπής της «παγκοσμιοποίησης», είχε οριστεί στη Γένοβα, στην Ιταλία, στη «μητέρα-πατρίδα» του ριζοσπαστισμού στην Ευρώπη μετά το 1968.

Ήταν φανερό ότι η πρόκληση έπρεπε να απαντηθεί. Και αυτό έγινε υπόθεση ενός πλατιού και εξαιρετικής ποιότητας τμήματος του κινήματος, της Αριστεράς και του αναρχισμού.

Γένοβα

Στο μεταξύ στην Ιταλία η κεντροαριστερά είχε ήδη παραδώσει την κυβερνητική εξουσία στον Μπερλουσκόνι. Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση ήταν ο Φίνι, ένας «ξεπλυμένος» νεοφασίστας. Ήταν φανερό ότι θα αντιμετωπίζαμε πολιτική «μηδενικής ανοχής». Κανείς όμως δεν είχε καθαρή εικόνα για τη διάσταση της γυμνής κρατικής βίας που έμελλε να εξαπολυθεί.

Στην προετοιμασία για τη Γένοβα συγκροτήσαμε την «Ελληνική Επιτροπή», το σχήμα πρόδρομο του «Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ», με το φάσμα των δυνάμεων που αργότερα συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΣΕΚ συγκρότησε τη «δική του» Επιτροπή, ένα τμήμα των αναρχικών συνταξίδεψε μαζί μας για να ενταχθεί εκεί –κυρίως– στις δράσεις του Μαύρου Μπλοκ, το ΚΚΕ έστειλε μια περιορισμένη «αντιπροσωπεία», ενώ οι υπόλοιποι απλώς υποτίμησαν το γεγονός.

Το μπλοκ της Ελληνικής Επιτροπής, με μια δύναμη περίπου 1.800 διαδηλωτών, κατέλυσε στο γήπεδο της Via de Ciclamini. Αποφασίσαμε να διαδηλώσουμε την Παρασκευή 20 Ιούλη, στο πιο «καυτό» σημείο της Γένοβας, στο σταθμό Μπρίνιολε, όπου οι Ya Basta, η νεολαία της Κομουνιστικής Επανίδρυσης, η LCR και άλλες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς είχαν δηλώσει ότι θα επιχειρήσουν να σπάσουν την «κόκκινη ζώνη» στη Via Tolemaide.

Άλλοι (μεταξύ τους η «κομματική» αντιπροσωπεία του ΣΥΝ, το ΚΚΕ, η IST και το ΣΕΚ) αποφάσισαν να ακολουθήσουν το «ροζ κορδόνι», που θα απέφευγε τη σύγκρουση. Τελικά, όταν κάποιοι επιχείρησαν να ταρακουνήσουν τα συρματοπλέγματα του αστυνομικού οδοφράγματος, δέχτηκαν και αυτοί την απάντηση των δακρυγόνων και των κανονιών νερού.

Το Μαύρο Μπλοκ ακολούθησε τη διαδήλωση των Cobas (της ομοσπονδίας των αυτόνομων «εργατιστών»), αλλά έσπασε από την αρχή τις συμφωνίες και επιχείρησε διάσπαρτες συγκρούσεις και «καταστροφές» συμβόλων, αποφεύγοντας όμως ένα συγκενρωμένο μέτωπο με τις δυνάμεις καταστολής.

Στο σταθμό Μπρίνιολε έγινε μια πραγματική κόλαση. Για πάνω από 4 ώρες ένα συμπαγές μπλοκ διαδηλωτών συγκρούστηκε με την αστυνομία, μέσα σε έναν καταιγισμό δακρυγόνων. Γύρω στις 5 το απόγευμα, στις λυσσαλέες συγκρούσεις στα στενά δρομάκια γύρω από το Μπρίνιολε, δολοφονήθηκε ο Κάρλο Τζουλιάνι, ένας νεαρός αγωνιστής των Κοινωνικών Κέντρων, του ρεύματος της «νέο-αυτονομίας», που κινιόταν πολιτικά μεταξύ του Ya Basta και του Μαύρου Μπλοκ. Ήταν η κορύφωση μιας δολοφονικής πρακτικής που είχε ήδη ως αποτέλεσμα εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες.

Οι εικόνες της μαζικής βίας κατά των διαδηλωτών και η είδηση του φόνου του Τζουλιάνι πάγωσαν την Ιταλία. Σε τέτοιες στιγμές ο ρόλος της οργανωμένης Αριστεράς είναι αναντικατάστατος. Ευτυχώς η Κομουνιστική Επανίδρυση άντεξε. Το κάλεσμά της (Όλοι στους δρόμους, όλοι στη Γένοβα!) κινητοποίησε μια λαοθάλασσα, με έντονη εργατική συμμετοχή, που παρουσίασε 300.000 διαδηλωτές το Σάββατο 21 Ιούλη στη Γένοβα. Ήταν η μεγαλύτερη διεθνής διαδήλωση στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Όμως η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, σε πλήρη συντονισμό με τους G8, είχε προαποφασίσει την πολιτική πυγμής. Χτύπησε τη διαδήλωση με τόνους δακρυγόνων και χημικών, που εξαπολύονταν από τους καραμπινιέρους και τα ελικόπτερα. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας πραγματοποίησαν κύματα εφόδων κατά των διαδηλωτών. Οι καραμπινιέροι εισέβαλαν στο σχολείο Ντίαζ και τσάκισαν κυριολεκτικά τους ακτιβιστές του Φόρουμ της Γένοβα. Στις φυλακές του Μπαλατζάνι, όπου οδηγήθηκαν όλοι οι συλληφθέντες, βασανίστηκαν άγρια από αξιωματικούς. Γι’ αυτά τα εγκλήματα καταδικάστηκαν αργότερα –αλλά πολύ αργότερα– πάνω από 100 στελέχη της αστυνομίας.

Μπροστά σε αυτή την πρόκληση, η Γένοβα επιβεβαίωσε τις αντιφασιστικές και «κόκκινες» παραδόσεις της. Ο πληθυσμός τάχθηκε αποφασιστικά με τους διαδηλωτές. Τα σπίτια άνοιξαν για να καλύψουν τους διωκόμενους, οι υπηρεσίες του Δήμου κινητοποιήθηκαν για τα πάντα, οι γιατροί και οι νοσοκόμες/οι ανέλαβαν υπηρεσία στα πεζοδρόμια, οι ταξιτζήδες κουβαλούσαν δωρεάν χαμένους ανθρώπους, η κραυγή «assasini» (δολοφόνοι) ακουγόταν παντού. Μόνο χάρη σε αυτή την αλληλεγγύη δεν υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες.

Μέσα από αυτή τη δοκιμασία, η Κομουνιστική Επανίδρυση βγήκε με ιδιαίτερα ενισχυμένο κύρος. Ο ηγέτης της, Φάουστο Μπερτινότι, κήρυξε μετά τη Γένοβα ότι «ο ρεφορμισμός πέθανε». Λίγα χρόνια μετά, ο Μπερτινότι θα μπει στην κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι και η Επανίδρυση θα οδηγηθεί σε διαλυτική κρίση. Ήταν μια προειδοποίηση που η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να πάρει πολύ πιο σοβαρά υπόψη.

Στο μεταξύ, όμως, θα ακολουθούσαν άλλα, πολύ σοβαρά, γεγονότα.

Ιμπεριαλισμός, πόλεμος και κρίση

Στις 11 Σεπτέμβρη του 2001, η Αλ Κάιντα χτύπησε τους Δίδυμους Πύργους στη Ν. Υόρκη. Η απάντηση της Αμερικής του Τζ. Μπους ήταν τρομερή. Ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ανατολή, με το μοιραίο βήμα της εισβολής στο Ιράκ. Η Ευρώπη, με πρώτη τη Βρετανία του Τόνι Μπλερ, συμμετείχε πρόθυμα, με πρόσχημα την ανάγκη καταστροφής των όπλων μαζικής καταστροφής που, τάχα, κατείχε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.

Η έφοδος των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολή άλλαξε πλήρως τους όρους της συζήτησης για την «παγκοσμιοποίηση». Όχι, η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι ένας, τάχα, «κοσμοπολιτισμός» του κεφαλαίου. Όχι, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι η κυριαρχία ενός «πλέγματος» πολυεθνικών υπερ-εταιριών πάνω στα –υποτίθεται–  «ξεπερασμένα έθνη κράτη» (και πολύ περισσότερο δεν είναι η κυριαρχία των... Εβραίων τραπεζιτών και τοκογλύφων, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι φασίστες και οι ακροδεξιοί «λαϊκιστές»). Η παγκοσμιοποίηση είναι ο ιμπεριαλισμός, στη σύγχρονη μορφή του. Με τους ανταγωνισμούς και τις εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά και με μια «πειθαρχία» που επιβάλλει ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κρατών-μελών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Και η αντιμετώπιση αυτού του «θηρίου» βάζει στο κίνημα και την Αριστερά μεγάλα καθήκοντα.

Η εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση, ακόμα και στις ΗΠΑ. Όμως το κίνημα αυτό προσέκρουσε πάνω στην ενοποίηση των κυρίαρχων τάξεων στην υποστήριξη του πολέμου και απέτυχε να σταματήσει τον πόλεμο. Πολύ περισσότερο απέτυχε να συμβάλει σε μια ήττα του ιμπεριαλισμού, όπως είχε συμβεί παλαιότερα, είτε στην περίπτωση του Βιετνάμ, είτε στην περίπτωση των μεγάλων αντι-αποικιοκρατικών επαναστάσεων.

Ανήκουμε σε αυτούς που κινήθηκαν με αυτή τη γραμμή (ενάντια στον πόλεμο, ήττα του ιμπεριαλισμού, νίκη στην αντίσταση). Όμως κανείς, διεθνώς, δεν είχε έγκαιρα συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της κοινωνικής ερήμωσης που προκάλεσε ο δυτικός ιμπεριαλισμός στη Μ. Ανατολή. Αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με τη διεθνή υποχώρηση της Αριστεράς, σε συνδυασμό με την προηγούμενη σφαγή των πολιτικών πρωτοποριών από τα ντόπια καθεστώτα στις αραβικές χώρες, δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάδυση της αποκρουστικής αντίστασης του τζιχαντισμού.

Λίγα χρόνια μετά, είχαμε την ελπιδοφόρα άνοιξη των αραβικών εξεγέρσεων. Επρόκειτο για τεράστιες κινητοποιήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, που η Αριστερά στην Ελλάδα εντελώς λαθεμένα υποτιμά (ενώ δεν λείπουν και κάποιες ακραίες φωνές που θεωρούν ότι αυτά τα τεράστια κινήματα ήταν υποχείρια... των ΗΠΑ και του Σόρος). Όμως, με εξαίρεση την Τυνησία όπου υπήρχε μια ισχυρότερη πολιτική και συνδικαλιστική Αριστερά, το κύμα αυτό έχει καμφθεί. Με την ανοχή των ΗΠΑ και της Δύσης, στην Αίγυπτο έχει αποκατασταθεί η «τάξη» με τη δικτατορία του Σίσι, ενώ στη Συρία η εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού οδηγήθηκε έντεχνα στο αδιέξοδο μιας «μονομαχίας» μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ και του ISIS. Πρόκειται για μια πλήρη απεικόνιση του σκοτεινού διαστήματος που επικρατεί, όταν το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο καθυστερεί να εμφανιστεί.

Στο μεταξύ, αυτά τα «συμπτώματα νοσηρότητας» είχαν ήδη επεκταθεί –και μάλιστα με εκρηκτικό τρόπο– στο κέντρο του διεθνούς συστήματος. Από το 2008 ο καπιταλισμός ζει την πιο βαθειά κρίση του μετά το 1929. Οκτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, όχι μόνο δεν φαίνεται διέξοδος, αλλά, αντίθετα, πληθαίνουν τα σημάδια που δείχνουν ότι το 2016 θα είναι ένα νέο, ίσως και χειρότερο, 2008. Σε αυτά τα χρόνια οι κυρίαρχες τάξεις κατανόησαν ότι έχουν κρίση στρατηγικής: γνωρίζουν ότι ο νοεφιλελευθερισμός δεν είναι δυνατόν να τους βγάλει από την κρίση, αλλά είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν ακάθεκτες... τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Αυτό το στρατηγικό «βάλτωμα» –που τόσο καλά απεικονίζει ο Σόιμπλε– δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές γίνονται λιγότερο επικίνδυνοι για τις λαϊκές τάξεις. Ίσα-ίσα, απέδειξαν στα 8 χρόνια της κρίσης ότι ο στόχος τους δεν είναι πλέον μόνο μια επιδείνωση του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργατών, αλλά μια ριζική εκθεμελίωση όλων των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, η μετατροπή της εργατικής τάξης σε ένα άθροισμα ατόμων, σε ένα «πλήθος» ανίκανο να αντισταθεί και να εμπνεύσει. Όμως, ταυτόχρονα, αυτό το στρατηγικό κενό εξηγεί και τα συμπτώματα πολιτικής «νοσηρότητας» του συστήματος, όπως η ανάδειξη του Τραμπ στις ΗΠΑ, του Τζόνσον στη Βρετανία, της Λεπέν στη Γαλλία, του Γκρίλο στην Ιταλία κ.ο.κ.

Στα χρόνια της κρίσης ο κόσμος αντιστάθηκε μαζικά στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και σήμερα με συγκλονιστικό τρόπο στη Γαλλία. Όμως, το ζήτημα της πολιτικής διαχείρισης των αγώνων του αποδείχτηκε –με κορυφαίο παράδειγμα τον ΣΥΡΙΖΑ εδώ– καθοριστικής σημασίας.

Στις μέρες της Γένοβας κυριαρχούσε η αισιοδοξία. Πολλοί πιστεύαμε ότι ήμασταν μια ανάσα από το να αρχίσει ένας γενικευμένος ανοδικός καλπασμός, ένα νέο παγκόσμιο ’68. Την επομένη της Γένοβας, η γυμνή βία του κράτους έκανε ένα τμήμα του κινήματος (την ATTACK, τη Ναόμι Κλάιν, τις ριζοσπαστικές ΜΚΟ, το νέο αυτόνομο-ρεφορμισμό κλπ) να στραφούν δεξιά. Να προτείνουν την εγκατάλειψη του «δρόμου» και τη στροφή σε πρακτικές έντιμης διαπραγμάτευσης. Ένα άλλο τμήμα στράφηκε στην «πολιτική». Στην προσπάθεια, που κυρίως εκφράστηκε με τα «πλατιά κόμματα» (με το Linke, το Bloco, το NPA, τον ΣΥΡΙΖΑ, αργότερα το Podemos κλπ), να υπάρξει συγκέντρωση δυνάμεων, να συνεχίσουμε την τακτική του ενιαίου μετώπου στο πολιτικό πεδίο, να διεκδικήσουμε νίκες για τον κόσμο μας.

Αυτή η τακτική δοκιμάστηκε σε κορυφαίο επίπεδο στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ και ηττήθηκε μέσα από τη συνθηκολόγηση της ηγετικής ομάδας του Α. Τσίπρα. Όμως η συγκεκριμένη πείρα από αυτόν τον αγώνα (κυρίως οι προϋποθέσεις και η τακτική για την υλοποίηση του συνθήματος «Κυβέρνηση Αριστεράς», η σημασία της ρήξης-εξόδου με την Ευρωζώνη, αλλά και η σημασία της δημοκρατίας και της δημόσιας πολιτικής πάλης μέσα στα «πλατιά κόμματα») γίνεται σήμερα άξονας διαφοροποίησης για τους anticapitalistas μέσα στο Podemos, για την αριστερή πτέρυγα του Bloco, για τις οργανώσεις και τις συλλογικότητες της Αριστεράς στη Γαλλία κλπ. Επίσης, η μαζική ρήξη της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, η δημιουργία της ΛΑΕ, μαζί με το τμήμα που προσήλθε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνεχίζουν να δίνουν ένα παράδειγμα προσπάθειας για μια ριζοσπαστικά αριστερή, αλλά ταυτόχρονα και μαζική-αποτελεσματική πολιτική.

Τα 15 χρόνια, που ακολούθησαν τη Γένοβα, ήταν χρόνια πυκνά, χρόνια με δυσκολίες, αγώνες, νίκες, αλλά και διαψεύσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να συνεχίσουμε είναι ένα παλαιότερο σύνθημα του Μάη: «Ce n’ est qu’ un début – Continuons le combat». Δεν ήταν παρά μια αρχή – Να συνεχίσουμε τον αγώνα!

Ετικέτες